Σαν σήμερα το 1904 αφήνει την τελευταία του πνοή ένας σημαντικός συγγραφέας, (αν και υποτιμημένος διαχρονικά απ’ το πνευματικό κατεστημένο της χώρας, προφανώς γιατί ενοχλούσε και ενοχλεί η εξοντωτική σάτιρα και κριτική στην κυρίαρχη τάξη), ο Εμμανουήλ Ροΐδης (28 Ιούλη 1836 – 7 Γενάρη 1904).
Αναφερόμαστε σε ένα διανοούμενο με αστική καταγωγή και παιδεία για τον οποίον έγραψε ο Κώστας Βάρναλης στην εφημερίδα «Πρωΐα» το 1942:
«Ο Ροΐδης δεν ήτανε απλώς έξυπνος αλλά και θετικό μυαλό χωρίς προλήψεις. Κι όχι μοναχά μορφωμένος παρά και προοδευτικός άνθρωπος. Και μαχητής στην εποχή του μίαν εποχή πνευματικής αντίδρασης όταν το πανεπιστήμιο έδινε το σύνθημα της επιστροφής προς τα πίσω και «καθάριζε» τη γλώσσα του λαού (…) κι όταν οι ποιηταί της γενεάς εκείνης έγραφαν "σεληνοφωτίστους αστέρας", "συνιστώσας σάρκα ψυχάς" και "δρώντας νεκρούς" ο Ροΐδης στάθηκε προοδευτικός και συγχρονισμένος διανοητής. Από τους πρώτους δέχθηκε τη θεωρία του περιβάλλοντος στην εξήγηση του αισθητικού φαινομένου κι από τους πρώτους αναγνώρισε την αλήθεια πως η ζωή δεν είναι στάσιμη παρά εξελίσσεται και πως τα ιδανικά δεν είναι σε κάθε καιρό τα ίδια.
Βέβαια οι "αλήθειες" αυτές είναι αλήθειες μισές Αλλά για την εποχή εκείνη ήσαν σχεδόν επαναστατικές. Επαναστατικός εδείχτηκε ο Ροΐδης και στο ζήτημα το γλωσσικό. Από τους πρώτους ενθουσιάσθηκε με το "Ταξίδι" του Ψυχάρη και υποστήριξε με το βιβλίο του "Τα είδωλα" τα ιστορικά δικαιώματα της δημοτικής».
Αν και υπερασπιζόταν την δημοτική γλώσσα έγραφε στην καθαρεύουσα –γιατί όπως τόνιζε, δεν είχε διδαχθεί ποτέ να χρησιμοποιεί τη δημοτική- με το πιο γνωστό του έργο την «Πάπισσα Ιωάννα», να προκαλεί σάλο στην εποχή του και να καταδικάζεται από την «Ιερά» Σύνοδο «ως αντιχριστιανικόν και κακόηθες», ενώ είναι συγκεχυμένες οι πληροφορίες αν όντως δέχτηκε αφορισμό.
Εκτός όμως από τα πυρά που δέχτηκε εκ μέρους της επικρατούσας θρησκείας, σύμφωνα με τον «Ριζοσπάστη», ο Ροΐδης έχει κατηγορηθεί για μισογυνισμό, κυρίως λόγω του διηγήματός του «Ψυχολογία Συριανού Συζύγου».
Διαβάζοντάς το ωστόσο με προσοχή, θα καταλάβουμε ότι καυτηριάζει με μια λεπτή ειρωνική αίσθηση χιούμορ όχι μόνο την τάση χλιδής και την κενή ζωή των γυναικών των νεόπλουτων αστών, αλλά από τον οίστρο του δεν τη γλιτώνουν ούτε οι ίδιοι οι σύζυγοι, για να μην πούμε ότι είναι τα κορόιδα της υπόθεσης.
Απόσπασμα από τη συλλογή «Συριανά Διηγήματα»
Εντρέπομαι να το ομολογήσω. Πέρασαν οκτώ μήνες αφ' ότου υπανδρεύθην και είμαι ακόμη ερωτευμένος με την γυναίκα μου, ενώ ο κυριώτερος λόγος διά τον οποίον την επήρα ήτο, ότι δεν μου ήρεσκε διόλου η κατάστασις ερωτευμένου. Δεν πιστεύω να υπάρχη άλλη αρρώστια τόσον βασανιστική. Ούτε όρεξιν είχα, ούτε ύπνον, ούτε διάθεσιν να εργασθώ ή να διασκεδάσω. Εκτός της Χριστίνας, όλα τα άλλα τα εύρισκα άνοστα, ανάλατα, ανούσια και πληκτικά. Ενθυμούμαι ότι μιαν ημέραν εις το ξενοδοχείον έκαμα όλον τον κόσμον να γελάση, παραπονεθείς ότι ήτο ανάλατη η λακέρδα. Οι συγγενείς μου δεν ήθελαν αυτόν τον γάμον, διά τον λόγον ότι εκείνη δεν είχε τίποτε, και ούτ' εγώ πολλά: την πατρικήν μου οικίαν, τρεις χιλιάδας δραχμάς εισόδημα από δύο αποθήκας και μιαν θέσιν εκατόν εξήντα δραχμών. Πώς λοιπόν ήτο δυνατόν να ζήσωμεν με αυτά αφού η νέα, αν και χωρίς προίκα, ήτο μοναχοκόρη καλομαθημένη και αγαπούσε τον καλόν κόσμον, τας διασκεδάσεις, τα στολίδια και τους χορούς.
Όσα μου έλεγαν τα εύρισκα όλα σωστά! Δεν ημπορώ καν να είπω προς δικαιολογίαν μου ότι μ' ετύφλωσε το πάθος, ούτε πιστεύω να υπάρχη άνθρωπος θετικώτερος από εμέ. Οι άλλοι ερωτευμένοι φαντάζονται την απόλαυσιν της φιλτάτης των ευτυχίαν τόσον μεγάλην, ώστε δεν φοβούνται να γελασθούν αγοράζοντες αυτήν εις οποιανδήποτε τιμήν. Εγώ όμως δεν ήμουν ρομαντικός. Τίποτε έκτακτον δεν ωνειρευόμην, άλλα μόνον να επανέλθουν τα πράγματα εις την τακτικήν αυτών κατάστασιν, εις την οποίαν ευρίσκοντο πριν ερωτευθώ. Την μακαρίαν εκείνην κατάστασιν την ενθυμούμην με τον φλογερόν πόθον, με τον οποίον ενθυμείται ο άρρωστος τον καιρόν όπου ήτο υγιής. Την Χριστίναν την ήθελα μόνον και μόνον διά να την απολαύσω, να την χορτάσω, να την βαρεθώ και ν' αρχίσω έπειτα, καθώς πριν, να τρώγω, να κοιμούμαι, να πηγαίνω εις τον περίπατον και να παίζω πρέφαν και κοντσίναν εις την λέσχην.
***
[...]Η αμηχανία μου ήτο μεγάλη, όταν ήλθε να καθίση πλησίον μου ο παλαιός μου φίλος Ευάγγελος Χαλδούπης, ο εξυπνότερος, αλλά και ο πλέον διεστραμμένος των Συριανών, αδιάντροπος ως πίθηκος και κυνικώτερος του Διογένους. Διά ν' αποφύγη τα σκώμματα του κόσμου είχεν εφεύρει να γελά ο ίδιος δυνατώτερα παντός άλλου διά τας πολλάς και επιφανείς της μακαρίτιδος συζύγου του απιστίας. Εις τον τοίχον του γραφείου του είχε κρεμάσει τας εικόνας του Ηφαίστου, του Αγαμέμνονος, του Μενελάου, του Βελισαρίου, του Ερρίκου Δ' και την ιδικήν του φωτογραφίαν πλησίον των «ενδόξων αυτού συναδέλφων». Καθ' όλην την πενταετή διάρκειαν του συζυγικού αυτού βίου ουδέποτε εξέφυγεν από τα χείλη του, ούτε παράπονον, ούτε επίπληξις, ούτε μομφή, ούτε παρατήρησις καμμία, αλλά μόνον ειρωνείαι, σκώμματα και μειδιάματα τόσον φαρμακερά, ώστε ζήτημα απέμενε διά πολλούς αν πράγματι απέθανεν από καρκίνον, ή μάλλον εκ της δριμύτητος αυτών η μακαρίτις. Οπωσδήποτε ευθύς μετά την λήξιν του πένθους εκηρύχθη και πάλιν υποψήφιος γαμβρός. Εκ φόβου όμως, ως έλεγε, μην εξαντληθή το πνεύμα του, αν ηναγκάζετο να κάμη όσην πριν κατάχρησιν αυτού, προς υπεράσπισιν της τιμής του, απήτει ήδη παρά της μελλούσης κυρίας Χαλδούπη τρία τινά να είναι άσχημη, κουτή και πλουσία. Την περιζήτητον ταύτην τριάδα προσόντων είχεν εύρει συνηνωμένην εις το πρόσωπον της δεσποινίδος Παναγιώτας Τουρλωτής, είδος τι νεαρού ιπποποτάμου, του οποίου ο όγκος εφόβιζε πάντας τους άλλους προικοδιώκτας.
Ο αλλόκοτος ούτος άνθρωπος, αφού με παρετήρησεν επί τινας στιγμάς με οχληράν επιμονήν.
- Τι έχεις; με ηρώτησε. Τα μούτρα σου είναι βουρκωμένα σαν τα βουνά της Γούρας.
- Τίποτε, απεκρίθην με πονεί ολίγον το κεφάλι.
- Και πολύ περισσότερον σε πονεί ότι δεν με ήκουσες, όταν σου έλεγα ότι δεν είναι διά σένα η Χριστίνα ότι έχει εις τας φλέβας της πολύ αίμα και κάποιαν ομοιότητα με την μακαρίτισσάν μου εις την φυσιογνωμίαν. Βλέπω κοντά της τον παλαιόν της φίλον Κάρολον Βιτούρην, επρόσθεσε δεικνύων τον εξακολουθούντα να συνομιλή μετ' αυτής ξανθόν νεανίσκον. Φαίνεται ότι έχουν πολλά να ειπούν.
- Τον παλαιόν της φίλον; ηρώτησα εγώ. Πώς γίνεται να μη τον γνωρίζω; Πρώτην φορά τον βλέπω.
- Διά τον λόγον ότι μόνον προχθές επέστρεψεν από την Ευρώπην. Προ πέντε ετών, πριν αποκατασταθής συ εις την Σύραν, ήτο ερωτευμένος τρελλός με την Χριστίναν, την οποία δεν του έδωκαν διότι δεν είχε τα μέσα να την συντηρήση. Η απελπισία του ήτο τόση, ώστε ήθελε ν' αυτοχειριαστεί, και θα το έκαμνεν ίσως, αν δεν ανελάμβανεν η γυναίκα μου να τον παρηγορήση.
Ήτο, νομίζω, ο πρώτος της εραστής. Τους συνέλαβα επ' αυτοφώρω εις τον κήπον του Κωυμού, μίαν ημέραν, όπου είχα υπάγει να επισκεφθώ την Αννίκαν. Η γυναίκα μου τον εβαρέθη ογλήγορα, διότι ήτο παρά πολύ αισθηματικός. Έπειτα φαίνεται, ότι εξηκολούθη να ενθυμείται την ιδική σου. Τον έστειλαν τότε εις την Γαλλίαν να τας λησμονήση και τας δύο και να σπουδάση φαρμακευτικήν διά να διαδεχθή τον πατέρα του. Φαίνεται όμως ότι δεν κατώρθωσε να εύρη λησμοβότανον. Παρατήρησε πώς τρώγει την Χριστίναν με τα μάτια. Σε συμβουλεύω να τον προσέχης και να μη συχνοφέρνης την γυναίκα σου εις τους χορούς.
- Θ' ακολουθήσω την συμβουλήν σου.
- Μη λησμονήσης ότι, αν φανής ζηλιάρης, αν την στενοχωρήσης και ζητήσης να την περιορίσης, είναι ακόμη βεβαιότερον ότι θα την πάθης.
- Τι θέλεις τότε να κάμω;
- Ούτε εγώ δεν ηξεύρω. Αφού δεν ήκουσες την συμβουλήν μου, το καλύτερον όπου έχω τώρα να σου συστήσω, είναι να μιμηθής το παράδειγμά μου, και, ότι και αν σου συμβή, να μην το πάρης κατάκαρδα. Να σκεφθής ότι το πράγμα καθ' εαυτό δεν είναι τίποτε και να κρεμάσης και συ εις τον τοίχον σου τας εικόνας του Αγαμέμνονος, του Ηφαίστου, του Μενελάου...
Ηγέρθην αποτόμως φοβούμενος μήπως δεν δυνηθώ ν' αντισταθώ εις τον πειρασμόν να πτύσω εις το πρόσωπον του παλιανθρώπου εκείνου. Κατ' εκείνην την στιγμήν ήρχιζε το cotillon, το οποίον μ' εφάνη ατελεύτητον. Δόξα τω Θεώ ετελείωσε κ' εκείνο και ήρχισεν ο κόσμος να φεύγη. Επήγα να φέρω την γούναν της γυναικός μου, την εκουκούλωσα και εβαδίζαμεν προς την θύραν, όταν μας έφραξαν τον δρόμον τρεις χορευταί, ισχυριζόμενοι ότι απέμενε να χορευθή το galopo finale και ότι η κυρία μου το είχεν υποσχεθή και εις τους τρεις. Εκείνη δεν ενθυμείτο καλά. Ο απλούστατος και συνηθισμένος τρόπος συμβιβασμού των απαιτήσεων ήτο να είπη, ότι είναι κουρασμένη και να μη χορεύση με κανέναν. Αντί τούτου επρότεινε να τραβήξουν κόμπο.
Η τύχη, ίσως δε και κάποια λαθροχειρία, ηυνόησε τον Βιτούρην και το μαρτύριόν μου παρετάθη άλλην μίαν ώραν [...]
Αναφερόμαστε σε ένα διανοούμενο με αστική καταγωγή και παιδεία για τον οποίον έγραψε ο Κώστας Βάρναλης στην εφημερίδα «Πρωΐα» το 1942:
«Ο Ροΐδης δεν ήτανε απλώς έξυπνος αλλά και θετικό μυαλό χωρίς προλήψεις. Κι όχι μοναχά μορφωμένος παρά και προοδευτικός άνθρωπος. Και μαχητής στην εποχή του μίαν εποχή πνευματικής αντίδρασης όταν το πανεπιστήμιο έδινε το σύνθημα της επιστροφής προς τα πίσω και «καθάριζε» τη γλώσσα του λαού (…) κι όταν οι ποιηταί της γενεάς εκείνης έγραφαν "σεληνοφωτίστους αστέρας", "συνιστώσας σάρκα ψυχάς" και "δρώντας νεκρούς" ο Ροΐδης στάθηκε προοδευτικός και συγχρονισμένος διανοητής. Από τους πρώτους δέχθηκε τη θεωρία του περιβάλλοντος στην εξήγηση του αισθητικού φαινομένου κι από τους πρώτους αναγνώρισε την αλήθεια πως η ζωή δεν είναι στάσιμη παρά εξελίσσεται και πως τα ιδανικά δεν είναι σε κάθε καιρό τα ίδια.
Βέβαια οι "αλήθειες" αυτές είναι αλήθειες μισές Αλλά για την εποχή εκείνη ήσαν σχεδόν επαναστατικές. Επαναστατικός εδείχτηκε ο Ροΐδης και στο ζήτημα το γλωσσικό. Από τους πρώτους ενθουσιάσθηκε με το "Ταξίδι" του Ψυχάρη και υποστήριξε με το βιβλίο του "Τα είδωλα" τα ιστορικά δικαιώματα της δημοτικής».
Αν και υπερασπιζόταν την δημοτική γλώσσα έγραφε στην καθαρεύουσα –γιατί όπως τόνιζε, δεν είχε διδαχθεί ποτέ να χρησιμοποιεί τη δημοτική- με το πιο γνωστό του έργο την «Πάπισσα Ιωάννα», να προκαλεί σάλο στην εποχή του και να καταδικάζεται από την «Ιερά» Σύνοδο «ως αντιχριστιανικόν και κακόηθες», ενώ είναι συγκεχυμένες οι πληροφορίες αν όντως δέχτηκε αφορισμό.
Εκτός όμως από τα πυρά που δέχτηκε εκ μέρους της επικρατούσας θρησκείας, σύμφωνα με τον «Ριζοσπάστη», ο Ροΐδης έχει κατηγορηθεί για μισογυνισμό, κυρίως λόγω του διηγήματός του «Ψυχολογία Συριανού Συζύγου».
Διαβάζοντάς το ωστόσο με προσοχή, θα καταλάβουμε ότι καυτηριάζει με μια λεπτή ειρωνική αίσθηση χιούμορ όχι μόνο την τάση χλιδής και την κενή ζωή των γυναικών των νεόπλουτων αστών, αλλά από τον οίστρο του δεν τη γλιτώνουν ούτε οι ίδιοι οι σύζυγοι, για να μην πούμε ότι είναι τα κορόιδα της υπόθεσης.
«Ψυχολογία Συριανού συζύγου»
Απόσπασμα από τη συλλογή «Συριανά Διηγήματα»
Εντρέπομαι να το ομολογήσω. Πέρασαν οκτώ μήνες αφ' ότου υπανδρεύθην και είμαι ακόμη ερωτευμένος με την γυναίκα μου, ενώ ο κυριώτερος λόγος διά τον οποίον την επήρα ήτο, ότι δεν μου ήρεσκε διόλου η κατάστασις ερωτευμένου. Δεν πιστεύω να υπάρχη άλλη αρρώστια τόσον βασανιστική. Ούτε όρεξιν είχα, ούτε ύπνον, ούτε διάθεσιν να εργασθώ ή να διασκεδάσω. Εκτός της Χριστίνας, όλα τα άλλα τα εύρισκα άνοστα, ανάλατα, ανούσια και πληκτικά. Ενθυμούμαι ότι μιαν ημέραν εις το ξενοδοχείον έκαμα όλον τον κόσμον να γελάση, παραπονεθείς ότι ήτο ανάλατη η λακέρδα. Οι συγγενείς μου δεν ήθελαν αυτόν τον γάμον, διά τον λόγον ότι εκείνη δεν είχε τίποτε, και ούτ' εγώ πολλά: την πατρικήν μου οικίαν, τρεις χιλιάδας δραχμάς εισόδημα από δύο αποθήκας και μιαν θέσιν εκατόν εξήντα δραχμών. Πώς λοιπόν ήτο δυνατόν να ζήσωμεν με αυτά αφού η νέα, αν και χωρίς προίκα, ήτο μοναχοκόρη καλομαθημένη και αγαπούσε τον καλόν κόσμον, τας διασκεδάσεις, τα στολίδια και τους χορούς.
Όσα μου έλεγαν τα εύρισκα όλα σωστά! Δεν ημπορώ καν να είπω προς δικαιολογίαν μου ότι μ' ετύφλωσε το πάθος, ούτε πιστεύω να υπάρχη άνθρωπος θετικώτερος από εμέ. Οι άλλοι ερωτευμένοι φαντάζονται την απόλαυσιν της φιλτάτης των ευτυχίαν τόσον μεγάλην, ώστε δεν φοβούνται να γελασθούν αγοράζοντες αυτήν εις οποιανδήποτε τιμήν. Εγώ όμως δεν ήμουν ρομαντικός. Τίποτε έκτακτον δεν ωνειρευόμην, άλλα μόνον να επανέλθουν τα πράγματα εις την τακτικήν αυτών κατάστασιν, εις την οποίαν ευρίσκοντο πριν ερωτευθώ. Την μακαρίαν εκείνην κατάστασιν την ενθυμούμην με τον φλογερόν πόθον, με τον οποίον ενθυμείται ο άρρωστος τον καιρόν όπου ήτο υγιής. Την Χριστίναν την ήθελα μόνον και μόνον διά να την απολαύσω, να την χορτάσω, να την βαρεθώ και ν' αρχίσω έπειτα, καθώς πριν, να τρώγω, να κοιμούμαι, να πηγαίνω εις τον περίπατον και να παίζω πρέφαν και κοντσίναν εις την λέσχην.
***
[...]Η αμηχανία μου ήτο μεγάλη, όταν ήλθε να καθίση πλησίον μου ο παλαιός μου φίλος Ευάγγελος Χαλδούπης, ο εξυπνότερος, αλλά και ο πλέον διεστραμμένος των Συριανών, αδιάντροπος ως πίθηκος και κυνικώτερος του Διογένους. Διά ν' αποφύγη τα σκώμματα του κόσμου είχεν εφεύρει να γελά ο ίδιος δυνατώτερα παντός άλλου διά τας πολλάς και επιφανείς της μακαρίτιδος συζύγου του απιστίας. Εις τον τοίχον του γραφείου του είχε κρεμάσει τας εικόνας του Ηφαίστου, του Αγαμέμνονος, του Μενελάου, του Βελισαρίου, του Ερρίκου Δ' και την ιδικήν του φωτογραφίαν πλησίον των «ενδόξων αυτού συναδέλφων». Καθ' όλην την πενταετή διάρκειαν του συζυγικού αυτού βίου ουδέποτε εξέφυγεν από τα χείλη του, ούτε παράπονον, ούτε επίπληξις, ούτε μομφή, ούτε παρατήρησις καμμία, αλλά μόνον ειρωνείαι, σκώμματα και μειδιάματα τόσον φαρμακερά, ώστε ζήτημα απέμενε διά πολλούς αν πράγματι απέθανεν από καρκίνον, ή μάλλον εκ της δριμύτητος αυτών η μακαρίτις. Οπωσδήποτε ευθύς μετά την λήξιν του πένθους εκηρύχθη και πάλιν υποψήφιος γαμβρός. Εκ φόβου όμως, ως έλεγε, μην εξαντληθή το πνεύμα του, αν ηναγκάζετο να κάμη όσην πριν κατάχρησιν αυτού, προς υπεράσπισιν της τιμής του, απήτει ήδη παρά της μελλούσης κυρίας Χαλδούπη τρία τινά να είναι άσχημη, κουτή και πλουσία. Την περιζήτητον ταύτην τριάδα προσόντων είχεν εύρει συνηνωμένην εις το πρόσωπον της δεσποινίδος Παναγιώτας Τουρλωτής, είδος τι νεαρού ιπποποτάμου, του οποίου ο όγκος εφόβιζε πάντας τους άλλους προικοδιώκτας.
Ο αλλόκοτος ούτος άνθρωπος, αφού με παρετήρησεν επί τινας στιγμάς με οχληράν επιμονήν.
- Τι έχεις; με ηρώτησε. Τα μούτρα σου είναι βουρκωμένα σαν τα βουνά της Γούρας.
- Τίποτε, απεκρίθην με πονεί ολίγον το κεφάλι.
- Και πολύ περισσότερον σε πονεί ότι δεν με ήκουσες, όταν σου έλεγα ότι δεν είναι διά σένα η Χριστίνα ότι έχει εις τας φλέβας της πολύ αίμα και κάποιαν ομοιότητα με την μακαρίτισσάν μου εις την φυσιογνωμίαν. Βλέπω κοντά της τον παλαιόν της φίλον Κάρολον Βιτούρην, επρόσθεσε δεικνύων τον εξακολουθούντα να συνομιλή μετ' αυτής ξανθόν νεανίσκον. Φαίνεται ότι έχουν πολλά να ειπούν.
- Τον παλαιόν της φίλον; ηρώτησα εγώ. Πώς γίνεται να μη τον γνωρίζω; Πρώτην φορά τον βλέπω.
- Διά τον λόγον ότι μόνον προχθές επέστρεψεν από την Ευρώπην. Προ πέντε ετών, πριν αποκατασταθής συ εις την Σύραν, ήτο ερωτευμένος τρελλός με την Χριστίναν, την οποία δεν του έδωκαν διότι δεν είχε τα μέσα να την συντηρήση. Η απελπισία του ήτο τόση, ώστε ήθελε ν' αυτοχειριαστεί, και θα το έκαμνεν ίσως, αν δεν ανελάμβανεν η γυναίκα μου να τον παρηγορήση.
Ήτο, νομίζω, ο πρώτος της εραστής. Τους συνέλαβα επ' αυτοφώρω εις τον κήπον του Κωυμού, μίαν ημέραν, όπου είχα υπάγει να επισκεφθώ την Αννίκαν. Η γυναίκα μου τον εβαρέθη ογλήγορα, διότι ήτο παρά πολύ αισθηματικός. Έπειτα φαίνεται, ότι εξηκολούθη να ενθυμείται την ιδική σου. Τον έστειλαν τότε εις την Γαλλίαν να τας λησμονήση και τας δύο και να σπουδάση φαρμακευτικήν διά να διαδεχθή τον πατέρα του. Φαίνεται όμως ότι δεν κατώρθωσε να εύρη λησμοβότανον. Παρατήρησε πώς τρώγει την Χριστίναν με τα μάτια. Σε συμβουλεύω να τον προσέχης και να μη συχνοφέρνης την γυναίκα σου εις τους χορούς.
- Θ' ακολουθήσω την συμβουλήν σου.
- Μη λησμονήσης ότι, αν φανής ζηλιάρης, αν την στενοχωρήσης και ζητήσης να την περιορίσης, είναι ακόμη βεβαιότερον ότι θα την πάθης.
- Τι θέλεις τότε να κάμω;
- Ούτε εγώ δεν ηξεύρω. Αφού δεν ήκουσες την συμβουλήν μου, το καλύτερον όπου έχω τώρα να σου συστήσω, είναι να μιμηθής το παράδειγμά μου, και, ότι και αν σου συμβή, να μην το πάρης κατάκαρδα. Να σκεφθής ότι το πράγμα καθ' εαυτό δεν είναι τίποτε και να κρεμάσης και συ εις τον τοίχον σου τας εικόνας του Αγαμέμνονος, του Ηφαίστου, του Μενελάου...
Ηγέρθην αποτόμως φοβούμενος μήπως δεν δυνηθώ ν' αντισταθώ εις τον πειρασμόν να πτύσω εις το πρόσωπον του παλιανθρώπου εκείνου. Κατ' εκείνην την στιγμήν ήρχιζε το cotillon, το οποίον μ' εφάνη ατελεύτητον. Δόξα τω Θεώ ετελείωσε κ' εκείνο και ήρχισεν ο κόσμος να φεύγη. Επήγα να φέρω την γούναν της γυναικός μου, την εκουκούλωσα και εβαδίζαμεν προς την θύραν, όταν μας έφραξαν τον δρόμον τρεις χορευταί, ισχυριζόμενοι ότι απέμενε να χορευθή το galopo finale και ότι η κυρία μου το είχεν υποσχεθή και εις τους τρεις. Εκείνη δεν ενθυμείτο καλά. Ο απλούστατος και συνηθισμένος τρόπος συμβιβασμού των απαιτήσεων ήτο να είπη, ότι είναι κουρασμένη και να μη χορεύση με κανέναν. Αντί τούτου επρότεινε να τραβήξουν κόμπο.
Η τύχη, ίσως δε και κάποια λαθροχειρία, ηυνόησε τον Βιτούρην και το μαρτύριόν μου παρετάθη άλλην μίαν ώραν [...]
Δημοσίευση σχολίου