Βασίλης Τσιτσάνης
Σήμερα συμπληρώνονται 39 χρόνια από τον θάνατο του μεγάλου μας λαϊκού βάρδου Βασίλη Τσιτσάνη (πέθανε στις 18/1/84).
Ο Βασίλης Τσιτσάνης υπήρξε μία από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του ρεμπέτικου και της λαϊκής μουσικής.
Στη διάρκεια του εμφυλίου και στα μετεμφυλιακά «πέτρινα χρόνια», ο Β.Τ για να μπορέσει να ξεφύγει απ’ την λογοκρισία της εποχής εκφράζετε αλληγορικά μέσα απ’ τα τραγούδια του μιλώντας για το νέο ηρωικό αγώνα στα βουνά, για τα δεινά και το χαμό αμέτρητων αγωνιστών.
Τι άλλο από αλληγορία είναι το τραγούδι «Συννεφιασμένη Κυριακή» (1948);
Το ίδιο συμβαίνει και με το τραγούδι «Για μια κόρη ξελογιάστρα» (1947): «Χτίζουν και γκρεμίζουν κάστρα/ σ' ένα γλέντι φοβερό/ για μια κόρη ξελογιάστρα,/ κι αν χαθεί πού θα τη βρω./ Δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω/ σε βουνά και σε γκρεμό,/ κι όμως ζω να τυραννιέμαι/ στο δικό της τον καημό./ Μου την άρπαξε η μοίρα/ μια βραδιά στο χαλασμό/ θα τη βρω και θα την πάρω/ τό 'χω βάλει για σκοπό».
Αλληγορία είναι και το «Το ρημαγμένο σπίτι» (1947): «Μπρος στο ρημαγμένο σπίτι/ με τις πόρτες τις κλειστές/ τον καημό μου σιγοκλαίω/ και ματώνουν οι καρδιές./ Ούτε μάνα ούτε αδέρφια/ κι εγώ έρημο πουλί,/ βλέπω αράχνες στο κατώφλι/ και χορτάρια στην αυλή./ Τι να πω και τι ν' αφήσω/ απ' την τόση συμφορά;/Ο,τι αγάπησα στον κόσμο/ δε θα δω άλλη φορά».
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, ο Βασίλης Τσιτσάνης γράφει τις Φάμπρικες, ίσως τον μεγαλύτερο ύμνο της εργατικής τάξης στην Ελλάδα: Βλέπεις κοπέλες στα υφαντουργεία/ κι άλλες δουλεύουν στα εργαλεία/, στα καπνομάγαζα στα συνεργεία/ Γεια σου περήφανη κι αθάνατη εργατιά!
Αυτός ήταν και ο λόγος που εκτοπίζεται από τις εταιρίες δίσκων, γιατί αρνείται να γράψει τραγούδια κατά παραγγελία. Η κοινωνική αδικία και οι συνθήκες της ζωής εκφράστηκαν από τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη όπως το Πάλιωσε το σακάκι μου και με κορυφαίο το τραγούδι Της κοινωνίας η διαφορά που απαγορεύτηκε από τη λογοκρισία.
Παρακάτω ένα σχετικά άγνωστο δημιούργημα του Β.Τσιτσάνη: "Ο μπλόκος". Το τραγούδι αυτό το έγραψε στη Θεσσαλονίκη το 1944, μετά το φοβερό Μπλόκο της Καλαμαριάς, και εδώ το ακούμε σε μια νεότερη του εκτέλεση.
Το ίδιο συμβαίνει και με το τραγούδι «Για μια κόρη ξελογιάστρα» (1947): «Χτίζουν και γκρεμίζουν κάστρα/ σ' ένα γλέντι φοβερό/ για μια κόρη ξελογιάστρα,/ κι αν χαθεί πού θα τη βρω./ Δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω/ σε βουνά και σε γκρεμό,/ κι όμως ζω να τυραννιέμαι/ στο δικό της τον καημό./ Μου την άρπαξε η μοίρα/ μια βραδιά στο χαλασμό/ θα τη βρω και θα την πάρω/ τό 'χω βάλει για σκοπό».
Αλληγορία είναι και το «Το ρημαγμένο σπίτι» (1947): «Μπρος στο ρημαγμένο σπίτι/ με τις πόρτες τις κλειστές/ τον καημό μου σιγοκλαίω/ και ματώνουν οι καρδιές./ Ούτε μάνα ούτε αδέρφια/ κι εγώ έρημο πουλί,/ βλέπω αράχνες στο κατώφλι/ και χορτάρια στην αυλή./ Τι να πω και τι ν' αφήσω/ απ' την τόση συμφορά;/Ο,τι αγάπησα στον κόσμο/ δε θα δω άλλη φορά».
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, ο Βασίλης Τσιτσάνης γράφει τις Φάμπρικες, ίσως τον μεγαλύτερο ύμνο της εργατικής τάξης στην Ελλάδα: Βλέπεις κοπέλες στα υφαντουργεία/ κι άλλες δουλεύουν στα εργαλεία/, στα καπνομάγαζα στα συνεργεία/ Γεια σου περήφανη κι αθάνατη εργατιά!
Αυτός ήταν και ο λόγος που εκτοπίζεται από τις εταιρίες δίσκων, γιατί αρνείται να γράψει τραγούδια κατά παραγγελία. Η κοινωνική αδικία και οι συνθήκες της ζωής εκφράστηκαν από τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη όπως το Πάλιωσε το σακάκι μου και με κορυφαίο το τραγούδι Της κοινωνίας η διαφορά που απαγορεύτηκε από τη λογοκρισία.
Διαβάστε ακόμα:
Δημοσίευση σχολίου