Είναι γνωστό ότι από τις πρώτες μέρες της επικράτησής της η δικτατορία του Μεταξά προσπάθησε να μιμηθεί τις ενέργειες του ναζιστικού καθεστώτος, το οποίο είχε σαν πρότυπο.
Εδώ να θυμίσουμε ότι αμέσως μόλις οι ναζί ήρθαν στην εξουσία, στις αρχές του 1933, ανέπτυξαν σε μεγάλη κλίμακα αυτό που είχαν προετοιμάσει μερικά χρόνια πριν, δηλαδή το ολοκληρωτικό πογκρόμ και ενάντια στην τέχνη που δεν πληρούσε τα νοσηρά κριτήριά τους.
Τα έργα Εβραίων, μαρξιστών, ή ακόμη και πασιφιστών συγγραφέων, μπήκαν στο στόχαστρο.
Στο παραπάνω πλαίσιο, από τον Μάρτιο μέχρι και τον Οκτώβριο του 1933 άναψαν φωτιές για το κάψιμο βιβλίων σε 70 πόλεις της Γερμανίας.
Οργανωτής και εκτελεστής του εν λόγω ολοκαυτώματος ήταν η ναζιστική «Γερμανική Φοιτητική Ένωση» (Deutsche Studentenschaft) σε συνεργασία με την «Χιτλερική Νεολαία».
Ακριβώς στην ίδια ρότα κινήθηκε και το καθεστώς της 4ης Αυγούστου. Η φασιστική αντίληψη και η διάθεση να μιμηθεί τον Χίτλερ, οδήγησε τον δικτάτορα Μεταξά σαν σήμερα το 1936 να οργανώσει φιέστες στις κεντρικές πλατείες πόλεων καίγοντας βιβλία, που σύμφωνα με το καθεστώς είχαν «ανθελληνικό» περιεχόμενο.
Κι’ ο Μεταξάς δεν είχε κανένα πρόβλημα στο να μην κρατάει ούτε προσχήματα.
Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα ομιλίας του σε φοιτητές του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης, όπου μεταξύ άλλων είχε πει: «Σας απαγορεύω να έχετε διαφορετικές ιδέες από αυτές του Κράτους. Σας ζητώ όχι μόνο να έχετε τις ίδιες ιδέες, αλλά να πιστεύετε σ’ αυτές και να δουλεύετε γι’ αυτές με ενθουσιασμό. Αν κάποιος από σας έχει διαφορετικές ιδέες, καλύτερα να μείνει αμόρφωτος».
Εδώ να συμπληρώσουμε ότι η ιεραρχία της επικρατούσης θρησκείας όχι μόνο δεν αντέδρασε σ αυτές τις ιεροεξεταστικές πρακτικές που γύριζαν τη χώρα στο Μεσαίωνα, αλλά βρέθηκαν και λαϊκά στελέχη της που ζητούσαν να ριφθούν στην πυρά και άλλα βιβλία «βλασφήμων και αθέων συγγραφέων».
Παρακάτω παραθέτουμε αποσπάσματα από το καλό βιβλίο του δημοσιογράφου και συγγραφέα Σπύρου Κουζινόπουλου «Μελανές κηλίδες στην ιστορία της Θεσσαλονίκης».
Μία από τις πρώτες ενέργειες της δικτατορίας, δώδεκα ημέρες μετά την κατάλυση της δημοκρατίας, ήταν να προχωρήσει στο κάψιμο βιβλίων σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας. Σε μίμηση του παραδείγματος αντίστοιχων ενεργειών του ναζιστικού καθεστώτος, χιλιάδες βιβλία με προοδευτικό και δημοκρατικό περιεχόμενο, Ελλήνων και ξένων συγγραφέων, ρίχτηκαν στην πυρά σ’ εκείνες τις μεσαιωνικού χαρακτήρα «τελετές».
Η «πρόβα τζενεράλε» σημειώνεται στην Αθήνα, στις 8 Αυγούστου, τέσσερις μόλις ημέρες μετά την επιβολή της δικτατορίας, στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Την πρωτοβουλία, σύμφωνα με τις εφημερίδες της εποχής, είχε ομάδα «εθνικοφρόνων φοιτητών».
Το μαζικό όμως κάψιμο «αντεθνικών», αριστερών και κομμουνιστικών βιβλίων, λαμβάνει χώρα οργανωμένα σε διάφορες πόλεις της χώρας, στις 16 Αυγούστου του 1936.
Στην Αθήνα, η «γιορτή» γίνεται μπροστά στους Στύλους του Ολυμπίου Διός και στα Προπύλαια, ενώ στον Πειραιά, τα βιβλία παραδίδονται στην πυρά στο Πασαλιμάνι, και μάλιστα με προσκλήσεις προς τους νέους της εποχής να συμμετάσχουν στην …»τελετή».
Έλεγε η σχετική ανακοίνωση: «Η Εθνική Φοιτητική Νεολαία Πειραιώς προβαίνουσα εις την εξαφάνισιν δια πυράς ολοκλήρου σειράς κομμουνιστικών εντύπων την προσεχή Κυριακήν και ώραν 8 μ.μ. και εν τη πλατεία Πασαλιμανίου Πειραιώς, προσκαλεί άπαντας τους εθνικόφρονας νέους, όπως προσέλθουν εν τη πλατεία Τερψιθέας 7μμ ίνα εν σώματι μεταβούν και συμμετέχουν εις την τελετήν».
Η μεγαλύτερη «φιέστα» θα στηθεί στη Θεσσαλονίκη, δίπλα στο Λευκό Πύργο. Από την προηγούμενη ημέρα, οι ελεγχόμενες πλέον από το καθεστώς εφημερίδες δημοσιεύουν σχετική προαναγγελία και μάλιστα πρωτοσέλιδα: «Τεράστια πυρά θα εξαγνίσει αύριον την πόλιν από το μίασμα των ερυθρών εντύπων», διατυμπανίζει στην κορυφή της πρώτης σελίδας, στις 15 Αυγούστου του 1936, η εφημερίδα της Θεσσαλονίκης «Το Φως».
Η ίδια εφημερίδα δημοσίευε ανακοίνωση της Αστυνομικής Διεύθυνσης Θεσσαλονίκης, σύμφωνα με την οποία: «κατόπιν διαταγής του Γ΄ Σώματος Στρατού, την 16ην τρέχοντος, ημέραν Κυριακήν και ώραν 19ην, θέλει λάβει χώραν καταστροφή δια πυρός κατασχεθέντων κομμουνιστικών βιβλίων και εντύπων εις την πλατείαν του Λευκού Πύργου, εις ήν εκλήθησαν να παραβρεθώσι αι εθνικιστικαί οργανώσεις […]».
Τα βιβλία που επρόκειτο να καούν, όπως έγραφε το πρωί εκείνης της μέρας η εφημερίδα «Νέα Αλήθεια», είχαν κατασχεθεί από τα βιβλιοπωλεία της πόλης, δημόσιες και ιδιωτικές βιβλιοθήκες και άλλους χώρους. Επίσης, στις εφημερίδες δημοσιευόταν και ανακοίνωση της φασιστικής οργάνωσης ΕΕΕ , σύμφωνα με την οποία καλούνταν οι ακροδεξιοί φοιτητές να πάρουν μέρος στην τελετή «προκειμένου να παρακολουθήσωσι την καύσιν των κομμουνιστικών βιβλίων και εντύπων με τα οποία εδηλητηρίαζαν την ελληνικήν ψυχήν, χρησιμοποιούντες τας εις αυτά αναπτυσσομένας αντιεπιστημονικάς θεωρίας των Μάρξ, Λένιν και των λοιπών ανατροπέων και καταστροφέων της ανθρωπότητος».
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της επόμενης ημέρας, μετά την ομιλία του τριεψιλίτη φοιτητή Παναγιωτόπουλου, που κραυγάζει, «[…] ρίχνομεν εις τας φλόγας το μίασμα αυτό της σκέψεως και της ψυχής του Έθνους, γεγονός που θα σημάνει την ανύψωσιν του Έθνους από την ηθική σκλαβιά εις την οποία συνέτειναν και τα βιβλία αυτά», τη φωτιά ανάβει ένας άλλος ακροδεξιός φοιτητής, ο Σαρρής. Και τότε «[…] ένα πύρινο φίδι σχηματίζεται και ακαριαίως το πυρ μεταδίδεται εις τα κομμουνιστικά έντυπα».
Πρωτοσέλιδη φωτογραφία από την αποτρόπαιη αυτή εκδήλωση του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, που σ’ ό,τι αφορά τη δίωξη των ιδεών αντέγραφε επακριβώς τα χιτλερικά πρότυπα, δημοσίευσε και η εφημερίδα «Μακεδονία».
Στο σχετικό ρεπορτάζ της ανέφερε ότι ο αριθμός των βιβλίων που κάηκαν εκείνη την ημέρα μπροστά στον Λευκό Πύργο, ξεπερνούσε τα 10.000.
Η έννοια του «κομμουνιστικού εντύπου» ερμηνευόταν από το καθεστώς κατά το δοκούν. Συμπεριλαμβάνονταν σ’ αυτά ακόμα και σχολικά βιβλία, όπως «Τα ψηλά βουνά» του Ζαχαρία Παπαντωνίου, καθώς και βιβλία των οποίων είχε απαγορευτεί επίσημα η σχολική διδασκαλία: η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, ο «Επιτάφιος» του Περικλή, η «Πολιτεία» του Πλάτωνα, και έργα του Θουκυδίδη και του Ξενοφώντα. Γενικά, από το καθεστώς είχαν απαγορευτεί περισσότεροι από 445 τίτλοι βιβλίων.
Στην πυρά παραδόθηκαν, επίσης, πολλά έργα νέων τότε Ελλήνων συγγραφέων, όπως η «Ζωή εν τάφω» του Στρατή Μυριβήλη, έργα του Ανδρέα Καρκαβίτσα, του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, αλλά και πολλοί τίτλοι ξένων συγγραφέων: το συνολικό έργο του Καρλ Μαρξ, η Καταγωγή των ειδών του Δαρβίνου, έργα του Σίγκμουντ Φρόιντ, του Τζορτζ Μπέρναρντ Σο, του Ανατόλ Φρανς, του Χάινριχ Χάινε, του Μαξίμ Γκόρκι, του Λέον Τολστόι, του Φιοντόρ Ντοστογέφσκι, του Γκαίτε κ.ά.
Εδώ να θυμίσουμε ότι αμέσως μόλις οι ναζί ήρθαν στην εξουσία, στις αρχές του 1933, ανέπτυξαν σε μεγάλη κλίμακα αυτό που είχαν προετοιμάσει μερικά χρόνια πριν, δηλαδή το ολοκληρωτικό πογκρόμ και ενάντια στην τέχνη που δεν πληρούσε τα νοσηρά κριτήριά τους.
Τα έργα Εβραίων, μαρξιστών, ή ακόμη και πασιφιστών συγγραφέων, μπήκαν στο στόχαστρο.
Στο παραπάνω πλαίσιο, από τον Μάρτιο μέχρι και τον Οκτώβριο του 1933 άναψαν φωτιές για το κάψιμο βιβλίων σε 70 πόλεις της Γερμανίας.
Οργανωτής και εκτελεστής του εν λόγω ολοκαυτώματος ήταν η ναζιστική «Γερμανική Φοιτητική Ένωση» (Deutsche Studentenschaft) σε συνεργασία με την «Χιτλερική Νεολαία».
Ακριβώς στην ίδια ρότα κινήθηκε και το καθεστώς της 4ης Αυγούστου. Η φασιστική αντίληψη και η διάθεση να μιμηθεί τον Χίτλερ, οδήγησε τον δικτάτορα Μεταξά σαν σήμερα το 1936 να οργανώσει φιέστες στις κεντρικές πλατείες πόλεων καίγοντας βιβλία, που σύμφωνα με το καθεστώς είχαν «ανθελληνικό» περιεχόμενο.
Κι’ ο Μεταξάς δεν είχε κανένα πρόβλημα στο να μην κρατάει ούτε προσχήματα.
Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα ομιλίας του σε φοιτητές του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης, όπου μεταξύ άλλων είχε πει: «Σας απαγορεύω να έχετε διαφορετικές ιδέες από αυτές του Κράτους. Σας ζητώ όχι μόνο να έχετε τις ίδιες ιδέες, αλλά να πιστεύετε σ’ αυτές και να δουλεύετε γι’ αυτές με ενθουσιασμό. Αν κάποιος από σας έχει διαφορετικές ιδέες, καλύτερα να μείνει αμόρφωτος».
Εδώ να συμπληρώσουμε ότι η ιεραρχία της επικρατούσης θρησκείας όχι μόνο δεν αντέδρασε σ αυτές τις ιεροεξεταστικές πρακτικές που γύριζαν τη χώρα στο Μεσαίωνα, αλλά βρέθηκαν και λαϊκά στελέχη της που ζητούσαν να ριφθούν στην πυρά και άλλα βιβλία «βλασφήμων και αθέων συγγραφέων».
Μερικοί τίτλοι των εκατοντάδων βιβλίων που θεωρήθηκαν "αντεθνικά" και ρίχτηκαν στην πυρά
Η «πρόβα τζενεράλε» σημειώνεται στην Αθήνα, στις 8 Αυγούστου, τέσσερις μόλις ημέρες μετά την επιβολή της δικτατορίας, στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Την πρωτοβουλία, σύμφωνα με τις εφημερίδες της εποχής, είχε ομάδα «εθνικοφρόνων φοιτητών».
Το μαζικό όμως κάψιμο «αντεθνικών», αριστερών και κομμουνιστικών βιβλίων, λαμβάνει χώρα οργανωμένα σε διάφορες πόλεις της χώρας, στις 16 Αυγούστου του 1936.
Στην Αθήνα, η «γιορτή» γίνεται μπροστά στους Στύλους του Ολυμπίου Διός και στα Προπύλαια, ενώ στον Πειραιά, τα βιβλία παραδίδονται στην πυρά στο Πασαλιμάνι, και μάλιστα με προσκλήσεις προς τους νέους της εποχής να συμμετάσχουν στην …»τελετή».
Έλεγε η σχετική ανακοίνωση: «Η Εθνική Φοιτητική Νεολαία Πειραιώς προβαίνουσα εις την εξαφάνισιν δια πυράς ολοκλήρου σειράς κομμουνιστικών εντύπων την προσεχή Κυριακήν και ώραν 8 μ.μ. και εν τη πλατεία Πασαλιμανίου Πειραιώς, προσκαλεί άπαντας τους εθνικόφρονας νέους, όπως προσέλθουν εν τη πλατεία Τερψιθέας 7μμ ίνα εν σώματι μεταβούν και συμμετέχουν εις την τελετήν».
Η «φιέστα» της Θεσσαλονίκης
Η μεγαλύτερη «φιέστα» θα στηθεί στη Θεσσαλονίκη, δίπλα στο Λευκό Πύργο. Από την προηγούμενη ημέρα, οι ελεγχόμενες πλέον από το καθεστώς εφημερίδες δημοσιεύουν σχετική προαναγγελία και μάλιστα πρωτοσέλιδα: «Τεράστια πυρά θα εξαγνίσει αύριον την πόλιν από το μίασμα των ερυθρών εντύπων», διατυμπανίζει στην κορυφή της πρώτης σελίδας, στις 15 Αυγούστου του 1936, η εφημερίδα της Θεσσαλονίκης «Το Φως».
Η ίδια εφημερίδα δημοσίευε ανακοίνωση της Αστυνομικής Διεύθυνσης Θεσσαλονίκης, σύμφωνα με την οποία: «κατόπιν διαταγής του Γ΄ Σώματος Στρατού, την 16ην τρέχοντος, ημέραν Κυριακήν και ώραν 19ην, θέλει λάβει χώραν καταστροφή δια πυρός κατασχεθέντων κομμουνιστικών βιβλίων και εντύπων εις την πλατείαν του Λευκού Πύργου, εις ήν εκλήθησαν να παραβρεθώσι αι εθνικιστικαί οργανώσεις […]».
Τα βιβλία που επρόκειτο να καούν, όπως έγραφε το πρωί εκείνης της μέρας η εφημερίδα «Νέα Αλήθεια», είχαν κατασχεθεί από τα βιβλιοπωλεία της πόλης, δημόσιες και ιδιωτικές βιβλιοθήκες και άλλους χώρους. Επίσης, στις εφημερίδες δημοσιευόταν και ανακοίνωση της φασιστικής οργάνωσης ΕΕΕ , σύμφωνα με την οποία καλούνταν οι ακροδεξιοί φοιτητές να πάρουν μέρος στην τελετή «προκειμένου να παρακολουθήσωσι την καύσιν των κομμουνιστικών βιβλίων και εντύπων με τα οποία εδηλητηρίαζαν την ελληνικήν ψυχήν, χρησιμοποιούντες τας εις αυτά αναπτυσσομένας αντιεπιστημονικάς θεωρίας των Μάρξ, Λένιν και των λοιπών ανατροπέων και καταστροφέων της ανθρωπότητος».
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της επόμενης ημέρας, μετά την ομιλία του τριεψιλίτη φοιτητή Παναγιωτόπουλου, που κραυγάζει, «[…] ρίχνομεν εις τας φλόγας το μίασμα αυτό της σκέψεως και της ψυχής του Έθνους, γεγονός που θα σημάνει την ανύψωσιν του Έθνους από την ηθική σκλαβιά εις την οποία συνέτειναν και τα βιβλία αυτά», τη φωτιά ανάβει ένας άλλος ακροδεξιός φοιτητής, ο Σαρρής. Και τότε «[…] ένα πύρινο φίδι σχηματίζεται και ακαριαίως το πυρ μεταδίδεται εις τα κομμουνιστικά έντυπα».
Πρωτοσέλιδη φωτογραφία από την αποτρόπαιη αυτή εκδήλωση του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, που σ’ ό,τι αφορά τη δίωξη των ιδεών αντέγραφε επακριβώς τα χιτλερικά πρότυπα, δημοσίευσε και η εφημερίδα «Μακεδονία».
Στο σχετικό ρεπορτάζ της ανέφερε ότι ο αριθμός των βιβλίων που κάηκαν εκείνη την ημέρα μπροστά στον Λευκό Πύργο, ξεπερνούσε τα 10.000.
Η έννοια του «κομμουνιστικού εντύπου» ερμηνευόταν από το καθεστώς κατά το δοκούν. Συμπεριλαμβάνονταν σ’ αυτά ακόμα και σχολικά βιβλία, όπως «Τα ψηλά βουνά» του Ζαχαρία Παπαντωνίου, καθώς και βιβλία των οποίων είχε απαγορευτεί επίσημα η σχολική διδασκαλία: η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, ο «Επιτάφιος» του Περικλή, η «Πολιτεία» του Πλάτωνα, και έργα του Θουκυδίδη και του Ξενοφώντα. Γενικά, από το καθεστώς είχαν απαγορευτεί περισσότεροι από 445 τίτλοι βιβλίων.
Στην πυρά παραδόθηκαν, επίσης, πολλά έργα νέων τότε Ελλήνων συγγραφέων, όπως η «Ζωή εν τάφω» του Στρατή Μυριβήλη, έργα του Ανδρέα Καρκαβίτσα, του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, αλλά και πολλοί τίτλοι ξένων συγγραφέων: το συνολικό έργο του Καρλ Μαρξ, η Καταγωγή των ειδών του Δαρβίνου, έργα του Σίγκμουντ Φρόιντ, του Τζορτζ Μπέρναρντ Σο, του Ανατόλ Φρανς, του Χάινριχ Χάινε, του Μαξίμ Γκόρκι, του Λέον Τολστόι, του Φιοντόρ Ντοστογέφσκι, του Γκαίτε κ.ά.
Δημοσίευση σχολίου