Δεν ήταν πρωταπριλιάτικο αστείο. «Η Ελληνική Κυβέρνηση ξεκινάει αυτή τη δύσκολη προσπάθεια, έχοντας στο πλευρό της, το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων της χώρας στους ίδιους στόχους και στις ίδιες προϋποθέσεις», δήλωσε με το γνωστό χαμόγελό της η κόρη του Μητσοτάκη, μετά τη συνεδρίαση της κυβερνητικής επιτροπής, την περασμένη Τρίτη. Ο Καραμανλής ο νεότερος κατάφερε αυτό που ποτέ δεν είχε καταφέρει ο μπάρμπας του και πρότυπό του, ούτε ο Μητσοτάκης το 1990-92. Κατάφερε να συσπειρώσει ολόκληρο το κοινοβουλευτικό φάσμα στη γραμμή «βέτο στο ΝΑΤΟ για το όνομα», ενώ στα περιβόητα εθνικοφασιστικά συλλαλητήρια των αρχών της δεκαετίας του ‘90 τουλάχιστον το ΚΚΕ δεν συμμετείχε.
Αποκτήσαμε ξαφνικά «εθνική συσπείρωση» για μια άδικη υπόθεση και επί μιας τακτικής που ήδη είχε προαποφασίσει ο Καραμανλής. Λίγο μετά την ψήφιση του ασφαληστρικού νόμου και ενώ υποτίθεται πως στη Βουλή δινόταν ακόμα μάχη, την ώρα που η κυβέρνηση του κεφάλαιου επιτίθεται με όλα τα μέσα ενάντια στον κόσμο της δουλειάς, ολόκληρο το αστικό πολιτικό φάσμα συνασπίστηκε και κάλεσε το λαό σε εθνική συσπείρωση υπό την ηγεσία της κυβέρνησης Καραμανλή. Τα αστικά ΜΜΕ δεν άφησαν την ευκαιρία να πάει χαμένη. Με μια εκκωφαντική προπαγάνδα, κατάφεραν να κρύψουν κάτω από τη γαλανόλευκη όλα τα προβλήματα που δημιουργεί στους εργαζόμενους η επίθεση του κεφάλαιου, που διεκπεραιώνεται από την κυβέρνηση Καραμανλή. Κατάφεραν να περάσουν την αντίληψη, ότι στα «εθνικά θέματα» όλοι πρέπει να είμαστε ενωμένοι. Ειδικά οι εργαζόμενοι, που αποτελούν τη μεγάλη μάζα του έθνους, πρέπει να ακολουθούν την κυβέρνηση της κεφαλαιοκρατικής μειοψηφίας, που κατά τα άλλα τους καταξεσκίζει συνεχώς και αδιαλείπτως.
Το ΠΑΣΟΚ, προσχωρώντας –όπως αναμενόταν– στην «εθνική στρατηγική» της κυβέρνησης Καραμανλή, προσπάθησε να βγάλει κάποια πολιτική υπεραξία. Ο Γιωργάκης έσπευσε πρώτα να ανακοινώσει ότι τηλεφώνησε στον πρεσβευτή των ΗΠΑ Ν. Σπέκχαρντ, για να του θυμίσει ότι η Ελλάδα υπήρξε πάντοτε πιστός «εταίρος» των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, γι’ αυτό και πρέπει να της κάνουν τη χάρη να μη τη στριμώχνουν στη σημερινή συγκυρία. «Ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, τόνισε το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει αντεπεξέλθει σε κάθε περίπτωση στις υποχρεώσεις της στο πλαίσιο της συμμαχίας και των διμερών σχέσεων, αναφέροντας ως παράδειγμα και την λειτουργία της βάσης της Σούδας. Οι υποχρεώσεις αυτές, όμως, υπογράμμισε, είναι αμοιβαίες και η Ελλάδα περιμένει τον σεβασμό των θέσεων και συμφερόντων της και από τις ΗΠΑ», γράφει ξεδιάντροπα το δελτίο Τύπου που εκδόθηκε από το ΠΑΣΟΚ. Η –κάθε άλλο παρά συμβολική– αναφορά στη Σούδα, δίνει το μέτρο της αμερικανοδουλείας του δεύτερου βασικού πυλώνα του συστήματος εξουσίας και του αρχηγού του.
Στη συνέχεια, ο Γιωργάκης έκανε μια προσπάθεια να βγάλει λίγη υπεραξία, προτείνοντας να πεταχτεί μέχρι τα Σκόπια για να βοηθήσει (είχε ήδη κάνει τις επαφές του στη μακεδονική πρωτεύουσα), όμως ο Καραμανλής του έκοψε τη φόρα, λέγοντάς του ότι δεν είναι της ώρας. Ο δε Ρουσόπουλος έβαλε μερικά παπαγαλάκια του στον Τύπο να τον ψέξουν για έλλειψη σοβαρότητας. Η ΝΔ θέλει όλη τη «δόξα» για πάρτη της και το ίδιο θα έκανε και το ΠΑΣΟΚ, αν ήταν στην κυβέρνηση.
Κατάπτυστες και καταγέλαστες, όμως, έγιναν οι ηγεσίες των δυο κομμάτων της καθεστωτικής αριστεράς (και οι σύμμαχοι του ΣΥΝ, βεβαίως). Ενώ προσέφεραν πλήρη στήριξη στην κυβέρνηση, ενώ συνασπίστηκαν στη γραμμή «βέτο για το όνομα», έβγαιναν και ψέλλιζαν διάφορα τάχαμου αντινατοϊκά, νομίζοντας ότι πίσω απ’ αυτό το φερετζέ θα κρύψουν την προσχώρησή τους στο «εθνικό μέτωπο» της αστικής τάξης. Με δήθεν προειδοποιήσεις να μην κάνει «ανταλλαγές» η κυβέρνηση στο ΝΑΤΟ (το «όνομα» με τη διεύρυνση, την επέκταση της Σούδας, το Αφγανιστάν κ.λπ.) προσπάθησαν να κρύψουν το αυτονόητο. Οτι κάθε σύνοδος του ΝΑΤΟ αποτελεί σύνοδο αποφάσεων για επέκταση της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας. Κάθε ελληνική κυβέρνηση, σε κάθε ΝΑΤΟική σύνοδο, δίνει την έγκρισή της στα βασικά σχέδια που από τα πριν έχουν επεξεργαστεί οι ιμπεριαλιστές. Οταν, λοιπόν, δίνεις την έγκρισή σου στην κυβέρνηση, να χρησιμοποιήσει το ΝΑΤΟ ως πεδίο διαπραγμάτευσης μιας υπόθεσης που τη βαφτίζεις και συ «εθνική», αποδέχεσαι ουσιαστικά τη συμμετοχή στο ΝΑΤΟ και ό,τι αυτή συνεπάγεται (θα δούμε παρακάτω τι αποφασίστηκε στο Βουκουρέστι).
Ο Μαρξ μας έχει θυμίσει την περίφημη φράση του Χέγκελ, ότι η Ιστορία επαναλαμβάνεται είτε ως τραγωδία είτε ως φάρσα. Εν προκειμένω έχουμε το δεύτερο. Η εξωνημένη αριστερά του ΚΚΕ και του ΣΥΝ προσπάθησε έντεχνα να δημιουργήσει συνθήκες 1940, για να δικαιολογήσει τη στάση της. Το 1940 υπήρχε διακύβευμα. Ηταν η ανεξαρτησία και η απόκρουση του φασισμού. Ποιο είναι το διακύβευμα σήμερα; Η ονομασία μιας γειτονικής χώρας, που επί πέντε δεκαετίες είχε αυτό το όνομα ως ομόσπονδο κράτος της Γιουγκοσλαβίας. Η άρνηση της εθνικής ταυτότητας ενός λαού, που στη χώρα μας κάποτε του είχε αναγνωριστεί (στη δεκαετία του ‘20 το ελληνικό κράτος εξέδωσε μακεδονικό αναγνωστικό για τα παιδιά του Δημοτικού, θα το ξεχάσουμε κι αυτό;), που στη συνέχεια υπέστη απηνή διωγμό και που έδωσε μαζικό και μαχητικό παρών, δίπλα στους κομμουνιστές, και στον αντικατοχικό αγώνα και στην επανάσταση του 1946-49.
Αν ήθελαν να εμποδίσουν την «εθνικοενωτική» προπαγάνδα των ΜΜΕ της κεφαλαιοκρατίας, θα έπρεπε καταρχάς να παραιτηθούν από την υποστήριξη αυτής της άδικης υπόθεσης. Να αναγνωρίσουν αυτό που αναγνώριζαν οι κομμουνιστές επί δεκαετίες: την ύπαρξη σλαβικού έθνους που ιστορικά αυτοπροσδιορίστηκε ως μακεδονικό έθνος. Να θυμίσουν ότι η Λ.Δ. Βουλγαρίας του Γκιόργκι Ντιμιτρόφ αναγνώριζε όλα τα εθνικά δικαιώματα στους Μακεδόνες του Πιρίν, καθεστώς που άλλαξε αργότερα επί Ζίβκοφ και επιγόνων, που είχαμε την επιστροφή στην παλιά κομιτατζίδικη αντίληψη περί «Βουλγάρων» (όπως ακριβώς εδώ έχουμε την αντίληψη περί «δίγλωσσων Ελλήνων»). Επειδή τίποτα απ’ αυτά δεν πιστεύουν, επειδή την αντιεθνικιστική-διεθνιστική γραμμή την έχουν προ πολλού εγκαταλείψει, γι’ αυτό βρέθηκαν στη γελοία θέση να προσπαθούν να αποδείξουν ότι τάχα δεν στηρίζουν χωρίς επιφυλάξεις την κυβέρνηση.
Ο Καραμανλής, αφού «έβαλε στο βρακί του» την αντιπολίτευση, αφού εξασφάλισε μια βαθιά ανάσα (πάντοτε τα «εθ-νικά» προσφέρονται, για να ξεφεύγουν οι κυβερνήσεις από την κοινωνική απομόνωση και να «παραλύουν» αγωνιστικές διαθέσεις), πήγε στο Βουκουρέστι για να κάνει αυτό που από καιρό είχε αποφασίσει. Ετσι όπως έχουν διαμορφωθεί τα πράγματα στην Ελλάδα, δεν υπήρχε περιθώριο να κλείσει συμφωνία σε επίπεδο χαμηλότερο από το «σύνθετη ονομασία για κάθε χρήση». Τους τελευταίους μήνες, η ελληνική διπλωματία είχε αντιληφθεί πως η τακτική της απέδιδε. Είναι γνωστή η προ μηνών φράση της Κοντολίζα Ράις «δε μπορούμε να ζητήσουμε από την Αθήνα να αυτοκτονήσει». Επί ένα δίμηνο η αμερικάνικη πίεση μεταφέρθηκε στη μακεδονική πλευρά και απέδωσε καρπούς για την ελληνική: τη σύνθετη ονομασία, που αποδέχτηκαν οι γιάπηδες των Σκοπίων. Την ήθελαν, όμως, διπλή. Στο τελευταίο στύλωσε τα πόδια η ελληνική πλευρά, γι’ αυτό και το τελευταίο πριν τη σύνοδο του Βουκουρεστίου δεκαήμερο οι πιέσεις μεταφέρθηκαν προς την Αθήνα. Ετσι παίζεται το διπλωματικό παιχνίδι. Μετά την ελληνική άρνηση στο Βουκουρέστι, είναι βέβαιο ότι οι πιέσεις θα μεταφερθούν και πάλι στη μακεδονική πλευρά.
Με την ευκαιρία και επειδή πολλοί θέλουν να θάψουν την αλήθεια, θυμίζουμε ότι αυτό που σήμερα φαίνεται να διεκδικεί η ελληνική πλευρά (μία και μοναδική σύνθετη ονομασία), το 1990-92 το πρότεινε ο τότε πρόεδρος της Μακεδονίας, ο έμπειρος της τιτικής περιόδου Κίρο Γλιγκόροφ. Τότε, όμως, ο ελληνικός εθνικισμός ήταν συνασπισμένος γύρω από τη γραμμή «καμιά αναφορά των λέξεων Μακεδονία ή Μακεδονικός» και απέρριψε την πρόταση.
Επανερχόμενοι στη σύνοδο του ΝΑΤΟ, σημειώνουμε ότι η διαπραγμάτευση τελικά δεν ήταν καθόλου δύσκολη. Οπως ο ίδιος ο Ρουσόπουλος «ψιθύρισε» στους πολυπληθείς δημοσιογράφους των ελληνικών ΜΜΕ, στο δείπνο της Τετάρτης, όπου συζητήθηκε το θέμα, δεν υπήρξε καμιά ένταση, αφού οι πάντες συμφώνησαν πως πρέπει να κρατηθούν χαμηλοί τόνοι. Περισσότερο από υποχρέωση υποστήριξαν πως πρέπει να δοθεί πρόσκληση στη Μακεδονία ο Μπους και οι ηγέτες των Τουρκίας, Σλοβενίας, Τσεχίας, Εσθονίας και Λιθουανίας. «Κατανόηση» για την ελληνική άρνηση έδειξαν οι ηγέτες των Γαλλίας, Ισπανίας και Ιταλίας, ουδέτεροι εμφανίστηκαν οι ηγέτες των Γερμανίας, Ολλανδίας, Βελγίου, Ουγγαρίας, Βουλγαρίας κ.ά., ενώ οι ηγέτες των Βρετανίας, Καναδά και Πορτογαλίας δεν πήραν καθόλου το λόγο.
Ετσι, το ενδιαφέρον μεταφέρεται πλέον στο εξάμηνο που μεσολαβεί μέχρι την επόμενη ΝΑΤΟική σύνοδο. Η σλαβομακεδονική πολιτική ηγεσία θα δεχτεί σίγουρα μεγάλη πίεση να υποχωρήσει περισσότερο, όμως πίεση θα δεχτεί και η Ελλάδα. Αυτό το ξέρει πολύ καλά ο Καραμανλής, γι’ αυτό οι «προσφορές» άρχισαν από την ίδια τη σύνοδο του Βουκουρεστίου.
Για την κυβέρνηση Μπους το μεγαλύτερο αγκάθι δεν ήταν η ένταξη της Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ (διαδικασία στην οποία επιδιαιτητεύει ανοιχτά και απροκάλυπτα πλέον), αλλά ο «οδικός χάρτης» για την ένταξη της Ουκρανίας και της Γεωργίας. Σ’ αυτό αντιρρήσεις φέρνει η Γερμανία, που κάνει τα δικά της παιχνίδια στην ανατολική Ευρώπη. Ετσι, οι Αμερικανοί έμειναν μόνο με την ένταξη της Κροατίας και της Αλβανίας, στην οποία συμφώνησε και η ελληνική κυβέρνηση.
Αλλο επείγον ζήτημα για τους Αμερικανούς είναι ο πόλεμος στο Αφγανιστάν, που δε μπορούν να τον κερδίσουν και ζητούν ενίσχυση από τους συμμάχους τους. Μπορεί οι Γάλλοι να έχουν κάνει στροφή και να δηλώνουν ότι ο πόλεμος πρέπει να κερδηθεί, υποσχόμενοι αύξηση της στρατιωτικής τους συμμετοχής (ο Σαρκοζί, ακολουθώντας ένα πιο επιθετικό δόγμα, ετοιμάζεται να βάλει τη Γαλλία και στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ), όμως οι Γερμανοί δε δείχνουν διατεθειμένοι να αναβαθμίσουν την παρουσία τους ή να στείλουν το στρατό τους σε μάχες με το αντάρτικο των Ταλιμπάν. Η ελληνική κυβέρνηση, γνωρίζοντας ότι οι πιέσεις που δέχεται εδώ και καιρό θα αυξηθούν, άνοιξε περισσότερο το παράθυρο, δηλώνοντας διά στόματος Μεϊμαράκη (στο δείπνο των υπουργών Πολέμου), από τη μια, ότι «είναι δεδομένη η βούληση της κυβέρνησης να στηρίξει τις προσπάθειες της Συμμαχίας, διότι επιθυμούμε να συμβάλουμε στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας και στην ανοικοδόμηση της χώρας» και, από την άλλη, ότι η ελληνική συμμετοχή «είναι συνάρτηση των διεθνών μας υποχρεώσεων και των επιχειρησιακών μας δυνατοτήτων». Κοντολογίς, μπαίνει κι αυτό στο παζάρι.
Στο ίδιο δείπνο, ο Μεϊμαράκης υπερασπίστηκε με θέρμη τη δημιουργία της Δύναμης Ταχείας Επέμβασης του ΝΑΤΟ, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι αυτή «αποτελεί το σημαντικότερο εργαλείο που εγγυάται την αναβάθμιση των δυνατοτήτων της Συμμαχίας και αποτελεί τον οδηγό της διαδικασίας μετασχηματισμού του ΝΑΤΟ» και δεσμευόμενος για ελληνική συνεισφορά στην «προσπάθεια επίτευξης και διατήρησης της πλήρους επιχειρησιακής της ετοιμότητας». Εδώ κολλάει και η επέκταση και αναβάθμιση της πολεμικής βάσης της Σούδας, που είναι στα σχέδια των Αμερικανών.
Φυσικά, αυτά είναι μόνο τα προκαταρκτικά. Οι αποφάσεις στις λεπτομέρειες θα παρ- θούν εν καιρώ. Η άσκηση πίεσης στην κυβέρνηση της Μακεδονίας, ώστε αυτή να μετακινηθεί πιο κοντά στην ελληνική θέση για το όνομα, θα αγοραστεί ακριβά από την κυβέρνηση Καραμανλή. Οχι μόνο με παραχωρήσεις έναντι του ΝΑΤΟ, αλλά και με «γενναίες» παραγγελίες οπλικών συστημάτων στα αμερικάνικα μονοπώλια, που θα αποφασιστούν σε διμερές επίπεδο και όχι στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ.
Κι ενώ αυτή είναι η ουσία της ΝΑΤΟικής συνόδου κορυφής, μια σύνοδος με ιμπεριαλιστικές αποφάσεις, με μεγαλύτερη επιθετικότητα, με στραγγαλισμό λαών και χωρών, με αβάσταχτες πολεμικές δαπάνες, με άσκηση τρομοκρατικού ελέγχου σε όλο τον πλανήτη, στην Ελλάδα συζητάμε για το «θρίαμβο του βέτο και της εθνικής ενότητας». Οσο για τις παπαριές που ψέλλισαν την Τετάρτη, ο Αλαβάνος στη Βουλή και η Παπαρήγα με δήλωσή της, που προειδοποίησαν τάχα την κυβέρνηση να μην ανταλλάξει το βέτο με προσχώρηση στα ΝΑΤΟικά σχέδια, το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι ταιριάζουν σε πολιτικούς απατεώνες. Θυμίζουν το δολοφόνο που προσπαθεί να κρύψει τα ίχνη του εγκλήματος.
Δημοσίευση σχολίου