Αναδημοσίευση αποσπάσματος από ένα άρθρο του Κώστα Δουζίνα, το οποίο αλιεύσαμε από το Radical Desire. Το άρθρο έχει μια τάση να τα ρίχνει όλα στο νεοφιλελευθερισμό, λες και πριν όλα ήταν καλά, κάτι που δεν ισχύει. Ισχύει όμως πως πλέον τα πράγματα έχουν γίνει χειρότερα για τους λαούς:
Πόσο διαφορετική φαίνεται η Ευρώπη σήμερα σε σχέση με πριν από δέκα χρόνια. Το 2000, σημαίνοντες σχολιαστές χαιρετούσαν την αυγή του «νέου Ευρωπαϊκού αιώνα» που θα αντικαθιστούσε τον «Αμερικανικού τύπου» στυγερό 20ο αιώνα. Η Ευρώπη επρόκειτο να καταστεί το πρότυπο «πολιτεύματος» για το νέο κόσμο. Τόσο η επανένωση της Γερμανίας όσο και η επιτυχημένη εισαγωγή του ευρώ και η εξάπλωση προς τα ανατολικά ανάγγελλαν μια νέα εποχή ευημερίας και ελευθερίας. Ο Γιούργκεν Χάμπερμας και ο Ούλριχ Μπεκ εμφανίζονταν ενθουσιασμένοι με το ευρωπαϊκό μοντέλο και προφήτευαν την εξάπλωσή του στον υπόλοιπο κόσμο. Πολλές ήταν οι επιτυχίες της Ένωσης, ισχυρίζονταν. Παλιοί εθνικισμοί και ξενοφοβίες παρήλθαν ανεπιστρεπτί και πρώην εχθροί συνεργάστηκαν στο πλαίσιο ενός ειρηνικού ανταγωνισμού δημιουργώντας την πιο επιτυχημένη οικονομικά περιοχή στον κόσμο. Οι αρχές της Ένωσης περί δημοκρατίας, ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πολυπολιτισμικότητας αποτέλεσαν φάρο ελπίδας. Η Ευρώπη ήταν το μοντέλο για το μέλλον της ανθρωπότητας.
Η πραγματικότητα είναι σήμερα πολύ διαφορετική.
Όπως καταδεικνύει η ελληνική τραγωδία, η ΕΕ έχει μετατραπεί σε ιδιοτελή γραφειοκράτη υπέρ της πειθαρχίας της αγοράς και οικονομικό όργανο του διεθνούς κεφαλαίου. Πώς φτάσαμε εδώ; Η μεταστροφή ξεκίνησε όταν η συνθήκη του Μάαστριχτ υιοθέτησε τη νεοφιλελεύθερη ατζέντα που πρώτη εισήγαγε η Θάτσερ στη Βρετανία. Ολόκληρη η Ευρώπη μπήκε σε τροχιά απορρύθμισης των χρηματιστικών συναλλαγών, ιδιωτικοποίησης της δημόσιας περιουσίας και των οργανισμών κοινής ωφέλειας σε τιμές ευκαιρίας υιοθετώντας φορολογικά καθεστώτα που ευνοούν τις πολυεθνικές επιχειρήσεις. Οι υποσχέσεις περί πλήρους απασχόλησης και κράτους πρόνοιας εγκαταλείφθηκαν καθώς τα Ευρωπαϊκά κράτη αναθεώρησαν τις αναδιανεμητικές τους επαγγελίες για να προσαρμοστούν σε αυστηρούς περιορισμούς στα έξοδα και ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς. Οι κατακτήσεις των συνδικάτων και των ριζοσπαστικών κινημάτων που χρειάστηκαν αιώνες για να γίνουν πραγματικότητα ανατράπηκαν.
Η νέα ορθοδοξία ισχυριζόταν ότι, η ανταγωνιστικότητα και η παραγωγικότητα θα βελτιώνονταν αν οι εργατικές κατακτήσεις περιοριστούν (κάτι που και πάλι ξεκίνησε από τη Θάτσερ με την επίθεσή της στο Σωματείο Ανθρακωρύχων), αν οι προστατευτικές δικλείδες του εργατικού δικαίου αποδυναμωθούν και αν η ασφάλεια της εργασίας καταργούνταν. Το Μάαστριχτ έδωσε το έναυσμα για μια από τις μεγαλύτερες μεταφορές κεφαλαίου και εξουσίας από την εργατιά στον επιχειρηματικό κόσμο, μια διαδικασία που τώρα φτάνει στην ωριμότητά της. Το νεοφιλελεύθερο πιστεύω είναι ότι η νομισματική σταθερότητα, η βελτιωμένη παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα οδηγούν στην ανάπτυξη και μεταφράζονται σε οικονομικές απολαβές για το εργαζόμενο κομμάτι του πληθυσμού. Η αυξημένη κατανάλωση, η ανοδική τάση της ιδιοκτησίας και των μετοχικών αξιών θα κάνουν τις μάζες να υιοθετήσουν τον «λαϊκό καπιταλισμό». Τα δύο τρίτα του πληθυσμού που «ξελογιάστηκαν» θα στηρίξουν ένα αισχρά άδικο οικονομικό σύστημα στο σημείο που τους προσφέρει βελτιωμένο επίπεδο ζωής, εκτός βέβαια κι αν χάσουν τις δουλειές τους ή αρρωστήσουν. Εκείνο το τρίτο του πληθυσμού που είναι άνεργο και υποαπασχολούμενο, από την άλλη, εγκαταλείπεται, αποχωρεί από το πολιτικό σύστημα και το μεταχειρίζονται ως απειλή που αντιμετωπίζεται από την αστυνομία ως πρόβλημα ασφάλειας.
Οι αλλαγές αυτές συνοδεύτηκαν από εκτεταμένες εκστρατείες μάρκετινγκ, που προώθησαν την κατανάλωση και το χρηματιστήριο. Ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι απλώς ένα οικονομικό δόγμα. Πρόκειται για μια παγκόσμια ιδεολογία που λέει στον λαό πώς να βλέπει τον εαυτό του και τους άλλους, τι να θεωρεί ότι έχει αξία και πώς να σχετίζεται με τον κόσμο. Η εισαγωγή του ευρώ επιτάχυνε τη διαδικασία. Θεωρητικά, το ευρώ θα μείωνε το κόστος των συναλλαγών, θα αύξανε τα έσοδα κεφαλαίου και θα οδηγούσε σε μεγαλύτερες επενδύσεις και παραγωγικότητα. Αλλά τα επίπεδα ανάπτυξης δεν ανέβηκαν κι όταν η παγκόσμια χρηματική και οικονομική κρίση χτύπησε, η Ευρώπη έπεσε σε βαθιά ύφεση. Το πλαφόν ελλείμματος του συμφώνου σταθερότητας του 3% είχε επανειλημμένα διαρραγεί από κάθε κράτος μέλος πριν από την πρόσφατη κρίση αλλά καλύφθηκε μέσω δημιουργικής λογιστικής και πολιτικών συμφωνιών. Η νεοφιλελεύθερη δικαιολογία επιχείρημα για την φανερή αποτυχία των υποσχέσεων που έφερε το ευρώ ήταν ότι η κρατική δράση έπρεπε να μειωθεί περαιτέρω και οι εναπομείνασες δυσκαμψίες της αγοράς εργασίας να απομακρυνθούν.
Αυτό είναι που επιβάλλεται τώρα από την Ελλάδα να κάνει με έναν τρόπο που τη βάζει στην ίδια θέση με τις αναπτυσσόμενες χώρες υπό τον έλεγχο του ΔΝΤ και της «συναίνεσης της Ουάσινγκτον». Οι ασάφειες και η ασταθής αρχιτεκτονική του ευρώ αποκρύφτηκαν από το κοινό μέχρι τώρα. Οι Έλληνες «δημόσιοι διανοούμενοι», οι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι και δημοσιογράφοι, που ενθουσιάστηκαν με το ευρώ, «ανακάλυψαν» ξαφνικά τον τελευταίο μήνα ότι δημοσιονομική πειθαρχία χωρίς κοινή οικονομική στρατηγική σημαίνει ότι οι δυνατοί μετατρέπουν τα συμφέροντά τους σε οικουμενικές αλήθειες εις βάρος των αδύναμων. Η κυβέρνηση «ανακάλυψε» ξαφνικά ότι οι αγορές μπορούν να στοχεύσουν τα ομόλογα ενός αδύναμου κράτους και να βγάλουν υπέρογκα κέρδη. Αλλά αυτή υπήρξε ανέκαθεν η λειτουργία της νομισματικής ένωσης και των χρηματιστικών αγορών όπως μάθαμε από τις επιθέσεις στη βρετανική λίρα της δεκαετίας του ‘80 και στις τράπεζες το 2008. Χρειάζεται αφέλεια ή κακή πίστη από τους κυβερνώντες για να ισχυριστούν ότι πρόκειται για κάτι άνευ προηγουμένου ενώ την ίδια στιγμή χρησιμοποιούν τους ίδιους μηχανισμούς για να μαζέψουν δάνεια.
...
Η ΕΕ δεν έχει «έλλειμμα» αλλά πλήρη απουσία δημοκρατίας. Επιτρέψτε μου να εξηγήσω. Όλες οι αρχές δημοκρατικού συντάγματος από το διαχωρισμό των εξουσιών ως τη δημοκρατική λογοδοσία και τη διαφάνεια της εκτελεστικής εξουσίας παραβιάζονται βιαίως από την Ε.Ε. Η Επιτροπή, η διορισμένη από τις κυβερνήσεις, ασκεί την αποκλειστική εξουσία της νομοθετικής πρωτοβουλίας, σαν Κοινοβούλιο, αλλά επίσης εφαρμόζει το νόμο, όπως η εκτελεστική εξουσία. Οι διπλωματικοί απεσταλμένοι, αντιπρόσωποι κυβερνήσεων και το συμβούλιο υπουργών, νομοθετούν σε συνεργασία με τους διορισμένους από τις κυβερνήσεις επιτρόπους. Το Κοινοβούλιο συζητάει ατέρμονα αλλά οι εξουσίες του είναι ελάχιστες, κάτι που γίνεται αντιληπτό από τους ευρωπαίους πολίτες, που έχουν γυρίσει την πλάτη τους στις ευρωεκλογές, καταγράφοντας πρόσφατα τα υψηλότερα επίπεδα εκλογικής αποχής. Ο συνδυασμός ευρωκρατών και εθνικών γραφειοκρατών που δεν είναι υπόλογοι πουθενά έχει οδηγήσει σε ένα βουνό νομοθεσίας που ανέρχεται σε 100.000 σελίδες αποτελώντας το 70% της εθνικής νομοθετικής παραγωγής.
Αυτό το νομοθετικό βουνό επιβάλλεται στα κράτη χωρίς μια ελάχιστη καν συζήτηση από τα εθνικά κοινοβούλια. Την ευρωπαϊκή έλλειψη δημοκρατικής λογοδοσίας έχουν καλοδεχτεί οι εθνικές κυβερνήσεις (που μπορούν να συμφωνήσουν αντιλαϊκά μέτρα στις Βρυξέλες χωρίς να βάζουν τους βουλευτές να ψηφίζουν στην Αθήνα) και έχει μολύνει τα εθνικά κοινοβούλια. Η μόνη συμμετοχή στα ευρωπαϊκά θέματα που επιτρέπεται στους πολίτες είναι δικαστικές αγωγές, αιτήσεις στον διαμεσολαβητή και λόμπινγκ στους υπουργούς και τους επιτρόπους. Αυτό το κατάλοιπο του αρχικού οράματος μιας δημοκρατικής ευρωπαϊκής ενσωμάτωσης είναι θλιβερό. Στις ελάχιστες περιπτώσεις που ζητήθηκε από τους λαούς να ψηφίσουν για το Ευρωπαϊκό οικοδόμημα, αυτοί απέρριψαν τις προτάσεις με αποφασιστικότητα. Τα δημοψηφίσματα για το Ευρωπαϊκό «σύνταγμα» στη Γαλλία, την Ολλανδία και την Ιρλανδία επιβεβαίωσαν την εκτεταμένη λαϊκή δυσαρέσκεια και το δημοψήφισμα στη Βρετανία χρειάστηκε να ακυρωθεί. Η τυπική και θυμωμένη αντίδραση των απογοητευμένων ελίτ ήταν να αμπαλάρουν το «σύνταγμα» με διαφορετικό τρόπο, να προσφέρουν δωροδοκίες στους Ιρλανδούς και τους Πολωνούς, και να επιβάλουν έναν Πρόεδρο και έναν υπουργό Εξωτερικών, των οποίων το μόνο προσόν είναι ότι είναι παγκοσμίως άγνωστες μη-οντότητες.
Αυτή η στάση της Ευρώπης απέναντι στη δημοκρατία δείχνει τον μεταμοντέρνο κυνισμό στα χειρότερά του. Συνδυάζει τη ρήση του Μπρεχτ ότι αν ο λαός δεν ψηφίζει την κυβέρνηση, η κυβέρνηση θα πρέπει να διαλύσει το λαό και να ψηφίσει έναν νέο βάσει της αρχής του «σαν να»: όσο περισσότερο απορρίπτονται οι προτάσεις σου τόσο περισσότερο θα πρέπει να συμπεριφέρεσαι σαν να έγιναν ομόφωνα δεκτές. Οι ανατροπές αυτές οδήγησαν ακαδημαϊκούς προπαγανδιστές της Ένωσης να υποστηρίξουν ότι η λαϊκή συμμετοχή είναι μη επιθυμητή επειδή ο λαός είναι «αδαής, άσχετος και ιδεολογικά κατευθυνόμενος». Ο καθηγητής στο Πρίνστον Andrew Moravcsik ισχυρίζεται ότι «η κοινωνική Ευρώπη είναι μια χίμαιρα» και η δημοκρατική συμμετοχή πρέπει να αποθαρρύνεται επειδή «είναι αντίθετη με τη δική μας κοινά αποδεκτή επιστημονική αντίληψη του πώς λειτουργούν οι προχωρημένες δημοκρατίες». Οι οικονομικές και επιστημονικές αλήθειες δεν είναι ανοιχτές σε συζήτηση και ψηφοφορία. Όντως κάθε δημοκρατική συμμετοχή και κινητοποίηση είναι «ακριβή, αντιπαραγωγική και δίνει την εντύπωση ότι μπορεί να υπάρχουν περισσότερες από μία λύσεις» σε προβλήματα που αντικειμενικά έχουν σωστές απαντήσεις. Αλλά δεν πειράζει. Το μεγάλο πλεονέκτημα της Ένωσης, κατά τον καθηγητή, είναι ότι είναι «τόσο βαρετή» που ο λαός δεν νοιάζεται για αυτήν.
Αυτή η μακαριότητα έχει υπονομευτεί από τα ελληνικά μέτρα. Η Ευρώπη δεν μπορεί πλέον να παρουσιάζεται ως ένα απομακρυσμένο σύνολο απρόσωπων, βαρετών γραφειοκρατών που ασχολούνται με τους τεχνικούς κανόνες του εμπορίου, τον ανταγωνισμό και τη ρύθμιση των προϊόντων. Τα μέτρα που εποβλήθηκαν στην Ελλάδα, αφού τα έχει εκλιπαρήσει και τα αποδέχεται η υπάκουη Ελληνική κυβέρνηση, ακουμπούν τώρα στα θεμέλια της λαϊκής ζωής και ευημερίας. Για να εξομαλυνθεί το πέρασμά τους, οι Ευρωκράτες και η Ελληνική κυβέρνηση ακολούθησαν παρόμοιες ιδεολογικές τακτικές. Οι πολιτικές του εκφοβισμού (χρεοκοπία, Τιτανικός, μη καταβολή μισθών) μιμήθηκαν τους γελοίους ισχυρισμούς του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» και της πολιτικής του τρόμου. Οι μονότονα επαναλαμβανόμενοι ισχυρισμοί περί του «αντικειμενικού χαρακτήρα» και του αναπότρεπτου των μέτρων προσπαθούν να αντλήσουν νομιμοποίηση από την αξιοπιστία της επιστήμης, όνο που είναι δύσκολο να αντιμετωπίσουμε τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία ως επιστήμη. Πρόκειται για μια τυπική περίπτωση «καλού μπάτσου, κακού μπάτσου»: η Γερμανία και οι κερδοσκόποι είναι οι κακοί και, εμείς οι Έλληνες, οι πατριώτες τα θύματα. Όπως στις αστυνομικές ταινίες, οι θέσεις μπορούν εύκολα να αντιστραφούν: εμείς οι Έλληνες είμαστε οι τεμπέληδες και οι απατεώνες, η Ευρώπη αντιπροσωπεύει τον ορθολογισμό και τον εκσυγχρονισμό. Το κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο όραμα μετατρέπει την πολιτική σε υποκατηγορία της οικονομίας και της ηθικής. Γιατί να ζητάμε κοινωνική δικαιοσύνη, αν μπορούμε να έχουμε έναν καλό συνήγορο του πολίτη; Αλλά καθώς παρόμοια μέτρα επιβάλλονται από άκρου εις άκρο της Ευρώπης, μια διαδικασία απονομιμοποίησης του νεοφιλελεύθερου μοντέλου και ακόμα και της ΕΕ πιο γενικά έχει αρχίσει να κάνει αισθητή την παρουσία της.
Δεν είναι να απορεί κανείς γιατί ο εθνικισμός έχει πάρει τα πάνω του: ο φιλελεύθερος «συνταγματικός πατριωτισμός» του Χάμπερμας μπορεί να ακούγεται καλός στο Βερολίνο όπου ο εθνικισμός έχει επανειλημμένα μεταστραφεί σε γενοκτονία αλλά δεν μπορεί να δημιουργήσει καμία πίστη ή ενθουσιασμό στα Πατήσια ή το Βύρωνα. Δεν υπάρχει καμία άμεση προοπτική μιας Ευρωπαϊκής δημο-κρατίας επειδή δεν έχει δημιουργηθεί κανένας Ευρωπαϊκός δήμος. Η αποτυχία αυτή του φιλελευθερισμού έχει ενθαρρύνει τους νεοφιλελεύθερους απολογητές ώστε να προτείνουν ένα νέο είδος ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ο ακαδημαϊκός της Οξφόρδης Γιαν Ζιέλονκα ανακοίνωσε σε πολυσυζητημένο βιβλίο το 2006 ότι η Ευρώπη γίνεται μια «καλοκάγαθη Αυτοκρατορία». Η πολύπλοκη διακυβέρνησή της, ο νεομεσαιωνικός λαβύρινθος αρμοδιοτήτων και ειδικών επιτροπών βρίσκουν το ισοζύγιό τους μέσω αυθόρμητων προσαρμογών στις αγορές και είναι πιο κοντά στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία παρά σε μια μοντέρνα δημοκρατία. Τα δίκτυα πολιτικής και λόμπινγκ είναι πιο αποτελεσματικά στη λήψη αποφάσεων από ό,τι η λαϊκή κυριαρχία και οι εκλογές οι οποίες πρέπει να εγκαταλειφθούν. Όπως ο Πέρρυ Άντερσον σχολιάζει σαρκαστικά, αυτές οι κυρίαρχες απόψεις οδηγούν στην «επιστροφή στις μεσαιωνικές αιτήσεις (petitions) που υποβάλλονταν στον πρίγκηπα».
Πόσο διαφορετική φαίνεται η Ευρώπη σήμερα σε σχέση με πριν από δέκα χρόνια. Το 2000, σημαίνοντες σχολιαστές χαιρετούσαν την αυγή του «νέου Ευρωπαϊκού αιώνα» που θα αντικαθιστούσε τον «Αμερικανικού τύπου» στυγερό 20ο αιώνα. Η Ευρώπη επρόκειτο να καταστεί το πρότυπο «πολιτεύματος» για το νέο κόσμο. Τόσο η επανένωση της Γερμανίας όσο και η επιτυχημένη εισαγωγή του ευρώ και η εξάπλωση προς τα ανατολικά ανάγγελλαν μια νέα εποχή ευημερίας και ελευθερίας. Ο Γιούργκεν Χάμπερμας και ο Ούλριχ Μπεκ εμφανίζονταν ενθουσιασμένοι με το ευρωπαϊκό μοντέλο και προφήτευαν την εξάπλωσή του στον υπόλοιπο κόσμο. Πολλές ήταν οι επιτυχίες της Ένωσης, ισχυρίζονταν. Παλιοί εθνικισμοί και ξενοφοβίες παρήλθαν ανεπιστρεπτί και πρώην εχθροί συνεργάστηκαν στο πλαίσιο ενός ειρηνικού ανταγωνισμού δημιουργώντας την πιο επιτυχημένη οικονομικά περιοχή στον κόσμο. Οι αρχές της Ένωσης περί δημοκρατίας, ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πολυπολιτισμικότητας αποτέλεσαν φάρο ελπίδας. Η Ευρώπη ήταν το μοντέλο για το μέλλον της ανθρωπότητας.
Η πραγματικότητα είναι σήμερα πολύ διαφορετική.
Όπως καταδεικνύει η ελληνική τραγωδία, η ΕΕ έχει μετατραπεί σε ιδιοτελή γραφειοκράτη υπέρ της πειθαρχίας της αγοράς και οικονομικό όργανο του διεθνούς κεφαλαίου. Πώς φτάσαμε εδώ; Η μεταστροφή ξεκίνησε όταν η συνθήκη του Μάαστριχτ υιοθέτησε τη νεοφιλελεύθερη ατζέντα που πρώτη εισήγαγε η Θάτσερ στη Βρετανία. Ολόκληρη η Ευρώπη μπήκε σε τροχιά απορρύθμισης των χρηματιστικών συναλλαγών, ιδιωτικοποίησης της δημόσιας περιουσίας και των οργανισμών κοινής ωφέλειας σε τιμές ευκαιρίας υιοθετώντας φορολογικά καθεστώτα που ευνοούν τις πολυεθνικές επιχειρήσεις. Οι υποσχέσεις περί πλήρους απασχόλησης και κράτους πρόνοιας εγκαταλείφθηκαν καθώς τα Ευρωπαϊκά κράτη αναθεώρησαν τις αναδιανεμητικές τους επαγγελίες για να προσαρμοστούν σε αυστηρούς περιορισμούς στα έξοδα και ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς. Οι κατακτήσεις των συνδικάτων και των ριζοσπαστικών κινημάτων που χρειάστηκαν αιώνες για να γίνουν πραγματικότητα ανατράπηκαν.
Η νέα ορθοδοξία ισχυριζόταν ότι, η ανταγωνιστικότητα και η παραγωγικότητα θα βελτιώνονταν αν οι εργατικές κατακτήσεις περιοριστούν (κάτι που και πάλι ξεκίνησε από τη Θάτσερ με την επίθεσή της στο Σωματείο Ανθρακωρύχων), αν οι προστατευτικές δικλείδες του εργατικού δικαίου αποδυναμωθούν και αν η ασφάλεια της εργασίας καταργούνταν. Το Μάαστριχτ έδωσε το έναυσμα για μια από τις μεγαλύτερες μεταφορές κεφαλαίου και εξουσίας από την εργατιά στον επιχειρηματικό κόσμο, μια διαδικασία που τώρα φτάνει στην ωριμότητά της. Το νεοφιλελεύθερο πιστεύω είναι ότι η νομισματική σταθερότητα, η βελτιωμένη παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα οδηγούν στην ανάπτυξη και μεταφράζονται σε οικονομικές απολαβές για το εργαζόμενο κομμάτι του πληθυσμού. Η αυξημένη κατανάλωση, η ανοδική τάση της ιδιοκτησίας και των μετοχικών αξιών θα κάνουν τις μάζες να υιοθετήσουν τον «λαϊκό καπιταλισμό». Τα δύο τρίτα του πληθυσμού που «ξελογιάστηκαν» θα στηρίξουν ένα αισχρά άδικο οικονομικό σύστημα στο σημείο που τους προσφέρει βελτιωμένο επίπεδο ζωής, εκτός βέβαια κι αν χάσουν τις δουλειές τους ή αρρωστήσουν. Εκείνο το τρίτο του πληθυσμού που είναι άνεργο και υποαπασχολούμενο, από την άλλη, εγκαταλείπεται, αποχωρεί από το πολιτικό σύστημα και το μεταχειρίζονται ως απειλή που αντιμετωπίζεται από την αστυνομία ως πρόβλημα ασφάλειας.
Οι αλλαγές αυτές συνοδεύτηκαν από εκτεταμένες εκστρατείες μάρκετινγκ, που προώθησαν την κατανάλωση και το χρηματιστήριο. Ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι απλώς ένα οικονομικό δόγμα. Πρόκειται για μια παγκόσμια ιδεολογία που λέει στον λαό πώς να βλέπει τον εαυτό του και τους άλλους, τι να θεωρεί ότι έχει αξία και πώς να σχετίζεται με τον κόσμο. Η εισαγωγή του ευρώ επιτάχυνε τη διαδικασία. Θεωρητικά, το ευρώ θα μείωνε το κόστος των συναλλαγών, θα αύξανε τα έσοδα κεφαλαίου και θα οδηγούσε σε μεγαλύτερες επενδύσεις και παραγωγικότητα. Αλλά τα επίπεδα ανάπτυξης δεν ανέβηκαν κι όταν η παγκόσμια χρηματική και οικονομική κρίση χτύπησε, η Ευρώπη έπεσε σε βαθιά ύφεση. Το πλαφόν ελλείμματος του συμφώνου σταθερότητας του 3% είχε επανειλημμένα διαρραγεί από κάθε κράτος μέλος πριν από την πρόσφατη κρίση αλλά καλύφθηκε μέσω δημιουργικής λογιστικής και πολιτικών συμφωνιών. Η νεοφιλελεύθερη δικαιολογία επιχείρημα για την φανερή αποτυχία των υποσχέσεων που έφερε το ευρώ ήταν ότι η κρατική δράση έπρεπε να μειωθεί περαιτέρω και οι εναπομείνασες δυσκαμψίες της αγοράς εργασίας να απομακρυνθούν.
Αυτό είναι που επιβάλλεται τώρα από την Ελλάδα να κάνει με έναν τρόπο που τη βάζει στην ίδια θέση με τις αναπτυσσόμενες χώρες υπό τον έλεγχο του ΔΝΤ και της «συναίνεσης της Ουάσινγκτον». Οι ασάφειες και η ασταθής αρχιτεκτονική του ευρώ αποκρύφτηκαν από το κοινό μέχρι τώρα. Οι Έλληνες «δημόσιοι διανοούμενοι», οι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι και δημοσιογράφοι, που ενθουσιάστηκαν με το ευρώ, «ανακάλυψαν» ξαφνικά τον τελευταίο μήνα ότι δημοσιονομική πειθαρχία χωρίς κοινή οικονομική στρατηγική σημαίνει ότι οι δυνατοί μετατρέπουν τα συμφέροντά τους σε οικουμενικές αλήθειες εις βάρος των αδύναμων. Η κυβέρνηση «ανακάλυψε» ξαφνικά ότι οι αγορές μπορούν να στοχεύσουν τα ομόλογα ενός αδύναμου κράτους και να βγάλουν υπέρογκα κέρδη. Αλλά αυτή υπήρξε ανέκαθεν η λειτουργία της νομισματικής ένωσης και των χρηματιστικών αγορών όπως μάθαμε από τις επιθέσεις στη βρετανική λίρα της δεκαετίας του ‘80 και στις τράπεζες το 2008. Χρειάζεται αφέλεια ή κακή πίστη από τους κυβερνώντες για να ισχυριστούν ότι πρόκειται για κάτι άνευ προηγουμένου ενώ την ίδια στιγμή χρησιμοποιούν τους ίδιους μηχανισμούς για να μαζέψουν δάνεια.
...
Η ΕΕ δεν έχει «έλλειμμα» αλλά πλήρη απουσία δημοκρατίας. Επιτρέψτε μου να εξηγήσω. Όλες οι αρχές δημοκρατικού συντάγματος από το διαχωρισμό των εξουσιών ως τη δημοκρατική λογοδοσία και τη διαφάνεια της εκτελεστικής εξουσίας παραβιάζονται βιαίως από την Ε.Ε. Η Επιτροπή, η διορισμένη από τις κυβερνήσεις, ασκεί την αποκλειστική εξουσία της νομοθετικής πρωτοβουλίας, σαν Κοινοβούλιο, αλλά επίσης εφαρμόζει το νόμο, όπως η εκτελεστική εξουσία. Οι διπλωματικοί απεσταλμένοι, αντιπρόσωποι κυβερνήσεων και το συμβούλιο υπουργών, νομοθετούν σε συνεργασία με τους διορισμένους από τις κυβερνήσεις επιτρόπους. Το Κοινοβούλιο συζητάει ατέρμονα αλλά οι εξουσίες του είναι ελάχιστες, κάτι που γίνεται αντιληπτό από τους ευρωπαίους πολίτες, που έχουν γυρίσει την πλάτη τους στις ευρωεκλογές, καταγράφοντας πρόσφατα τα υψηλότερα επίπεδα εκλογικής αποχής. Ο συνδυασμός ευρωκρατών και εθνικών γραφειοκρατών που δεν είναι υπόλογοι πουθενά έχει οδηγήσει σε ένα βουνό νομοθεσίας που ανέρχεται σε 100.000 σελίδες αποτελώντας το 70% της εθνικής νομοθετικής παραγωγής.
Αυτό το νομοθετικό βουνό επιβάλλεται στα κράτη χωρίς μια ελάχιστη καν συζήτηση από τα εθνικά κοινοβούλια. Την ευρωπαϊκή έλλειψη δημοκρατικής λογοδοσίας έχουν καλοδεχτεί οι εθνικές κυβερνήσεις (που μπορούν να συμφωνήσουν αντιλαϊκά μέτρα στις Βρυξέλες χωρίς να βάζουν τους βουλευτές να ψηφίζουν στην Αθήνα) και έχει μολύνει τα εθνικά κοινοβούλια. Η μόνη συμμετοχή στα ευρωπαϊκά θέματα που επιτρέπεται στους πολίτες είναι δικαστικές αγωγές, αιτήσεις στον διαμεσολαβητή και λόμπινγκ στους υπουργούς και τους επιτρόπους. Αυτό το κατάλοιπο του αρχικού οράματος μιας δημοκρατικής ευρωπαϊκής ενσωμάτωσης είναι θλιβερό. Στις ελάχιστες περιπτώσεις που ζητήθηκε από τους λαούς να ψηφίσουν για το Ευρωπαϊκό οικοδόμημα, αυτοί απέρριψαν τις προτάσεις με αποφασιστικότητα. Τα δημοψηφίσματα για το Ευρωπαϊκό «σύνταγμα» στη Γαλλία, την Ολλανδία και την Ιρλανδία επιβεβαίωσαν την εκτεταμένη λαϊκή δυσαρέσκεια και το δημοψήφισμα στη Βρετανία χρειάστηκε να ακυρωθεί. Η τυπική και θυμωμένη αντίδραση των απογοητευμένων ελίτ ήταν να αμπαλάρουν το «σύνταγμα» με διαφορετικό τρόπο, να προσφέρουν δωροδοκίες στους Ιρλανδούς και τους Πολωνούς, και να επιβάλουν έναν Πρόεδρο και έναν υπουργό Εξωτερικών, των οποίων το μόνο προσόν είναι ότι είναι παγκοσμίως άγνωστες μη-οντότητες.
Αυτή η στάση της Ευρώπης απέναντι στη δημοκρατία δείχνει τον μεταμοντέρνο κυνισμό στα χειρότερά του. Συνδυάζει τη ρήση του Μπρεχτ ότι αν ο λαός δεν ψηφίζει την κυβέρνηση, η κυβέρνηση θα πρέπει να διαλύσει το λαό και να ψηφίσει έναν νέο βάσει της αρχής του «σαν να»: όσο περισσότερο απορρίπτονται οι προτάσεις σου τόσο περισσότερο θα πρέπει να συμπεριφέρεσαι σαν να έγιναν ομόφωνα δεκτές. Οι ανατροπές αυτές οδήγησαν ακαδημαϊκούς προπαγανδιστές της Ένωσης να υποστηρίξουν ότι η λαϊκή συμμετοχή είναι μη επιθυμητή επειδή ο λαός είναι «αδαής, άσχετος και ιδεολογικά κατευθυνόμενος». Ο καθηγητής στο Πρίνστον Andrew Moravcsik ισχυρίζεται ότι «η κοινωνική Ευρώπη είναι μια χίμαιρα» και η δημοκρατική συμμετοχή πρέπει να αποθαρρύνεται επειδή «είναι αντίθετη με τη δική μας κοινά αποδεκτή επιστημονική αντίληψη του πώς λειτουργούν οι προχωρημένες δημοκρατίες». Οι οικονομικές και επιστημονικές αλήθειες δεν είναι ανοιχτές σε συζήτηση και ψηφοφορία. Όντως κάθε δημοκρατική συμμετοχή και κινητοποίηση είναι «ακριβή, αντιπαραγωγική και δίνει την εντύπωση ότι μπορεί να υπάρχουν περισσότερες από μία λύσεις» σε προβλήματα που αντικειμενικά έχουν σωστές απαντήσεις. Αλλά δεν πειράζει. Το μεγάλο πλεονέκτημα της Ένωσης, κατά τον καθηγητή, είναι ότι είναι «τόσο βαρετή» που ο λαός δεν νοιάζεται για αυτήν.
Αυτή η μακαριότητα έχει υπονομευτεί από τα ελληνικά μέτρα. Η Ευρώπη δεν μπορεί πλέον να παρουσιάζεται ως ένα απομακρυσμένο σύνολο απρόσωπων, βαρετών γραφειοκρατών που ασχολούνται με τους τεχνικούς κανόνες του εμπορίου, τον ανταγωνισμό και τη ρύθμιση των προϊόντων. Τα μέτρα που εποβλήθηκαν στην Ελλάδα, αφού τα έχει εκλιπαρήσει και τα αποδέχεται η υπάκουη Ελληνική κυβέρνηση, ακουμπούν τώρα στα θεμέλια της λαϊκής ζωής και ευημερίας. Για να εξομαλυνθεί το πέρασμά τους, οι Ευρωκράτες και η Ελληνική κυβέρνηση ακολούθησαν παρόμοιες ιδεολογικές τακτικές. Οι πολιτικές του εκφοβισμού (χρεοκοπία, Τιτανικός, μη καταβολή μισθών) μιμήθηκαν τους γελοίους ισχυρισμούς του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» και της πολιτικής του τρόμου. Οι μονότονα επαναλαμβανόμενοι ισχυρισμοί περί του «αντικειμενικού χαρακτήρα» και του αναπότρεπτου των μέτρων προσπαθούν να αντλήσουν νομιμοποίηση από την αξιοπιστία της επιστήμης, όνο που είναι δύσκολο να αντιμετωπίσουμε τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία ως επιστήμη. Πρόκειται για μια τυπική περίπτωση «καλού μπάτσου, κακού μπάτσου»: η Γερμανία και οι κερδοσκόποι είναι οι κακοί και, εμείς οι Έλληνες, οι πατριώτες τα θύματα. Όπως στις αστυνομικές ταινίες, οι θέσεις μπορούν εύκολα να αντιστραφούν: εμείς οι Έλληνες είμαστε οι τεμπέληδες και οι απατεώνες, η Ευρώπη αντιπροσωπεύει τον ορθολογισμό και τον εκσυγχρονισμό. Το κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο όραμα μετατρέπει την πολιτική σε υποκατηγορία της οικονομίας και της ηθικής. Γιατί να ζητάμε κοινωνική δικαιοσύνη, αν μπορούμε να έχουμε έναν καλό συνήγορο του πολίτη; Αλλά καθώς παρόμοια μέτρα επιβάλλονται από άκρου εις άκρο της Ευρώπης, μια διαδικασία απονομιμοποίησης του νεοφιλελεύθερου μοντέλου και ακόμα και της ΕΕ πιο γενικά έχει αρχίσει να κάνει αισθητή την παρουσία της.
Δεν είναι να απορεί κανείς γιατί ο εθνικισμός έχει πάρει τα πάνω του: ο φιλελεύθερος «συνταγματικός πατριωτισμός» του Χάμπερμας μπορεί να ακούγεται καλός στο Βερολίνο όπου ο εθνικισμός έχει επανειλημμένα μεταστραφεί σε γενοκτονία αλλά δεν μπορεί να δημιουργήσει καμία πίστη ή ενθουσιασμό στα Πατήσια ή το Βύρωνα. Δεν υπάρχει καμία άμεση προοπτική μιας Ευρωπαϊκής δημο-κρατίας επειδή δεν έχει δημιουργηθεί κανένας Ευρωπαϊκός δήμος. Η αποτυχία αυτή του φιλελευθερισμού έχει ενθαρρύνει τους νεοφιλελεύθερους απολογητές ώστε να προτείνουν ένα νέο είδος ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ο ακαδημαϊκός της Οξφόρδης Γιαν Ζιέλονκα ανακοίνωσε σε πολυσυζητημένο βιβλίο το 2006 ότι η Ευρώπη γίνεται μια «καλοκάγαθη Αυτοκρατορία». Η πολύπλοκη διακυβέρνησή της, ο νεομεσαιωνικός λαβύρινθος αρμοδιοτήτων και ειδικών επιτροπών βρίσκουν το ισοζύγιό τους μέσω αυθόρμητων προσαρμογών στις αγορές και είναι πιο κοντά στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία παρά σε μια μοντέρνα δημοκρατία. Τα δίκτυα πολιτικής και λόμπινγκ είναι πιο αποτελεσματικά στη λήψη αποφάσεων από ό,τι η λαϊκή κυριαρχία και οι εκλογές οι οποίες πρέπει να εγκαταλειφθούν. Όπως ο Πέρρυ Άντερσον σχολιάζει σαρκαστικά, αυτές οι κυρίαρχες απόψεις οδηγούν στην «επιστροφή στις μεσαιωνικές αιτήσεις (petitions) που υποβάλλονταν στον πρίγκηπα».
Δημοσίευση σχολίου