Η κοινωνία της εποχής του συγκλονιζόταν από το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης και τους πολέμους που την ακολούθησαν. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις 16/3/1797 ο Ναπολέων έφτανε κοντά στη Βιέννη. Ο Μπετόβεν επηρεάζεται από αυτά τα γεγονότα, πράγμα το οποίο αποτυπώνεται στα έργα του, είτε συνθέτοντας πατριωτικά έργα εναντίον των εισβολέων («Ein grosses, deutsches Volk sind wir») είτε γράφοντας έργα εμπνευσμένα από τις γενικότερες ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης. Ο Σίντλερ, γραμματέας και πρώιμος βιογράφος του Μπετόβεν, αναφέρει για τον συνθέτη ότι «επιθυμούσε όλοι να παίρνουν μέρος στη διακυβέρνηση». «Ολες οι συμπάθειές του στρέφονταν στις επαναστατικές ιδέες», συμπληρώνει ο Ιγνάτζ φον Σέιφριντ, γνωστός αρχιμουσικός, μαθητής του Μότσαρτ και του Αλμπρεχτσμπέργκερ, ο οποίος διηύθυνε την πρεμιέρα του «Φιντέλιο».
Ηδη από τα 1796 ο Μπετόβεν ξεκινάει να ακούει μόνιμα βόμβους, η ακοή του αρχίζει να εξασθενεί. «Ζω μια μίζερη ζωή», ομολογεί στον παιδικό του φίλο Βέγκελερ, καθώς προσπαθούσε να κρατήσει την πάθησή του μυστική. «Είμαι κουφός (...) στο επάγγελμά μου είναι τρομερό», σημειώνει. Σε έργα της περιόδου φαίνεται η βαθιά θλίψη που του δημιουργεί η επικείμενη απώλεια της πιο χρήσιμης σε έναν μουσικό αίσθησης (π.χ. στην περίφημη Σονάτα Op. 13 «Παθητική» ή στο Largo της Σονάτας Op. 10 No. 2). Ταυτόχρονα, τον ταλανίζουν έρωτες με γυναίκες πάνω από την τάξη του, όπως διάφορες ευγενείς μαθήτριές του. Τέτοια ήταν η περίπτωση της Τζουλιέτα Γκουτσιάρντι, που το 1803 παντρεύτηκε τον κόμη Γκάλενμπεργκ, πράγμα που έφτασε τον Μπετόβεν στα όρια της αυτοκτονίας (τότε γράφει τη «Διαθήκη του Χάιλιγκενστατ»)
Οι γνωστοί και φίλοι του λένε πως ο Μπετόβεν αρχίζει να έχει ένα «ξεκούμπωτο» στιλ, να αφήνεται περισσότερο στις απολαύσεις της ζωής, να μη δίνει σημασία στα δεινά του. Εκεί, σχεδόν εντελώς κουφός, γράφει τις δύο επόμενες Συμφωνίες του, 7η Op. 92 και 8η Op. 93 (1812). Ιδίως στην περίπτωση της 8ης, οι κριτικοί της εποχής κάνουν λόγο για ένα έργο - προϊόν ενός μέθυσου. Παρότι στην πραγματικότητα οι Συμφωνίες αυτές είναι μεγαλοφυή εγχειρήματα, πιθανώς δεν έχουν πέσει έξω: Ο Μπετόβεν πίνει...
Από το 1816 και έπειτα ξεκινά να επικοινωνεί αποκλειστικά με τη χρήση σημειωμάτων. Παράλληλα, η οικονομική του κατάσταση είναι χειρότερη από ποτέ: Η Σονάτα Op. 106 «Hammerklavier» πωλείται για ελάχιστα δουκάτα στον εκδότη του, ενώ για τα πρωτοποριακά κουαρτέτα Opp. 127, 130 και 132 - παραγγελία του πρίγκιπα Γκάτζλιν - δεν πληρώνεται καθόλου. Ο αδερφός του, Κάσπαρ - Καρλ, πεθαίνει το 1815, και ο Λούντβιχ αναλαμβάνει την κηδεμονία του γιου του, Καρλ, ο οποίος όμως αντί να ακολουθήσει τη συμβουλή του θείου του και να σπουδάσει, το ρίχνει στον τζόγο. Μάλιστα, το 1826 ο Καρλ αποπειράται να αυτοκτονήσει, πράγμα που σημαδεύει τη σχέση του με τον συνθέτη.
Σε αυτό το μάλλον θλιβερό περιβάλλον, ο συνθέτης προχωρά στην υλοποίηση του μεγαλύτερου έργου του, της 9ης Συμφωνίας Op. 125. Ηδη από το 1793 τον προβληματίζει πώς θα μπορούσε να εντάξει τη χορωδία σε μια συμφωνία που να υμνεί τη χαρά «για τη φτωχή ανθρωπότητα, την ανθρωπότητα που θα 'ρθει, για να αναπληρώσει το κουράγιο της και να διώξει την ατονία και τη φοβιά της» όπως λέει. Η «Χορική Συμφωνία» παίζεται στη Βιέννη το 1824 και γίνεται δεκτή με πέντε γύρους χειροκρότημα (ενώ η αυτοκρατορική οικογένεια γινόταν δεκτή με τρεις). Χρειάστηκε η παρέμβαση της αστυνομίας για να μπει τέλος στον ενθουσιασμό. Παρ' όλα αυτά, η οικονομική κατάσταση του συνθέτη δεν καλυτέρεψε.
Πέθανε στις 26 Μάρτη 1827, στα 57 του χρόνια.
Απόσπασμα από άρθρο του Δημήτρη Ανδρονιάδη που δημοσιεύτηκε στον ¨Ριζοσπάστη
Δημοσίευση σχολίου