Ο Δίας σηκώθηκε από το θρόνο του για να αποχαιρετήσει τον Μίνωα. Τον συνόδεψε στην πόρτα της σπηλιάς της Δίκτης λέγοντας του: «Μην ποθείς αθάνατη ζωή, ζήσε κι εσύ κι ο λαός σου και κάντε ότι περνά από το χέρι σας να εξαντλήσετε τα δικαιώματα στη ζωή σας! Ο κόσμος του παιγνιδιού, αυτός ο δίκαιος και όμορφος κόσμος, θα σας βοηθήσει να βρείτε τον κόσμο της μουσικής και της διάφανης αγαλλίασης!
Ο Μίνωας ξανανιωμένος απάντησε: «Θέλομε την αέναη ζωή, τη φύση και την κίνηση. Θέλομε ο νέος να πιάνει τον ταύρο από τα κέρατα, να τινάζεται στον αέρα με ελεύθερες ακροβατικές κινήσεις και με μια δεύτερη κίνηση, με το κεφάλι και τα χέρια πάνω στη ράχη του ζώου να έρχεται πίσω του όρθιος. Χαρούμενος να βλέπει την κοπελιά, με την απόλυτη θηλυκότητα, να τον περιμένει!»
-Μίνωα, όποιος στα μέρη του είναι καλός νοικοκύρης, δίκαιος θα φανεί και στην ανάγκη, καραβοκύρης για το τόπο του! Ακόμη κι ο φτωχός θέλει ελπίδα να τον οδηγεί! Βάλτε ζωή στα χρόνια σας!
Αφού ο Δίας αποχαιρέτησε το Μίνωα στράφηκε και καμάρωσε τον φτερωτό αετό ενώ άκουσε τα κακαρίσματα της πέρδικας. Συλλογίστηκε ότι από το Χάος γεννήθηκε το Έρεβος και η μαύρη Νύκτα. Από τη Νύκτα γεννήθηκε ο Αιθέρας και η Ημέρα σαν έσμιξε ερωτικά με το Έρεβος. Έρως, Χάος και η όμορφη Γη. Από τη φύση ήρθαν οι Θεοί με την αέναη κίνηση της τεκνογονίας. Όλα σύμφωνα με το κάλεσμα της φύσης! Γέλασε και θυμήθηκε την ζηλιάρα Θεά.
Δημοσίευση σχολίου