Home » , » Μαρξισμός και Ρεφορμισμός:Τι φταίει για την "αφωνία" της αριστεράς;

Μαρξισμός και Ρεφορμισμός:Τι φταίει για την "αφωνία" της αριστεράς;

Από ciaoant1 , Τρίτη 4 Ιανουαρίου 2011 | 1:04 μ.μ.



Σε μια συνέντευξή του ο Στάθης Κουβελάκης αναφέρει τα εξής σχετικά με αυτό που ονομάζει στρατηγική αφωνία της αριστεράς.[1]

« Η Αριστερά που διατηρεί τις μαρξιστικές αναφορές νομίζει συχνά ότι η πραγματικότητα υπάρχει απλώς για να επιβεβαιώνεται η μια ή η άλλη παράγραφος του «Κεφαλαίου» ή κάποιων ιερών κειμένων της μαρξιστικής παράδοσης, δεν τα καταλαβαίνει ως εργαλεία με τα οποία πρέπει να αναλύεται μια συγκεκριμένη κατάσταση. Ως εκ τούτου, ξεφεύγει στη ρητορεία, στην καταγγελιολογία και στο «μία από τα ίδια». Άμα δεν υπάρχει ρήξη με αυτό, αν δεν υπάρξει κατανόηση του ότι βρισκόμαστε σε μια καινούργια κατάσταση, η οποία χρειάζεται μια καινούργια προσέγγιση και μια πρακτική που να της αντιστοιχεί, δεν θα υπάρξει διέξοδος. Λυπάμαι που ακούγομαι δυσάρεστος, αλλά είναι απαραίτητο να αποφύγουμε τόσο την εύκολη αισιοδοξία όσο και την αδιέξοδη γκρίνια και παθητικότητα. Αυτό που, ως αριστεροί και μαρξιστές, χρειαζόμαστε πάνω απ’ όλα είναι μια διαύγεια γύρω από την κατάσταση».

Ασφαλώς η “καταγγελιολογία” δεν είναι παρά μια μονολιθική και δογματική εκδοχή, μια διαλεκτική μετεξέλιξη της σοσιαλδημοκρατίας και του ρεφορμισμού. Εδώ και τουλάχιστον 50 χρόνια η αριστερά πάσχει από αυτή την αρρώστια που δεν είναι βέβαια παιδική αλλά μάλλον γεροντική. Και η αρρώστια αυτή έχει τις βάσεις της στις εξελίξεις που σημειώθηκαν στην αριστερά στην περίοδο 1930-1960. Η περίοδος αυτή, της επιβολής του σταλινικού δογματισμού και της σταλινικής γραφειοκρατίας στην ουσία κατέστρεψε τη δημιουργική ενασχόληση με τη μαρξιστική σκέψη και απέκοψε την αριστερά από τη γνήσια παράδοση του Λένιν. Από το 1960 και μετά, μέχρι σήμερα, οι θεωρητικές επεξεργασίες της αριστεράς ήταν στο κενό, χωρίς σύνδεση με τους αγώνες της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης ή τ’ απελευθερωτικά κινήματα στις πρώην αποικίες καθώς και την ταξική πάλη στη Λατινική Αμερική.

Πρώτα απ’ όλα δεν έγινε εφικτή η δημιουργία ενός παγκόσμιου κόμματος, μιας νέας Διεθνούς μετά τη διάλυση της Γ’ Διεθνούς από τον Στάλιν το 1943. Έκτοτε, το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα έμεινε χωρίς ένα κέντρο κι’ αυτό διευκολύνθηκε περισσότερο μετά τη Σινο – σοβιετική διαμάχη και το 20ο Συνέδριο –μια διαμάχη που δεν ήταν θεμελιωμένη τόσο πάνω σε αρχές όσο σε επίφαση αρχών και με πραγματική βάση στους εθνικισμούς της Κίνας και της ΕΣΣΔ.

Η παγκόσμια αριστερά παρασύρθηκε σε θεωρητικές αναζητήσεις που δεν ξεκινούσαν από την αντικειμενική, υλική βάση, δηλαδή τον ολοφάνερο γραφειοκρατικό εκφυλισμό των εργατικών κρατών, το μοίρασμα του κόσμου σε σφαίρες επιρροής και την “ειρηνική συνύπαρξη” ολόκληρου του “σοσιαλιστικού στρατοπέδου” με τον ιμπεριαλισμό. Δεν αναρωτήθηκε πως είναι καν δυνατή μια τέτοια “ειρηνική συνύπαρξη” και η οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε χώρες με κατά βάση πολύ χαμηλή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.

Αν η αριστερά είχε αμφισβητήσει τη βεβαιότητα της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ, την Κίνα και τις υπόλοιπες “Λαϊκές Δημοκρατίες”, και αν επομένως είχε αποδεσμευθεί έγκαιρα από το δόγμα της “ειρηνικής συνύπαρξης” που σήμαινε συνεργασία των τάξεων στην καπιταλιστική Ευρώπη και την αμερικανική ήπειρο, τότε η ριζοσπαστικοποίησή της και η ανάδειξή της σε κυρίαρχη κοινωνική δύναμη θα είχε γίνει κιόλας από τη δεκαετία του ΄60. Οι ιδέες της αριστεράς απέκτησαν μια ορισμένη κοινωνική “ηγεμονία” αλλά δεν ακολούθησε η ριζοσπαστικοποίηση των αγώνων, των ΚΚ και των μαζικών οργανώσεων της εργατικής τάξης. Αυτές οι ιδέες της αριστεράς δεν ήταν παρά τα “συνθήματα” Που έγκαιρα κατόρθωσε να υιοθετήσει η σοσιαλδημοκρατία σ’ ολόκληρη την Ευρώπη ήδη από τη δεκαετία του ’50 (και στην Ελλάδα το ’74 από το ΠΑΣΟΚ) παρουσιάζοντας σαν εφικτό έναν “τρίτο δρόμο” προς τον σοσιαλισμό. Αυτό έγινε δυνατόν μόνον επειδή η αριστερά, συστηματικά και προσεχτικά δεν οδήγησε ποτέ τα πράγματα στα άκρα, δεν υιοθέτησε και δεν πρόβαλλε ποτέ τα συνθήματα, τις ιδέες και το πρόγραμμα του επαναστατικού μαρξισμού.

Όποτε το εργατικό και λαϊκό κίνημα έδειχνε τη διάθεση να συγκρουσθεί αποφασιστικά με το κεφάλαιο, τα ΚΚ και η σοσιαλδημοκρατία ήταν σε αγαστή συμμαχία στα πλαίσια της διατήρησης της “ειρηνικής συνύπαρξης” που είχε ξεκινήσει ήδη ο Στάλιν από τα μέσα προς τα τέλη της δεκαετίας του ’20 με τη θεωρία του σοσιαλισμού σε μια μόνη χώρα, τα “λαϊκά μέτωπα” και τις κάθε είδους εθνικές ταξικές συνεργασίες ανάλογα με τις ανάγκες της εξωτερικής πολιτικής της ΕΣΣΔ.

Αν δεν κατανοήσει κανείς την τεράστια ιστορική επίδραση που είχε η μακρόχρονη ταξική συνεργασία και η “ειρηνική συνύπαρξη”, είναι αδύνατον να κατανοήσει τη σημερινή “αφωνία” της αριστεράς. Η αδυναμία της αυτή, που είναι προγραμματική αδυναμία, έχει τις ρίζες της στον Σταλινισμό και τη σοσιαλδημοκρατία (παλιά αλλά και νέα με τη μορφή των ΚΚ) που ιστορικά συμπλέχτηκαν σ’ ένα σχήμα συνεργασιών και πολιτικών που κατέστησε δυνατή την ταξική συνεργασία σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες.

Ασφαλώς τα έργα του Μαρξ και του Λένιν πρέπει να κατανοηθούν “ως εργαλεία με τα οποία πρέπει να αναλύεται μια συγκεκριμένη κατάσταση ”, αλλά σε ποια περίπτωση έγινε αυτό πραγματικά στην ευρωπαϊκή αριστερά από τη δεκαετία του ’30 και μετά; Όπως το κοινωνικό Είναι καθορίζει τη συνείδηση έτσι και το “κοινωνικό Είναι” της αριστεράς καθόρισε την ιδεολογία, τη φυσιογνωμία, το πρόγραμμά και τη σημερινή της αδυναμία να παραμείνει στα πλαίσια της “ταξικής συνεργασίας” χρησιμοποιώντας την παραδοσιακή αριστερή φρασεολογία. Γιατί το πρόβλημα δεν είναι με ποιον τρόπο η αριστερά θα γίνει επαναστατική, αλλά πως θα επαναπροσδιορισθεί μέσα στο πολιτικό σκηνικό και με ποιους όρους, ποιες προϋποθέσεις, ποια πιθανώς νέα “φυσιογνωμία” έτσι ώστε να εξακολουθεί να είναι χρήσιμη στην “ταξική συνεργασία”.

Εξάλλου όπως γράφει και ο κ. Κουβελάκης:

«Η κατάσταση είναι τόσο σύνθετη προς το παρόν, ώστε μια τυπολογία να είναι ίσως πρόωρη. Θα δώσω ένα απλό παράδειγμα: εάν κατανοήσουμε την Αριστερά με μιαν ευρύτητα στον ορισμό της (όχι με τον αυστηρό ελληνικό ορισμό αλλά συμπεριλαμβάνοντας, κατά τον δυτικοευρωπαϊκό τρόπο, και τη Σοσιαλδημοκρατία, ή τουλάχιστον τις αριστερές τάσεις της) …».

Μα αν κατανοήσουμε την αριστερά “συμπεριλαμβάνοντας, κατά τον δυτικοευρωπαϊκό τρόπο, και τη Σοσιαλδημοκρατία, ή τουλάχιστον τις αριστερές τάσεις της ”, τότε η κατάσταση είναι πράγματι σύνθετη, και για την ακρίβεια κρίσιμη, διότι με την παγκοσμιοποίηση του καπιταλισμού κι’ επομένως τη λεγόμενη νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική, δεν υπάρχουν πλέον πολιτικές αντιστάσεις. Οι παραδοσιακές πολιτικές αντιστάσεις της παλιάς και νέας σοσιαλδημοκρατίας (αριστερής και μη) έχουν καταρρεύσει διότι είχαν στηριχτεί σε δεδομένα μιας άλλης εποχής όπως οι γενικές συλλογικές συμβάσεις, η ΑΤΑ, τα εργασιακά δικαιώματα και μονιμότητα των υπαλλήλων της κρατικής γραφειοκρατίας κ.ά. Σ’ αυτά τα πλαίσια η συναίνεση και η συνύπαρξη κατέστησαν εύκολες με την ανάδειξη της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, των συμβιβασμένων κομμουνιστικών και άλλων εργατικών κομμάτων, τη συμμετοχή τους στον “δημόσιο πολιτικό βίο” κοκ.

Αλλά σήμερα τα δεδομένα άλλαξαν μ’ έναν καταστροφικό τρόπο. Όλα τα εργασιακά δικαιώματα καταπατούνται και ο εργατικός μισθός γνωρίζει κατακόρυφη πτώση χωρίς η παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία που κυβερνά σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες ή η παραδοσιακή συντηρητική παράταξη να έχουν άμεση ανάγκη από τη συναίνεση και την ειρηνική συνύπαρξη των τάξεων και ανάγονται σε άμεση, πλήρη και καθολική έκφραση του κεφαλαίου χωρίς περιστροφές και χωρίς καν να κρατούν τους τύπους.

Η διαδικασία της απελευθέρωσης των διασυνοριακών ροών του κεφαλαίου, η λεγόμενη παγκοσμιοποίηση, που ξεκίνησε στα μέσα του ΄80, κλείνει σήμερα έναν κύκλο με τον οποίο ολοκληρώνει κατά μεγάλο μέρος την επίθεσή της ενάντια στην εργασία. Κατά συνέπεια η παραδοσιακή αριστερά δεν της χρειάζεται σε τίποτε.

Ο κ. Κουβελάκης αναφέρει ότι “αν δεν υπάρξει κατανόηση του ότι βρισκόμαστε σε μια καινούργια κατάσταση, η οποία χρειάζεται μια καινούργια προσέγγιση και μια πρακτική που να της αντιστοιχεί, δεν θα υπάρξει διέξοδος”. Δεν διευκρινίζει ποια είναι ακριβώς η “καινούργια κατάσταση”, στην οποία αναφέρονται πολλά αριστερά κόμματα και επομένως δεν μπορεί να κάνει τη συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης. Αλλά αγνοεί ότι η αριστερά δεν ενδιαφέρεται να κατανοήσει τόσο πολύ αυτή την “καινούργια κατάσταση” αλλά να βρει με ποιον τρόπο θα ξαναγίνει απαραίτητη στην παγκόσμια αστική τάξη μετά από 80 χρόνια ρεφορμισμού και συμβιβασμού.

Το ενδιαφέρον είναι ότι η αριστερά σε κάθε κράτος χωριστά βρίσκεται άμεσα και χωρίς προσχήματα πολιτικά αντιμέτωπη με την παγκόσμια αστική τάξη, για πρώτη φορά, μέσω των υπερεθνικών μηχανισμών του κεφαλαίου (ΔΝΤ, ευρωζώνη, ΕΚΤ, Μηχανισμός Στήριξης κ.ά.). Παρόλα αυτά υπάρχει μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής αριστεράς που επειδή δεν επιθυμεί δήθεν “εθνικές λύσεις” δεν είναι ενάντια στην ευρωζώνη ή την άρνηση πληρωμής του χρέους. Χαρακτηριστικά είναι όσα μας λέει ο κ. Κουβελάκης:

«Στη Γαλλία για παράδειγμα, ο επικρατέστερος αυτή τη στιγμή υποψήφιος των σοσιαλιστών για τις προεδρικές εκλογές του 2012 είναι ο νυν πρόεδρος του ΔΝΤ Στρος-Καν […], στην Αγγλία, […] οι αριστερές τάσεις δεν έχουν φιλοευρωπαϊκό προσανατολισμό […] Είδαμε, την ίδια στιγμή, το Γαλλικό ΚΚ να συγκεντρώνει υπογραφές για ένα κείμενο που πρότεινε να μας δανείσει η Ε.Ε. αλλά με χαμηλότερο επιτόκιο. Στον εξωκοινοβουλευτικό χώρο έχουμε π.χ. το γαλλικό ΝΡΑ που αρνείται κάθε λογική αναμέτρησης με την Ε.Ε. και την ΟΝΕ, […] περίπου δηλαδή η ίδια λογική με αυτήν της ηγετικής ομάδας του ΣΥΝ. […] Το κρίσιμο, ωστόσο, εδώ είναι ότι τα Κομμουνιστικά Κόμματα τόσο της Ελλάδας όσο και της Πορτογαλίας (και είναι ενδιαφέρων ο παραλληλισμός αυτών των δύο), παρόλη τη γενική τοποθέτησή τους κατά της Ε.Ε. και του ευρώ, αρνούνται να προβάλλουν τον οποιονδήποτε συγκεκριμένο στόχο που θα μπορούσε να ξεκινήσει μια διαδικασία αποδέσμευσης ή ρήξης».

Το ενδιαφέρον είναι πραγματικά ότι το Πορτογαλικό και το Ελληνικό ΚΚ “ αρνούνται να προβάλλουν τον οποιονδήποτε συγκεκριμένο στόχο που θα μπορούσε να ξεκινήσει μια διαδικασία αποδέσμευσης ή ρήξης ”, δηλαδή δεν έχουν κανένα μεταβατικό πρόγραμμα γιατί κατανοούν ότι κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε μια ανεξέλεγκτη, εκρηκτική κατάσταση στις χώρες αυτές.

Όπως επισημαίνει στη συνέχεια ο κ. Κουβελάκης:

«Είναι απολύτως αδιανόητο για οποιοδήποτε τμήμα της γερμανικής Αριστεράς να διατυπώσει έναν λόγο ρήξης με την Ε.Ε. Ακόμη π.χ. και οι τροτσκιστικές τάσεις του Die Linke, στην καλύτερη περίπτωση θα έχουν μια σαφή επικριτική στάση έναντι των πολιτικών επιλογών της Μέρκελ, του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί η ΕΚΤ, του Μάαστριχτ, της Λισαβώνας κ.ο.κ. Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν θα προτείνουν, ούτε καν θα μπορέσουν να κατανοήσουν, εκτός από εξαιρετικά μειοψηφικά ρεύματα και σχεδόν ατομικές περιπτώσεις, μια λογική εξόδου από την ευρωζώνη. Κάτι τέτοιο απλώς δεν υφίσταται ως τοποθέτηση στον δημόσιο χώρο».

Φυσικά, μια “λογική εξόδου από την ευρωζώνη” δεν είναι παρά το μεταβατικό αίτημα που οδηγεί άμεσα και καταλυτικά στη συνείδηση της εργατικής τάξης, την εκπαίδευση και την οργάνωσή της. Η πάλη πάνω σε μια “λογική εξόδου από την ευρωζώνη” δεν θα ήταν τίποτε λιγότερο από την πάλη πάνω στην επερχόμενη κοινωνική επανάσταση, κι’ αυτό τα ρεφορμιστικά κόμματα θέλουν να το αποφύγουν.

Για το Die Linke πχ είναι γνωστή η διαρροή από το WikiLeaks ότι υιοθέτησε τη θέση διεύρυνσης του ΝΑΤΟ ώστε να συμπεριλάβει τη Ρωσία, έχοντας υπόψη του να μην προτείνει την έξοδο της Γερμανίας από το ΝΑΤΟ, που θα πυροδοτούσε απρόβλεπτες αντιδράσεις στον παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό μηχανισμό. Ακόμη και το NPA δεν πρότεινε τη διαγραφή του δημόσιου χρέους αλλά στην ουσία υιοθέτησε το μνημόνιο ζητώντας απλώς μικρότερα επιτόκια δανεισμού! Αλλά απ’ την άλλη μεριά οι αναπτυσσόμενες χώρες θεωρούν σκανδαλώδη τη χρηματοδότηση μιας ανεπτυγμένης χώρας όπως η Ελλάδα, και μάλιστα με τόσο χαμηλά επιτόκια! Από τη μεριά τους το ΔΝΤ υπάρχει γι’ αυτές κι’ όχι για το ιμπεριαλιστικό κέντρο ή την άμεση περιφέρειά του.

Στην υπόλοιπη Ευρώπη τα πράγματα δεν είναι καλύτερα. Στην Ιρλανδία δεν υπάρχει ένα μαζικό εργατικό κόμμα ενώ η σοσιαλδημοκρατία είναι πολύ κοντά στη δεξιά. Στην Πορτογαλία υπάρχει ένα ρεύμα αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας αλλά από την τελευταία γενική απεργία δεν είχε γίνει καμιά άλλη μεγάλη κινητοποίηση εδώ και 3ο χρόνια! Στην Ιταλία «παρά την πρόσφατη συνένωσή τους εντός της Ομοσπονδίας της Αριστεράς, τα δύο κομμάτια που προέρχονται από την Κομμουνιστική Επανίδρυση αγωνίζονται στην ουσία για την επιβίωσή τους ως μηχανισμών, αναγκάζονται […] να προχωρούν σε εκλογικές συνεργασίες με την Κεντροαριστερά […] πλαίσια ενός αντιμπερλουσκονικού μετώπου».

Επίσης «τα κοινωνικά κινήματα και οι κοινωνικές αντιστάσεις αναπτύσσονται (όπως βλέπουμε τώρα με τις φοιτητικές κινητοποιήσεις ή προηγουμένως με τις κινητοποιήσεις στη Fiat) και πάλι σε αποσύνδεση με το πολιτικό επίπεδο, κάτι το οποίο βαραίνει στη δυναμική τους, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τον εργατικό και συνδικαλιστικό χώρο». Δηλαδή αυτά τα κινήματα αναπτύσσονται ανεξάρτητα από τους παραδοσιακούς κομματικούς μηχανισμούς και λογικά αυτό θα περίμενε κανείς στην Ιρλανδία στο άμεσο μέλλον.

Σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Γαλλία και η Πορτογαλία όπου τα ΚΚ μπορούν ακόμη να συγκρατήσουν τις εξεγέρσεις και τα κινήματα, τα καθήκοντα ασφαλώς είναι τα ίδια αλλά έχουν τις ιδιομορφίες τους. Η γενική συνιστώσα πάντως είναι ότι η αναμφισβήτητη κοινωνική κρίση εδώ και πολύ καιρό έχει μετατραπεί σε κρίση της ηγεσίας της εργατικής τάξης ή σε “αφωνία της αριστεράς” αν προτιμά κανείς να εκφρασθεί ουδέτερα. Αυτή η κρίση ηγεσίας είναι, σε τελική ανάλυση, η κρίση την οποία περνούν οι ηγεσίες των αριστερών κομμάτων μετά τον ρεφορμισμό και την κυρίαρχη λογική της ταξικής συνεργασίας που είχαν τα τελευταία 80 χρόνια.

Εκεί θα πρέπει αναμφισβήτητα να αναζητήσουμε τις αναζητήσεις περί “νέου κοινωνικού υποκειμένου”, “νέων μορφών εργασίας”, “υποκειμενικότητας χωρίς υποκείμενο” κ.ά. Το ουσιαστικό πρόβλημα δεν είναι ότι η εργατική τάξη έχει γίνει συντηρητική, ότι έχουν αλλάξει οι μορφές εργασίας, ότι έχουν αναδειχθεί νέα υποκείμενα (μια συζήτηση που τέλειωσε στις αρχές του ΄70 αλλά επανέρχεται) κοκ. Αν αυτό ήταν το ουσιαστικό πρόβλημα τότε θα έπρεπε, λογικά, να το δούμε στα προβλήματα στο συνδικαλιστικό επίπεδο, στην ανάγκη νέων μορφών εργατικών ενώσεων κλπ. Το ουσιαστικό πρόβλημα είναι, πραγματικά, ότι η κρίση του καπιταλισμού έχει μετατραπεί απόλυτα, καθαρά και ξάστερα σε κρίση της ηγεσίας του εργατικού κινήματος και της επαναστατικής πρωτοπορίας.

Εδώ θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι το επαναστατικό κόμμα δεν είναι μόνο η οργάνωση της εργατικής πρωτοπορίας. Είναι και ο μοναδικός θεσμός, το μοναδικό όργανο που έχει στα χέρια της η εργατική τάξη ώστε να εξασφαλίσει την ενότητα και τη συνέχεια των αγώνων της. Τα σωματεία αλλάζουν διαρκώς μέλη και ηγεσίες και πολύ εύκολα η ιστορική εμπειρία που έχει καταχτηθεί σε μια ιστορική περίοδο μπορεί να χαθεί στην επόμενη. Στην Ελλάδα αυτό έγινε με την Ομοσπονδία Βιομηχανικών και Εργοστασιακών Σωματείων (ΟΒΕΣ) στα μέσα της δεκαετίας του ΄70 όταν οι εργατικοί αγώνες είχαν φτάσει στο αποκορύφωμά τους σαν συνέχεια των Ιουλιανών του 1965 και της δικτατορίας.

Τόσο η προγενέστερη ρεφορμιστική πολιτική της ΕΔΑ όσο και η ρεφορμιστική πολιτική του ΚΚΕ και ΚΚΕ (εσ.) στη δεκαετία του ’70 δεν επέτρεψαν την οικοδόμηση ενός ισχυρού, μαζικού αντικαπιταλιστικού κόμματος που θα μπορούσε να διατηρήσει, να φιλτράρει και να μεταβιβάσει τις εμπειρίες στις επόμενες γενιές.

Η σύσταση του Λένιν “από τη θεωρία στην πράξη κι’ από κει, πίσω στη θεωρία” που συνοψίζει εύστοχα τη διαλεκτική του κόμματος δεν αφορούσε ποτέ τα μαζικά κόμματα της αριστεράς. Το ενδιαφέρον τους ήταν συγκεντρωμένο στην άσκηση πολιτικής μέσα στα πλαίσια του πολιτικού και κοινωνικού συστήματος με αποτέλεσμα να φτάσουμε στα σημερινά αδιέξοδα, δηλαδή στη μεταβίβαση και την κληρονομιά της ρεφορμιστικής παράδοσης.

Φυσικά η οικοδόμηση ενός μαζικού κόμματος με επαναστατικό προσανατολισμό έξω από τα παραδοσιακά παλιά και νέα κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας (ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ) είναι δυνατή. Μπορεί να βασισθεί στους παλιούς και νέους επαναστάτες μαρξιστές, την εξοικείωση με τις ιδέες και το πρόγραμμα του επαναστατικού μαρξισμού, τη στενή σχέση με τα πρωτοβάθμια σωματεία καθώς επίσης και με τη συστηματική δουλειά, στο βαθμό που μπορεί να γίνει στα πλαίσια των μαζικών κομμάτων της αριστεράς, δηλαδή της παλιάς και νέας σοσιαλδημοκρατίας.

Η μοναδική λογική επιλογή που απομένει για τα κόμματα αυτά είναι ο σοσιαλ-ρεφορμισμός, δηλαδή σοσιαλισμός στα λόγια και ρεφορμισμός στην πράξη. Για το ΚΚΕ θα γίνει κυρίως μέσω του ΠΑΜΕ και των “Λαϊκών Επιτροπών” ενώ για τον ΣΥΡΙΖΑ θα γίνει σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο με νέα προγράμματα, νέα σχέδια αρχών κοκ. Και οι δυο αυτές προοπτικές μπορούν ν’ αποδειχτούν χρήσιμες από τη σκοπιά των επαναστατών μαρξιστών. Πάνω απ’ όλα ωστόσο ένα νέο μαζικό αριστερό κόμμα μπορεί να οικοδομηθεί από την ίδια τη βάση των εργαζομένων, πηγαίνοντας προς αυτούς που είναι απογοητευμένοι κι’ αηδιασμένοι με τις ρεφορμιστικές ηγεσίες με το σύνθημα: “Φτιάξτε το δικό σας Κόμμα”. Δεν υπάρχει τίποτα πιο έντιμο και καθαρό απ’ αυτό. Τα πιο πρωτοπόρα στοιχεία από την πρώτη στιγμή θα υιοθετήσουν και θα προπαγανδίσουν το μεταβατικό πρόγραμμα της επαναστατικής αριστεράς, που γεφυρώνει τη σημερινή κατάσταση με την αυριανή σοσιαλιστική προοπτική και τη Δημοκρατική Κυβέρνηση των Εργαζομένων.

Η αντικειμενική κατάσταση χαρακτηρίζεται από τη βαθιά κρίση του καπιταλισμού, την ανεργία, την ανυπαρξία εργασιακών δικαιωμάτων και προοπτικών οικονομικών ανάπτυξης, την ολοένα και μεγαλύτερη εκμετάλλευση. Οι μαρξιστές, αρχίζοντας από τη μελέτη της αντικειμενικής κατάστασης και όχι, μεταφυσικά από τις ιδεοληψίες και τις “εντυπώσεις” τους σχετικά με τη συνείδηση των μαζών, βλέπουν την αναγκαιότητα ενός μαζικού επαναστατικού κόμματος με βάση το μεταβατικό πρόγραμμα διεκδικήσεων και πάλης και την προοπτική της Δημοκρατικής Κυβέρνησης των Εργαζομένων. Αυτή είναι η αντικειμενική κατάσταση κι’ αυτή θέτει συγκεκριμένα καθήκοντα τόσο στις μάζες όσο και στους επαναστάτες μαρξιστές.

Λέγοντας στους εργαζόμενους: “Φτιάξτε το δικό σας Κόμμα”, ξεπερνούμε τα χάρτινα αδιέξοδα του “υποκειμένου”, του “πάνω σε ποια βάση”, “με ποια πλατφόρμα και αιτήματα” κοκ. Η διαλεκτική λέει να μαθαίνουμε από το κίνημα και να επιστρέφουμε σ’ αυτό με νέο πρόγραμμα, νέα συνθήματα και ιδέες προσαρμοσμένα στο επίπεδο των μαζών αλλά όχι κατεβασμένα στο δικό τους επίπεδο. Φυσικά τα πιο πρωτοπόρα στοιχεία της εργατικής τάξης θα κερδηθούν από τις πιο πρωτοπόρες τάσεις ενός τέτοιου Κόμματος, ίσως όχι αμέσως αλλά σίγουρα σε μια μεταβατική πορεία.

Το σημαντικό είναι, ωστόσο, ότι η οικοδόμηση ενός τέτοιου Κόμματος πρέπει να τεθεί σαν καθήκον στην ίδια την εργατική τάξη μέσα από τους θεσμούς, τα όργανα και τις πολιτικές της οργανώσεις, όπου αυτό είναι δυνατόν. Τα υπόλοιπα είναι χάρτινα αδιέξοδα και αδιέξοδη, σεχταριστική γραφειοκρατία. Αλλά η σεχταριστική γραφειοκρατία δεν μπορεί παρά να υποχωρήσει κάτω από την πίεση της δύναμης του προγράμματος στις μάζες.

Το ΚΚΕ προσπαθεί λυσσασμένα να εμποδίσει μια τέτοια προοπτική ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να συμβιβάσει τις διάφορες τάσεις του με τρόπο κεντρικό, αλλά με μια ορισμένη εσωκομματική δημοκρατία. Η επιρροή του επαναστατικού προγράμματος στα μέλη και τα στελέχη του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να είναι τεράστια. Δεν πρέπει ασφαλώς να ξεχνάμε ότι όταν έρθει η ώρα των συγκρούσεων και της ταξικής πάλης, οι εργαζόμενες μάζες θα κινηθούν προς τα κόμματα που τους είναι γνωστά κι’ όχι προς τις περιθωριακές οργανώσεις.

Αν ξεχάσει κανείς αυτό τον βασικό “νόμο της βαρύτητας” θα έχει κάνει το μεγαλύτερο αριστερίστικο και σεχταριστικό λάθος. Για τον λόγο αυτό δεν πρέπει ν’ απευθυνόμαστε σε ηγεσίες αλλά στη βάση των κομμάτων εκείνων που συγκεντρώνουν στις τάξεις τους το μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης. Η μαζικοποίηση θα οδηγήσει και στη συνεννόηση με τις ηγεσίες αν φυσικά θέλουν να ακολουθήσουν στα πλαίσια του πραγματικού Ενιαίου Μετώπου.

Φυσικά, αυτά αφορούν ζητήματα ταχτικής ενός Κόμματος που θα είναι αναγκαστικά μικρό στην αρχή, αλλά όχι χωρίς καμιά απολύτως μαζικότητα στην εργατική τάξη. Σε σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ μπορεί κανείς να πέσει σ’ αριστερά ή “δεξιά” λάθη όπως επίσης σε σχέση με το ΠΑΜΕ, τις “Λαϊκές Επιτροπές” ή ορισμένα στρώματα του ΚΚΕ. Το σημαντικό αυτής της περιόδου είναι να μην μονοπωλήσει το ΚΚΕ τον “ξεσηκωμό” και την “αντίσταση” (χωρίς κόστος, δηλαδή χωρίς μεταβατικά αιτήματα προς τη “λαϊκή εξουσία και οικονομία”). Φυσικά θα χρησιμοποιήσει βρώμικα μέσα και ψεύτικη προπαγάνδα όπως πάντα, αλλά αυτά είναι δείγματα άμυνας, όχι επίθεσης.

Όποιος είναι σήμερα αναγκασμένος να βρίσκεται σε άμυνα έχει χάσει οριστικά το τραίνο της οικοδόμησης του Κόμματος. Ο ΣΥΡΙΖΑ και η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ είναι δυο διαφορετικά πράγματα. Σε κάθε περίπτωση, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ζήτημα ταχτικής ενώ το ΚΚΕ είναι ζήτημα στρατηγικής περισσότερο.

Αλλά σημαντικό μέρος της εργατικής τάξης, αν και αηδιασμένο με την ηγεσία του, εξακολουθεί να παραμένει στην ΠΑΣΚΕ και το ΠΑΣΟΚ αλλά ενδεχομένως απέχει από τις εκλογές ή ψηφίζει τα αριστερά κόμματα, έχοντας μια ριζοσπαστική νοοτροπία, ειδικά κάτω από τη βαρύνουσα επίδραση της σημερινής, βαθιάς κρίσης του παγκόσμιου καπιταλισμού. Οι εργαζόμενοι αυτοί πρέπει να κερδηθούν στη βάση του προγράμματος και των ιδεών του επαναστατικού μαρξισμού, ακόμη και στη βάση του ενδιάμεσου προγράμματος. Αλλά πρέπει να γίνει ξεκάθαρο, γιατί τέτοιες είναι οι αντικειμενικές συνθήκες ότι το ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να αναγεννηθεί ή να γίνει ένα “πατριωτικό σοσιαλιστικό κόμμα”. Αυτό το σύνθημα αντιστοιχούσε σε μιαν άλλην εποχή πριν τη λεγόμενη παγκοσμιοποίηση. Αλλά επίσης τίποτα δεν μπορεί να περιμένει κανείς από το ΚΚΕ.

Στη νοοτροπία ότι “θα φτιαχτεί κάτι καινούριο” η απάντηση είναι: “Φτιάξτε το δικό σας Κόμμα”, σύμφωνα με τη δομή που θέλετε και το μεταβατικό πρόγραμμα που έχει επεξεργασθεί ο επαναστατικός μαρξισμός στη διάρκεια ενός αιώνα. Δεν υπάρχει κανένας τρόπος να φτιαχτεί κάτι αυθεντικά νέο που ξεπερνά τον στείρο και οππορτουνιστικό πολιτικαντισμό, εκτός από την ενεργητική συμμετοχή όλων των εργαζομένων στη διαδικασία της οικοδόμησης του νέου τους Κόμματος.

Μπορεί η εργατική τάξη από μόνη της να προχωρήσει στην οικοδόμηση του δικού της Κόμματος, πραγματικά; Από την εμπειρία γνωρίζουμε ότι η θεμελίωση του Κόμματος αποτελεί έργο της πρωτοπορίας της τάξης που σήμερα είναι κατακερματισμένη, όχι μόνο επαγγελματικά αλλά κυρίως πολιτικά και συνδικαλιστικά. Η πρωτοπορία της τάξης θα πρέπει να βρει τον τρόπο να γίνει μια τέτοια προσέγγιση. Αυτό απαιτεί μια προσέγγιση τόσο μέσα στους αγώνες της εργατικής τάξης όσο κι’ έξω απ’ αυτούς ώστε η πρωτοπορία να διασφαλίσει για τον εαυτό της τη συνέχεια των αγώνων αυτών και να τη μεταφέρει αργότερα στα συλλογικά όργανα της τάξης.

Όπως έγραφε ο Τρότσκι:

«Στην ίδια τη Μιννεάπολη, δεν μπορούμε να προτείνουμε στα συνδικάτα να γίνουν μέλη της οργάνωσής μας, του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος. Αυτό θα ήταν αστείο, ακόμα και στη Μιννεάπολη. Γιατί; Γιατί η παρακμή του καπιταλισμού προχωράει δέκα φορές, εκατό φορές πιο γρήγορα από ό,τι πιστεύει το Κόμμα μας. Αυτό είναι μια νέα διαστρέβλωση. Η αναγκαιότητα για ένα πολιτικό κόμμα που θα είναι το κόμμα των εργατών, υπάρχει μέσα στις αντικειμενικές συνθήκες, αλλά το δικό μας κόμμα είναι πολύ μικρό, έχει πολύ μικρό κύρος για να οργανώσει τους εργαζόμενους στις γραμμές του. Γι' αυτό πρέπει να πούμε στους εργαζόμενους, στις μάζες: φτιάξτε το κόμμα σας. Δεν μπορούμε όμως να απευθυνθούμε άμεσα στις μάζες, καλώντας τις να γίνουν μέλη του Κόμματός μας.
»Αν μια συγκέντρωση 500 ατόμων εκδηλώσει τη συμφωνία της πάνω στη σκέψη πως είναι αναγκαίο ένα Εργατικό Κόμμα, τα 5 ίσως άτομα θα είναι έτοιμα να γίνουν μέλη του Κόμματός μας. Πράγμα που δείχνει πως το σύνθημα για το Εργατικό Κόμμα είναι ένα σύνθημα αγκιτάτσιας. Το δεύτερο σύνθημα –γίνετε μέλη στο Κόμμα μας– είναι για τα πιο προχωρημένα στοιχεία.
»Μήπως, όμως, πρέπει να προωθούμε μόνο το ένα από αυτά τα συνθήματα; Αντίθετα, πρέπει να τα προωθούμε και τα δυο. Το πρώτο, “για ένα ανεξάρτητο Εργατικό Κόμμα”, προετοιμάζει το έδαφος για το δικό μας Κόμμα. Το δεύτερο σύνθημα προετοιμάζει τους εργάτες, τους βοηθάει να προχωρήσουν, κι ανοίγει το δρόμο για το Κόμμα μας».[2] [υπογραμμίσεις δικές μας].

Όπως γράφαμε αλλού:

«Το σύνθημα “για ένα ανεξάρτητο Εργατικό Κόμμα” δεν είναι σήμερα σεχταριστικό ή λικβινταριστικό. Δεν λέμε στους εργαζόμενους “ελάτε στο δικό μας κόμμα” ή στη δική μας οργάνωση. Αντίθετα λέμε: Οργανώστε τις δικές σας επιτροπές, τα δικά σας συμβούλια, τα δικά σας δημοκρατικά όργανα, φροντίστε να εξασφαλίσετε τη συνέχεια και τη διάρκεια των αγώνων σας πάνω απ’ όλα.

»Οι εργαζόμενοι θα συνειδητοποιήσουν γρήγορα ότι αυτά τα δημοκρατικά όργανα θα πρέπει να συγκλίνουν σε δημοκρατικά συμβούλια και δημοκρατικές συνελεύσεις που θα πρέπει ν’ αποκτήσουν οργανωτική μορφή ακριβώς για διασφαλισθεί η συνέχεια των αγώνων και η παραπέρα επέκταση και η ποιοτική και ποσοτική τους άνοδος. Αυτό δεν μπορεί παρά να τους οδηγήσει να κατανοήσουν τη σημασία και τον ρόλο του Εργατικού Κόμματος»[3].

Τι σημαίνει ότι “το σύνθημα για το Εργατικό Κόμμα είναι ένα σύνθημα αγκιτάτσιας”; Σημαίνει ότι πρέπει να διαδοθεί σ’ όλες τις οργανώσεις της εργατικής τάξης, πολιτικές και συνδικαλιστικές και σε κάθε ευκαιρία. “Πως θα συμβάλλω εγώ ώστε να φτιαχτεί το δικό μας Κόμμα όπως το θέλω εγώ;” θα ρωτήσει κάθε εργαζόμενος. Φυσικά αυτό το “θέλω” είναι θολό και συγχυσμένο, έχει μια διάθεση εκδίκησης απέναντι σ’ “αυτούς” που καταχράστηκαν, έκλεψαν και κυβέρνησαν με αδιαφάνεια, χωρίς καμιά λογοδοσία και με μόνο τους κίνητρο τον προσωπικό πλουτισμό. Λοιπόν, ποιοι είναι “αυτοί”; Είναι οι 300 βουλευτές του Κοινοβουλίου κι’ άλλες 50 ή 100 οικογένειες; Ωραία!

«[Σ]ε απάντηση στην παθιασμένη θρηνολογία των κύριων δημοκρατών για τη δικτατορία των «60 οικογενειών» στις Ενωμένες Πολιτείες ή των «200 οικογενειών» στη Γαλλία, αντιτάσσουμε τη διεκδίκηση της απαλλοτρίωσης αυτών των 60 ή 200 φεουδαρχών καπιταλιστών Υπερλόρδων. Κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο διεκδικούμε την απαλλοτρίωση των μονοπωλιακών εταιριών της βιομηχανίας πολέμου, των σιδηροδρόμων, των πιο σημαντικών πηγών πρώτων υλών, κλπ.».[4]

Ακούγεται από κανέναν αυτό το συγκεκριμένο σύνθημα; Υπάρχει πουθενά καμιά αναφορά στην αναγκαιότητα ν’ απαλλοτριωθεί άμεσα η μεγαλοαστική τάξη; Ασφαλώς ακούγονται τα συνθήματα του ΚΚΕ κατά των μονοπωλίων αλλά πότε εξειδικεύθηκαν αυτά τα μονοπώλια; Μήπως είναι ούτως ή άλλως μόνο τα κρατικά μονοπώλια –που φυσικά πουλιούνται κι’ αυτά κι’ έτσι το ΚΚΕ θα χρειαστεί ένα νέο σύνθημα;

Ωστόσο οι 300 βουλευτές του Κοινοβουλίου κι’ οι άλλες 50 ή 100 οικογένειες δεν είναι παρά η ηγεσία της αστικής τάξης. Αν απαλλοτριωθούν τότε ο δρόμος είναι ανοιχτός για να εφαρμοσθούν όλα τα άλλα σημεία του Μεταβατικού Προγράμματος. Το πιο θεμελιώδες είναι πως “το κίνημα πρέπει να ακολουθήσει μια νέα πορεία. Η πορεία αυτή πρέπει να είναι πολιτική. Οι συνδικαλιστικοί αγώνες πρέπει να έχουν μια πολιτική κατεύθυνση κι’ αυτό σημαίνει ότι πρέπει να στοχεύουν στην ανατροπή της οικονομικής πολιτικής με πολιτικά μέσα, δηλαδή με μια νέα κυβέρνηση της εργατικής εξουσίας, τη Δημοκρατική Κυβέρνηση των Εργαζομένων. Δεν μπορεί να υπάρξει άλλη εναλλακτική λύση. Αλλά για να υπάρξει μια τέτοια λύση οι εργαζόμενοι πρέπει να φτιάξουν το Κόμμα τους και τα πιο προχωρημένα στοιχεία ν’ απαρτίσουν τη φυσική του ηγεσία.

Εμείς δεν έχουμε κανένα κόμμα και καμιά πολιτική οργάνωση εκτός αν εννοεί κανείς τις πολυάριθμες “σέχτες” και μικρές ομάδες της αριστεράς. Δεν αμφισβητεί κανείς στα σοβαρά ότι στις οργανώσεις αυτές υπάρχουν αξιόλογα στελέχη και ικανοί αγωνιστές αλλά αν ξεκινούν από την υπόθεση ότι αποτελούν το επαναστατικό κόμμα, τότε ξεκινούν από μια λαθεμένη υπόθεση. Το επαναστατικό κόμμα είναι υπόθεση των μαζών και δεν μπορεί ποτέ να αποτελείται από μερικές δεκάδες ή εκατοντάδες που γνωρίζουν το σωστό και το λάθος. Αν πραγματικά το γνωρίζουν αυτό πρέπει να φανεί στην πράξη, μέσα από το μαζικό κάλεσμα όλων των οργανώσεων και κομμάτων για ένα νέο Κόμμα των εργαζομένων. Το σωστό και το λάθος θα πρέπει τότε να περάσουν απ’ την κριτική της πράξης και την πάλη των ιδεών.

Συνήθως “το σωστό και το λάθος” ανάγονται σε ζητήματα ταχτικής ή σε ιδεολογικές διαφορές από το παρελθόν που έχουν μεν τη σημασία τους αλλά δεν έχουν καμιά σημασία ούτε στο Ενιαίο Μέτωπο ούτε στο νέο Κόμμα των εργαζομένων. Αν δεν θέλεις αποχώρηση από το ΝΑΤΟ, την Ευρωπαϊκή Ένωση, την ευρωζώνη, αν με διάφορες υπεκφυγές δεν θέλεις κρατικοποίηση των στρατηγικών μέσων παραγωγής και εργατικό έλεγχο, αν δεν θέλεις απαλλοτρίωση των 100 οικογενειών κλπ, τότε δεν έχεις καμιά θέση στο Κόμμα των εργαζομένων. Αν λες πως παλεύεις για τον σοσιαλισμό αλλά δεν συνειδητοποιείς την ανάγκη της διάλυσης της ευρωζώνης αρχίζοντας από τους αδύναμους κρίκους της, τότε δεν έχεις καταλάβει ούτε την αλφαβήτα της λενινιστικής ταχτικής και του μαρξισμού, σημαίνει πως είσαι σοσιαλιστής στα λόγια και ρεφορμιστής, συντηρητικός στην πράξη.
Συνήθως “το σωστό και το λάθος” ανάγονται σε διαφορές που έχουν να κάνουν με την οργανωτική ανεξαρτησία.


Δεν μπορεί πχ να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι ο σταλινικός και ο τροτσκιστής η ο μαοϊκός με το μέλος του ΚΚΕ. Αυτά, στα πλαίσια του Ενιαίου Μετώπου, είναι κατ’ αρχήν αστειότητες: Το ΜΕΡΑ είχε συμπεριλάβει το ΕΚΚΕ και το ΕΕΚ (Τροτσκιστές). Η ΚΟΕ και η ΔΕΑ συνυπάρχουν στο Μέτωπο του κ. Αλαβάνου, και στον ΣΥΡΙΖΑ συνυπάρχουν διάφορες συνιστώσες της αριστεράς. Ο κόσμος της αριστεράς πραγματικά διερωτάται ποιοι παράγοντες επιβάλλουν στο ΕΚΚΕ, το Μ-Λ ΚΚΕ και το ΚΚΕ (μ-λ) να μην έχουν ένα μετωπικό σχήμα, που να μπορεί να συνυπάρξει ενδεχομένως με την ΚΟΕ τουλάχιστον ιδεολογικά.

Ο λόγος είναι ότι η ΚΟΕ συμμετέχει σε άλλα μέτωπα με ρεφορμιστές; Αυτή είναι μια ταχτική της οργάνωσης. Για το ΕΚΚΕ, το Μ-Λ ΚΚΕ και το ΚΚΕ (μ-λ) τι μπορούμε να πούμε; Για το ΕΕΚ, τις ΟΚΔΕ, τη ΔΕΑ και το Ξεκίνημα που έχουν κοινή αναφορά στον τροτσκισμό τι μπορούμε να πούμε;

Όλες οι απαντήσεις, που ασφαλώς υπάρχουν, αφήνουν την εργατική τάξη παγερά αδιάφορη. Η εργατική τάξη διαισθητικά ρέπει προς την ενότητα και το Ενιαίο Μέτωπο κι’ αν αυτό δεν πραγματοποιείται είναι γιατί οι κομματικές γραφειοκρατίες δεν το επιτρέπουν, από το ΚΚΕ μέχρι την πλέον ολιγάριθμη οργάνωση. Η εργατική τάξη μισεί τις τεχνητές διαφορές και στην κρίσιμη στιγμή θα πάει με το μέρος των μαζικών κομμάτων της αριστεράς που εμπιστεύεται παραδοσιακά. Η ζωή έχει επιβάλλει εδώ, όπως είπαμε, έναν “νόμο της βαρύτητας”.

Μια μικρή οργάνωση μπορεί να έχει όλα τα δίκια, αλλά στην κρίσιμη στιγμή δεν θα την ακολουθήσει κανένας. Το τυπικό αντεπιχείρημα αφορά την ομάδα του Λένιν και τους Μπολσεβίκους οι οποίοι στην περίοδο 1907 – 1911 δεν ήταν παρά ένα ασήμαντο “γκρουπούσκουλο”. Αλλά ο Λένιν ήταν Λένιν και είχε τη σωστή πολιτική κι’ έτσι το Μπολσεβίκικο Κόμμα αντρώθηκε και γιγαντώθηκε μέχρι το 1917 που έγινε η επανάσταση. Αν υπάρχει σήμερα άνθρωπος που πιστεύει αυτά τα παραμύθια, τότε είτε είναι συνειδητός ψεύτης είτε δεν έχει διαβάσει τίποτε από την ιστορία της επανάστασης στη Ρωσία. Ο Λένιν με τους Μπολσεβίκους κατόρθωσαν να γίνουν πλειοψηφία (από εκεί προέρχεται και ο όρος “μπολσεβίκοι”[5]) μέσα στα Σοβιέτ και σε όλες τις οργανώσεις της εργατικής τάξης.


Ο Λένιν έδωσε τις πιο σκληρές μάχες με τους Μενσεβίκους και τους Σοσιαλεπαναστάτες αλλά τις έδωσε μέσα στις εργατικές ενώσεις και ποτέ έξω από αυτές, δηλαδή στο κενό. Είναι απόλυτα σωστό ότι “ο Λένιν ήταν Λένιν και είχε τη σωστή πολιτική κι’ έτσι το Μπολσεβίκικο Κόμμα αντρώθηκε και γιγαντώθηκε” αλλά ποτέ ο Λένιν δεν σκέφτηκε να κάνει δικά του μέτωπα, δικά του συνδικάτα και δικές του “ταξικές” εργατικές ενώσεις.

Όταν το επιχείρησαν οι Γερμανοί κομμουνιστές τους χαρακτήρισε στον “Αριστερισμό” ανώριμους και με παιδιάστικα φερσίματα. Μόνο στην περίοδο 1917 – 18 το ΡΣΔΕΚ[6] διασπάστηκε αρχικά στο Ρωσικό Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό κόμμα [Μπολσεβίκων] και αργότερα στο Ρωσικό Κομμουνιστικό Κόμμα Μπολσεβίκων (1918 – 1925), το Ενωσιακό Κομμουνιστικό Κόμμα (1925 – 1952) και το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης (1952-1991). Η πάλη του Λένιν με τους Μενσεβίκους, στα πλαίσια των τάσεων του ΡΣΔΕΚ οδήγησε στην απόσχιση από τη Β’ Διεθνή το 1914 για το ζήτημα του πολέμου αλλά μόνο το 1918 έγινε η μετονομασία του κόμματος από Σοσιαλδημοκρατικό σε Κομμουνιστικό.


Αν δεν τα γνωρίζει κανείς αυτά νομίζει ότι ο Λένιν και το Μπολσεβίκικο Κόμμα υπήρχαν ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα ή το 1905. Παρά τις σκληρές διαφωνίες τους οι Μπολσεβίκοι και οι Μενσεβίκοι δεν χωρίστηκαν τελικά παρά μόνο το 1917.

Τι μας διδάσκουν αυτά για την “ενότητα της αριστεράς”; Σαν στόχος αφηρημένος και γενικός η “ενότητα της αριστεράς” δεν σημαίνει τίποτε αν δεν στηρίζεται πάνω σ’ ένα συγκεκριμένο Πρόγραμμα. Για παράδειγμα το κόμμα των Μπολσεβίκων, είχε το πολύ 20.000 μέλη όταν έπεσε ο Τσάρος. Μειοψηφία ήταν επίσης οι Mπολσεβίκοι στο Σοβιέτ της Πετρούπολης. Από τον Απρίλη του 1917, ο Λένιν είχε κερδίσει το ΡΣΔΕΚ στην προοπτική της ρήξης με τους «συμβιβαστές», τους Μενσεβίκους και τους Σοσιαλεπαναστάτες. Με τα συνθήματα “Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ” και “Ειρήνη, γη, ψωμί” οι Μπολσεβίκοι έγιναν πλειοψηφικό ρεύμα στην εργατική τάξη τον Οχτώβρη ενώ τον Φλεβάρη ήταν σε αναλογία 1:5 με τους Μενσεβίκους. Η πολιτική πάλη δεν κερδήθηκε πραξικοπηματικά όπως θέλουν να ισχυρίζονται ορισμένοι αστοί ιστορικοί αλλά. Η πολιτική πάλη κερδήθηκε δημοκρατικά στα Σοβιέτ που ενσωμάτωναν ολόκληρη την εργατική τάξη.

Η ταχτική της αριστεράς σήμερα είναι συστηματικά εναντίον των δημοκρατικών εργατικών θεσμών, της συνολικής εκπροσώπησης της εργατικής τάξης. Αν δεν μας αρέσει αυτή η ομοσπονδία φτιάχνουμε μιαν άλλη. Αν δεν έχουμε την πλειοψηφία σε ένα σωματείο φτιάχνουμε το δικό μας “ταξικό” σωματείο. Αλλά αυτό δεν είναι τρόπος για να προχωρήσει η υπόθεση του εργατικού κινήματος.

Σε σχέση με τους διάφορους προβληματισμούς επί χάρτου της αριστεράς ακούμε ότι η επόμενη επανάσταση δεν πρόκειται να μοιάζει με την επίθεση στα Χειμερινά Ανάκτορα. Οι αναφορές στο έργο του Λένιν λείπουν εντελώς εκτός από αναφορές ορισμένων δημοσιολόγων στο άρθρο του “Κανένας συμβιβασμός;” που αφορούσε όμως τη συνθήκη του Μπρεστ – Λιτόφσκ και υπεγράφη από τους Μπολσεβίκους κάτω από την απειλή του Γερμανικού στρατού![7]

Οπωσδήποτε η επόμενη επανάσταση δεν ξέρουμε με τι θα μοιάζει αλλά ποια μαθήματα πρέπει να βγάλει κανείς από τον Οχτώβρη του 1917; Αν βγάλει σαν μάθημα την επίθεση στα Χειμερινά Ανάκτορα δεν είναι παρά ηλίθιος. Το πραγματικό μάθημα είναι η πάλη των τάσεων και η πάλη των ιδεών μέσα σ’ ένα Κόμμα που συσπειρώνει μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης. Για παράδειγμα οι συμμαχίες του Λένιν με τους αριστερούς Σοσιαλεπαναστάτες και οι προσπάθειές του για συμμαχία με τους Μενσεβίκους δεν σταμάτησαν ποτέ. Δίχως συμμαχίες και συμπράξεις πάνω σε συγκεκριμένα ζητήματα δεν μπορεί να υπάρξει κανένα μάθημα από τον Οχτώβρη και καμιά πρόοδος σήμερα. Οι συμμαχίες και συμπράξεις πάνω σε συγκεκριμένα ζητήματα πρέπει να επεκταθούν ως ότου περιλάβουν αν είναι δυνατόν τα βασικά ενδιάμεσα και μεταβατικά αιτήματα πάλης και διεκδικήσεων.

Για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους. Υπάρχει σεχταρισμός, γραφειοκρατισμός και λικβινταρισμός στην ευρύτερη αριστερά. Αλλά ο λόγος για τον οποίο τα μαζικότερα κόμματα της αριστεράς αντιμετωπίζουν σήμερα χάρτινα και ψευδεπίγραφα αδιέξοδα ή πισωγυρίζουν στον Στάλιν είναι σαφής: Η αριστερά κάτω από τη βαριά ρεφορμιστική κληρονομιά 80 χρόνων, αλλά ειδικά στη μεταπολίτευση, δεν είναι σήμερα απαραίτητη στο αστικό σύστημα με τη μορφή που ήταν ως τώρα, δηλαδή της πυροσβεστικής σοσιαλδημοκρατίας. Η απόρριψή της από το αστικό πολιτικό σύστημα την οδηγεί σε αναζητήσεις χωρίς ειρμό ή σε πισωγυρίσματα και ταχτικές χωρίς διέξοδο.

Το ΚΚΕ δεν έχει πραγματική ανάγκη από την επιστροφή στον Στάλιν. Είναι ήδη ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα αλλά για τα προσχήματα πρέπει να το κάνει αλλιώς θα διαλυθεί. Το ΚΚΕ (εσωτ.) και ο ΣΥΡΙΖΑ ή ο ΣΥΝ δεν είχε ανάγκη τον ευρωκομμουνισμό, τον Αλτουσέρ, την πρόχειρη ανάγνωση του Γκράμσι ή τις σημερινές “αναζητήσεις”, “προβληματισμούς” και τα σχέδια επί χάρτου των “κινημάτων”, των “νέων υποκειμένων” κ.ά. Αυτά δεν είναι παρά προσπάθειες ιδεολογικοποίησης μιας νέας αριστεράς που θέλει εναγώνια, όπως και η παλιά, να ενταχθεί στο αστικό πολιτικό σύστημα, να δώσει και να πάρει, να κατοχυρώσει τη θέση της.

Αλλά οι εποχές έχουν αλλάξει, ο παραδοσιακός ρεφορμισμός της αριστεράς διαδραμάτισε τον ρόλο του ουδετεροποιώντας την εργατική τάξη απέναντι στο παγκόσμιο κεφάλαιο εκφρασμένο ανοιχτά από το ΔΝΤ-ΕΕ-ΕΚΤ-ευρωζώνη και ξαφνικά η αριστερά ανακάλυψε ότι δεν έχει φωνή και λόγο. Δεν έχει ρόλο, αυτή είναι η πραγματικότητα. Όποιος έχει ρόλο έχει και φωνή και λόγο αλλά η αριστερά μας αποτελεί μια σοσιαλδημοκρατία. Ποιος στην εποχή της παγκοσμιοποίησης την έχει ανάγκη όταν έχει ήδη επιτελέσει το ιστορικό της έργο εδώ και 40 χρόνια; Το ιστορικό της έργο δεν ήταν παρά η ρεφορμιστική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο και το έχει ήδη κάνει.

Μπορεί η Αριστερά να κάνει νέα πράγματα για το παγκόσμιο κεφάλαιο στην εποχή της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης; Δεν φτάνει να συγκρατήσει το εργατικό κίνημα –αυτό το έκανε τα τελευταία 40 χρόνια, αναπτύχθηκαν εργατικές γραφειοκρατίες και ο μηχανισμός της ρεφορμιστικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο λειτουργεί σχεδόν αυτόματα. Μπορεί η Αριστερά να κάνει νέα πράγματα για να διασφαλίσει την αστική τάξη; Εκεί είναι το πραγματικό της πρόβλημα.

Με την επιστροφή στον Στάλιν και τα επαναστατικά λόγια το ΚΚΕ μπορεί να κρατήσει μεγάλο μέρος της βάσης του, αν και στην πράξη θα καταρρεύσει κάτω από την πίεση των αγώνων. Από την άλλη μεριά οι ψευτο – δημοσιολόγοι και ψευτο – διανοούμενοι δεν μπορούν να κάνουν κάτι πραχτικό για τον ΣΥΡΙΖΑ. Όλοι τους θεωρούν γραφικούς έτσι κι’ αλλιώς ειδικά στην αστική τάξη. Απομένουν τα μέλη και στελέχη καθώς και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Όλοι τους έχουν, δυστυχώς, να αντιμετωπίσουν τον “νόμο της βαρύτητας”: Η εργατική τάξη στην κρίσιμη στιγμή θα πάει με το μέρος των μαζικών κομμάτων της αριστεράς που εμπιστεύεται παραδοσιακά, εκτός αν αναπτχθεί μια άλλη βαρυτική έλξη με συστηματική δουλειά στα πρωτοβάθμια σωματεία, τις πολιτικές και άλλες οργανώσεις της εργατικής τάξης, εκτός αν ξεκινήσει κανείς από το Ενιαίο Μέτωπο και φέρει τους εργαζόμενους μπροστά στις ευθύνες τους: “Φτιάξτε το δικό σας Κόμμα”.

«Το πρόγραμμα είναι η έκφραση της αναγκαιότητας, που έχουμε μάθει να καταλαβαίνουμε, και, δεδομένου ότι η αναγκαιότητα είναι η ίδια για όλα τα μέλη της τάξης, μπορούμε να φτάσουμε σε μια συλλογική κατανόηση των καθηκόντων, και αυτή η κατανόηση είναι το πρόγραμμα».[8]

Η εργατική τάξη, η πρωτοπορία της κι’ ολόκληρη η ριζοσπαστική, αντικαπιταλιστική, επαναστατική κλπ αριστερά συνασπισμένη μπορούν άραγε ν’ αποτύχουν και να έχουμε απλώς νέες ήττες; Αυτό είναι ένα ενδιαφέρον ερώτημα. Με τα σημερινά αντικειμενικά δεδομένα κάτι τέτοιο δεν μπορεί να συμβεί, αλλά κανείς δεν ξεκινά μια μάχη για να την χάσει, κανείς δεν ξεκινά μια μάχη με απαισιοδοξία. Αγωνίζεται και δίνει όλες του τις δυνάμεις στην υπόθεση αυτή.

Φυσικά η νίκη είναι πολύ σημαντική. Η οικοδόμηση ενός νέου μαζικού Εργατικού Κόμματος πάνω στη βάση του μεταβατικού προγράμματος του επαναστατικού μαρξισμού, από την ίδια την εργατική τάξη θα είναι η νίκη. Αν παρά τις προσδοκίες η υπόθεση αυτή χαθεί, η ιστορική εμπειρία πρέπει να περάσει στην επόμενη γενιά και να μη χαθεί. Να μπορούμε να λέμε: “Είχαμε δίκιο στο πρόγραμμα και την ταχτική μας. Συνεχίστε από δω και κάτω, όχι από το μηδέν”. Για να γίνει αυτό πρέπει να υπάρχει το Κόμμα, δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά. Γι’ αυτό το Κόμμα είναι η πρωταρχική, η ζωτική αναγκαιότητα που υπάρχει δυνητικά στην αντικειμενική κρίση και κατάρρευση του καπιταλισμού αλλά όχι ακόμα σαν τέτοιο.

«Για μας, τη μικρή αυτή μειοψηφία, τα πάντα είναι αντικείμενα, και εδώ περιλαμβάνεται και ο τρόπος σκέψης των εργατών. Οφείλουμε, όμως, να αναλύσουμε και να ταξινομήσουμε τα στοιχεία της αντικειμενικής κατάστασης που μπορούν να μεταμορφωθούν με την προπαγάνδα μας και εκείνα που δεν μπορούν. Είναι γι' αυτό το λόγο που λέμε πως το πρόγραμμα είναι προσαρμοσμένο στα θεμελιακά και σταθερά στοιχεία της αντικειμενικής κατάστασης, και ότι το καθήκον μας συνίσταται στο να προσαρμόσουμε τον τρόπο σκέψης των μαζών σ' αυτούς τους αντικειμενικούς παράγοντες. Το να προσαρμόσουμε τη νοοτροπία των μαζών σ' αυτούς τους αντικειμενικούς συντελεστές, αυτό είναι ένα παιδαγωγικό καθήκον.

»Είναι καθήκον παιδαγωγικό το να προσαρμόσουμε τον τρόπο σκέψης. Πρέπει να έχουμε υπομονή κλπ. Η κρίση της κοινωνίας είναι η βάση της δραστηριότητάς μας. Η νοοτροπία είναι η πολιτική αρένα της δραστηριότητάς μας. Έχουμε καθήκον να δώσουμε μια επιστημονική εξήγηση της κοινωνίας και να την εξηγήσουμε με καθαρότητα στις μάζες. Σ' αυτό συνίσταται η διαφορά ανάμεσα στο Μαρξισμό και τον Ρεφορμισμό».[9]






[1] Σ. Κουβελάκης, «Στρατηγική αφωνία της αριστεράς», από το «Εκτός Γραμμής», 28, Δεκέμβριος 2010.
[2] Τρότσκι, «Η θανάσιμη αγωνία του καπιταλισμού και τα καθήκοντα της 4ης Διεθνούς. Το Μεταβατικό Πρόγραμμα. Συζήτηση με τον Τρότσκι πάνω στο Μεταβατικό Πρόγραμμα».
[3] «Οι αποκαλύψεις WikiLeaks για το Die Linke και τα καθήκοντα του Εργατικού Κόμματος», Μαρξιστική Θεωρία και Πράξη, Ιανουάριος 2011.
[4] Τρότσκι, όπ.π.
[5] Το 1903 η πλειοψηφία του ΣΔΕΚΡ τάχτηκε με το μέρος του Λένιν σχετικά με την οργανωτική μορφή του κόμματος νέου τύπου που περιέγραψε ο Λένιν στο «Τι να κάνουμε». Η πάλη δόθηκε τότε κατά κύριο λόγο ενάντια στον Πλεχάνωφ (δάσκαλο του Λένιν) και τον Μάρτωφ. Η μειοψηφική τάση έγινε γνωστή με το όνομα Μενσεβίκοι. Οι Μενσεβίκοι στη συνέχεια επέμεναν ότι η επερχόμενη επανάσταση θα είναι αστικοδημοκρατική και όχι προλεταριακή και σοσιαλιστική. Οι διαφορές στο θέμα του πολέμου το 1914 ήταν επίσης θεμελιακές εφόσον οι Μενσεβίκοι υιοθέτησαν μια σοσιαλ-πατριωτική θέση που ο Λένιν κατήγγειλε με θάρρος με το γνωστό του σύνθημα ότι “ο εχθρός είναι στη δική μας χώρα”.
[6] Ρώσικο ΣοσιαλΔημοκρατικό Εργατικό Κόμμα γνωστό με διάφορα αρχικά στα Ελληνικά, όπως ΣΔΕΚΡ κλπ. Το πρώτο συνέδριο του κόμματος έγινε τον Μάρτη του 1898.
[7] Με τη συνθήκη αυτή η νεοσύστατη κυβέρνηση των Σοβιέτ υποχρεώθηκε να υπογράψει μια λεόντειο συνθήκη ειρήνης με τη Γερμανία χάνοντας το ¼ των εδαφών της και την Ουκρανία που ωστόσο ανακτήθηκε το 1919. Αντιπρόσωπος των Σοβιέτ στη συνθήκη ήταν ο Τρότσκι σαν κομισάριος των εξωτερικών. Σαν αρχηγός του Κόκκινου Στρατού ανέκτησε αργότερα την Ουκρανία.
[8] Τρότσκι, όπ.π.
[9] Τρότσκι, όπ.π.


Αναδημοσίευση από theorystudies.blogspot.com
Μοιράσου το :

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © ΒΑΘΥ ΚΟΚΚΙΝΟ
Powered by Blogger