Η επόμενη ανάρτηση προέρχεται από το εξαιρετικό βιβλίο των Ριτσαρντ Μπογιερ και Χερμπερτ Μορε « Η άγνωστη ιστορία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ» που εκδόθηκε στα ελληνικά το 1993 από τη Σύγχρονη Εποχή. Το μεγαλύτερο μέρος του κειμένου μπορεί να βρεθεί και σε ένα παλαιότερο τεύχος του Ριζοσπάστη. Στο βιβλίο αυτό που σύμφωνα με τους συγγραφείς του «περιέχεται η ιστορία των ανώνυμων αντρών και γυναικών που αποτέλεσαν την καρδιά του εργατικού κινήματος», περιγράφεται με άμεσο και μυθιστορηματικό τρόπο η ιστορία των εργατικών αγώνων στις ΗΠΑ από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, μέχρι τη συντριβή των χρόνων του Μακαρθισμού. Ο τρόπος που επιλέγεται είναι η παράθεση προσωπικών ή συλλογικών ιστοριών, πραγματικών και μη που όμως περιγράφουν την εποχή.
«H οικονομική κρίση έμοιαζε με κάποια φυσική καταστροφή, κάτι σαν πλημμύρα, τυφώνα ή θύελλα, που αφάνιζε τα πάντα στο πέρασμά της. Κάπως έτσι αποτυπώθηκε στο μυαλό του κοινού ανθρώπου. Όμως, αντίθετα με τη θύελλα, η κρίση δεν κόπαζε. Συνεχιζόταν χρόνο με το χρόνο, 1929, 1930, 1931, 1932, 1933, έπαιρνε ολοένα νέες διαστάσεις, βάθαινε όλο και πιο πολύ, στερούσε δουλείες και στέγη, πετούσε εκατομμύρια αστέγους στο δρόμο· εξαπλώθηκε στη Λατινική Αμερική και στην Ευρώπη, παγίδεψε ολόκληρες χώρες και ηπείρους, την περήφανη αυτοκρατορία της Μεγάλης Βρετανίας, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία, την Αυστρία, τα Βαλκάνια, ολόκληρη την Αφρική και την Ασία. Η παγκόσμια παραγωγή μειώθηκε κατά 42%, ενώ το παγκόσμιο εμπόριο κατά 65%. Υπήρχαν 50.000.000 άνεργοι σε όλο τον κόσμο.
Όμως ο Ερυθρός Σταυρός δεν έσπευσε σε βοήθεια όταν χτύπησε η κρίση. Δεν παρουσιάστηκαν οργανισμοί να φροντίσουν τους αρρώστους και πεινασμένους παρά το γεγονός ότι ό συνεχώς αυξανόμενος αριθμός τους ξεπερνούσε κατά πολύ όσους τραυμάτισε ή άφησε άστεγους οποιοσδήποτε τυφώνας ή σεισμός. Στην αρχή ο κάθε άνθρωπος βρέθηκε μόνος, σιωπηλός στο σπίτι του, προσπαθούσε να κρύψει την ανεργία και τη φτώχεια του, σα να ήταν κάποια ντροπιαστική αρρώστια. Αντίθετα με τον τυφώνα, οι καταστροφές της οικονομικής κρίσης δεν έγιναν άμεσα αντιληπτές, γιατί δεν κάλυπταν μια ορισμένη περιοχή. Αντίθετα, η κρίση βρισκόταν παντού και, για πολύν καιρό δεν παρουσιαζόταν τίποτε το ασυνήθιστο. Πίσω όμως από τις κρύες και ανέκφραστες προσόψεις των λαϊκών πολυκατοικιών, των μονοκατοικιών και των διαμερισμάτων, κρυμμένοι από τη δημόσια θέα άντρες και γυναίκες έδιναν τον αγώνα τους, μόνοι στην αρχή, θεωρώντας την καταστροφή σαν προσωπική τους ευθύνη, ενώ μέσα τους υψωνόταν ένας φοβερός πανικός.
Τέτοια ήταν η περίπτωση του Πίτερ Γκρόσαπ, ενός ψηλού, λεπτού πενηνταπεντάχρονου άντρα με λευκό, όλο γωνίες, πρόσωπο, που δεν του άρεσε να μιλάει πολύ. Είχε δουλέψει σαν ειδικευμένος επιπλοποιός επί είκοσι έξι χρόνια στη βιομηχανία επίπλων Τόντι σε μια μεσοδυτική πόλη 300.000 κατοίκων. Μέχρι την ημέρα της απόλυσής του, την 1η του Γενάρη 1930, αντιμετώπιζε τον εαυτό του και τη ζωή με ήρεμη ικανοποίηση. Αγαπούσε αυτά που είχε. Αγαπούσε το σπίτι του, για το οποίο χρωστούσε μόνο 1.800 δολάρια από την πρώτη υποθήκη, αγαπούσε τη γυναίκα του και τα δύο παιδιά του. Η δεκαεφτάχρονη Μαίρη φοιτούσε στην Ακαδημία Σέικρεντ Χαρτ και ο δεκαεννιάχρονος Τζορτζ τέλειωνε τον πρώτο χρόνο στο πανεπιστήμιο της πολιτείας.
Η καλύτερή του ώρα ήταν όταν καθόταν στην πολυθρόνα του μετά το δείπνο. Δε μιλούσε πολύ. Άνοιγε την Ντέιλι Ρέκορντ και διάβαζε, ακούγοντας ταυτόχρονα ραδιόφωνο. Του άρεσε ο Κάμερον στην «ώρα του Φορντ». Τα λόγια του είχαν νόημα.
Ένας άνθρωπος βγάζει όσα ακριβώς κερδίζει από τη δουλειά του. Στη ζωή, δεν παίρνεις τίποτα περισσότερο απ’ όσα προσφέρεις. Μετά από τέτοιες σκέψεις έριχνε μια ματιά στη Φάνι στην κουζίνα, που συνήθως φορούσε το γκρι πουλόβερ της. Εκείνη, όταν τέλειωνε το πλύσιμο των πιάτων, καθόταν για λίγο δίπλα του στη μικρή δερμάτινη καρέκλα που ταίριαζε με την πολυθρόνα του. Μερικές φορές ο Πίτερ έπιανε τα σκληρά από τις δουλειές χέρια της και τα γύριζε για να δει το απλό δαχτυλίδι, τη βέρα που της είχε χαρίσει είκοσι ένα χρόνια πριν. Του άρεσε αυτό το δαχτυλίδι.
Έτσι περνούσαν τα βράδια πριν απολυθεί, την Πρωτοχρονιά του 1930. Δεκαοκτώ μήνες αργότερα, το καλοκαίρι του 1931, τα πράγματα ήταν κάπως διαφορετικά. Ο κ. Γκρόσαπ καθόταν στην πολυθρόνα του όλη τη μέρα και έφερνε τα γεγονότα στο μυαλό του, για να δει πού είχε κάνει λάθος. Ίσως αν είχε γίνει ηλεκτρολόγος μηχανικός, ή κάποιο άλλο επάγγελμα του μέλλοντος, τα πράγματα να μην έπαιρναν αυτήν την τροπή.
Δεν ήταν και τόσο άσχημα στην αρχή. Κάποτε – κάποτε έβγαινε από το σπίτι ντυμένος με τα καλά του και περπατούσε γρήγορα στητός και με πολυάσχολο ύφος σαν να βιαζόταν να προλάβει κάποιο επαγγελματικό ραντεβού. Πάντοτε, όμως, κατέληγε στο πάρκο. “Κάτι θα γίνει”, έλεγε στη γυναίκα του, “το λέει κι ο ίδιος ο Πρόεδρος”. Όταν απολύθηκε είχε στη Φερστ Νάσιοναλ Μπανκ 312,62 δολάρια. Ρευστοποίησε και ένα ασφαλιστήριο 5.000 δολαρίων και πήρε 1.900 δολάρια. Αν δεν υπήρχαν οι δόσεις της υποθήκης, που ήταν 58,50 δολάρια το μήνα, τα λεφτά θα κρατούσαν περισσότερο.
Με μεγάλη λύπη αποχωρίστηκε το ρολόι του, και ακόμα έκανε τη γνώριμη κίνηση για να το αγγίξει. Αυτό τον έκανε να νιώθει ένα αίσθημα κενού, όμοιο με της τσέπης του, όταν έβαζε το χέρι για να βρει κάτι που δεν ήταν στη θέση του. Το είχε δώσει μόνο για 15 δολάρια και η Φάνι είχε δώσει τη βέρα της για ακόμα λιγότερα. “Προσπαθείς να με γελοιοποιήσεις και έβαλες ενέχυρο τη βέρα σου;” τη ρώτησε. “Θες να μου πεις ότι θα ήθελες να είχες παντρευτεί κάποιον άλλο;” Εκείνες τις μέρες γινόταν έξω φρενών με το παραμικρό, όπως όταν τον ρώτησε γιατί δεν πήγαινε μια βόλτα και αυτός άρχισε να βρίζει λέγοντας πως δεν μπορούσε να μείνει κάποιος σπίτι του, χωρίς ν’ αρχίσουν να του λεν να φύγει.
Ισως, αν είχε διαλέξει να δουλέψει στο ραδιόφωνο τα πράγματα να μην έρχονταν έτσι, σκεφτόταν ο κ. Γκρόσαπ, ενώ καθόταν στην πολυθρόνα του και κοιτούσε τον απέναντι τοίχο. Άκουγε τη γυναίκα του που πηγαινοερχόταν στην κουζίνα, κάνοντας μικρούς θορύβους σαν του ποντικού, σαν να φοβόταν μήπως κάποιος δυνατότερος θόρυβος τον ενοχλήσει. Το σπίτι ήταν πολύ ήσυχο. Τα δύο παιδιά είχαν φύγει.
Ο Τζορτζ αναγκάστηκε να παρατήσει το πανεπιστήμιο. Πρώτα πήγε στο Σικάγο, μετά στο Σεν Λιούις και το Ντάλας ψάχνοντας για δουλειά. Μακάρι η Φάνι να μην ανησυχούσε τόσο πολύ γι’ αυτόν. Δε θα έπεφτε δα κι από το τρένο. Την τελευταία φορά που είχαν νέα του, βρισκόταν στο Σαν Ντιέγκο, όπου είχε πάει με οτοστόπ από το Ντάλας. Του έλειπε η κόρη του, η Μαίρη. Είχε παντρευτεί. Ο κ. Γκρόσαπ δε συμπαθούσε τον άντρα της Μαίρης. Μερικές φορές φοβόταν ότι είχε φύγει από το σπίτι μόνο και μόνο για να διευκολύνει την κατάσταση. Δεν υπήρχαν λεφτά και ο άντρας του σπιτιού καθόταν χωρίς να κάνει τίποτα.
Τους τελευταίους έξι μήνες έρχονταν ειδοποιήσεις από την τράπεζα για τις καθυστερημένες δόσεις της υποθήκης. Μέρα με τη μέρα. Μέρα με τη μέρα. Δεν άφηνε τον εαυτό του να αποτελειώσει τη σκέψη. Η Ρέκορντ, φυσικά, είχε δίκιο όταν έλεγε ότι κανένας άνθρωπος που πήγαινε μπροστά, κανένας με εφευρετικό και τολμηρό πνεύμα δεν απευθυνόταν στην Πρόνοια.
Η χειρότερη εμπειρία του ήταν όταν πήγε στο γραφείο Πρόνοιας της περιφέρειας. Αναγκάστηκε να περιμένει στην ουρά μαζί με μαύρους, αλλοδαπούς και άλλους τόσο κουρελιασμένους που δεν αποκλείεται να ήταν αλήτες. Εκείνος ήταν φορολογούμενος Αμερικανός πολίτης και δεν πίστευε στις ελεημοσύνες. Ηταν, φυσικά, και μέλος της AFL, μα ούτε και σ’ αυτήν πίστευε. Τέλος πάντων, ποτέ δεν θα πήγαινε εκεί, αν δεν πεινούσε αυτός και η Φάνι.
Προσπάθησε να εξηγήσει στην κοινωνική λειτουργό ότι η δική του περίπτωση ήταν διαφορετική. Δεν ήταν αλήτης. Όταν μπορούσε να σταθεί ξανά στα πόδια του… τότε όμως η υπάλληλος χαμογέλασε κουρασμένα με φιλικό ύφος, που όμως φάνηκε κοροϊδευτικό στον κ. Γκρόσαπ, και φώναξε: “Ο επόμενος!”. Ήταν δύσκολο να ζήσουν δύο άνθρωποι με 12 δολάρια το μήνα.
Αν δανειζόταν χρήματα για να ξοφλήσει την υποθήκη; Τηλεφώνησε στην τράπεζα. Του είπαν ότι ήταν ήδη αργά. Η υπόθεση βρισκόταν στα δικαστήρια και αναμενόταν η απόφαση.
Η γυναίκα του στεκόταν στην πόρτα της κουζίνας. Εκανε πως δεν την είδε.
“Πίτερ”, του είπε, “πρέπει να σου μιλήσω”.
Δεν γύρισε να την κοιτάξει. Δεν είχαν τίποτα να πουν.
”Πίτερ, πρέπει να κάνουμε κάτι!”
”Να κάνουμε; Νομίζεις ότι κάθομαι γιατί μου αρέσει;”
Ενα τρεμούλιασμα φάνηκε στο στόμα της Κας Γκρόσαπ.
“Πίτερ, ποτέ δεν μου μιλούσες με αυτό τον τρόπο”.
Την κοίταξε. Εκείνη συνέχιζε να τον κοιτά σταθερά.
”Μιλούσα με την Κα Φλάερτι δίπλα. Λέει πως αν πας στο Συμβούλιο Ανέργων στην οδό Σπίερ, δε θα μας κάνουν έξωση”.
Ο κ. Γκρόσαπ δοκίμασε ειλικρινή έκπληξη. “Να πάω σ’ αυτή τη φωλιά των κομμουνιστών; Καλύτερα να πεθάνω”.
“Η Κα Φλάερτι είναι μέλος. Πρέπει κάτι να κάνουμε. Ο σερίφης θα ‘ρθει όπου να ‘ναι”. Μέσα στην έξαψή του ο κ. Γκρόσαπ σηκώθηκε από την πολυθρόνα του και στάθηκε με μεγαλοπρέπεια.
“Η Ρέκορντ λέει ότι αυτοί οι τύποι είναι κομμουνιστές!” “Μπορεί να μου πάρουν το σπίτι”, είπε και η φωνή του έσπασε απότομα, “μα εγώ δεν ζητάω βοήθεια από κομμουνιστές!”
Έφτασαν την επόμενη μέρα. Ο κ. Γκρόσαπ δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του. Ακόμα και όταν τα βαριά τους βήματα αντηχούσαν μέσα στο σπίτι, όταν κατέβασαν τα κρεβάτια και έβγαλαν τον παλιό καναπέ στο δρόμο, ακόμα και τότε δεν μπορούσε να το πιστέψει. Τον λήστευαν και ήταν μόνος. Δεν υπήρχε κανείς να τον βοηθήσει. Δεν υπήρχε αστυνομία για να της τηλεφωνήσει, γιατί αυτή η ίδια τον πετούσε στο δρόμο. `Η, τουλάχιστον, οι βοηθοί του σερίφη.
Η Κα Γκρόσαπ στεκόταν στην κουζίνα μαζεμένη σε μια γωνιά για να μην εμποδίζει, με πρόσωπο σοβαρό και γερασμένο. Ο κ. Γκρόσαπ ακολουθούσε τους σερίφηδες σαν σκιά μέσα έξω πιάνοντας τα έπιπλα που φοβόταν ότι θα πέσουν ή θα γρατσουνιστούν. Έξω στο δρόμο στάθηκε ζαλισμένος δίπλα στην περιουσία του που κάποτε του έδινε δύναμη και σιγουριά, το ψυγείο, το Ατγουοτερ Κεντ, τα κατσαρολικά, τη φωτογραφία από το γάμο τους, την κορνιζαρισμένη φωτογραφία του Τζορτζ με την ομάδα του μπέιζμπολ στο γυμνάσιο, τα κρεβάτια και τα στρώματα όπου κοιμούνταν, τα πιάτα όπου έτρωγαν. Ένας σερίφης εξέταζε προσεκτικά τα καλά σεντόνια της Κα Γκρόσαπ. Οι γείτονες στέκονταν γύρω από τον κ. Γκρόσαπ, αλλά εκείνος δεν ήταν σε θέση να νιώσει τη συμπόνια τους, ούτε και να καταλάβει τι συνέβαινε.
Δύο αστυνομικοί έβγαζαν από την πόρτα την πολυθρόνα του. Την κουβαλούσαν με κόπο και τα βήματα τους δεν ήταν σταθερά, ώσπου ο ένας παραπάτησε και, πριν προλάβει να τρέξει σε βοήθεια ο Γκρόσαπ, η πολυθρόνα σωριάστηκε στα σκαλιά.
“Θεέ μου!” φώναξε ο Γκρόσαπ, “δεν μπορείτε να μου το κάνετε αυτό!”
Κατάλαβε ότι ο κ. Φλάερτι τον τραβούσε από το μανίκι και προσπαθούσε κάτι να του πει, μα η οργή του ήταν τόσο έντονη που δεν του απάντησε. Οι αστυνομικοί στέκονταν τώρα στη βεράντα και κοιτούσαν μια ομάδα από άντρες και γυναίκες που πλησίαζε. Ένας ψηλός μαύρος, προφανώς ο επικεφαλής, στεκόταν δίπλα στον κ. Φλάερτι.
“Μα το θεό!” φώναξε ξανά ο κ. Γκρόσαπ προσπαθώντας να ορθώσει την πολυθρόνα και να βάλει στη θέση του το μεγάλο δερμάτινο μαξιλάρι της, “δεν μπορείτε να μεταχειρίζεστε την περιουσία του άλλου μ’ αυτό τον τρόπο!”
Κοίταξε γύρω του. Το πρόσωπό του έκανε σπασμούς. Ο κ. Φλάερτι του είπε: “Είμαστε από το Συμβούλιο Ανέργων, θέλουμε να βοηθήσουμε”.
“Λοιπόν, μα το θεό, αν θέλετε να βοηθήσετε, τότε κάντε κάτι!”
Ο ψηλός μαύρος κοίταξε για μια στιγμή τους πέντε αστυνομικούς στη βεράντα και μετά την ομάδα των τριάντα ανέργων.
“Πηγαίνετέ τα πίσω”, είπε.
Στο λεπτό, μπροστά στα μάτια του κ. Γκρόσαπ, όλη η πολύτιμη περιουσία του, η πολυθρόνα του, ακόμα και το μεγάλο ψυγείο, οι σανίδες του κρεβατιού, οι φωτογραφίες, τα πάντα επέστρεφαν στο σπίτι. Οι γείτονες άρπαξαν και εκείνοι κατσαρολικά και στρώματα, και παραπατώντας, γελώντας δυνατά και φωνάζοντας με ενθουσιασμό ανέβαιναν στη βεράντα και έμπαιναν μέσα στο σπίτι. Πήγε να γίνει μια μικροσυμπλοκή με τους αστυνομικούς, αλλά με τη βοήθεια όλο και περισσότερων γειτόνων το εμπόδιο αυτό παρακάμφθηκε.
Ο κ. Γκρόσαπ δεν κατάλαβε ποτέ πώς έγιναν όλα αυτά. Ηταν σαν ένα όμορφο όνειρο. Είχε ξανά το σπίτι του. Είχε δύναμη. Είχε φίλους. Η πολυθρόνα του ήταν στη θέση της. Η γυναίκα του ξαφνικά ξανάνιωσε. Εφτασαν αστυνομικές ενισχύσεις, αλλά έφυγαν μόλις αντίκρισαν το πολυάριθμο πλήθος έξω από το σπίτι. Κάποιος στην κουζίνα έφτιαχνε καφέ και σάντουιτς.
Ηταν σαν γιορτή. Ολοι φώναζαν και γελούσαν. Ο κ. Γκρόσαπ έσφιξε τα χέρια τουλάχιστον είκοσι πέντε αντρών που δεν είχε ξαναδεί στη ζωή του. Ο μαύρος ηγέτης των ανέργων, ο Χίου Χέντερσον, με ένα σάντουιτς στο χέρι, έβγαλε λόγο στην μπροστινή βεράντα.
Σε λίγο ο κ. Γκρόσαπ συνειδητοποίησε ότι είχε αρχίσει να βγάζει κι αυτός λόγο. “Μετά από μια ζωή σκληρής δουλειάς”, είπε, “να σου παίρνουν το σπίτι. Δεν είναι σωστό. Έβγαλαν την πολυθρόνα μου, τα πάντα, στο δρόμο. Δούλεψα σκληρά σε όλη μου τη ζωή. Δεν είναι σωστό”.
Όλοι επιδοκίμασαν με φωνές. Μερικοί έφυγαν, αλλά οι περισσότεροι βρίσκονταν μέσα στο σπίτι, “θα μείνουμε για λίγο”, είπε ο κ. Χέντερσον, “για να σιγουρευτούμε ότι δεν θα ξανάρθει η αστυνομία”.
Η μεγάλη ένταση, η αδυσώπητη μοναξιά εγκατέλειψαν σιγά – σιγά τον κ. Γκρόσαπ. Δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσο δυστυχισμένος ήταν. Ένας άνθρωπος δεν μπορεί να κατορθώσει τίποτα μόνος του. Δεν ήξερε πόσοι άνθρωποι περνούσαν τα ίδια βάσανα με τα δικά του.
Κάτι είχε αλλάξει μέσα του. Ένιωθε πως είχε βγει από τη φυλακή του απομονωμένου εαυτού του. Τώρα πια δεν καθόταν σπίτι όλη μέρα. Έρχονταν στιγμές, στις πικετοφορίες ή όταν μαχόταν με την αστυνομία καθώς βοηθούσε να μεταφερθούν μέσα τα έπιπλα κάποιου άλλου, που παραξενευόταν για το πόσο κλειστός άνθρωπος υπήρξε κάποτε. Και δεν ήταν, φυσικά, διασκεδαστικό. Αναπτυσσόταν μέσα από τις αντιξοότητες και το ίδιο έκανε το μεγαλύτερο μέρος της χώρας…»
Αναδημοσίευση από ilesxi.wordpress.com
Αποδομώντας τον Χριστιανισμό. – Μεσσίες παλιάς και νέας κοπής
-
Μια ιστορική διαδρομή με αφετηρία τη λύτρωση της ψυχής στις αρχαίες
θρησκείες και κατάληξη τη συστηματική εξαπάτηση των πιστών από
Πριν από 2 ώρες
Δημοσίευση σχολίου