Πριν ένα χρόνο, με τη διακήρυξη της «Πρωτοβουλίας Οικονομολόγων και Επιστημόνων», τριάντα αριστεροί οικονομολόγοι και πανεπιστημιακοί από διαφορετικούς ιδεολογικούς χώρους και με διαφορετικές πολιτικές καταβολές υψώσαμε φωνή αντίστασης στην καταστροφική πολιτική -για τους εργαζόμενους και τα μικρομεσαία στρώματα -της κυβέρνησης – ΔΝΤ- ΕΕ με την υπογραφή του επαίσχυντου μνημονίου και προτείναμε προς τους εργαζόμενους της χώρας να παλέψουν για την επιβολή ενός προγράμματος με βασικούς άξονες πάλης : παύση πληρωμών-διαγραφή του χρέους, έξοδο από το ευρώ-ΟΝΕ, κρατικοποίηση των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων, αυξήσεις σε μισθούς-συντάξεις, αύξηση των δαπανών για παιδεία, υγεία, κοινωνική ασφάλιση.
Κρίνουμε τη μέχρι σήμερα πορεία της πρωτοβουλίας θετική, παρ όλες τις ανεπάρκειες και τις αδυναμίες της , αφού αν μη τι άλλο, με τις θέσεις της άνοιξε το διάλογο και την αντιπαράθεση τόσο μέσα στην Αριστερά , αλλά κυρίως μέσα στους εργαζόμενους και την ελληνική κοινωνία για το με «ποιους στόχους πάλης» πρέπει το εργατικό -λαϊκό κίνημα να απαντήσει στην άνευ προηγουμένου επίθεση που δέχεται από το κεφάλαιο και τον αστικό συνασπισμό εξουσίας (αστικά κόμματα, ΣΕΒ, ΕΕ, ΔΝΤ, ΜΜΕ ,κλπ) για να ξεπεράσει την κρίση του, φορτώνοντας τα βάρη της στις πλάτες των εργαζομένων.
Φυσικά, η πρωτοβουλία μας δεν φιλοδοξούσε , δεν μπορούσε και δεν μπορεί να δώσει μια ολοκληρωμένη πολιτική απάντηση στο μεγάλο ζήτημα της καπιταλιστικής κρίσης αφού δεν είναι, ούτε και θα γίνει πολιτικός φορέας. Ωστόσο, μπορεί και πρέπει , λόγω της τεράστιας σημασίας που έχει αποκτήσει για τη ζωή δις εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο, να πάρει θέση για τα αίτια, το χαρακτήρα, την εξέλιξή της, αλλά και να δώσει ένα γενικό περίγραμμα μιας πολιτικής απάντησης προς όφελος των εργαζομένων.
1. ΟΙ ΑΙΤΙΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΑΣ ΚΡΙΣΗΣ
Η παρούσα διεθνής καπιταλιστική κρίση είναι μια κρίση-σταθμός κι όχι μια τρέχουσα διακύμανση του καπιταλιστικού κύκλου. Δεν είναι μια αυτοτελής κρίση και πολύ περισσότερο δεν είναι μόνο, η κυρίως, μια χρηματοπιστωτική κρίση, όπως διατυμπανίζουν οι αστοί οικονομολόγοι. Είναι συνέχεια, αλλά και ταυτόχρονα , μια μεγάλη τομή στη δομική κρίση του 1973 που έχει τη βάση της στην διαδικασία της καπιταλιστικής παραγωγής, εκεί που δημιουργείται και αποσπάται η υπεραξία. Η οικονομική κρίση του 1973 οδήγησε την παγκόσμια οικονομία σε ένα μακρύ κύμα καθοδικής πορείας με αναιμικές ανακάμψεις (1973-2007), που διακόπτονταν από ενδιάμεσους κρισιακούς σταθμούς, όπως οι κρίσεις του 1982(πετρελαϊκή), 1987(χρηματιστηριακή ΗΠΑ), 1992-93(Ιαπωνία), 1997-98 (Ρωσία-Αν. Ασία), 2000-1(Νέα Οικονομία ΗΠΑ), φτάνοντας μέχρι την πιστωτική επέκταση του 2001-2006 και το ξέσπασμα της παρούσας κρίσης στην κτηματική αγορά των ΗΠΑ το καλοκαίρι του 2007.
Η εκτίμησή μας για κρίση-τομή-σταθμό στην ιστορία των καπιταλιστικών κρίσεων, βασίζεται στην πρωτοφανή διάρκεια, την ένταση, το βάθος, αλλά και στη μετεξέλιξή της από παραγωγική, σε χρηματοπιστωτική και σε δημοσιονομική, που απειλεί με χρεοκοπία ακόμα και καπιταλιστικά κράτη. Έχει πίσω της μια περίοδο τριάντα πέντε χρόνων καπιταλιστικών ανα-διαρθρώσεων σε όλους τους τομείς (οικονομικό, κοινωνικό, ιδεολογικό, πολιτικό) με στόχο να ανακάμψει η κερδοφορία του κεφαλαίου. Οι προσπάθειες αυτές απέτυχαν. Όπως δείχνουν τα στοιχεία το ποσοστό κέρδους κινείται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας και με καθοδική-πτωτική τάση, επιβεβαιώνοντας το νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους, όπως διατυπώθηκε από τον Μαρξ.
Συγκεκριμένα, από το 1970 και ανά δεκαετία μέχρι το 2007, όπως φαίνεται στον παρακάτω πίνακα, το ποσοστό κέρδους στη μεταποίηση των τριών πιο ανεπτυγμένων καπιταλιστικά χωρών (ΗΠΑ, Γερμανία, Ιαπωνία), έχει ως εξής: (στοιχεία Ρ. Μπρέννερ)
Επίσης τα στοιχεία δείχνουν ότι και ο ρυθμός του παγκόσμιου ΑΕΠ αρχής γεννωμένης από τη δεκαε-τία του 1970 βαίνει μειούμενος ξεκινώντας λίγο πάνω από το 4% τη δεκαετία 1970-1979 και πέφτει περίπου κατά 1% για κάθε μια από τις δυο επόμενες δεκαετίες μέχρι και το 2000.Την περίοδο 2001-2007 παρουσιάζει μια μικρή ανάκαμψη για να φτάσει το 2007 λίγο κάτω από το 3%.
1α. Πως φτάσαμε ως εδώ
Το τέλος της «χρυσής εποχής» μετά το Β παγκόσμιο πόλεμο με τους υψηλούς ρυθμούς καπιταλιστικής συσσώρευσης και το ξέσπασμα της κρίσης του 1973, ήταν αποτέλεσμα του νόμου της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους στις ιδιαίτερες συνθήκες εκείνης της εποχής. Οι προσπάθειες επίλυσης της κρίσης με τη χρησιμοποίηση κευνσιανών μέτρων που στόχευαν στην τόνωση της συνολικής «ενεργούς ζήτησης» δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα, γιατί το πρόβλημα του συστήματος δεν ήταν η έλλειψη επαρκούς ζήτησης, αλλά η χαμηλή κερδοφορία του κεφαλαίου, που οφείλεται στην αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, στην συνεπακόλουθη πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους με αποτέλεσμα την υπερσυσσώρευση του κεφαλαίου. Ταυτόχρονα, οι κευνσιανές πολιτικές οδήγησαν σε στασιμοπληθωρισμό, δηλ. στασιμότητα στην παραγωγή και υψηλό πληθωρισμό.
Αξίζει εδώ να σημειώσουμε ότι ήδη από τον Αύγουστο του 1971 με την κατάργηση του συστήματος των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών του Bretton-Woods (1944-1971) που στηριζόταν στον κανόνα χρυσού, αλλά και με την κατάργηση από τις ΗΠΑ την Πρωτοχρονιά του 1974 των περιορισμών στις διεθνείς κινήσεις κεφαλαίων και την απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού τους συστήματος αναβαθμίζεται σταδιακά ο ρόλος του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου στο πλαίσιο της διαδικασίας συσσώρευσης του κεφαλαίου. Ο αναβαθμισμένος ρόλος του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου γίνεται για πρώτη φορά σαφής με την κρίση του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης το 1987.
Η αποτυχία στην αντιμετώπιση της κρίσης και η έντονη ύφεση του τέλους της δεκαετίας του 70, σε συνδυασμό με το χαμηλό επίπεδο της ταξικής πάλης οδήγησε το κεφάλαιο, στις αρχές της δεκαετίας του 80 με επικεφαλής τις ΗΠΑ , στην αλλαγή αυτής της πολιτικής και στην αντικατάστασή της από την αντιπληθωριστική πολιτική, τη λεγόμενη δημοσιονομική πειθαρχία (μηδενικό δημόσιο έλλειμμα και χαμηλό δημόσιο χρέος) και, κυρίως, σε ριζικές αναδιαρθρώσεις σε όλους τους τομείς με στόχο την αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Έτσι προωθούνται νέες αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις στον τομέα της παραγωγής-εργασίας. Εμφανίζονται δηλαδή οι πρώτες μορφές της «νεοφιλελεύθερης» διαχείρισης της κρίσης. Οι αναδιαρθρώσεις αυτές στηρίζονται στην αναβαθμισμένη παρουσία της απόλυτης υπεράξιας, χωρίς όμως η απόσπαση της σχετικής υπεραξίας να χάνει τον καθοριστικό ρόλο της στα πλαίσια της οργανικής τους διαπλοκής. Εμφανίζονται οι μορφές ευέλικτης και ελαστικής εργασίας.
Στο επίπεδο της διανομής του εισοδήματος ισχυροποιούνται οι πολιτικές λιτότητας με μειώσεις στις αυξήσεις των μισθών και εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια περιορισμού του «κοινωνικού κράτους». Οι αλλαγές αυτές οδήγησαν σε μεγάλη άνοδο του ποσοστού υπεραξίας , αλλά όχι στην απαιτουμένη αύξηση του ρυθμού ανόδου της παραγωγικότητας της εργασίας, που σε συνδυασμό με την πτώση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, τη μείωση της μη παραγωγικής εργασίας σε σχέση με την παραγωγική, αλλά και άλλους παράγοντες, βοηθούν στην αύξηση του ποσοστού κέρδους. Έτσι δεν ανέκαμψε στον απαιτούμενο βαθμό η κερ-δοφορία του κεφαλαίου.
1β. Η διαμόρφωση των αντιφάσεων που οδήγησαν στην κρίση.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και μετά, επιχειρήθηκε να επιταχυνθεί η συσσώρευση και να ξεπεραστούν τα προβλήματα στην κερδοφορία του κεφαλαίου. Στο επίπεδο της παραγωγής-εργασίας, με κυρίαρχο και καθοριστικό πάντα το ρόλο της σχετικής υπεραξίας, αυξάνεται ακόμα περισσότερο το ειδικό βάρος της απόλυτης υπεραξίας. Διευρύνονται οι ελαστικές μορφές απασχόλησης. Ο νέος συνδυασμός τεχνικών απόσπασης σχετικής και απόλυτης υπεραξίας, και η ακόμα μεγαλύτερη στροφή του κεφαλαίου από τον τομέα της παραγωγής στο χρηματοπιστωτικό τομέα, οδήγησε σε επιτάχυνση της διαδικασίας συσσώρευσης στις ΗΠΑ την περίοδο 1995-2000. Στο επίπεδο διανομής του εισοδήματος ενισχύονται ακόμα πιο πολύ η λιτότητα, εμφανίζονται τάσεις κατάργησης του «κοινωνικού» κράτους. Παρόλα αυτά όμως - και σε σύγκριση με τη «χρυσή εποχή» οι ρυθμοί ανάπτυξης και κερδοφορίας δεν ανακάμπτουν ικανοποιητικά για το κεφάλαιο. Η απάντηση σ’ αυτό, από τη μεριά του καπιταλισμού, ήταν η διατήρηση των επιτοκίων σε χαμηλά επίπεδα. Με αυτό τον τρόπο διευκολύνθηκε ο δανεισμός των χαμηλότερων εισοδηματικών στρωμάτων με απώτερο ζητούμενο αρχικά τη διατήρηση της κατανάλωσης σε υψηλά επίπεδα.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα επίσης την αναβάθμιση της χρηματοπιστωτικής σφαίρας καθώς τα πλεονάζοντα κεφάλαια που δεν έβρισκαν σε άλλους τομείς της καπιταλιστικής παραγωγής επαρκή αξιοποίηση, λόγω της πτώσης του ποσοστού κέρδους, βρήκαν εκεί ασφαλές καταφύγιο. Αποτέλεσμα η δημιουργία της μεγαλύτερης μέχρι τότε χρηματιστηριακής φούσκας από την δεκαετία του 1920, που επηρέασε κατά κύριο λόγο τις τιμές των μετοχών της λεγόμενης «νέας οικονομίας», οι οποίες αποτελούσαν και την αιχμή του δόρατος της συσσώρευσης.
Όταν η φούσκα «έσπασε» την άνοιξη του 2000, η αμερικανική οικονομία αντιμετώπιζε τον κίνδυνο να εισέλθει σε βαθύτατη ύφεση. Όμως η ύφεση που ακολούθησε το 2001 δεν ήταν ιδιαίτερα έντονη. Η αποφυγή της βαθιάς ύφεσης εξασφαλίστηκε μέσω μέτρων όπως ο συνδυασμός παροξυσμικής επέκτασης της χρηματοπιστωτικής σφαίρας, φοροαπαλλαγών του κεφαλαίου και αυξημένων πολεμικών δαπανών. Από την πλευρά της νομισματικής πολιτικής, η κατάσταση αντιμετωπίστηκε με την ταχύτερη και πιο εκτεταμένη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής στην ιστορία των ΗΠΑ, ωθώντας τα επιτόκια από το 2000-2003 στο 1% που αποτελούσε το χαμηλότερο επίπεδο των 45 τελευταίων χρόνων. Η αποφυγή της ύφεσης συνεπαγόταν το κόστος της διατήρησης όχι μόνο των ανισορροπιών που είχαν οδηγήσει σε αυτή, αλλά και το επιπλέον πρόβλημα της υπερβάλλουσας ρευστότητας στην οικονομία, (λόγω της παρατεταμένης διατήρησης χαμηλών επιτοκίων) που οδήγησε στην ανεξέλεγκτη συμπεριφορά των χρηματοπιστωτικών αγορών.
Έτσι, το τέλος της χρηματιστηριακής φούσκας διαδέχθηκε η φούσκα των ακινήτων ως το νέο προνομιακό πεδίο επέκτασης του χρηματικού κεφαλαίου σε συνθήκες χαμηλών επιτοκίων, προκειμένου να διατηρηθεί η κερδοφορία του κεφαλαίου. Αυτή η κρίση βρίσκεται σε εξέλιξη από το καλοκαίρι του 2007 και δεν είναι άλλη από την κρίση των λεγόμενων «δανείων χαμηλής πιστοληπτικής διαβάθμισης» ή των «δανείων των φτωχών». Σημείο έναρξης για την τρέχουσα κρίση στάθηκε η αδυναμία αποπληρωμής, με μαζικούς μάλιστα όρους, των εν λόγω δανείων.
Δημοσίευση σχολίου