“Κι η Αμερική, μη νομίζεις πως είναι και τόσο μεγάλη. Δεν υπάρχει χώρος για μένα και για σένα, για τους όμοιούς μου και για τους όμοιούς σου, δε χωράνε μαζί πλούσιοι και φτωχοί στην ίδια χώρα, δε χωράνε κλέφτες και τίμιοι άνθρωποι μαζί, ούτε η πείνα μαζί με το πάχος”
«Σταφύλια της οργής» - Τζον Στάϊνμπεκ
Αναδημοσίευση από ΚΙΜΠΙ
ΜΙΑΣ ΚΑΙ ΩΣ ΧΩΡΑ έχουμε γίνει δημοφιλής (με την κακή έννοια), μιας και μας επισκέπτεται κόσμος και κοσμάκης, από τους καλωδιωμένους ρεπόρτερ γερμανικών καναλιών μέχρι τους ατσαλάκωτους τεχνοκράτες του ΔΝΤ ή της Κομισιόν (όλοι γεμάτοι περιέργεια και όρεξη να ανακαλύψουν την άγνωστη Ελλάδα της χλίδας, της σπατάλης, της ρεμούλας, της λαμογιάς και της ελεγχόμενης χρεοκοπίας), θα πρότεινα να τους συστήσουμε εναλλακτικό πρόγραμμα ξενάγησης. Μακριά από τους υψηλούς ορόφους των υπουργείων και των κρατικών υπηρεσιών, μακριά από τις μαρίνες με τα ακριβά σκάφη αναψυχής, μακριά από τους περιβόλους των βορείων προαστίων και τις αυλές των νότιων, μακριά και από τους «ναούς» της νυχτερινής ζωής όπου καίγονται τα τελευταία αποθέματα λίπους της μεσοαστικής Ελλάδας.
ΥΠΑΡΧΕΙ, ΒΛΕΠΕΤΕ, μια Ελλάδα εξοβελισμένη από τα δελτία των 8, από τα σίριαλ με τους υστερικούς μικροαστούς, από τις λάιφ στάιλ εκπομπές του μεσημεριού, από τα παγερά (χαλκευμένα ή όχι) στατιστικά στοιχεία του κράτους, από την ειδησεογραφία των εφημερίδων, από τους στίχους των τραγουδιών, ακόμη και από τη σύγχρονη λογοτεχνία που έχει μια έμμονη προτίμηση στις υπαρξιακές αγωνίες και νευρώσεις ανθρώπων που, αν μη τι άλλο, δεν διανοήθηκαν ποτέ ότι θα μείνουν με άδειες τσέπες. Υπάρχει μια Ελλάδα που σπάει την κρούστα της επικοινωνίας μόνον όταν έχει να διαθέσει αρκετούς νεκρούς για τα βραδινά δελτία. Μια Ελλάδα που σήμερα τη θεωρούμε φθίνουσα και περιθωριακή, αλλά είναι μαθηματικά βέβαιο ότι η κρίση θα της δώσει και πάλι τις καταθλιπτικές διαστάσεις μιας υποτελούς και μίζερης πλειοψηφίας. Μια Ελλάδα που μένει στο Πέραμα, στην Κοκκινιά, στο Κερατσίνι, στα Καμίνια, στη Δραπετσώνα, στις γειτονιές του Πειραιά που έδωσαν άφθονο υλικό στους προλεταριακούς μύθους του παρελθόντος μας, αλλά σήμερα νομίζουμε ότι είναι θαμμένες κάτω από τα αλλεπάλληλα στρώματα εκσυγχρονισμού.
ΞΕΝΑΓΟΣ σ’ αυτή την απρόσμενη ξενάγηση είναι ο Χρήστος Οικονόμου (δημοσιογράφος, πολιτικός συντάκτης, αλλά και συγγραφέας) που έχει επιλέξει το δύστροπο και όχι τόσο δημοφιλές είδος του διηγήματος για να συνθέσει μια τοιχογραφία για την κατάσταση της εργατικής τάξης στις γειτονιές του Πειραιά. Σπαράγματα πραγματικότητας, αντιήρωες του «μειοψηφικού» προλεταριάτου, απολυμένοι, άνεργοι, άνθρωποι θυμωμένοι, φοβισμένοι, εκδικητές, συμβιβασμένοι, υποταγμένοι, προδομένοι, χρεωμένοι δανειολήπτες, εγκαταλελειμμένες σύζυγοι, συνταξιούχοι του ΙΚΑ είναι οι πρωταγωνιστές των 16 ιστοριών της συλλογής «Κάτι θα γίνει, θα δεις» του Χρήστου Οικονόμου.
Η ΣΤΗΛΗ ΔΕΝ ΑΠΟΤΕΛΕΙ βήμα κριτικής λογοτεχνίας -όπως δεν προορίζεται για κριτική σινεμά, θεάτρου, εικαστικών, παρ’ ότι έχει κλέψει πολλές φορές την αφορμή από αυτά για να δώσει όψεις του οικονομικού πολιτισμού που διαπερνά διάφορες διαστάσεις της ύπαρξής μας. Δεν έχω, λοιπόν, προθέσεις λογοτεχνικής αξιολόγησης αυτού του βιβλίου, αλλά βρήκα στις ιστορίες αυτές μια γλαφυρή, ολοζώντανη συνηγορία για την καταστροφή που συντελείται εδώ και χρόνια στο ανθρώπινο δυναμικό αυτής της χώρας, καταστροφή κρυμμένη πίσω από βιτρίνες ευδαιμονίας. Καταστροφή σωματική, ψυχική, συναισθηματική, που τις ακραίες της εκφράσεις, πριν τις δούμε στις ιστορίες «τρομοκρατίας» που γέμισαν τις τελευταίες μέρες τις τηλεοπτικές μας οθόνες, τις αναγνωρίζουμε στις εκμυστηρεύσεις απελπισίας αλλά και μίσους αρκετών από τους ήρωες του Χρήστου Οικονόμου.
Η ΕΛΛΗ, που μόλις την έχει εγκαταλείψει ο σύντροφός της μαζί με τις οικονομίες του κοινού κουμπαρά τους, τρώει το σιμιγδαλένιο ομοίωμα του φυγάδα. Συντροφιά της πια η «η μοχθηρή φτώχεια η πρόστυχη. Πλάσμα του σπιτιού τώρα κι αυτή, κατοικίδιος αρουραίος». Ένας αγριεμένος έφηβος γίνεται σύγχρονη προσομοίωση του παραμυθιού των παιδικών του χρόνων κι αναρωτιέται αν «μπορεί οι εργάτες και οι φτωχοί τού σήμερα να ’ναι τα μολυβένια στρατιωτάκια της επόμενης χιλιετίας». Ο Μάο έχει γίνει ο ακοίμητος φρουρός μιας γειτονιάς βυθισμένης στον φόβο του άλλου, αν και ο ίδιος απλώς παραμονεύει για μιαν εκδίκηση. Ο Παυλάκης ονειρεύεται ότι γίνεται ο αόρατος ληστής των τραπεζών κι ότι φτιάχνει ένα μεγάλο σπίτι, μια έπαυλη με πισίνα και κήπο και χώρο για όλους τους φίλους του – μικρό όραμα ιδιοτελούς αλληλεγγύης. Ένας πατέρας προσεύχεται μπροστά στο ΑΤΜ της τράπεζας να γίνει ένα θαύμα και να του δώσει ο κενός λογαριασμός του τα λεφτά που δεν έχει. Ένας σιδεράς κάνει την «πιο αποτυχημένη διαδήλωση από καταβολής κόσμου», στημένος μ’ ένα άγραφο πλακάτ στη μνήμη του κεραυνοβολημένου από 24.000 βολτ συναδέλφου του. Ο Μάικ, που ονειρεύεται να πάει στην Ισπανία, συσκευάζει παγάκια και διαπιστώνει πως «γι’ ανθρώπους σαν κι εμάς τα όνειρα λιώνουν σαν τα παγάκια». Η Νίκη υπόσχεται στον άντρα της ότι «κάτι θα γίνει, θα δεις, δεν παίρνουν έτσι τα σπίτια οι τράπεζες. Δεν είναι Αμερική εδώ». Πέντε συνταξιούχοι κάνουν ολονυκτία στην είσοδο ενός ιατρείου του ΙΚΑ κι ο αφηγητής ακτινογραφεί τα πράγματα που κουβαλάνε πάνω τους – σε αφθονία κουβαλάνε «φόβο και άγχος και αγωνία για τον χρόνο και την αρρώστια», αλλά και μίσος βαθύ για τον εαυτό τους «επειδή ήταν μικροί και ασήμαντοι». Ο Τάκης, με τη βοήθεια άφθονου τσίπουρου, θυμοσοφεί για τα δεινά της εργασίας: «Μέρα νύχτα βλέπω τσακισμένους απ’ τη δουλειά, κουρασμένους ανθρώπους φοβισμένους. Λες και δεν γίνεται πια να δουλέψεις χωρίς φόβο». Ο Βασίλης παρηγορεί με ολονύχτιες αφηγήσεις και παραμύθια τη Λένα, που θέλει να πιστεύει πως είναι προσωρινή η διαμονή τους στην πνιγμένη στο μπετόν Νίκαια. «Να σε διώχνουν απ’ τη δουλειά είναι σαν κάταγμα», λέει ο Άρης, «στην αρχή δεν νιώθεις τίποτα… Ο πόνος κι ο φόβος έρχονται αργότερα, όταν κρυώσει το τραύμα». Ένας γέρος που πρόσφατα έχει θάψει τη γυναίκα του υποθέτει πως θα την έσωζε αν είχε λεφτά και διαπιστώνει: «Οι τράπεζες δεν το ’χουν πιάσει το νόημα. Έπρεπε να δίνουν καρκινοδάνεια». Κι ένας ακόμη αντιήρωας πνιγμένος στα χρέη, στους απλήρωτους λογαριασμούς, αλλά και στους απλήρωτους μισθούς του, αποφαίνεται πώς «το πιο τρομαχτικό πράμα είναι η δουλειά. Που περιμένεις κάθε δεκαπέντε και τριάντα να πληρωθείς. Που μετράς τη ζωή σε δεκαπενθήμερα».
ΟΠΩΣ ΑΝΤΙΛΑΜΒΑΝΕΣΤΕ, δεν υπάρχει ίχνος σοσιαλιστικού ρεαλισμού σ’ αυτή τη σκοτεινή καταγραφή της «κατάστασης της εργατικής τάξης στον Πειραιά». Δεν υπάρχουν οι ευκολίες των συνθημάτων, των αναλύσεων, των εξωραϊσμών, των θετικών ηρώων, των χάπι εντ. Υπάρχει συμβιβασμός, θυμός, χαμηλή αυτοεκτίμηση και πάνω απ’ όλα φόβος. «Γιατί τι νομίζετε ότι είναι ο μεγαλύτερος εχθρός του ανθρώπου; Ο θάνατος; Τα λεφτά; Όχι βέβαια. Ο φόβος. Αυτός είναι ο μεγαλύτερος εχθρός». Αυτό είναι η διαπίστωση ενός από τους ήρωες των 16 ιστοριών της κρυμμένης καθημερινότητας, αλλά είναι και η βασική ερμηνεία του σημερινού παράδοξου της σχεδόν κατατονικής αντίδρασης της κοινωνίας στη νέα πραγματικότητα της «ελεγχόμενης χρεοκοπίας» της χώρας. Η οποία υπόσχεται να γεμίσει με Περάματα και Κερατσίνια και Κοκκινιές όλα τα ανήσυχα θερμοκήπια της μεσαιοχώρας και να πυρπολήσει πολλές νησίδες επίπλαστης ευημερίας.
ΣΤΙΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ του Χ. Οικονόμου υπάρχει μια αυθεντική απεικόνιση της εργασιακής και οικονομικής ζούγκλας που επικρατούσε ακόμη και π.Κ. (προ Κρίσης) στα χαμηλότερα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Σκεφτείτε τι έχει να συμβεί αν η πολιτική ηγεσία πάρει τοις μετρητοίς την υπόδειξη του άρχοντος του ΔΝΤ Ντομινίκ Στρος-Καν, του επίσημου κοινοτικού επιτηρητή μας Όλι Ρεν και αρκετών άλλων εκπροσώπων της μονεταριστικής ορθοδοξίας περί «αποπληθωρισμού μισθών» ως μόνου μέσου θεραπείας της κρίσης του χρέους. Σκεφτείτε τι ιστορίες, όχι λογοτεχνικές, αλλά εφιαλτικά πραγματικές, θα γίνουν πρωτοσέλιδα, αν η ανεργία εκραγεί στο 15% ή στο 20% κι αν ο «μεταρρυθμιστικός» ολετήρας συνθλίψει τα τελευταία οχυρά της εργασίας: τις συμβάσεις, τα όρια απολύσεων, τη στοιχειώδη συνταξιοδοτική ασφάλεια, ένα ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπούς ζωής.
ΑΣ ΕΛΠΙΣΟΥΜΕ πως δεν θα το ζήσουμε αυτό. Ας ελπίσουμε πως ο Χ. Οικονόμου, μετά τις ιστορίες του Πειραιά, δεν θα χρειαστεί να γράψει τα «Σταφύλια της Οργής» ή τον «Δρόμο με τις φάμπρικες» αλά ελληνικά. Προσωπικώς, το ελπίζω. Προσδοκώ ανάσταση ζωών, με τον τρόπο που και ο Χ. Οικονόμου βλέπει πίσω από τους πολλούς και μικρούς θανάτους που περιγράφει, πίσω από τη μελαγχολική διαπίστωση του μέσου νεοπρολετάριου πως «κομμάτι κομμάτι του παίρνουν τον κόσμο του», μια λαχτάρα για ζωή άξια να τη ζεις. Τελικά, κάτι θα γίνει, θα δείτε…
Δημοσίευση σχολίου