Φωτεινής Τσαλίκογλου - καθηγήτρια στο τμήμα Κοινωνιολογίας του Παντείου.
Με αφορμή την εκτέλεση του μπάτσου της αντιτρομοκρατικής από κάποια οργάνωση ένοπλης μειοψηφικής επαναστατικής βίας, πήραν σβάρνα τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά μαρκούτσια οι αστοί πολιτικοί για να μας κάνουν τις αναλυσάρες τους περί τρομοκρατίας, αναγκαιότητα καταδίκης της βίας ….
Να γράψουμε και εμείς δυο πράγματα περί βίας.
Στον καπιταλισμό το κράτος λειτουργεί ως εργαλείο βίας στα χέρια της άρχουσας τάξης.
Αυτό μας λέει το κείμενο της Φωτεινής Τσαλίκογλου που παραθέσαμε αρχικά.
Αν κάποιος θέλει να λέγετε επαναστάτης και κομμουνιστής πρέπει να έχει απεγκλωβιστεί από τον κοινοβουλευτικό κρετινισμό και να έχει δεδομένη την αναγκαιότητα της ένοπλης σύγκρουσης με το πολιτικό σύστημα.
Υπάρχει η γνωστή ρήση του Μαρξ ότι «το όπλο της κριτικής δεν μπορεί να υποκαταστήσει την κριτική των όπλων».
Μας λέει δηλαδή ότι το κεφαλαιοκρατικό σύστημα δε σκοπεύει να παραιτηθεί εθελοντικά απ’ τα κεκτημένα του και πως θα χρησιμοποιήσει με κάθε τρόπο τους μηχανισμούς καταστολής, μπάτσους και στρατό για τον αποκλεισμό των μαζών από τη συμμετοχή στην κατανομή του κοινωνικού πλούτου που οι ίδιες παράγουν..
Ο ρόλος της βίας στην ιστορία αποτελεί, ως γνωστόν, κεντρικό σημείο στην κοινωνική θεωρία του επιστημονικού σοσιαλισμού. «Η βία, γράφει ο Κάρολος Μαρξ στο "Κεφάλαιο", είναι η μαμή κάθε παλαιάς κοινωνίας που κυοφορεί μέσα της μια καινούρια. Η ίδια αποτελεί οικονομική δύναμη».
Με τον ορισμό αυτό της βίας, ο Μαρξ δίνει το στίγμα της επαναστατικής βίας, την οποία και συνδέει άμεσα με την ιστορική εξέλιξη της ανθρωπότητας, τις οικονομικές σχέσεις, τις μορφές εξουσίας που αυτές συνεπάγονται και τέλος με τη διαδικασία συνειδητοποίησης των μαζών.
Και να μιλήσουμε λίγο για τις οργανώσεις ένοπλης μειοψηφικής επαναστατικής βίας.
Παραθέτουμε αποσπάσματα από κείμενο του Δημήτρη Κουφοντίνα:
«Το αντάρτικο πόλης δεν είναι επιδίωξη αυτή καθαυτήν, δεν επιδιώκεται η βία για τη βία. Η βία δεν είναι απλώς μέσο απόδοσης λαϊκής δικαιοσύνης και τρομοκράτησης των αστών. Στόχος δεν είναι τα σαμποτάζ ή η αντίσταση στην καπιταλιστική βαρβαρότητα. Η τάση αυτή έχει σοσιαλιστικό σχέδιο και στρατηγική λαϊκής εξουσίας.
Θεωρεί ότι ο ριζικός κοινωνικός μετασχηματισμός θα γίνει μόνο επαναστατικά, αναπόφευκτα με ένοπλο αγώνα, επειδή αυτόν μας τον επιβάλλει ο κοινωνικός αντίπαλος, όπως το έχει δείξει η ιστορία. Το αντάρτικο πόλης είναι μια μέθοδος ένοπλου αγώνα, μια τακτική που ανάγεται στην αρχή του στρατηγικού σχεδίου του ένοπλου αγώνα. Οταν μιλάμε για ένοπλο λαό δεν εννοούμε απλώς την κατάργηση των ειδικευμένων ένοπλων τμημάτων, αλλά για κατοχή της ισχύος από τους εργαζόμενους, την αποκέντρωσή της, την αυτοδιαχείριση, για διαδικασίες άμεσης δημοκρατίας, μέσα σε ένα γενικό πολιτικό σχέδιο. Μιλάμε για μια πολιτική μορφή που μόνο τα γενικά της χαρακτηριστικά περιγράφουμε, μια πολιτική μορφή, όπως αυτή που κατά τον Μαρξ ανακαλύφθηκε από την Κομμούνα, με την οποία μπορεί να επιτευχθεί η οικονομική απελευθέρωση της εργασίας.
Ο ριζικός κοινωνικός μετασχηματισμός δεν μπορεί παρά να είναι έργο της κινητοποιημένης και οργανωμένης κοινωνίας. Η δράση του αντάρτικου πόλης δεν μπορεί να νοηθεί σε αντίθεση με τη λαϊκή κινητοποίηση, ανεξάρτητα και αποκομμένα από αυτήν. Αν δεν υπάρχει λαϊκή στήριξη στο αντάρτικο σχέδιο, αναπόφευκτα αυτό οδηγείται στην αποτυχία. Ο αγώνας δεν μπορεί να είναι καθαρά στρατιωτικός. Χρειάζεται να είναι πολιτικοστρατιωτικός».
Και να ολοκληρώσουμε την ανάρτηση μας παραθέτοντας ακόμα ένα ενδιαφέρον κείμενο.
Αρθρο του Π. Γιώτη στην εφημερίδα ΚΟΝΤΡΑ
«Εάν η βάση μιας λαϊκής κυβέρνησης σε καιρό ειρήνης είναι η αρετή, στη διάρκεια της επανάστασης είναι ταυτόχρονα η αρετή και ο τρόμος. Η αρετή χωρίς την οποία ο τρόμος είναι όλεθρος, ο τρόμος χωρίς τον οποίο η αρετή είναι ανήμπορη».
Μαξιμιλιανός Ροβεσπιέρος
Ομιλία στην Συμβατική 5.2.1794
Πόσο εύκολα ξεχνάει η αστική δημοκρατία τη «μαμή» που την ξεγέννησε από τη φεουδαλική κοινωνική συγκρότηση, την τρομοκρατία! Ο Ροβεσπιέρος, ένας από τους πιο μεγαλοφυείς εκπροσώπους της αστικής πολιτικής, τον καιρό της ανόδου της αστικής τάξης, δεν είχε κανένα πρόβλημα να βάλει τον τρόμο δίπλα στην αρετή, θεωρώντας τον συνδυασμό τους ως βάση μιας λαϊκής κυβέρνησης. (Υπενθυμίζουμε εδώ ότι κάθε αστική κυβέρνηση θεωρεί τον εαυτό της λαϊκή κυβέρνηση, επειδή εκλέγεται μέσω καθολικής ψηφοφορίας και άρα αντλεί τη νομιμοποίησή της από το λαό). Τρεις διαδοχικές φάσεις (κρατικής) τρομοκρατίας πέρασε η μεγάλη γαλλική επανάσταση, χωρίς ούτε τα τότε δρώντα πρόσωπα, ούτε οι ιστορικοί που κατέγραψαν τη δράση τους να διανοηθούν να κρυφτούν πίσω από ηθικολογικές φρασούλες. Η τρομοκρατία ως κρατική πολιτική διακηρύχτηκε επίσημα και καθαγιάστηκε ως τέτοια μέσα στους πολιτικούς αγώνες της εποχής.
Σήμερα, η αστική πολιτική καλύπτει τον τρομοκρατικό της χαρακτήρα πίσω από διακηρύξεις περί ισονομίας και κράτους δικαίου και εγκαλεί ως τρομοκράτες τους πολιτικούς της αντιπάλους, όταν αυτοί οι πολιτικοί αντίπαλοι αμφισβητήσουν μαχητικά αυτή την εξουσία. Και μάλιστα, όχι μόνο τους εγκαλεί, αλλά και αρνείται τον πολιτικό χαρακτήρα αυτής της δράσης, μεταφέροντάς την απαξιωτικά στη σφαίρα του λεγόμενου κοινού ποινικού δικαίου.
Και πόσο εύκολα, όμως , έχει ξεχάσει η Αριστερά (με όποιο επιθετικό προσδιορισμό κι αν προσδιορίζεται, ρεφορμιστική ή επαναστατική) την πολιτική σημασία του όρου τρομοκρατία και την ιστορική του φόρτιση, υποχωρώντας στην ηθικολογική επίθεση της αστικής τάξης που εμφανίζει την τρομοκρατία ως κάτι το πολιτικά απαράδεκτο και ηθικά απαξιωτικό. Η ρώσικη «Ναρόντναγια Βόλια» (Λαϊκή Θέληση) δεν είχε κανένα πρόβλημα να διακηρύξει στα τέλη του 19ου αιώνα: «Οι τρομοκρατικές πράξεις, σύμφωνα με την αντίληψή μας, αντιπροσωπεύουν ένα στοιχείο αυτού του αγώνα, στενά δεμένο με τα άλλα στοιχεία, και ακριβώς από αυτή τη σταθερή και συνεχή συνδετική σχέση παίρνουν την αξία και τη δύναμή τους». Τα ίδια τα μέλη της, όπως και τα μέλη άλλων συνωμοτικών οργανώσεων που ασκούν ένοπλη δράση αυτή την περίοδο, αυτοαποκαλούνταν τρομοκράτες και υποστήριζαν την τρομοκρατία ακόμα και στα τσαρικά δικαστήρια όπου παραπέμπονταν όταν συλλαμβάνονταν.
Και ο ηγέτης του μπολσεβικισμού, ο Β.Ι. Λένιν, πολιτικός αντίπαλος της ατομικής τρομοκρατίας (ο ίδιος βίωσε και προσωπικά τον απαγχονισμό του αδελφού του για την απόπειρα δολοφονίας του τσάρου) έγραφε αναφερόμενος στους τρομοκράτες: «Οι άνθρωποι αυτοί έδειξαν μεγάλη αυτοθυσία και με τη ηρωική τους τρομοκρατική μέθοδο πάλης κατέπληξαν όλο τον κόσμο. Οι θυσίες αυτές αναμφισβήτητα δεν πήγαν του κάκου, συντέλεσαν αναμφισβήτητα άμεσα ή έμμεσα στην επαναστατική διαπαιδαγώγηση του ρώσικου λαού που επακολούθησε» (Απαντα, τ.30, σελ.315).
Κι ακόμα, δεν δίσταζε να προτείνει συγκεκριμένη αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, ως πολιτικής τακτικής, από τους μπολσεβίκους: «Το συνέδριο αποκρούει κατηγορηματικά την τρομοκρατία, δηλαδή το σύστημα των πολιτικών εκτελέσεων μεμονωμένων προσώπων σαν μέθοδο πολιτικής πάλης τελείως ακατάλληλη για την παρούσα στιγμή, γιατί αποσπά τις καλύτερες δυνάμεις από την άμεση και επιταχτικά αναγκαία δουλειά οργάνωσης και ζύμωσης, σπάει τη σύνδεση των επαναστατών με τις μάζες των επαναστατικών τάξεων του πληθυσμού, καλλιεργεί και τους ίδιους τους επαναστάτες και στον πληθυσμό γενικά τις πιο στραβές αντιλήψεις για τα καθήκοντα και τις μεθόδους πάλης ενάντια στην απολυταρχία» (Απαντα τ.7 σελ.249).
“Killing is no murder” (η θανάτωση δεν είναι φόνος) έγραφε σχετικά με τις απόπειρες δολοφονίας η παλιά «Ισκρα» μας. Εμείς δεν είμαστε γενικά ενάντια στον πολιτικό φόνο, όμως οι μεμονωμένες απόπειρες δολοφονίας, σαν επαναστατική τακτική, είναι άσκοπες και επιζήμιες. Μόνο το μαζικό κίνημα μπορεί να θεωρηθεί σαν πραγματική πολιτική πάλη. Και οι μεμονωμένες τρομοκρατικές ενέργειες μπορούν και πρέπει να φέρουν όφελος μόνο όταν βρίσκονται σε στενή και άμεση σύνδεση με το μαζικό κίνημα» (Απαντα, τ.40, σελ. 312).
Δυστυχώς, ακόμα και η επαναστατική Αριστερά έχει τεράστιες ευθύνες για την ηθική απαξίωση, την αποϊδεολογικοποίηση και την δαιμονοποίηση του όρου τρομοκρατία ή ατομική τρομοκρατία. Ακόμα και η 17Ν αφιέρωσε χώρο σε κάποια από τις πρώτες προκηρύξεις, επιχειρηματολογώντας ενάντια στην «κατηγορία» της τρομοκρατίας που της αποδιδόταν και υποστηρίζοντας ότι τρομοκρατία ασκεί μόνο το κράτος. Παρόμοιες απόψεις υποστήριξε και ο Αλ. Γιωτόπουλος στη συνέντευξή του στο «Λαμιακό Τύπο». Και βέβαια, παρόμοιες απόψεις έχουν υποστηρίξει πάρα πολλοί, και από την ρεφορμιστική-αστική και από την αυτοπροσδιοριζόμενη ως επαναστατική Αριστερά, ειδικά τους τελευταίους εφτά μήνες που το θέμα έχει κυριαρχήσει στη δημόσια συζήτηση και πολιτική αντιπαράθεση. Απόψεις ηθικολογικές, απολίτικες στην ουσία και εμφανώς ανιστόρητες.
Ετσι, η Αριστερά έχει τη δική της συνεισφορά στην πολιτική απαξίωση του όρου τρομοκρατία και βοήθησε τα μέγιστα για να φτάσουμε σήμερα στο σημείο να δίνεται μάχη στη δίκη της 17Ν ακόμα και για το αυτονόητο: για το αν τα αδικήματα για τα οποία κατηγορούνται οι συλληφθέντες είναι πολιτικά και κατά συνέπεια πρέπει να δικαστούν από μικτά ορκωτά δικαστήρια. Δηλαδή, από την ηθική και πολιτική απαξίωση της ατομικής τρομοκρατίας ως μεθόδου πολιτικής δράσης, φτάσαμε στην πλήρη αποπολιτικοποίηση της, στην ποινικοποίησή της ως αδίκημα του κοινού ποινικού δικαίου. Και όμως, ακόμα και καθηγητές του ισχύοντος (αστικού) δικαίου στέκονται πολύ πιο νηφάλια και αντικειμενικά απέναντι στο φαινόμενο.
Γράφει, για παράδειγμα, ο καθηγητής Ι. Μανωλεδάκης, στο βιβλίο του «Γενική Θεωρία του ποινικού Δικαίου»: «Η ανατροπή μιας πολιτικής εξουσίας, και μάλιστα σήμερα που το κράτος διαθέτει τελειοποιημένο τεράστιο μηχανισμό εξουδετερώσεως των αντιπάλων του, δεν γίνεται στα χαρτιά ούτε με ευχολόγια. Για να φθάσει ο "πολιτικός εγκληματίας" το στόχο του πρέπει να προσβάλει θέλοντας και μη ένα πλήθος από έννομα αγαθά έτσι ώστε πάντοτε το έγκλημά του να εμφανίζεται σύνθετο. Το κράτος είναι ένα έννομο αγαθό περιχαρακωμένο με άλλα έννομα αγαθά (ανθρώπινες ζωές, προσωπικές ελευθερίες, εγκαταστάσεις, υπηρεσίες κ.λ.π.). Για να φθάσεις σ’ αυτό πρέπει να περάσεις από τα αγαθά τούτα».
Θεωρεί, δηλαδή, ο διάσημος ποινικολόγος πως είναι αυτονόητη η παραβατικότητα (το έγκλημα, όπως το αποκαλούν στη νομική γλώσα), προκειμένου να επιτευχθούν πολιτικοί σκοποί που φτάνουν μέχρι την ανατροπή του ισχύοντος καθεστώτος, της πολιτικής εξουσίας. Όχι μόνο δεν απαξιώνει πολιτικά την πολιτική δράση που αναπτύσσεται έξω από το ισχύον νομικό καθεστώς, αλλά αρνείται να την απαξιώσει ακόμα και ηθικά και γι’ αυτό βάζει τις λέξεις «πολιτικός εγκληματίας» σε εισαγωγικά.
Αντίθετα, η Αριστερά, ακόμα και όταν δέχεται τον πολιτικό χαρακτήρα της δράσης των οργανώσεων που αναπτύσσουν αντάρτικο πόλης, απαξιώνει αυτή τη δράση ηθικά, μιλώντας πότε για εγκλήματα και πότε για πράκτορες μυστικών υπηρεσιών. Πόσο αριστερή, λοιπόν, μπορεί να είναι μια τέτοια Αριστερά;
Δημοσίευση σχολίου