Home » » Σαν σήμερα: Η σφαγή του Λάντλοου

Σαν σήμερα: Η σφαγή του Λάντλοου

Από ciaoant1 , Τρίτη 20 Απριλίου 2010 | 12:58 μ.μ.


μνημείο για τη "σφαγή του Λάντλοου" στις ΗΠΑ


A group of Ludlow strikers in front of the Ludlow Tent Colony Site

Σαν σήμερα, είναι η επέτειος της λεγόμενης "σφαγής του Λάντλοου", μιας από τις πιο ιστορικές στιγμές για το παγκόσμιο εργατικό κίνημα (περισσότερες πληροφορίες μπορούν να βρεθούν πχ εδώ και εδώ).

Το 1914 ανθρακωρύχοι που δούλευαν κάτω από απάνθρωπες συνθήκες ξεσηκώθηκαν όταν ένας συνδικαλιστής σκοτώθηκε το φθινόπωρο του 1913. Οι εργαζόμενοι των ορυχείων CFI, που ανήκαν στην οικογένεια Ροκφέλερ, κατέβηκαν σε απεργία.

Η απεργία προκάλεσε την άγρια αντίδραση της οικογένειας Ροκφέλερ. Προσέλαβε το Πρακτορείο Ντετέκτιβ «Μπάλντουιν-Φελτς», προκειμένου να τρομοκρατήσει τους απεργούς και τη συνδικαλιστική τους ηγεσία. Το Πρακτορείο είχε σπουδαία φήμη σ' όλη την Αμερική για την αποτελεσματικότητά του στην καταστολή απεργιών. Προμήθευσε την εργοδοσία με οπλισμένους φρουρούς, ελεύθερους σκοπευτές, πράκτορες, επαγγελματίες προβοκάτορες, ακόμη μ' ένα τεθωρακισμένο όχημα με πολυβόλο.


το τεθωρακισμένο

Οι επιθέσεις των ανθρώπων της εργοδοσίας ήταν καθημερινό φαινόμενο στις κατασκηνώσεις, που εν τω μεταξύ είχαν στήσει οι απεργοί. Στις 17 Οκτωβρίου 1913 ένας απεργός σκοτώθηκε και δύο παιδιά τραυματίσθηκαν από τους πολυβολισμούς του τεθωρακισμένου οχήματος. Η κατάσταση είχε φθάσει στο απροχώρητο με τους απεργούς να μην υποχωρούν. Στις 28 Οκτωβρίου ο κυβερνήτης του Κολοράντο, Ιλάιας Άμονς, αποφάσισε να πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Απέστειλε την Εθνοφρουρά στο Λάντλοου για να επιβάλει την τάξη και να διαλύσει την απεργία.

Η Εθνοφρουρά συνέχισε να κατατρομοκρατεί τους απεργούς, το ηθικό των οποίων χαλυβδωνόταν με την πάροδο του χρόνου. Ύστερα από τρεις μήνες στασιμότητας, ο κυβερνήτης Άμονς αποφάσισε να αποσύρει την Εθνοφρουρά, μη αντέχοντας το κόστος διατήρησής της επί μακρόν στο πεδίο της μάχης. Τότε οι Ροκφέλερ προσφέρθηκαν να επανδρώσουν με δικό τους προσωπικό την Εθνοφρουρά.

Στις 10 Μαρτίου 1914 ένας απεργοσπάστης βρέθηκε νεκρός στις γραμμές του τρένου κοντά στον καταυλισμό των απεργών. Ηταν η αφορμή για τις δυνάμεις καταστολής να ξεκαθαρίσουν μια και καλή την κατάσταση.


Η Εθνοφρουρά με τη νέα της σύνθεση αποφάσισε να ισοπεδώσει τις τεντουπόλεις, αν και ήταν σε χώρο ιδιοκτησίας των ανθρακωρύχων. Επελέγη η κατασκήνωση Λάντλοου, 30 χιλιόμετρα βόρεια της πόλης Τρίνινταντ. Το πρωί της 20ης Απριλίου οι εθνοφρουροί άνοιξαν πυρ, την ώρα που η ελληνική κοινότητα των ανθρακωρύχων γιόρταζε το Πάσχα με τον πατροπαράδοτο τρόπο.

Οι απεργοί ανταπέδωσαν το πυρ και η μάχη διήρκεσε επί ώρες. Ο ελληνικής καταγωγής συνδικαλιστής Λούης Τίκας, επικεφαλής της κατασκήνωσης, ζήτησε αργά το απόγευμα εκεχειρία από την Εθνοφρουρά. Ο επικεφαλής της, υπολοχαγός Λίντερφελντ, χτύπησε με τον υποκόπανο του όπλου τον Τίκα και τον έριξε στο έδαφος. Τρεις σφαίρες από όπλα εθνοφρουρών βρήκαν στην πλάτη τον πεσμένο συνδικαλιστή και τον αποτελείωσαν, σε ηλικία 30 ετών. Οι εθνοφρουροί επέδραμαν στη συνέχεια στην κατασκήνωση του Λάντλοου και την παρέδωσαν στις φλόγες. 17 άνθρωποι από την πλευρά των ανθρακωρύχων σκοτώθηκαν εκείνη την ημέρα, που έμεινε στην ιστορία ως «Η σφαγή του Λάντλοου».

Τα νέα διαδόθηκαν γρήγορα απ' άκρου εις άκρον των ΗΠΑ. Οπλισμένοι εργάτες από παρακείμενα ανθρακωρυχεία κινήθηκαν εναντίον της εθνοφρουράς του Κολοράντο, πολλοί άνδρες της οποίας αρνήθηκαν να χτυπήσουν τους απεργούς. Ομάδες απεργών δυναμίτισαν ανθρακωρυχεία και κατέλαβαν πόλεις του Κολοράντο. Στο Κογκρέσο, ο σοσιαλιστής βουλευτής του Ουισκόνσιν Βίκτωρ Μπέργκερ ζήτησε απ' τους εργαζομένους να πάρουν τα όπλα για να υπερασπισθούν τους εαυτούς τους.

Η κατάσταση ήταν εκτός ελέγχου. Έπειτα από 10 μέρες συγκρούσεων, ο κυβερνήτης του Κολοράντο, Ιλάιας Άμονς, ζήτησε την συνδρομή του Προέδρου Γούντροου Ουίλσον. Ο ομοσπονδιακός στρατός που εστάλη στην περιοχή αφόπλισε τους απεργούς, οι οποίοι αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στα ανθρακωρυχεία χωρίς να γίνουν δεκτά τα αιτήματά τους. Μάλιστα, η εργοδοσία προχώρησε σε εκτεταμένες απολύσεις, αντικαθιστώντας τους απεργούς με μη συνδικαλισμένους εργάτες. Από την Εθνοφρουρά κανείς δεν διώχθηκε για τις επιθέσεις στους απεργούς και τις οικογένειές τους, που στοίχισαν τη ζωή σε 66 ανθρώπους, ηλικίας από 2,5 έως 45 ετών.



Αυτά είναι μεγάλα επιτεύγματα, που αντέχουν στο χρόνο: Έτσι κερδήθηκαν δικαιώματα που αφελώς σήμερα παρουσιάζονται περίπου ως "ουρανοκατέβατα", ή ως "δώρο" της άρχουσας τάξης προς τους εργαζόμενους.


Γέφυρα Ρίου - Αντιρρίου - ένα μεγάλο τεχνικό επίτευγμα, από τα πολλά της εποχής μας. Όσο μεγάλα κι αν είναι όμως τα τεχνικά επιτεύγματα, είναι αδύνατον να ξεπεράσουν το επίτευγμα του να μπορέσει μια κοινωνία να αξιοποίησει την τεχνική πρόοδο προς όφελος της, και όχι προς όφελος μιας μικρής μειοψηφίας. Έναν αιώνα πριν, η γέφυρα αυτή θα ήταν αδιανόητη, όπως και πολλά άλλα - και όμως, με πολύ κατώτερα τεχνικά μέσα, διεκδίκησαν -και πήραν- ένα 8ωρο στο Σικάγο. Σήμερα, τα τεχνικά μέσα "φτάνουν και περισσεύουν", λείπει όμως από το λαό η "τέχνη" του να τα βάλει να δουλέψουν για λογαριασμό του...


"Η ιστορία είναι αυτό που πονάει. Είναι αυτό που απαρνείται την επιθυμία και θέτει αδήριτα όρια για την ατομική και συλλογική πράξη."
Fredric Jameson, Το πολιτικό ασυνείδητο


Για αρκετό καιρό, η φράση του Jameson είχε χάσει την αιχμηρότητα που της αρμόζει. Οι δυτικές κοινωνίες, κορυφές ενός παγκόσμιου παγόβουνου του οποίου τα συχνά εξαθλιωμένα βάθη είχαν πάψει καν να αντιλαμβάνονται, είχαν εισέλθει σε μια φάση ακατάσχετης ευφορίας.
Η ευφορία αυτή είχε πάνω από όλα μια βασική ιδεολογική συνέπεια: την ιδέα ότι δεν υπάρχουν πραγματικές συνέπειες, ότι ουσιαστικά τα βασικά προβλήματα της ζωής είχαν πλέον επιλυθεί, και ότι το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να ζούμε σε μια κατάσταση μεταξύ αφασικής αμνησίας και αγγελικής αθωότητας, κοιτάζοντας το παρελθόν με ένα μείγμα συγκατάνευσης και συμπόνοιας για όσους --άτυχους-- έζησαν και πέθαναν για μάταιες αφαιρέσεις (αλλιώς, ιδέες) χωρίς ποτέ να δοκιμάσουν αυτό που μας προσφέρθηκε: την απτή καλυτέρευση των συνθηκών ζωής.
Spoiler:
Στις ανθρωπιστικές επιστήμες, η θεωρητική δραστηριότητα συνεχίστηκε αμείωτα, αλλά για λόγους επαγγελματικής υποχρέωσης ή νοσταλγίας για το ένδοξο παρελθόν παρά εξαιτίας μιας αίσθησης του επίπονα κατεπείγοντος. Στην ευρύτερη κοινωνία, κυρίαρχησε η αντίληψη ότι η θεωρητική γνώση είναι απλό επαγγελματικό εργαλείο, εξειδικευμένη δραστηριότητα για μια συγκεκριμένη και ολιγομελή τάξη. Και δικαίως. Για ολόκληρη την δεκαετία του 90 και για μεγάλο κομμάτι της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, το να γεννηθείς στην δύση σήμαινε ότι έχεις αρκετές πιθανότητες να ζήσεις άνετα χωρίς να χρειαστεί ποτέ να ματώσεις το μυαλό σου απέναντι σε ανεπίλυτα προβλήματα. Και έτσι, τα χρόνια αυτά ήταν χρόνια μιας κάποιας χαλαρότητας και ανεκτικότητας, βασισμένης σε τελική ανάλυση στην πεποίθηση ότι τίποτε δεν απειλούσε πραγματικά τα κεκτημένα και ότι το μόνο που απομένει σε ό,τι αφορά την σκέψη είναι να μας βοηθά να περνάμε κάποιες στιγμές με την αίσθηση ότι κάνουμε κάτι αξιόλογο, ηθικό, υψιπετές, και τέλος πάντων αρμόζον στο επίπεδό μας. Ο εκλεκτικισμός, η αίσθηση ότι οι ιδέες είναι κάτι σαν τα εδέσματα σε ένα πλουσιοπάροχο μενού που σου επιτρέπουν να δοκιμάσεις λίγο απ' όλα, συνδυάζοντας γεύσεις, ήταν η αναντίρρητη προδιάθεση της εποχής.

Στο τέλος αυτής της εποχής, το τέλος μιας ουτοπίας η οποία γνώρισε βέβαια ένα σημαντικό βαθμό υλοποίησης στις αναπτυγμένες κοινωνίες χωρίς όμως να πάψει να είναι βασισμένη στην θεμελιώδη παρανάγνωση των βασικών νόμων της οικονομίας στην οποία βασίστηκε, το διανοητικό πεδίο εισήλθε --όπως είναι αναμενόμενο-- σε σύγχυση. Είναι πλέον απλώς αδύνατον να εξακολουθήσει κανείς να σπαταλάει τον χρόνο του και τον χρόνο των άλλων μιλώντας για τα πράγματα που πριν από δέκα χρόνια περνούσαν για την αιχμή του δόρατος στην κοινωνική και πολιτική θεωρία: τι νόημα έχει σήμερα η φιλολογία γύρω από την περιώνυμη "κοινωνία των πολιτών"; Ή ένα ακόμα βιβλίο για την πράσινη ανάπτυξη; Ή μία ακόμα διερεύνηση των ιδεολογικών παραμορφώσεων του εθνικισμού; Ή ένας ακόμα παιάνας στο όραμα της πολυπολιτισμικότητας; Η ρήση του Μαρξ ότι κάθε κοινωνία επιλύει τα προβλήματα που έχει την δυνατότητα να επιλύσει θα έπρεπε να συμπληρωθεί ως εξής: η συζήτηση συγκεκριμένων προβλημάτων εγκαταλείπεται όχι όταν αυτά επιλύονται αλλά όταν δημιουργηθούν άλλα που τα εκτοπίζουν. Το ότι το κυρίαρχο "πρόβλημα" της περιόδου 2001-08, ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός και η τρομοκρατία, έχει πλέον περιθωριοποιηθεί δραστικά για παράδειγμα, δεν σημαίνει ότι οι πραγματικές του διαστάσεις έχουν αλλάξει. Απλώς, οι δυτικές κοινωνίες έχουν απωλέσει την πολυτέλεια να φοβούνται τους ισλαμιστές τρομοκράτες περισσότερο από ό,τι τον τραπεζίτη ή τον υπουργό οικονομικών.

Η δομική συνέπεια του νέου προβλήματος --της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης-- ήταν διπλή: ανέδειξε τα κενά στην διανοητική παραγωγή που κυριαρχούσε, αλλά υπογράμμισε επίσης την φτώχεια τόσο της κυρίαρχης πολιτικο-οικονομικής ιδεολογίας όσο και αυτής που είχε νομιμοποιηθεί ως εναλλακτική λύση στα προβλήματα που δημιουργούσε η πρώτη. Έτσι, όπως έχω τόσο εγώ ο ίδιος όσο και άλλοι παρατηρήσει, η κρίση του καπιταλισμού με την μορφή που είχε κατά την πρώτη δεκαετία του αιώνα συνοδεύτηκε από την κρίση --εξίσου δραματική-- των πολιτικών και κομματικών σχηματισμών που υποτίθεται ότι αποτελούσαν ιδεολογικές δικλείδες ασφαλείας για το μέλλον των κοινωνιών. Αυτό που αποκαλύφθηκε, και που θα συνεχίσει να αποκαλύπτεται όλο και πιο έντονα, είναι ότι η φαινομενικά πολύχρωμη και πολυσυλλεκτική μας πολιτική ζωή ήταν στην πραγματικότητα βαθιά μονόχρωμη, εφόσον προϋπέθετε, σχεδόν στο σύνολό της, την αταραξία του κεφαλαίου. Μετά το 1989, η "αριστερά", έγινε πάνω από όλα το κωδικό όνομα της ιδεολογικής δυσπεπτικότητας, ένας τρόπος του να κωδικοποιεί κανείς πολιτικά τον γκρινιάρη της παρέας που ναι μεν τρώει ό,τι και μεις και με την ίδια όρεξη, αλλά του αρέσει να δηλώνει πάντοτε ότι δεν του άρεσε.

Είναι φυσικό ότι έχοντας απεμπολήσει θεληματικά όλο σχεδόν το μαρξιστικό ή μαρξίζον θεωρητικό της οπλοστάσιο, έχοντας εξοβελίσει την θεωρία της ιστορίας στην οποία είχε στρατευτεί σε καιρούς για τους οποίους δεν θέλει πλέον να μιλά, και έχοντας περιορίσει εαυτόν στον ρόλο του δύστροπου μέλους της παρέας που συμμορφώνεται μεν με τους υπόλοιπους αλλά με λίγη ναρκισιστική γκρίνια παραπάνω, η αριστερά αποκάλυψε την ως τώρα κοινωνικά αποδεκτή γύμνια της από περιεχόμενο στην πιο ακατάλληλη στιγμή. Κακά τα ψέμματα, πίστευε περισσότερο στο σύστημα από ό,τι το ίδιο το σύστημα αποδείχθηκε πως πίστευε στον εαυτό του. Διότι την ώρα που η αριστερά κοίταζε αλλού σαστισμένη και αρκετά συγχισμένη απ' το απότομο ξεβόλεμα, οι θεματοφύλακες της παγκόσμιας τάξης έσπευδαν τρέχοντας να προασπίσουν τους πυλώνες της που κλυδωνίζονταν, όπως γνωρίζουν ενστικτωδώς να κάνουν.

Με το πέρασμα του χρόνου βέβαια, και καθώς η κρίση βαθαίνει, οι απαιτήσεις για κάποιου είδους ανταπόκριση εντείνονται και δεν είναι εύκολο να προσποιηθεί κάποιος τον κωφό χωρίς πολιτικό (και προσωπικό) κόστος. Ποιες ήταν ως τώρα οι βασικές στρατηγικές, τουλάχιστον στην εγχώρια αριστερά; Πρώτον, τα ευχολόγια χωρίς καμμία απολύτως απτή βάση για πράγματα στα οποία δεν πιστεύει εδώ και πολύ καιρό κανείς: κοινωνική αληλλεγγύη, αλληλοβοήθεια, ενεργοποίηση της κοινωνικής συνείδησης --πράγματα με τα οποία κανείς δεν έχει πρόβλημα, ιδιαίτερα εφόσον δεν μεταφράζονται σε καμμία απειλή για την εύρυθμη λειτουργία των πραγμάτων. Η άλλη κατεύθυνση είναι αυτή που προειδοποιεί με βλοσυρότητα ότι θα πρέπει να κινηθούμε όχι στην κατεύθυνση αναστύλωσης "αποτυχημένων" ή "ξοφλημένων" ιδεών, αλλά σε αυτή της δημιουργίας νέων.

Καμμία όμως ιδέα, και αυτό είναι το πρώτο πρόβλημα, δεν γεννιέται ex nihilo, χωρίς να πατάει κάπου --σε μια παράδοση ιδεών, σε μια αλυσίδα σκέψεων που έχει προηγηθεί της δικής μας. Η προσήλωση στην επιδίωξη του αμιγώς νέου είναι μια πολύ καλή εγγύηση ότι δεν θα προκύψει απολύτως τίποτε, τίποτε περισσότερο από ό,τι θα προέκυπτε αν κάποιος ο οποίος δεν είχε δει ποτέ πρωτοβάθμιες εξισώσεις αποπειρώταν να επιλύσει τα προβλήματα στα οποία προσέκρουσε ο Μπέρτραντ Ράσελ στο Principia Mathematica. Το καινούργιο είναι εφικτό εφόσον όμως έχει κανείς αφομοιώσει και προσπεράσει ήδη το παλιό --και αυτό δεν γίνεται με ανακλαστική φοβία, εκ προοιμίου αποκύρηξη ή άρνηση.

Το δεύτερο πρόβλημα, και αυτό για το οποίο υπάρχει ακόμα λιγότερη καλή πίστη και διάθεση να συζητήσουμε ανάμεσά μας, είναι ότι αν το κριτήριο απόρριψης παλιών λύσεων είναι όντως η πρακτική αποτυχία τους, τότε δεν υπάρχει στον ορίζοντα καμμία απολύτως βάση για να ξεκινήσει οτιδήποτε. Διότι δεν είναι μόνο ο υπαρκτός σοσιαλισμός που κατά τεκμήριο μας άφησε χρόνους. Στην πενηνταετία-εξηνταετία που πέρασε έφαγαν χώμα επίσης ο φιλελευθερισμός, ο σοσιαλδημοκρατία, τα αμερικανικά πειράματα με την ιμπεριαλιστική μονομέρεια, το ακροαριστερό αντάρτικο πόλεων, το εγχείρημα μιας ΕΕ που θα ξέφευγε από τον οικονομισμό, η κοινωνία των πολιτών ή της πληροφορίας, η "πράσινη ανάπτυξη" ως αντίβαρο στα παραγωγικά αδιέξοδα, κλπ κλπ. Εάν δεν είχαν αποτύχει όλα αυτά, δεν θα βρισκόμασταν αυτή τη στιγμή σε αναζήτηση του "ολότελα νέου". Η επιθυμία για το νέο προϋποθέτει την αποδοχή μιας γενικευμένης αποτυχίας, από την οποία καμμία παρελθοντική προσπάθεια και κανένα παρελθοντικό όραμα δεν μένει αλώβητο.

Πώς γίνεται λοιπόν να λέμε ότι θέλουμε το νέο όταν δείχνουμε επίσης ότι φοβόμαστε εκ προοιμίου κάθε τι που θυμίζει την αποτυχία; Αν η αποτυχία δεν ήταν γενικευμένη, τότε δεν θα είχαμε λόγο να αναζητήσουμε το νέο. Και αν το νέο ήταν εφικτό χωρίς την επίπονη επιστροφή στο έδαφος που διανύθηκε προς την αποτυχία, θα το είχαμε ήδη εντοπίσει (δεν είμαστε δα και τόσο χαζοί εμείς, οι άνθρωποι της "κοινωνίας της γνώσης"!) Η ιστορία όμως δεν θέτει ερωτήματα για τα οποία έχουν προγραφεί οι απαντήσεις. Δεν διενεργεί κουίζ γνώσεων. Η ιστορία είναι ένας λασπότοπος όπου πετιέται η ανθρωπότητα, προσπαθώντας να βρει τόπο να πατήσει και να σταθεί όρθια καθώς τα ρούχα της γεμίζουν λάσπη. Μέσα στο λασπότοπο αυτό, οι άνθρωποι γλιστράνε διαρκώς. Πού να δοκιμάσουν να σταθούν, ποιο μέρος του εδάφους μπορεί να τους κρατήσει; Είναι μια πολιτική απόφαση, η πρώτη που αναγκάζεται ο καθένας να πάρει αυτή τη στιγμή, είτε το παραδέχεται είτε όχι. Και είναι μια απόφαση που ενέχει ρίσκο και κινδύνους για όλους ανεξαιρέτως.

Φτωχοί από βεβαιότητες, βρισκόμαστε αβοήθητοι πίσω στον λασπότοπο. Τον βρίσκουμε πηχτό απ' τα φαντάσματα όσων γεννήθηκαν και θάφτηκαν εκεί μέσα. Διάλεξα να συρθώ ως στο κομμάτι όπου βρίσκονται θαμένοι ο Σπάρτακος, η Υπατία, ο Thomas More, ο Swift, ο Vico, ο Heine, ο Mayakovsky, ο Cantor, ο Platonov, ο Gramsci κι η Luxemburg. Eίναι ανήσυχα φαντάσματα, αλλά δεν είναι άσχημη παρέα. Και σίγουρα δεν με ενοχλούν περισσότερο από αυτούς που εξακολουθούν να προσποιούνται ότι βρεθήκαμε εδώ για spa.

http://radicaldesire.blogspot.com/20...g-post_20.html
Μοιράσου το :

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © ΒΑΘΥ ΚΟΚΚΙΝΟ
Powered by Blogger