Είναι πολλές φορές που νιώθουμε την ανάγκη να καταφεύγουμε στους συντρόφους ποιητές, για να επαναλαμβάνουμε την πεποίθηση μας ότι "έτσι κι αλλιώς η γη θα γίνει κόκκινη".
Γι' αυτό και τώρα δίνουμε τον λόγο στον λαϊκό κομμουνιστή ποιητή Γιώργο Κοτζιούλα.
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Που θα πάτε, που θα πάτε! Κομποδιάστε τα κλεμένα,κρύψτε και τ’ ασημικά σας να τα χαίρεται η σκουριά
Θa 'βγουμε κι’ εμείς παγάνα, θα σας εύρουμε ως τον ένα,
και στην πόλη μέσα αν είστε και στ’ απόμερα χωριά.
Που θα πάτε, που θα πάτε! Κι απ’ τις άγιες πίσω εικόνες
αν τρυπώστε, θα σας βρούμε μ’ όλα τα υποκριτικά
παρακάλια στο θεούλη που αναμπαίζεταν αιώνες
αδικεύοντας το πλήθος όπου τούχατε χαλκά.
Που θα πάτε, που θα πάτε! Ξεσηκώθηκαν οι σκλάβοι,
κι όσοι ζούσαν αφεντάδες με τον ίδρο του αλλουνού
δε γλυτώνουν ούτ’ αν φύγουν με ταχύπλωρο καράβι,
τόσο πλήθυναν τα δάκρυα της φτωχιάς και του ορφανού.
Που θα πάτε, που θα πάτε! Φυλακές και ξερονήσια
κι οι κλωτσιές στα κρατητήρια και οι χαφιέδες στα γιαπιά
μας διδάξαν να βαρούμε τους δημίους αλύπητα, ίσια
σαν το φίδι που του δίνουν κατακέφαλα χτυπιά.
Που θα πάτε, που θα πάτε! Μόλις βλέπαμε κορδόνια
μας ερχόταν να χωθούμε στα κατάβαθα της γης,
και θαρρούσατε πως θάστε στου λαού τη ράχη αιώνια
μη γρικώντας τα σημάδια της μεγάλης αλλαγής.
Που θα πάτε, που θα πάτε! Να, ξυπνάει ο μιναδόρος
και της θάλασσας ο μούστος κι ο λιγόλογος σκαφτιάς.
Πες και πες οι απλοί διδάχοι, στα στερνά θα πιάσ’ ο σπόρος
κι είναι πια φουρτούνας βόγγος η φωνή της εργατιάς.
Που θα πάτε, που θα πάτε! Στα σχολειά και στις στρατώνες
κι απ’ τους άμβωνες απάνω Φαρισαίοι χωρίς καρδιά
μας κρατούσαν στο σκοτάδι και με νόμους, με κανόνες
πρόσταζαν τον πεινασμένο «σουτ», «σκασμός» και «τσιμουδιά».
Που θα πάτε, που θα πάτε! Πρόστυχοι καλαμαράδες
με ψυχή ξεπουλημένη γράφανε κατεβατά
που γινόταν απ’ το κράτος φημερίδες και φυλλάδες
να στραβώνετ’ ο καθένας, να φλομώνεται μ’ αυτά.
Που θα πάτε, που θα πάτε! Παίρνατ’ άνογους χωριάτες
και τους στέλνατε κοπάδι στου πολέμου τη φωτιά,
διασκεδάζοντας οι ίδιοι με κυρίες μυρωδάτες
απ’ αυτές που τόχουν ρίξει στο πιοτό και στα χαρτιά.
Που θα πάτε, που θα πάτε! Δες που σήκωσε κεφάλι
κι όλο δείχνει τη γροθιά του προλετάριος τρομερός.
Δε σας αξίζ’ η εξουσία και γι’ αυτό την παίρνουν άλλοι.
Κατευόδιο, άρχοντές μου! Βλέπετε, άλλαξ’ ο καιρός
Δημοσίευση σχολίου