Η συνεχιζόμενη παγκόσμια οικονομική κρίση έχει οδηγήσει πολλούς σχολιαστές να παρατηρήσουν ότι ίσως ο Μαρξ είχε δίκιο (1) εφ’ όλης της ύλης. Αλλά δίκιο σε τι ακριβώς; Ο Μαρξ ξεκάθαρα θεωρούσε τον καπιταλισμό ως ένα μεταβατικό ιστορικό σχηματισμό (2), αλλά γενικά απέφευγε να κάνει προβλέψεις. Ωστόσο, αφιέρωνε όντως ένα σημαντικό ποσό ενέργειας για να εκθέσει τη ρηχή και αυτό-απατηλή οικονομική επιστήμη του καιρού, και τα πράγματα δεν έχουν βελτιωθεί από τότε.Υπάρχει μια έννοια από το οικονομικό έργο του ιδιαίτερα που αξίζει την προσπάθεια να την κατανοήσουμε και να την επαναφέρουμε στην οικονομική συζήτηση: το πλασματικό κεφάλαιο (3). Αυτή είναι μια έννοια που οι σύγχρονοι οικονομολόγοι δεν μπορούν να αποδεχτούν, ακόμη και ενόψει της εξαφάνισης τεράστιων περιουσιών σε μια νύχτα. Ωστόσο, είναι η έννοια του πλασματικού κεφαλαίου που αποτελεί κλειδί για την κατανόηση σχεδόν όλων των οικονομικών κρίσεων από τον καιρό του Μαρξ καθώς και της ίδιας της ιστορικής κρίσης του καπιταλισμού. Αλλά πρώτα είναι αναγκαίο να σκιαγραφήσουμε τι εννοούσε ο Μαρξ με τον όρο κεφάλαιο και ιδιαίτερα την έννοια με την οποία το κεφάλαιο μπορεί να είναι πραγματικό, και όχι πλασματικό.
Στην πιο απλή, αρχέτυπη περίπτωση, ένας εργαζόμενος δουλεύει, ας πούμε, μια 40ωρη βδομάδα, και από τη στιγμή που έχει ολοκληρώσει μόνο 10 ώρες, έχει ήδη παράγει για τον εργοδότη του αρκετό προϊόν (ή πιο γενικά “πρόσθετη αξία”) για να καλύψει το κόστος της δικής του αμοιβής. Αλλά πρέπει να εργαστεί άλλες 30 ώρες προτού πληρωθεί. Το προϊόν αυτής της πρόσθετης εργασίας ο εργοδότης το καρπώνεται για τον εαυτό του4, το διανέμει μεταξύ των μετόχων, πληρώνει ενοίκιο, τόκο ή χρέος, φόρους, κ.ο.κ. Η αξία που έχει ο εργάτης για τα δικά του έξοδα και την ανατροφή των παιδιών του αποκαλείται αναγκαία εργασία· η αξία που ο εργοδότης μοιράζεται με τα παράσιτά του αποκαλείται πρόσθετη εργασία5. Έτσι η εργασία της εργατικής τάξης διαιρείται σε αναγκαίο χρόνο εργασίας που πληρώνεται με τη μορφή των μισθών, και πρόσθετη εργασία που είναι απλήρωτη. Είναι αυτή η απλήρωτη εργασία που υποστηρίζει όχι μόνο τον τρόπο ζωής των εργοδοτών και των τσιρακιών τους, αλλά και τη δραστηριότητα όλων των δανειστών, ασφαλιστών, διαφημιστών, μεσαζόντων, δημοσίων υπαλλήλων, γαιοκτημόνων, αστυνομικών κ.ο.κ., που δεν παράγουν τίποτα, αλλά ζουν στις πλάτες των εργατών. Υπάρχει αρκετό πεδίο αντιπαράθεσης για το μέγεθος αυτού του αναγκαίου χρόνου εργασίας, ποια εργασία είναι παραγωγική και ποια μη παραγωγική, αλλά δεν μπορεί να αμφισβητηθεί το γεγονός της αναγκαίας και πρόσθετης εργασίας6.
Αυτή είναι λοιπόν η κανονική ζωή του κεφαλαίου: ένα μέρος του πληθυσμού παράγει τα πάντα όσα χρειαζόμαστε και πληρώνεται μόλις επαρκώς για να αγοράζει τα αναγκαία για να ζει. Κάθε τι άλλο που συντελείται στην κοινωνία πληρώνεται από την υπεραξία που εξάγεται από τους εργοδότες, οι οποίοι εξαναγκάζουν τους εργαζόμενούς τους να προσφέρουν απλήρωτη εργασία, τσεπώνουν την υπεραξία και τη διανέμουν γύρω για να χρηματοδοτήσουν το κάθε τι, από τον πόλεμο ως την όπερα και τον τρόπο ζωής των πλουσίων. Οι εργοδότες μπορούν να το επιβάλουν αυτό επειδή είναι οι κάτοχοι του κεφαλαίου, που τους επιτρέπει να ελέγχουν την πρόσβαση στα μέσα παραγωγής, τη γη, τις πρώτες ύλες, κ.ο.κ., να πληρώνουν τους μισθούς και να αποκτούν χρηματοδότηση. Επενδύοντας και επανεπενδύοντας συνεχώς αυτό το κεφάλαιο για να εκμεταλλεύονται τους εργάτες, είναι ικανοί να διανέμουν τμήματα της υπεραξίας στα παράσιτά τους και ταυτόχρονα επεκτείνουν το δικό τους κεφάλαιο με το μέρος της υπεραξίας που μπορούν να διατηρούν για δικό τους πλουτισμό. Αυτός είναι ο βασικός και ουσιώδης μηχανισμός του καπιταλισμού. Δεν υπάρχει τίποτα πλασματικό γύρω από το κεφάλαιο που συσσωρεύεται με αυτό τον τρόπο. Αλλά χρειαζόμαστε ακόμη να ξεκαθαρίσουμε τι είναι το κεφάλαιο.
Όπως κάθε μορφή αξίας, το κεφάλαιο είναι μια αξίωση σε ένα ορισμένο τμήμα της κοινωνικής εργασίας. Μπορεί να πάρει τη μορφή των χρημάτων ή του τίτλου σε αγαθά που μπορεί να πουληθούν για χρήμα ή των μέσων παραγωγής των οποίων η αξία μπορεί να ανακτηθεί ενσωματώνοντάς τα σε νέα προϊόντα και πουλώντας τα. Εναλλακτικά μπορεί να πάρει τη μορφή μετοχών, υπόλοιπων λογαριασμών, ομολόγων, κ.ο.κ. Αυτό που καθιστά ένα ποσό αξίας κεφάλαιο είναι ότι μπορεί διαδοχικά να αποσυρθεί από την κυκλοφορία (όπως όταν αγοράζονται αγαθά και εργασία) και μετά να μπει ξανά στην κυκλοφορία ως χρήμα (όπως όταν πωλείται το προϊόν), έχοντας αυξηθεί σε αξία7. Ένας σωρός χρημάτων κρυμμένος κάτω από τις σανίδες του πατώματος δεν είναι κεφάλαιο επειδή δεν κινείται εντός και εκτός κυκλοφορίας· ένα σκουριασμένο παλιό εργοστάσιο δεν είναι κεφάλαιο επειδή δεν μπορεί να ανακτήσει την αξία του με κέρδος. Τα μικρά ποσά χρημάτων γενικά επίσης δεν είναι κεφάλαιο, επειδή δεν είναι επαρκή για να εξουσιάσουν κερδοφόρα ένα τμήμα της κοινωνικής εργασίας.
Πρέπει να επισημανθεί ότι η μορφή που παίρνει μια μονάδα του κεφαλαίου ή το από πού προήλθε δεν κάνει καμιά διαφορά. Το χρήμα δεν έχει οσμή8. Ακριβώς μόλις ένα χρεωστικό γραμμάτιο, ένας λαχνός ή ένα άλογο ιπποδρομιών μπορεί να ανταλλαχθεί για χρήμα και να μετασχηματιστεί σε κεφάλαιο, είναι κεφάλαιο. Δεν υπάρχει τίποτα γύρω από τη μορφή με την οποία το κεφάλαιο υλοποιείται που να το κάνει πραγματικό ή πλασματικό.
Το κεφάλαιο, και όλες οι μορφές της αξίας στην πραγματικότητα, δεν είναι πράγματα ως τέτοια, αλλά κοινωνικές σχέσεις9, αλλά κοινωνικές σχέσεις οι οποίες μεσολαβούνται με διάφορα είδη τεχνουργημάτων, που με τη σειρά τους επενδύονται με ιδεατές, ή κοινωνικές, ιδιότητες10. Έτσι ένα αγροτεμάχιο είναι κεφάλαιο μόνο στο βαθμό που προσφέρει στον ιδιοκτήτη εξουσία πάνω σε ένα τμήμα της κοινωνικής εργασίας και μπορεί να αγοραστεί και να πουληθεί με κέρδος. Η γη στη φεουδαρχική κοινωνία δεν ήταν κεφάλαιο με αυτή την έννοια, επειδή η ιδιοκτησία της γης ήταν προσδεμένη στην κοινωνική θέση και η γη δεν μπορούσε να μπει στην κυκλοφορία. Το να είναι κάτι κεφάλαιο σημαίνει να είναι μέρος του όλου κύκλου του κεφαλαίου, αυτό είναι όλο11.
Για να καταλάβουμε το πλασματικό κεφάλαιο και πώς προκύπτει χρειάζεται να εξετάσουμε τους αγώνες που λαβαίνουν χώρα για τη διανομή της κοινωνικής υπεραξίας. Για παράδειγμα, ο Μαρξ διέκρινε ανάμεσα στην απόλυτη υπεραξία και τη σχετική υπεραξία. Ο καπιταλιστής εξάγει απόλυτη υπεραξία κάνοντας τον εργάτη να δουλεύει περισσότερες ώρες, χωρίς πληρωμή, έτσι ώστε να προσθέτει το ποσό της υπεραξίας που αποσπά. Η καπιταλιστής μπορεί να κερδίσει σχετική υπεραξία αν μειωθεί το ποσό της αναγκαίας εργασίας. Η αναγκαία εργασία είναι αναγκαία επειδή είναι αυτό που πρέπει να έχει ο εργαζόμενος για να ζει, έτσι γενικά ο καπιταλιστής δεν μπορεί απλά να περικόψει τους μισθούς. Ο αναγκαίος χρόνος εργασίας περιορίζεται εξαιτίας μιας γενικής αύξησης στην παραγωγικότητα της εργασίας, με άλλους εργάτες να παράγουν τις ανάγκες των εργαζόμενων σε μια μικρότερη χρονική περίοδο, αφήνοντας μια μεγαλύτερη αναλογία της εργάσιμης εβδομάδας να ιδιοποιηθεί ο καπιταλιστής12.
Ασφαλώς, όλο αυτό δεν συμβαίνει χωρίς πάλη· η αξία των μισθών των εργατών μπορεί να εξανεμιστεί από τον πληθωρισμό, ή απλά να περικοπεί, αλλά οι εργάτες επίσης χρησιμοποιούν την βιομηχανική τους δύναμη για να επιβάλουν μια αύξηση των μισθών ή έναν περιορισμό της εργάσιμης ημέρας13. Η ενόραση ότι οι εργάτες, μη έχοντας καμιάν άλλη πρόσβαση στα μέσα παραγωγής εκτός από την πώληση της εργασίας τους στην αγορά, θα πληρωθούν μόνο το ελάχιστο που χρειάζεται για να επιβιώσουν, πάει πίσω όχι στον Μαρξ, αλλά στον Άνταμ Σμιθ14. Αλλά το επίπεδο ζωής των εργατών δεν είναι δοσμένο από τη φύση, αλλά είναι ένα αποτέλεσμα του αγώνα. Καθώς η παραγωγικότητα της εργασίας έχει αυξηθεί, οι εργάτες έχουν αντισταθεί στις προσπάθειες να περιοριστεί το μερίδιό τους στο συνολικό προϊόν και σημείωσαν μια σχετική επιτυχία. Από την άλλη μεριά, κάθε λογής παράσιτα είναι διαρκώς απασχολημένα στο να επινοούν τρόπους να αρπάξουν το μερίδιό τους στην υπεραξία που αποσπάται από τους καπιταλιστές στην παραγωγή, οι οποίοι έχουν ιδιοποιηθεί την υπεραξία από τους παραγωγικούς εργάτες. Αλλά το συνολικό ποσό του κεφαλαίου είναι πάντα η συνολική πρόσθετη εργασία. Ο μόνος τρόπος να αυξηθεί το συνολικό ποσό κεφαλαίου είναι να εξαναγκαστούν οι εργάτες να δουλέψουν περισσότερο, να ζουν με ένα μικρότερο μερίδιο της εργασίας τους ή η εκμετάλλευση περισσότερων εργατών. Αν η παραγωγικότητα της εργασίας αυξηθεί, αυτό απλά σηματοδοτεί μια ευκαιρία να μειωθεί η αναλογία που πρέπει να πληρωθεί στους εργάτες με τους μισθούς τους. Οι αυξήσεις στο μέγεθος της εργάσιμης εβδομάδας, δηλαδή, η απόλυτη υπεραξία, αυξάνουν την αξία της συνολικής υπεραξίας. Τέτοιες αυξήσεις είναι σχετικά περιθωριακές επειδή οι εργάτες αντιστέκονται σθεναρά σε προσπάθειες να αυξηθεί το μέγεθος της εργάσιμης εβδομάδας, κατανοώντας ότι οι αυξήσεις μισθών μπορεί πάντα να διαβρωθούν από τον πληθωρισμό, αλλά το μέγεθος της εργάσιμης βδομάδας είναι απόλυτο.
Αλλά ακριβώς όπως υπάρχει ένας συνεχής αγώνας ανάμεσα στους εργάτες και τους εργοδότες τους για τη διανομή του συνολικού κοινωνικού προϊόντος ανάμεσα στους εργάτες και το κεφάλαιο, υπάρχει ένας εξίσου βίαιος αγώνας ανάμεσα στις παρασιτικές τάξεις για τη διανομή της υπεραξίας, και είναι σε αυτόν τον αγώνα που βρίσκουμε την κύρια πηγή του πλασματικού κεφαλαίου.
Τυπικά, το πλασματικό κεφάλαιο δημιουργείται μέσω της πίστης. Υποθέστε ότι ο βιομηχανικός καπιταλιστής μας, πουλά το εργοστάσιό του, βάζει τα λεφτά στην τράπεζα, για να αποσυρθεί και να ζει με έναν τόκο παρόμοιο με το εισόδημα που έπαιρνε εκμεταλλευόμενος την απλήρωτη εργασία. Κανένα πρόβλημα εδώ· αυτό είναι ακριβώς το ίδιο σαν να είχε διορίσει έναν διευθυντή για να διοικεί το εργοστάσιο· αντί να διαθέτει έναν τίτλο για το εργοστάσιο διαθέτει έναν τίτλο για ένα τραπεζικό λογαριασμό. Αλλά η τράπεζα τώρα κατέχει την αξία όλου του εργοστασίου και παράγει εισόδημα από ανθρώπους όπως οι αγοραστές του εργοστασίου. Ακόμη κανένα πρόβλημα. Αλλά – και εδώ είναι η δυσκολία – για όσο ο συνταξιοδοτημένος κύριος δεν ζητά πίσω τα λεφτά του, η τράπεζα μπορεί να δανείζει αυτά τα λεφτά ξανά και ξανά και ξανά, και συνεχίζει να επιστρέφει σε αυτά. Μπορεί να δανείζονται από τον Πέτρο για να πληρώσουν τον Παύλο. Αν όλοι οι καταθέτες προσπαθούσαν να αποσύρουν τα χρήματά τους, το όλο πράγμα θα κατέρρεε, αλλά στο μεταξύ η τράπεζα μοιάζει να έχει αξιοπιστία, και μπορούν να δανείζουν με ασφάλεια πολλές φορές το κεφάλαιο που τους έχουν εμπιστευτεί: το κεφάλαιο που αποσπάται από την εκμετάλλευση της απλήρωτης εργασίας. Αλλά αυτός ο πολλαπλασιασμός του κεφαλαίου είναι πλασματικός.
Το πλασματικό κεφάλαιο είναι κεφάλαιο που κυκλοφορεί μέσω της ανταλλαγής με άλλες μονάδες κεφαλαίου, αλλά δεν μπορεί να ανταλλαγεί με εμπορεύματα επειδή υπάρχει ανεπαρκής πλούτος εμπορευμάτων.
Το πρόβλημα είναι αυτό: όσες φορές και αν δανειστεί αυτό το αρχικό κεφάλαιο, είναι το ίδιο ποσό της υπεραξίας που μοιράζεται ανάμεσα στα παράσιτα: ο αριθμός των εργατών, επί τον αριθμό των ωρών υπεραξίας που αποσπώνται από κάθε εργάτη. Αλλά κάθε φορά που το πλασματικό κεφάλαιο μπαίνει μέσα στην αγορά κεφαλαίου, το μερίδιο του συνολικού κεφαλαίου που κατέχεται από το βιομήχανο περιορίζεται. Θέτοντάς το αντίστροφα, ο ίδιος αριθμός εργατών πρέπει να υποστηρίζει μια ολοένα και μεγαλύτερη μάζα κεφαλαίου (στο μεγαλύτερο μέρος πλασματικό), υποστηρίζοντας μια ολοένα και μεγαλύτερη μάζα μη παραγωγικής δραστηριότητας: πόλεμοι, διαφήμιση, λογιστική, κ.ο.κ. Αυτό καθιστά ολοένα και δυσκολότερο να εξαχθεί ένα κέρδος, αναγκάζοντας τους εργάτες να εργαστούν πάνω από το σημείο όπου έχουν παράγει το ισοδύναμο των αναγκών τους. Από την άλλη μεριά, η αυξανόμενη μάζα των παρασίτων γίνεται όλο και πιο εκλεπτυσμένη στην επινόηση νέων τρόπων γένεσης πλασματικού κεφαλαίου, αρπάζοντας για τον εαυτό τους ένα μερίδιο του συνολικού προϊόντος χωρίς να έχουν λερώσει τα χέρια τους κραδαίνοντας πραγματικά το μαστίγιο πάνω από τους παραγωγικούς εργάτες και παράγοντας εμπορεύματα που χρειάζονται πραγματικά οι άνθρωποι.
Αλλά είναι εντελώς αδύνατο να διακρίνει κανείς ανάμεσα σε μια μονάδα κεφαλαίου που είναι πραγματικό και σε μια άλλη μονάδα κεφαλαίου που είναι πλασματικό. Αφήνοντας στην άκρη την πλαστογραφία και την ανοικτή απάτη, κάθε νέο σχήμα που επεξεργάζονται τα αμοιβαία κεφάλαια υψηλού κινδύνου, οι διαχειριστές συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης και οι μεσίτες παραγώγων αραιώνει το συνολικό κεφάλαιο. Ο πλούτος αυτών των αχρείων μυρίζει ακριβώς το ίδιο όπως εκείνος των καπιταλιστών που απομυζούν την υπεραξία από τους εργάτες στα σκλαβοπάζαρα της Ταϋλάνδης.
Παρ’ όλα αυτά, η δημιουργία πλασματικού κεφαλαίου είναι αναγκαία για την επιβίωση του κεφαλαίου.
Για παράδειγμα, η άνοδος μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν δυνατή μόνο χάρη στη διεθνή συμφωνία να χρησιμοποιηθεί το δολάριο ως μέσο του διεθνούς εμπορίου και την εξουσιοδότηση της αμερικάνικης κυβέρνησης να τυπώνει όσα δολάρια ήταν αναγκαία για να ανοικοδομηθεί ο καπιταλισμός στην Ευρώπη. Όπως οποιοδήποτε σχήμα πυραμίδας, το κεφάλαιο απαιτεί τη διαρκή γένεση νέας πίστης για τη συνεχιζόμενη ζωτικότητά του. Αν ληστεύεις τον Πέτρο για να πληρώσεις τον Παύλο, χρειάζεσαι διαρκώς περισσότερους Πέτρους. Όχι μόνο για να διατηρηθεί ολοένα και περισσότερη μη παραγωγική δραστηριότητα, αλλά ακόμη και για την αναπαραγωγή νέου κεφαλαιουχικού εξοπλισμού και υλικού. Επειδή οι εργάτες έχουν αντισταθεί στο να εργάζονται για μικρότερο ποσοστό της αξίας του προϊόντος τους και οι βιομηχανικοί καπιταλιστές έπρεπε να πηγαίνουν στις πιο απόμακρες γωνιές του κόσμου για να βρίσκουν φτηνή εργασία, η μόνη πηγή των αναγκαίων ποσοτήτων νέου κεφαλαίου είναι το πλασματικό κεφάλαιο που παράγεται ως δια μαγείας από το τίποτα στο χρηματιστικό τομέα. Ως αποτέλεσμα, οι χρηματιστές καπιταλιστές βαθμιαία αποκτούν τον έλεγχο της πραγματικής παραγωγής η οποία, από την άποψή τους, είναι άχρηστη· μπορούν να δημιουργούν κέρδη πιο εύκολα μέσα από τις απάτες του χρηματιστηρίου. Το πρόβλημα είναι, ασφαλώς, ότι είναι οι βιομηχανικοί εργάτες που δημιουργούν την πίτα κατά πρώτο λόγο, πριν ο οποιοσδήποτε αρπάξει μια φέτα της.
Το άλλο πρόβλημα με τη στήριξη στο πλασματικό κεφάλαιο για να διατηρούνται οι τροχοί της παραγωγής σε κίνηση είναι ότι όλα τα είδη της δημιουργίας πλασματικού κεφαλαίου είναι στην ουσία όμοια με σχήματα πυραμίδας. Όπως η τράπεζα που δανείζει το ίδιο κεφάλαιο πολλές φορές, όλα πάνε καλά όσο οι δανειστές δεν ζητούν πίσω τα λεφτά τους. Δεν ζητούν τα λεφτά τους πίσω αν (1) παίρνουν καλύτερα μερίσματα από όσο θα μπορούσαν αν τα αξιοποιούσαν οι ίδιοι, (2) οι άνθρωποι στους οποίους η τράπεζα έχει δανείσει τα χρήματα ανταποκρίνονται στις αποπληρωμές τους και δεν προσφέρουν λόγους ανησυχίας και πάνω απ’ όλα (3) η τράπεζα είναι αξιόπιστη, μπορεί να τύχει εμπιστοσύνης, δεν μπορεί να πέσει έξω, θα είναι πάντα εκεί. Αλλά αλίμονο, όσο πιο πολύ πλασματικό κεφάλαιο προσφέρεται για να συνεχιστεί το όλο πράγμα, όπως με τη χορήγηση στεροειδών και διεγερτικών σε έναν ηλικιωμένο αθλητή, νωρίτερα ή αργότερα η υπερπαραγωγή κεφαλαίου προκαλεί την εμφάνιση ρηγμάτων και πολύ σύντομα το όλο πράγμα καταρρέει, ακριβώς όπως κάθε σχήμα πυραμίδων νωρίτερα ή αργότερα καταρρέει. Κάθε μονάδα κεφαλαίου απαιτεί το δικό της κομμάτι σάρκας, αλλά μόνο καθορισμένου πλήθους ώρες εργασίας μπορεί να ξεζουμιστούν από τους εργάτες. Επειδή δεν υπάρχει τρόπος να πούμε ότι μια μονάδα κεφαλαίου είναι πραγματική και η άλλη φανταστική, η κατάρρευση δεν επηρεάζει μόνο τα παράσιτα που φούσκωναν τις τσέπες τους με μονοπωλιακό χρήμα, αλλά καταστρέφει όλο το κεφάλαιο· ακόμη και τα παραγωγικά εργοστάσια και οι φάρμες κλείνουν.
Έτσι σαν ένας ταχυδακτυλουργός που έχει πολλές μπάλες στον αέρα, το σύστημα γίνεται ολοένα και πιο ασταθές, η πλήρης κατάρρευση μπορεί να αποτραπεί μόνο με την είσοδο των πιο αξιόπιστων ιδρυμάτων στο ρήγμα και την ανάληψη από αυτά του ρόλου του εγγυητή. Καθώς το τραπεζικό σύστημα κατέρρευσε στις ΗΠΑ και στον υπόλοιπο κόσμο το 2008, η κατάρρευση μπορούσε μόνο να αναβληθεί με την παρέμβαση της κυβέρνησης των ΗΠΑ ως τελευταίου καταφυγίου δανεισμού. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ θεωρείται (κατά ειρωνικό τρόπο) ως ο πιο αξιόπιστος θεσμός του κόσμου, από την άποψη του χρηματιστικού κεφαλαίου. Αλλά έχει η κυβέρνηση των ΗΠΑ την ικανότητα και τη θέληση να συγκεντρώσει το πραγματικό κεφάλαιο που απαιτείται, με το μόνο τρόπο που μπορεί ένα κράτος να συγκεντρώσει πραγματικό κεφάλαιο, φορολογώντας τους πολίτες του; Αυτό είναι απίθανο.
Έχει τα πυρηνικά όπλα της και ένα πανίσχυρο στρατό και αεροπορία και ένα μαζικό απόθεμα χρυσού στο Φορτ Νοξ. Αλλά στην πραγματικότητα αυτοί οι πόροι είναι οικονομικά πολύ αναποτελεσματικοί.
Καμιά άλλη κυβέρνηση δεν έχει ως τώρα υπάρξει που να έχει τσέπες βαθιές σε επαρκή βαθμό. Η Ισλανδία, η Ελλάδα και άλλες χώρες αντιμετώπισαν την οικονομική χρεοκοπία. Δικαιολογείται πραγματικά η εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών; Συγκρίνετε τα 700 δις δολάρια που διέθεσαν οι ΗΠΑ για να ελέγξουν την κατάρρευση το 2008. Είναι το 20% των ετήσιων δαπανών της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, αλλά το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης ανακυκλώνει αυτό το ποσό μόνο σε δυο μέρες! Και το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης είναι νάνος μπροστά στην ποσότητα των χρημάτων που κυκλοφορεί στις διάφορες χρηματαγορές, τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης κ.ο.κ. Το διεθνές εμπόριο σε πραγματικά αγαθά είναι μόνο ένα κλάσμα του 1% στις διάφορες μορφές χαρτιού που συνθέτουν το χρηματιστικό κεφάλαιο. Αν υπάρχει μια απώλεια εμπιστοσύνης στον εγγυητή του απόλυτου τελικού καταφυγίου, αυτό το πλασματικό κεφάλαιο που απαρτίζει τη μεγάλη πλειοψηφία του κεφαλαίου που υποστηρίζεται από την υφαρπαγμένη εργασία των εργαζομένων του κόσμου δεν μπορεί να υποστηριχτεί.
Αλλά χωρίς αυτόν τον κυκλώνα των διαφόρων μορφών χρεωστικών γραμματίων, καμιά δουλειά δεν μπορεί να γίνει. Η οικονομική ζωή θα κατατριβόταν σε ένα αδιέξοδο. Οι ΗΠΑ είναι ακόμη η κατά πολύ μεγαλύτερη αγορά στον κόσμο, ικανή να αγοράζει και να καταναλώνει τα προϊόντα του καθενός. Κάθε κυβέρνηση έχει συμφέρον να υποκινεί τους πολυδάπανους καταναλωτές των ΗΠΑ· τα δολάρια διατηρούνται στα αποθεματικά σε κάθε κεντρική τράπεζα του κόσμου.
Οι κυβερνήσεις έχουν πράγματι την ικανότητα να επιλύουν κάθε λογής προβλήματα αν το αποφασίσουν, αλλά η εξουσία που διαθέτουν πάνω στο πραγματικό κεφάλαιο είναι εντελώς μικροσκοπική μπροστά στο πλασματικό κεφάλαιο που βρίσκεται σε κυκλοφορία. Αυτός ο ωκεανός του πλασματικού κεφαλαίου δεν συντρίβει μόνο την παραγωγική εργασία, εξουθενώνει τη δύναμη των κυβερνήσεων να δράσουν μέσα στο πλαίσιο του καπιταλισμού.
Το χρέος της κυβέρνησης των ΗΠΑ ήταν επικίνδυνα μεγεθυμένο από την εποχή των περικοπών φόρων και των αυξημένων κυβερνητικών δαπανών της διοίκησης Ρίγκαν. Με το τέλος της διακυβέρνησης του Μπους του νεώτερου, το χρέος της κυβέρνησης των ΗΠΑ αύξανε με ρυθμό 3,3 δις δολαρίων κάθε μέρα. Κάθε πολίτης των ΗΠΑ χρωστά ένα μερτικό 34.000 δολαρίων του χρέους. Σε ένα ελάχιστο μίνιμουμ, για να ανταπεξέλθουν σε αυτή την κρίση, αυτό το χρέος θα πρέπει να μειωθεί. Αλλά η αύξησή του στην πραγματικότητα επιταχύνθηκε κάτω από τον Ομπάμα, επειδή καμιά τάξη στην αμερικάνικη κοινωνία δεν είναι πρόθυμη να δεχτεί μια περικοπή πληρωμών. Αλλά κάποιος θα χρειαστεί να πληρώσει. Όλη η ιστορία του καπιταλισμού το πιστοποιεί αυτό.
Το τύπωμα χαρτονομίσματος είναι η μόνη επιλογή τους, αλλά αυτό θα είναι μόνο η αρχή του τέλους.
Σημειώσεις
1. Για παράδειγμα, Gail Collins, New York Times, 17 Οκτώβρη 2008· Stuart Jeffries, The Guardian, 21 Οκτώβρη 2008.
2. Αν και ήταν συνήθως προσεκτικός στο δημοσιευμένο έργο του, σε ιδιωτικά γράμματα ο Μαρξ φαινόταν να βλέπει την Επανάσταση να παραμονεύει πίσω από κάθε κρίση και πόλεμο. Οι αγορεύσεις του για την Παρισινή Κομμούνα ήταν ξεχωριστές διακηρύξεις του επαναστατικού οπτιμισμού του Μαρξ.
3. Η κύρια αναφορά του Μαρξ στο πλασματικό κεφάλαιο είναι στο Κεφάλαιο 32 του ΙΙΙ τόμου του “Κεφαλαίου”.
4. Οι εργαζόμενοι κατανέμουν οι ίδιοι αρκετή από την υπεραξία μέσω των έμμεσων φόρων και όλων των ειδών επιβαρύνσεων που περιλαμβάνονται στο κόστος των ειδών διαβίωσης που αγοράζουν.
5. Βλέπε “Κεφάλαιο” τόμ. I, κεφάλαιο 9.
6. Ένα ευρύ φάσμα προβλημάτων παραβλέπεται εδώ, επειδή ενδιαφερόμαστε μόνο για το πλασματικό κεφάλαιο.
7. Βλέπε “Κεφάλαιο”, τόμος I, κεφάλαιο 4.
8. Pecunia non olet, «το χρήμα δεν έχει μυρωδιά»· λατινικό ρητό που χρησιμοποιεί ο Μαρξ, “Κεφάλαιο”, τόμος I, κεφάλαιο 3, §2.
9. “Κεφάλαιο”, τόμος I, κεφάλαιο 33.
10. “Κεφάλαιο”, τόμος I, κεφάλαιο 1.
11. Ασφαλώς αν ένα χαρτονόμισμα αποδειχτεί πλαστό ή ένα φορτίο υπολογιστών σε ένα κοντέινερ αποδειχτεί χαλασμένο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η αξία του είναι πλασματική, αλλά δεν είναι αυτό που εννοούμε με πλασματικό κεφάλαιο.
12. Ο Μαρξ παρακολούθησε στενά το αποτέλεσμα της ανάκλησης των βρετανικών Νόμων για τα Σιτηρά που εξέθεσε τους βρετανούς αγρότες στον ξένο ανταγωνισμό. Οι βιομήχανοι είχαν προπαγανδίσει με επιτυχία την ανάκληση επειδή οι φτηνές εισαγωγές από το εξωτερικό περιόριζαν το κόστος ζωής των εργατών επιτρέποντας στους βιομήχανους να περιορίσουν τους μισθούς και να αυξήσουν την υπεραξία που εξαγόταν από το βιομηχανικό κεφάλαιο.
13. Στη διάλεξή του στα μέλη της Διεθνούς Ένωσης Εργατών, “Αξία, Τιμή και Κέρδος”, MECW, τόμ. 20, σελ. 101-149, ο Μαρξ καταδεικνύει επαρκώς ότι οι εργάτες είχαν την ικανότητα να βελτιώνουν τους μισθούς και τις εργάσιμες ώρες, και ότι οι μισθοί και οι ώρες δεν προσδιορίζονταν από οποιοδήποτε είδος “σιδερένιων νόμων”.
14. Βλέπε “Ο Πλούτος των Εθνών”, Βιβλίο I, κεφάλαιο 8.
*Ο Άντι Μπλούντεν είναι βασισμένος στη Μελβούρνη συγγραφέας, μέλος του Independent Social Research Network και γραμματέας του Marxists Internet Archive. Το παρόν περιέχεται στον τόμο 1 της Μαρξιστικής Σκέψης, σελ. 174-180.
Αναδημοσίευση από wwwpraxisred.blogspot.com
«ΠΑΝΣΠΟΥΔΑΣΤΙΚΗ No 8»: – Ενα επαίσχυντο φύλλο ή «μανιφέστο του καλού κνίτη»;
-
Μυστηριώδη και αναπάντητα ερωτήματα για το ποιος/ποιοι έγραψαν και πότε τα
περί «προσχεδιασμένης εισβολής στο Πολυτεχνείο την Τετάρτη, 14 του
Πριν από 4 ώρες
+ σχόλια + 1 σχόλια
http://aristerovima.gr/blog.php?id=2243
Δημοσίευση σχολίου