Η σύγκρουση του Δεκεμβρίου δεν ήταν ενδοελληνική, αφού απέναντι στο ΕΑΜ/ΕΛΑΣ τάχθηκε η Βρετανική Αυτοκρατορία, η οποία είχε ήδη επιβάλει την πολιτική και στρατιωτική επικυριαρχία της στη χώρα. Όταν άρχισαν οι συγκρούσεις στην Αθήνα, ο στρατηγός Ρόναλντ Σκόμπι διέθετε υπό τις άμεσες διαταγές του τρεις ταξιαρχίες (23η Τεθωρακισμένη, 2η Αλεξιπτωτιστών και 139 Πεζικού) μειωμένης δύναμης.
Πιο αξιόμαχη ήταν η 23η Τεθωρακισμένη Tαξιαρχία, στρατωνιζόταν στα «Παραπήγματα» (στον χώρο που σήμερα βρίσκεται ανάμεσα στο ΝΙΜΤΣ και το Μέγαρο Μουσικής) και διέθετε συνολικά μόλις 25 άρματα μάχης Sherman, τα οποία είχαν φτάσει στην Αθήνα ελάχιστες ημέρες πριν από τη σύγκρουση, για να κατανεμηθούν στα δύο συντάγματα της ταξιαρχίας. Η επίλεκτη 2η Ταξιαρχία Αλεξιπτωτιστών -κοκκινοσκούφηδες- με δύο τάγματα των δύο λόχων επρόκειτο να αναχωρήσει σύντομα για το θέατρο επιχειρήσεων στην Ιταλία ενώ η 139 Ταξιαρχία Πεζικού αποβιβάστηκε στον Πειραιά την πρώτη ημέρα των Δεκεμβριανών (3 Δεκεμβρίου) με μόνο δύο τάγματα, το Durham Light Infantry (DU) και το Leicesters.
Υπήρχε ακόμα το 64ο Σύνταγμα Ελαφρού Αντιαεροπορικού Πυροβολικού, το οποίο δρούσε ανεξάρτητα και ήταν οργανωμένο σε πεζικό καθώς δεν διέθετε πυροβόλα, ένας λόχος προστασίας εδάφους της RAF στο Φάληρο και τρεις μοίρες αεροσκαφών δίωξης της RAF, που έδρευαν στο αεροδρόμιο του Χασανίου. Η διοίκηση της RAF βρισκόταν εντελώς απομονωμένη στην Κηφισιά. Αν και αριθμούσαν 4.500 εμπειροπόλεμους άνδρες, οι Βρετανοί αντιμετώπιζαν σοβαρό πρόβλημα λόγω της διασποράς των δυνάμεων τους.
Η ΑΓΝΩΣΤΗ ΜΑΧΗ ΣΤΑ «ΠΑΡΑΠΗΓΜΑΤΑ»
(13 Δεκεμβρίου)
Μια περίπτωση όπου οι Βρετανοί έζησαν πραγματικά δύσκολες ώρες αντιμετωπίζοντας τους μαχητές των πόλεων, ήταν η επίθεση που πραγματοποίησε η I Ταξιαρχία του ΕΛΑΣ Αθήνας τη νύκτα της 13ης Δεκεμβρίου στους στρατώνες των Παραπηγμάτων (δίπλα στο σημερινό Μέγαρο Μουσικής), όπου έδρευε το αρχηγείο της 23ης Τεθωρακισμένης Ταξιαρχίας, ο 33″ Λόχος Εφοδιασμού Μεταφορών, ο 123 Λόχος Μηχανικού, η 463 Πυροβολαρχία και μια διμοιρία όλμων του 11ου Συντάγματος Τυφεκιοφόρων μαζί με σταθμούς διαβιβάσεων, αποθήκες υλικού και πυρομαχικών.
Από το βράδυ της προηγούμενης η Αεροπορία παρατηρούσε μεγάλες συγκεντρώσεις ανταρτών στα περίχωρα της πόλης, ενώ μονάδες του ΕΛΑΣ από τις ανατολικές συνοικίες προωθούντο στον χώρο γύρω από το Καλλιμάρμαρο.
Τις πρωινές ώρες της 13ης Δεκεμβρίου, πριν ακόμα ξημερώσει, ξεκίνησε η επίθεση των ανταρτών ύστερα από μπαράζ όλμων από τον Αρδηττό. Ο Βρετανός δεκανέας Τζέημς Ρέχιλ, επικεφαλής μιας φάλαγγας αυτοκινήτων που μετέφερε αλεξιπτωτιστές και κομάντος από το Ρουφ, άφησε μια ολοζώντανη περιγραφή:
Εγώ και ένας από τους κομάντος πήγαμε στον αξιωματικό υπηρεσίας του στρατοπέδου ενώ σφαίρες έσκιζαν τον αέρα γύρω και πάνω από τα κεφάλια μας. Ο κομάντο παρατήρησε πως βρισκόμασταν σε διασταυρούμενα πυρά. Ξαφνικά ακούστηκε μια δυνατή έκρηξη, ένας ήχος από τζάμια που πέφτουν και μια κάπως αστεία φωνή: "Επιλοχία! Επιλοχία!". Ήταν ο σκοπός που βρισκόταν 50 γιάρδες μακριά. Τότε όλη η κόλαση ελευθερώθηκε… Εκρήξεις, πυροβολισμοί παντού! […]
Στο στενό δρομάκι ακούγονταν εκρήξεις που πρέπει να προέρχονταν από ιταλικές αμυντικές χειροβομβίδες. Ήμασταν πλέον στο μέσο μιας μεγάλης επίθεσης και εγώ ήμουν ακόμη υπεύθυνος εφτά φορτηγών με πολύτιμα πυρομαχικά…
Εκρήξεις συνεχίζονταν. Ένα αεροπλάνο έριξε φωτιστικές φωτοβολίδες με αλεξίπτωτα. Τότε είδα ανθρώπους που έτρεχαν και πυροβολούσαν, έμοιαζαν με λάμψεις, σα να βγήκαν από πίνακα του Γουσταύου Ντορέ. Είδα ένα κορίτσι με γούνα και αντάρτικό δίκοχο να κατεβαίνει την πλαγιά κρατώντας μια ξύλινη γερμανική χειροβομβίδα. Πρέπει να χτυπήθηκε γιατί συνέχισε την κατάβασή της με την πλάτη και με μια κέρινη έκφραση στο πρόσωπο πριν η χειροβομβίδα σκάσει στα χέρια της. Έκρυψα το πρόσωπό μου για να μη βλέπω το θέαμα…
Τα ρούχα της έγιναν ένας ματωμένος σωρός χωρίς σχήμα. Ένας στρατιώτης έβγαζε κραυγές πόνου. Το χέρι του είχε κοπεί από τον καρπό […]
Αντιλήφθηκα ανθρώπους πίσω μου και μια φωνή στα αγγλικά: "Φίλοι είναι. Έλληνες αστυνομικοί, άστους να περάσουν". Ήταν μια ομάδα με ελληνική κράνη, χιτώνια και περικνημίδες. Πέρασαν αμίλητοι και εξαφανίστηκαν στα δεξιά. Σαράντα γιάρδες μακριά μας. ένα φορτηγό τυλίχτηκε στις φλόγες και χάθηκε μέσα σε μια έκρηξη καθώς τα πυρομαχικά ανατινάχτηκαν. Ο οπλίτης Γουάιτ, που είχε βγει να επιθεωρήσει την κατάσταση στο δρόμο, γύρισε λέγοντας: «Ένας καημένος έχασε το χέρι του… Τους σφυροκοπούν εκεί έξω!.
Στις 04.00, οι μαχητές των ανατολικών συνοικιών είχαν ανοίξει ρήγμα στον περίβολο και πολιορκούσαν τους θαλάμους. Ανάμεσα στους επιτιθέμενους ήταν ένοπλοι έφηβοι και γυναίκες από τις εαμοκρατούμενες συνοικίες, δίνοντας σε όλες τις μάχες την εντύπωση παλλαϊκού συλλαλητηρίου.
Ο λοχίας Τζωρτζ Βαλλεντάιν, που βρισκόταν σε ένα από τα κτίρια του στρατοπέδου, θυμάται τη μάχη σώμα με σώμα: «Στο θάλαμό μου ήμασταν 21 με τρία οπλοπολυβόλα Bren και 18 Tommygun. Σύντομα ο χώρος έγινε μια φλεγόμενη κόλαση… Κρατήσαμε ως τις 5.30 σκοτώνοντας όσους προσπαθούσαν να περάσουν την πόρτα. Χειροβομβίδες έπεφταν μέσα αφήνοντας νεκρούς και τραυματίες. Έριχνα με το Tommygun μου μέσα από τις τρύπες του τοίχου και πρόσεξα ότι οι συμμορίτες έστηναν όλμους και μας φώναζαν σε σπασμένα αγγλικά να παραδοθούμε… Ο διμοιρίτης συμφώνησε. Φώναξα στα ελληνικά: "Εντάξει"… Ήταν ταπεινωτικό. Αρκετοί από αυτούς ήταν γυναίκες και μας αφαιρούσαν στολές και κράνη».
Οι αιχμάλωτοι οδηγούντο ομαδικά μέσα από την τρύπα του περιμετρικού τοίχου στις ταράτσες παρακείμενων κτιρίων και από εκεί στις ανατολικές συνοικίες, με σκοπό να προωθηθούν στο Βουνό.
Με το πρώτα φως του ηλίου, οι Βρετανοί διέκριναν εκατοντάδες ανθρώπων πou «φορούσαν κάθε είδους στολή», να σκαρφαλώνουν στις πλαγιές του Λυκαβηττού: «Είδα ένα ασθενοφόρο που μάζευε τραυματίες από το έδαφος… [Σύρθηκα μέχρι τα] πτώματα που κείτονταν σχεδόν σε μια ευθεία γραμμή, σα να τους είχε σπείρει ένα γιγάντιο χέρι. Ήταν όλοι ΕΛΑΣίτες. Ένα παιδί γύρω στα 16, είχε ένα διαμπερές και στα δύο πόδια και το παντελόνι του ήταν σαν να έχει περαστεί με μαύρη βαφή από το ξεραμένο αίμα. Είχε ένα γερμανικό τουφέκι. Του το πήρα. Προσπάθησα να γυρίσω έναν κοντό άντρα ανάσκελα. Φορούσε ένα ιταλικό κράνος και στολή – είχε πάθει ακαμψία. Είχε ένα περίεργο χαμόγελο στο πρόσωπό του. Οι άλλοι ήταν επίσης νεκροί. Δύο είχαν πέσει πάνω σε καμένο πετρέλαιο και είχαν φριχτά εγκαύματα στη μέση, τα πλευρά τους έμοιαζαν με παλιό κιτρινισμένο χαρτί» (Τζέημς Ρέχιλ).
Η επίθεση τελικά έληξε με την επέμβαση αρμάτων Sherman που άρχισαν να σφυροκοπούν τα κτίρια κατά μήκος της Βασιλίσσης Σοφίας με βλήματα των 75 χλστ. Όταν οι Βρετανοί ανασυντάχθηκαν, διαπίστωσαν πως οι απώλειες τους ήταν περίπου 100 αγνοούμενοι (αιχμάλωτοι), 20 νεκροί και 50 τραυματίες πολλοί σε μάχες σώμα με σώμα μέσα στα κτίρια «Κάποια από τα πτώματα των ανταρτών ανήκαν στους "αστυφύλακες" που είχα δει. Ήταν ΕΛΑΣίτες με στολές αστυνομίας για να καταφέρουν να μπουν στους στρατώνες» (Τζέημς Ρέχιλ). Αυτή η επιτυχημένη τακτική του καμουφλάζ, χαρακτηριστική των ανταρτών του ΕΛΑΣ Αθήνας, ήταν ένα από τα «όπλα» της Κατοχής που εφαρμόστηκε και εναντία, των Βρετανών τον Δεκέμβριο.
Δημοσίευση σχολίου