Του Θάνου Ανδρίτσου
Άλμα στο κενό ή προσέγγιση με όρους πραγματικών δεδομένων της ταξικής πάλης;
Η εποχή μας, πέραν όλων των άλλων, προσδίδει ενδιαφέροντα στοιχεία στις συζητήσεις τόσο μέσα στην Αριστερά όσο και ευρύτερα στον εργαζόμενο κόσμο.Το πρώτο ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι οφείλεις να είσαι σαφής και ξεκάθαρος σε αυτά που λες.
Πάνε τα χρόνια που πίσω από τη θεωρητική θολούρα και τις μάχες διατυπώσεων μπορούσε να κρυφτεί μια αμηχανία και μια απουσία πολιτικής και προγραμματικής τοποθέτησης. Τώρα τα ακροατήρια είναι και πιο μαζικά και πιο λαϊκά και πιο απαιτητικά. Τι λες, τι θες να κάνεις και πως; Απλά και κατανοητά. Μπορείς να το πεις; Αν όχι τράβα στη μπάντα.
Το δεύτερο είναι ότι πολλές φορές φαίνεται σαν οτιδήποτε προτείνει κάποιος, να έχει πλευρές αλήθειας και να μπορείς όταν το ακούσεις να κουνήσεις το κεφάλι σου συγκαταβατικά. Από το πιο συντηρητικό σενάριο, του «ας αλλάξει ένας υπουργός, ας γίνει κάτι λίγο τουλάχιστον να μην πεθάνουμε από την πείνα, έστω μέχρι εδώ κρατηθήκαμε, να μη χειροτερέψουμε», μέχρι το πιο ακραίο και απελπισμένο, του «να πάρω μια καραμπίνα και να τους διαλύσω όλους, θα βάλω μια μπόμπα και θα σου πω εγώ, θα τον βρω το χοντρό και θα του ρίξω μια να φοβηθούν οι άλλοι», περιέχουν στοιχεία με λογική και εκφράζουν την ανάγκη όλου του κόσμου να κάνει κάτι.
Αυτό το τελευταίο είναι και το θετικό στοιχείο. Ότι όποιος συζητά, όποιος ψάχνει να βρει μια άκρη-όχι αυτοί που φοβισμένοι κάθονται στη γωνία- ότι και να προτείνει, περιλαμβάνει σε πρώτη φάση τον μαζικό και ανυποχώρητο αγώνα ενάντια σε αυτή την κυβέρνηση. Ότι και να γίνει χειρότερα από αυτούς δε γίνεται, ας αγωνιστούμε μέχρι τέλους και θα δούμε τι θα γίνει. Αν πέσει η κυβέρνηση μπορεί να γίνει μετά αυτό που λέει ο Α ή και αυτό που λέει ο Β, ή ίσως και αυτό που σκέφτεται ο Γ.
Με αυτές τις σκέψεις θα προσπαθήσω παρακάτω να περιγράψω μια μεθοδολογία πρότασης για την υπέρβαση του σημερινού κοινωνικού αδιεξόδου. Και λέω ξανά, σε όποια πρόταση έχεις πρέπει να λες: Ποιο είναι το πρόβλημα, γιατί δημιουργήθηκε και βάσει αυτού τι θες να γίνει και πως.
Ποια είναι λοιπόν η σημερινή κατάσταση; Καθημερινά γίνεται ολοένα και πιο φανερό ότι στη χώρα μας η κοινωνική πλειοψηφία οδηγείται πραγματικά στο εκτελεστικό απόσπασμα, σε μια εξαθλίωση που όμοια της δεν έχει ζήσει καμιά άλλη γενιά μετά τον πόλεμο. Οι ελπίδες ότι πρόκειται για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα σκληρών μέτρων μέχρι να επιστρέψουμε στην ανάπτυξη έχουν πια εξανεμιστεί, το ίδιο και ότι η αντιλαϊκή πολιτική θα πλήξει απλά κάποιους και όχι το σύνολο των εργαζομένων. Μάλιστα, η ίδια πολιτική υιοθετείται σε όλο τον κόσμο – με την Ελλάδα να πρωταγωνιστεί βέβαια ως το πειραματόζωο του κοινωνικού κανιβαλισμού και σαν τον πιο αδύναμο κρίκο εντός της Ε.Ε.- με ή χωρίς μνημόνιο, με ή χωρίς χρέος. Συμβολικά ενδιαφέρον μάλιστα είναι ότι μόλις λίγες μέρες πριν ο Κοέλιο, ο πρωθυπουργός της Πορτογαλίας ανακοίνωσε την περικοπή του 13ου και του 14ου μισθού. Όχι απλά παρόμοια πολιτική, αλλά ολόιδια. Το σύνολο του καπιταλιστικού κόσμου μετά τις διακυμάνσεις των προηγούμενων χρόνων εισέρχεται σε ένα νέο και ακόμα πιο μεγάλο κύμα ύφεσης, από το οποίο δε φαίνεται να εξέρχεται σύντομα. Η πολιτική λύση που έχουν επιλέξει οι κυρίαρχοι κύκλοι είναι ξεκάθαρη: Διαλύστε τους, πάρτε ότι μπορείτε για να διατηρήσουμε τα κέρδη μας. Ή θα τους φάμε ή θα μας φάνε.
Είναι όμως μόνο αυτή η εικόνα; Όχι. Γιατί είναι η πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, που γιγαντιαία κινήματα, εξεγέρσεις και επαναστάσεις, κλονίζουν ΟΛΟ τον κόσμο. Και αυτό δεν είναι υπερβολή, ούτε ένεση ιστορικής αισιοδοξίας μπροστά στα δύσκολα, αλλά πραγματικότητα. Όταν εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου γεμίζουν τους δρόμους και τις πλατείες, από τις αραβικές χώρες μέχρι το Λονδίνο και από την Αθήνα μέχρι τη Νέα Υόρκη, διεκδικώντας κοινωνική αλλαγή, η κατάσταση είναι σοβαρή. Στην πράξη σχεδόν το σύνολο της υφηλίου, αυτό το 99% που λένε στα πλακάτ έξω από τη Wall Street, παλεύει ενάντια σε ένα παγκόσμιο σύστημα, συνειδητά ή μη, ακόμα και αν αυτό έχει τελείως διαφορετικές μορφές από τόπο σε τόπο. Και το πιο φοβερό είναι ότι πράγματι αυτή η αίσθηση της πανκοινωνικής απεύθυνσης έχει βάση, ακόμα και αν είναι σαφές ότι η αστική τάξη δεν είναι μόνο οι δισεκατομμυριούχοι και η κρίση δεν πλήττει το ίδιο τον άνεργο και το μεσαίο στέλεχος μιας επιχείρησης. Ωστόσο η ιστορική κρίση αυτού του συστήματος, η πολιτική και οικονομική απληστία των ισχυρών στις τράπεζες και τα πολυκλαδικά μονοπώλια, κάνει αδύνατη ακόμα και τη διατήρηση αυτού του κομματιού που χωρίς να ζει μέσα σε αμύθητα κέρδη, τουλάχιστον επιβιώνει με αξιοπρέπεια και τελικά δεν επιδιώκει την ανατροπή της κατάστασης. Άρα η πολιτική λύση που φαίνεται να ψηλαφίζουν και οι κάτω είναι ξεκάθαρη και ίδια: Διαλύστε τους, πάρτε ότι μπορείτε για να επιβιώσουμε. Ή θα τους φάμε ή θα μας φάνε.
Έχω την αίσθηση ότι στην Ελλάδα εμφανίζεται για πρώτη φορά και κάτι ακόμα πιο ιδιαίτερο. Και αυτό βρίσκεται στην απάντηση του ερωτήματος γιατί φτάσαμε ως εδώ. Ιστορικά η χώρα μας έχει περάσει ξανά οικονομική εξαθλίωση, φτώχεια και πείνα. Νομίζω όμως ότι πάντοτε στην πλατιά συνείδηση του κόσμου υπήρχε κάποιος λόγος. Και αυτός δεν ήταν γενικά το σύστημα, παρότι μια σοβαρή αριστερή ανάλυση σε αυτό θα κατέληγε. Τουρκοκρατία, ένα κράτος που προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια του, πόλεμοι, μικρασιατική καταστροφή, κατοχή, εμφύλιος, δικτατορίες, γενικά μια ταραγμένη χώρα, ένα ανώμαλο πολιτικό σύστημα, η αίσθηση για έναν καπιταλισμό που δεν έχει ακόμα ανδρωθεί, για ένα κράτος που προσπαθεί να νοικοκυρευτεί. Και αφού υπήρχε αυτή η αίσθηση έδινε και την ελπίδα για το πότε θα περάσουν αυτά. Όταν φύγει ο εχθρός, όταν τελειώσει ο πόλεμος, όταν πέσει ο δικτάτορας, όταν όλοι μαζί θα φτιάξουμε ένα «κανονικό κράτος». Βέβαια, όλα αυτά αποτέλεσαν και πλευρές των ιστορικών λαθών και φόβων της αριστεράς, ωστόσο αυτό δεν είναι το θέμα του κειμένου αυτού.
Τώρα ποιος φταίει; Ποιος το περίμενε ότι θα φτάναμε εδώ που φτάσαμε, να υπάρχει ξανά πείνα; Χωρίς πολέμους, χωρίς καταστροφές, χωρίς βαρείς χειμώνες. Πείνα και εκατομμύρια τόνων τροφίμων να σαπίζουν απούλητα σε αποθήκες. Μα αφού φτιάξαμε ένα κράτος, αφού φτιάξαμε έναν καπιταλισμό πιο κανονικό, αφού μπήκαμε σε όλους τους διεθνείς οργανισμούς; Μπορεί να έχει ο καθένας διαφορετική άποψη, είναι η ισχυρή Ελλάδα της εξάπλωσης στα Βαλκάνια ή η ψωροκώσταινα με ένα κομπραδόρικο καπιταλισμό; Αυτά έχουν μεγάλη σημασία, ωστόσο ας τα υπερβούμε προς το παρόν. Σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα δεν έπασχε από «λίγο», αλλά από «πολύ» καπιταλισμό. Δεν ήταν ημιφεουδαρχική, πέρασε από τον δευτερογενή τομέα προς τον τριτογενή και τη σχετική αποβιομηχάνιση με τρόπο παρόμοιο με τον μισό αναπτυγμένο καπιταλισμό. Ήταν ισχυρή στο παγκόσμιο σύστημα ή αδύναμη; Ας το συζητήσουμε. Ήταν όμως σε κάθε περίπτωση πλήρως ενταγμένη σε αυτό, μέσα σε όλες τις ολοκληρώσεις (όχι από θέση ισχύος πράγμα που την έκανε διαρκώς να χάνει εντός της Ε.Ε.) με τον τρόπο που το παγκόσμιο σύστημα αλλά και η ντόπια αστική τάξη επιθυμούσε. Δεν είναι θέμα μας τι θα γινόταν αν η Ελλάδα ήταν Γερμανία. Δεν είναι και για αυτό μιλάμε.
Άρα και στην Ελλάδα και παγκόσμια οι απαντήσεις που δύσκολα και επώδυνα αρχίζουν σιγά σιγά να βρίσκουν οι αγωνιζόμενοι είναι ότι φταίει το ίδιο το σύστημα και η κρίση του. Ποτέ άλλοτε στο παρελθόν δεν κατέληγε τόσο εύκολα εκεί η αυθόρμητη συνείδηση των εργαζομένων. Προφανώς αυτό δεν είναι και τώρα τόσο εύκολο και απαιτεί μεθοδική και συγκροτημένη προσπάθεια παρέμβασης. Φταίει μόνο η κυβέρνηση; Και η προηγούμενη; Και η τρόικα; Και η δίπλα χώρα; Και η ΕΕ; Και η Goldman Sachs; Και ο Κόκκαλης; Τα πράγματα είναι σαφή. Χωρίς βερμπαλισμούς, χωρίς αριστερίστικη επαναστατικολογία, χωρίς απλοϊκότητα, χωρίς κομμουνιστοφανή διδακτισμό, με τη λογική, με την λαϊκά κατανοητή σκέψη, με την επιστημονική μελέτη δεν μπορεί να υπάρξει άλλη φράση πιο σωστή από αυτή: Για τη σημερινή κατάστασή μας φταίει ο ίδιος ο καπιταλισμός, τα θεμέλια του, η οικονομία του, ο τρόπος παραγωγής του, το πολιτικό του σύστημα. Για να υπερβούμε τη σημερινή κατάσταση, για να έχουμε να φάμε, πρέπει να ανατρέψουμε τον καπιταλισμό. Και για να το κάνουμε αυτό πρέπει να κάνουμε επανάσταση.
Σιγά το φοβερό, θα πει κάποιος. Όποτε και να σας ρωτάγαμε το ίδιο θα λέγατε, να κάνουμε επανάσταση. «Το θέμα είναι τώρα τι κάνουμε, ο κόσμος δεν τα καταλαβαίνει αυτά», λένε πολλοί. Οι ίδιοι που περιμένουν από τον λαό να πρωταγωνιστήσει, το υποβιβάζουν σαν υποδεέστερο να κατανοήσει οτιδήποτε. Σαν το μόνο που καταλαβαίνει να είναι οι εκλογές και οι ηγέτες. Αλλά και έτσι να είναι, η αριστερά τι οφείλει να κάνει; Να υποταχθεί στη μέση συνείδηση ή να κάνει βήματα για να την υπερβεί; Λαϊκά κατανοητό σημαίνει να κάνεις «τάλιρα» την πρότασή σου, να την παρουσιάσεις με πρόγραμμα και πράξεις, όχι να την αλλάξεις σε κάτι που «χωράει» μέσα στα όρια και στα διλλήματα που έχει θέσει το σύστημα και τα ΜΜΕ. Είναι παράλογο και ακατανόητο σήμερα να μιλάει κανείς για αντικαπιταλιστική επανάσταση; Και λογικό και κατανοητό είναι να περιμένουμε ότι με απλά φτιασιδώματα αυτό το σύστημα θα φτιάξει; Και ποιος καθορίζει τι είναι λογικό και τι όχι; Η Εαμική αντίσταση ήταν λογική; Το Πολυτεχνείο; Μήπως σκεφτόμαστε πως θα απαντήσουμε στα κανάλια και όχι στον εργαζόμενο κόσμο; Ε ναι λοιπόν, η πρόταση που πρέπει να έχει μια πραγματική αριστερά σήμερα δεν μπορεί να είναι εύκολη. Δύσκολη θα είναι γιατί δύσκολος και μακρύς θα είναι και ο δρόμος της ανατροπής. Αλλά εμείς δε στρατευτήκαμε για τα εύκολα.
Σημαίνει μήπως αυτό ότι η επαναστατική πρόταση ταυτίζεται με την διαρκή επαναστατικολογία; Με την επανάληψη της αναγκαιότητας της επανάστασης; Όχι. Αλλά ο λόγος δεν είναι ότι δεν «είναι της στιγμής», ή «είναι μακρινό». Αλλά γιατί πάντοτε χρειάζεται η διαμόρφωση της επαναστατικής τακτικής και η σύνδεσή της με την επαναστατική στρατηγική, γιατί χρειάζεται να γίνουν βήματα στη συνείδηση της εργατικής τάξης. Και δεν είναι γενικά στρατηγική η επανάσταση. Στρατηγική μας είναι η εργατική δημοκρατία και ο κομμουνισμός. Η επανάσταση είναι το σημείο τομής της τακτικής με τη στρατηγική, το «ανώτερο» όριο της τακτικής, και το «κατώτερο» της στρατηγικής. Άρα χρειάζεται τακτική για να φτάσουμε μέχρι την επανάσταση.
Νομίζω ότι σε αυτό το επίπεδο, το παραπάνω συνοψίζεται στο καθοριστικό αίτημα για «Αντικαπιταλιστική Ανατροπή» που θέτει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η αντικαπιταλιστική ανατροπή δεν είναι ούτε η επανάσταση και ο κομμουνισμός, ούτε απλά ένας μαχητικός αγώνας για να πέσει η κυβέρνηση. Είναι ακριβώς η σύνδεση του σήμερα με το αύριο. Η αντικαπιταλιστική ανατροπή περνάει μέσα από ένα σύνολο αιτημάτων που είναι ταυτόχρονα απόλυτα κατανοητά και αναγκαία στο σήμερα, και υιοθετούνται πλατιά από το εργατικό κίνημα. Είναι αιτήματα που δεν είναι για την αριστερά και τα συνέδρια αλλά για το πλατύ μαζικό κίνημα. Τα πιο σημαντικά από αυτά δεν είναι άλλα από την παύση πληρωμών και τη διαγραφή του χρέους, την ρήξη- έξοδο από ευρώ και Ε.Ε., την εθνικοποίηση με εργατικό έλεγχο των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων και βέβαια τις αυξήσεις στους μισθούς, της συντάξεις, την υπεράσπιση και διεύρυνση των δημόσιων υπηρεσιών κ.α. Το σύνολο αυτών είναι αναγκαία ΣΗΜΕΡΑ. Για να έχουμε επόμενη μέρα. Αναφαίρετο στοιχείο σε αυτά που πρέπει να καθορίζει τις διεκδικήσεις όλων των αγωνιζόμενων κομματιών είναι η πτώση αυτής της λαομίσητης κυβέρνησης, πτώση που μπορεί να γίνει από τους εργαζόμενους και το κίνημά τους εξαιρετικά άμεσα. Αυτά τα αιτήματα νομίζω ότι μπορούν να γίνουν το σύγχρονο «Ειρήνη, Γη, Ψωμί» των μπολσεβίκων (σαφώς με μεγαλύτερη αυτοσυγκράτηση κατανοώ ότι χρειάζεται μεγαλύτερη επεξεργασία και κυρίως εργατική αποδοχή για να παίξουν το ρόλο αυτό). Δηλαδή αιτήματα επιβίωσης που είναι άμεσα αλλά ταυτόχρονα το ίδιο το σύστημα αδυνατεί να τα παραχωρήσει και για αυτό πρέπει να ανατραπεί.
Η εξέλιξη που θα υπάρχει στην ταξική πάλη δεν μπορεί να προεξοφληθεί. Ωστόσο εμείς πρέπει χωρίς μισόλογα και αοριστολογίες, πρέπει να λέμε τι θέλουμε, τι στόχο έχουμε. Εμείς λοιπόν έχουμε σαν κεντρικό στόχο της περιόδου την αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης και της αστικής πολιτικής (όπως περιγράφηκε παραπάνω) που θα κλονίσει τους συσχετισμούς και την αστική κυριαρχία και θα ανοίξει το δρόμο για την αντικαπιταλιστική επανάσταση που είναι η μόνη λύση διαρκείας στη βαρβαρότητα του καπιταλισμού. Για αυτό το στόχο έχουν μπει στη συζήτηση, διάφορα μέσα. Το πολιτικό εργατικό κίνημα είναι ο φορέας αυτού του στόχου, είναι ένα αναγκαίο μέσο για να επιτευχθεί, το ίδιο και η ενότητα της αριστεράς, τα διαφόρων ειδών μέτωπα που συζητιούνται, ακόμα και τα σενάρια για αριστερές κυβερνήσεις. Όλα αυτά, στα οποία θα εστιάσω στη συνέχεια, είναι ΜΕΣΑ, καλά ή κακά, αλλά όχι στόχοι. Ή τουλάχιστον για έναν επαναστάτη είναι μέσα. Για ένα ρεφορμιστή, ευρωπαϊστή ή θολωμένο με τον κυβερνητισμό αριστερό, μάλλον είναι τελικοί στόχοι ή αυτοσκοπός. Και προσοχή, να μην παρεξηγηθώ. Δε σημαίνει αυτό ότι δεν έχουν σημασία. Στο σήμερα δεν μπορεί να αναφέρεται κάποιος στην αριστερά και να μην διαμορφώνει κάποια μετωπική πρόταση ή κάποια πρόταση διεξόδου. Είναι αναγκαίο αλλιώς κάθεσαι και βλέπεις τη κρίση να διαλύει τα πάντα.
Για να επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί χρειάζονται σημαντικές μεταβολές και στο επίπεδο του κινήματος και στην αριστερά.
Ένα νέο, πολιτικό, ταξικά ανασυγκροτημένο, εργατικό κίνημα είναι αυτό που θα αποτελέσει εν τέλει τον φορέα της αντικαπιταλιστικής ανατροπής. Αυτό αποτελεί ένα τεράστιο, ιστορικών διαστάσεων στοίχημα, για το οποίο πραγματικά όλη η Αριστερά οφείλει να συμβάλλει. Καθορίζεται από ένα συνδυασμό δημοκρατικών διαδικασιών βάσης, μαζικής εργατικής συμμετοχής και εκπροσώπησης, βαθέματος του πολιτικού πλαισίου και των εργατικών διεκδικήσεων, πολύμορφων, μαχητικών και «μέχρι το τέλος» μορφών δράσης, υπέρβασης του υποταγμένου συνδικαλισμού, δημιουργία νέων μορφών συνδικαλιστικής έκφρασης αλλά και αλλαγή των συσχετισμών εντός των υπαρχόντων. Άρα δεν είναι απλά οι αγώνες, ή οι ηρωικές μάχες, είναι μια επαναθεμελίωση του εργατικού κινήματος που διαβρώθηκε από το κράτος, το ρεφορμισμό, την ηττοπάθεια και την ταξική συνδιαλλαγή. Σε αυτή την υπόθεση είναι καθοριστική η πλευρά της ανατρεπτικής κοινής δράσης της αριστεράς στο κίνημα, για την οποία οι δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς μοχθούν χρόνια ολόκληρα. Αυτό δεν είναι απλά ένας συνδικαλιστικός χειρισμός, να κάνει μια κοινή πρόταση σε ένα σωματείο η Αριστερά. Είναι πολιτική διαδικασία, όπως πολιτικό πρέπει να είναι και το εργατικό κίνημα. Προϋποθέτει μόνιμη και συνειδητή προσπάθεια μετατοπίσεων στις συνειδήσεις, υπέρβασης της στασιμότητας και του φόβου, υπεράσπιση της ανυποχώρητης μάχης και κυρίως επεξεργασία πολιτικών προτάσεων ανατρεπτικής δράσης. Με μια έννοια είναι και σχετικά αστείο να γίνονται διαρκώς προτάσεις ενότητας και εκλογικών συνεργασιών από την διαχειριστική αριστερά όταν πολύ συχνά δεν μπορεί να επιτευχθεί ούτε η δέσμευση ότι όλες οι δυνάμεις θα στηρίξουν από κοινού έναν απεργιακό αγώνα.
Όσον αφορά την αριστερά, απαιτούνται αντίστοιχα ριζικές μεταβολές. Και σαφώς η ολοένα και διογκούμενη συζήτηση για την ενότητα ή την κοινή δράση της αριστεράς ακουμπά σε μια ανάγκη που αισθάνεται όλο και περισσότερος κόσμος για μια διαφορετική απάντηση. Ωστόσο, όπως περιγράφηκε παραπάνω, η ενότητα της αριστεράς μόνο ως μέσο για την επίτευξη ενός στόχου πρέπει να γίνεται αντιληπτή. Αλλιώς τι νόημα μπορεί να έχει για τον εργαζόμενο κόσμο; Για το κομματικό στέλεχος, ή αυτόν που οραματίζεται οφίτσια, ή αυτόν που φοβάται όσο τίποτε άλλο το να φύγει από την κοινοβουλευτική αγκαλιά, η αυτόν που μετράει μόνο αριθμούς στις δημοσκοπήσεις, έχει νόημα βεβαίως. Για τον εργαζόμενο όμως; Άρα συμφωνούμε ότι είναι αναγκαία σαν μέσο για την επίτευξη ενός στόχου. Σαφώς και δε γίνεται τίποτα με χιλιάδες μικρά μαγαζιά που το καθένα κρατά στιβαρά για τον εαυτό του τη μαγική μαρξιστική συνταγή και περιμένει την ώρα που θα μεταμορφωθεί σε επαναστατικό κόμμα.
Τι γίνεται όμως όταν έχεις διαφορετικό στόχο; Αν θες να σχεδιάσεις ένα καινούριο σπίτι για να μείνεις, πρέπει πρώτα να γκρεμίσεις το προηγούμενο. Και για να το κάνεις αυτό θα κάνεις κατεδάφιση, θα σκάψεις, θα βάλεις θεμέλια. Αν θες να το βάψεις ή να το ανακαινίσεις δε χρειάζονται αυτά, ίσα ίσα που πρέπει να προσέξεις μήπως πάθει και τίποτα και πέσει γιατί εκεί θα μείνεις και μετά. Καλοί και οι μπογιατζήδες αλλά για μετά, τώρα θέλουμε κατεδάφιση.
Χρειάζεται όμως μέτωπο; Και πέρα από το μέτωπο αγώνα, χρειάζεται και μέτωπο στα πολιτικά υποκείμενα; Ναι, χίλιες φορές ναι. Τι χαρακτήρα πρέπει να έχει το μέτωπο; Αντιφασιστικό, αντινεοφιλελευθερο, αντιπολεμικό, αντικατοχικό, πατριωτικό; Αυτό δεν είναι υποκειμενική επιλογή. Καθορίζεται από το χαρακτήρα του αντιπάλου, την φύση της σημερινής κρίσης, το στόχο της επίθεσης, τα μέσα που χρησιμοποιούνται. Με αυτά τα κριτήρια απαντάμε ότι αυτό στις μέρες μας πρέπει να είναι στον πυρήνα του αντικαπιταλιστικό. Ενσωματώνοντας φυσικά κορυφαίες άλλες διαστάσεις όπως η αντιιμπεριαλιστική, η δημοκρατική διάσταση και η οικολογική. Αυτή η ενότητα, σε αντικαπιταλιστική βάση, μπορεί να αποτελέσει το μέσο για το στόχο που θέτουμε. Αυτή είναι που μπορεί να βοηθήσει και στο εργατικό και ευρύτερο κίνημα και στον αναγκαίο θεωρητικό επανεξοπλισμό που απαιτείται από ένα σύγχρονο μαρξιστικό επαναστατικό ρεύμα. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποτελεί ένα τεράστιο βήμα σε αυτή την κατεύθυνση που πρέπει να διατηρηθεί, να ενισχυθεί και βέβαια να αποκτήσει καλύτερες, πιο πολιτικές και δημοκρατικές διαδικασίες. Σαφώς, δυνάμεις και αγωνιστές που μπορούν και πρέπει να κάνουν βήματα στην κατεύθυνση του αντικαπιταλιστικού μετώπου, υπάρχουν και εκτός αυτής. Το θέμα όμως δεν μπορεί να είναι να διαμορφωθεί ένα κοινό πλαίσιο με βάση την υπάρχουσα τοποθέτηση στον δεδομένο χάρτη της αριστεράς, αλλά στη βάση του αναγκαίου αντικαπιταλιστικού προγράμματος να γίνουν ρήξεις, ανακατατάξεις, μετατοπίσεις, υποχωρήσεις και συγκλίσεις. Και αυτό είναι ο δρόμος που πρέπει να διαβούμε. Το πρόγραμμα της αντικαπιταλιστικής ανατροπής που περιγράφηκε παραπάνω μπορεί να αποτελέσει μια σοβαρή βάση για ένα αντικαπιταλιστικό μέτωπο που θα αλλάξει πραγματικά το χάρτη της αριστεράς ανασυγκροτώντας, συσπειρώνοντας και ενοποιώντας σε ανώτερη βάση δυνάμεις και αγωνιστές που προέρχονται από όλο το φάσμα της αριστεράς και βεβαίως ανένταχτους.
Είναι πιθανό στην εξέλιξη της ταξικής πάλης και της αντικαπιταλιστικής ανατροπής να υπάρχουν πάρα πολλές καμπές. Μέσα σε αυτά όντως μπορεί να είναι και το θέμα της αριστερής κυβέρνησης. Πριν απαντήσουμε σε αυτό πρέπει να υπενθυμίσουμε την προηγούμενη μεθοδολογία. Ότι, καλή ή κακή, μια αριστερή κυβέρνηση δεν μπορεί να είναι ο στόχος ενός επαναστάτη, ούτε και οριστική απάντηση στην καπιταλιστική κρίση, αλλά θα μπορούσε ίσως να είναι μια στιγμή ή ένα μέσο. Αν λοιπόν αισθανόμαστε μια πίεση από τον κόσμο για μια αριστερή κυβέρνηση που θα δώσει τη λύση, εμείς πρέπει πρώτα να απαντάμε ότι δεν θα τη δώσει. Ότι δυστυχώς, φίλε, η λύση δεν μπορεί να έρθει με την ψήφο σου, δεν μπορεί να έρθει με ένα ισχυρό ποσοστό αλλά με τον συνεχή, ανυποχώρητο επαναστατικό αγώνα. Ότι, γίνει, δε γίνει αριστερή κυβέρνηση, το παιχνίδι πάντα θα παίζεται στο δρόμο. Αν κάποιος ψάχνει για εύκολους δρόμους, αν κάποιος ψάχνει για κάποιον να εναποθέσει την ψήφο και το μέλλον του για να το διεκπεραιώσει, τότε ας βρει κάποιον άλλο. Εμείς ψεύτικες τέτοιες υποσχέσεις δε δίνουμε. Ο δρόμος που εμείς περιγράφουμε απαιτεί τη στήριξη, την πάλη και τον πρωταγωνιστικό ρόλο μέχρι τέλους του εργαζόμενου λαού.
Το τι στάση θα πρέπει να έχει σε μια τέτοια περίπτωση κρίνεται σε κάθε φάση. Το βασικό όμως είναι ότι η άρνηση μιας κυβερνητικής προοπτικής δε σημαίνει ότι «φοβόμαστε να λερώσουμε τα χέρια μας», να πιάσουμε τα «δύσκολα θέματα». Οι κομμουνιστές οφείλουν πάντοτε να έχουν πρόγραμμα εξουσίας, αυτό όμως δεν είναι το κυβερνητικό πρόγραμμα εντός του καπιταλισμού. Γιατί η πρόταση εξουσίας περιλαμβάνει την οικοδόμηση μιας άλλης κοινωνίας που περνά μέσα από την εργατική εξουσία και την εκθεμελίωση ολόκληρου του αστικού κράτους, μέσα από την διαμόρφωση θεσμών και οργάνων εργατικού ελέγχου και εξουσίας, ενώ η κυβερνητική πρόταση περιλαμβάνει τη διαχείριση του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος.
Αν όμως το δούμε ρεαλιστικά, τι περιπτώσεις υπάρχουν;
Μια είναι να γίνει μια ενότητα της Αριστεράς σήμερα, χωρίς ιδιαίτερες προγραμματικές συγκλίσεις, σαν μια άμεση λύση ανάγκης απέναντι στην εξαθλίωση, που να βγει πρώτη στις εκλογές και να προσπαθήσει να κάνει κάποιες μεταρρυθμίσεις. Με βάση το επίπεδο των προγραμματικών διαφορών και την άρνηση ουσιαστικών επανατοποθετήσεων από τη κοινοβουλευτική αριστερά, είναι το πιθανότερο. Στην περίπτωση αυτή, όχι μόνο δεν θα βγει κερδισμένος ο λαός και δεν θα γίνουν ποτέ αυτές οι μεταρρυθμίσεις, όχι μόνο δεν θα προχωρήσει η υπόθεση της συνολικής ανατροπής, αλλά η αριστερά στο σύνολό της, θα έχει υποστεί μια συντριπτική και δύσκολα ανατρέψιμη ήττα. Αυτό είναι το χαρακτηριστικότατο πρόσφατο παράδειγμα της Ιταλίας, που όχι απλά δεν έφερε φιλολαϊκές αλλαγές αλλά παρέδωσε για μερικά χρόνια ακόμα τη χώρα στον γελοίο Μπερλουσκόνι, ενώ το κίνημα ακόμα δεν μπορεί να συνέλθει. Αυτό που δεν καταλαβαίνουν οι υποστηρικτές μιας τέτοιας λύσης είναι ότι όσο αριστερή και αν είναι μια κυβέρνηση αν δεν υπάρχει ένα ανατρεπτικό επαναστατικό κίνημα και δεν γίνουν ρήξεις με θεμελιώδεις πλευρές της αστικής ηγεμονίας τότε ούτε η πιο απλή μεταρρύθμιση δεν μπορεί να υλοποιηθεί. Πως μπορεί να υπάρξει κοινωνική πολιτική αν δε σταματήσουμε να πληρώνουμε αυτό το χρέος; Μπορούμε πραγματικά να ανασυγκροτήσουμε προς όφελος των εργατών την παραγωγή της Ελλάδας όσο είμαστε εντός της Ε.Ε.; Αυτά τα ερωτήματα και τα αδιέξοδα δεν είναι καθόλου μακρινά και καθόλου μικρά. Αντιθέτως κάθε ρηχή «ενότητα της Αριστεράς», κάθε «αντιμνημονιακό μέτωπο» και κάθε «νέα κυβερνητική πλειοψηφία με πυρήνα την Αριστερά» πάντα θα προσκρούουν σε αυτά και δυστυχώς ενδεχόμενη τέτοια σύγκρουσή τους θα είναι και μοιραία για το εργατικό κίνημα. Δεν είναι, επομένως, υποτίμηση των μικρών κατακτήσεων υπέρ της επανάστασης. Είναι η εκτίμηση ότι με ένα τέτοιο δρόμο δεν μπορούν να έρθουν αυτές οι μικρές κατακτήσεις.
Η δεύτερη περίπτωση είναι μετά από ισχυρούς αγώνες, να πέσει η κυβέρνηση και να αναδειχτεί μια αριστερή κυβέρνηση με ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα (όχι απαραίτητα με εκλογές, αλλά πιθανά και ως ντε φάκτο αποτέλεσμα μιας λαϊκής εξέγερσης), ίσως και μετά από την υλοποίηση πλευρών της αντικαπιταλιστικής ανατροπής. Σε αυτή την περίπτωση η στάση μας πρέπει να είναι διαφορετική αλλά νομίζω ότι και πάλι δεν πρέπει να συμμετέχουμε. Και ρωτάει κάποιος: Καλά τόσο έξυπνοι είστε εσείς (ή μήπως και ανεύθυνοι ή φοβιτσιάρηδες) ; Θα βάλετε τους ‘’ρεφορμιστές’’ στα δύσκολα και εσείς θα μείνετε αδιάφοροι στην ευκολία της αντιπολίτευσης; Κάθε άλλο! Ακριβώς επειδή δεν θα είμαστε αδιάφοροι σε μια τέτοια έκβαση και θα θέλουμε να εξελιχθεί θετικά, ΘΑ ΔΩΣΟΥΜΕ ΤΟ ΚΥΡΙΟ ΒΑΡΟΣ ΜΑΣ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΑΥΤΟ ΘΑ ΚΡΙΝΕΤΑΙ: Είναι προφανές ότι κάθε μέτρο εργατικού συμφέροντος και κάθε προσπάθεια αναδιανομής του πλούτου θα προσκρούει στην ίδια τη φύση του τρόπου παραγωγής ανεξάρτητα με το ποιος κατέχει την κοινοβουλευτική εξουσία. Θα απαιτείται ισχυρό εργατικό κίνημα, σκληρή σύγκρουση στα πεδία της πραγματικής εξουσίας, της παραγωγής και του κράτους και αντικαπιταλιστική αριστερά γιατί στην πράξη θα είναι επαναστατικός ο αγώνας, ακόμα και για την υλοποίηση των θετικών πλευρών του κυβερνητικού προγράμματος. Θα πρόκειται για μια ιδιότυπη κατάσταση που διαρκώς θα μετεωρίζεται και θα ταλαντεύεται μεταξύ της ήττας και της επιστροφής στην αστική πολιτική και της οριστικής επαναστατικής ρήξης ώστε να αλλάξει ο τρόπος παραγωγής. Δυστυχώς η ιστορία έχει δείξει ότι η μετάβαση δεν μπορεί να είναι ειρηνική και όταν η στιγμή που η επαναστατική τομή είναι αναγκαία φτάνει, αυτού του τύπου οι κυβερνήσεις είναι πολύ δύσκολο να στηρίξουν και να κατευθύνουν την επανάσταση και υποτάσσονται στην ήττα, την ηρωική θυσία αν όχι την προδοσία. Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα από τη Χιλή δεν μπορεί να υπάρξει σε αυτό. Άρα και εκεί η αντικαπιταλιστική αριστερά, άλλοτε θα στηρίζει, άλλοτε όχι, ωστόσο δεν θα πρέπει να συμμετέχει αλλά να αποτελεί μια συνεχή δύναμη που να βάζει τον πήχη πιο ψηλά και να μην ολιγωρεί μπροστά στα αντικαπιταλιστικά καθήκοντά της και στην διεκδίκηση της εργατικής εξουσίας.
Η τρίτη περίπτωση είναι η διαμόρφωση μιας επαναστατικής κυβέρνησης σε μια φάση ουσιαστικά μεταβατική όταν η προηγούμενη εξουσία συντρίβεται αλλά η νέα βρίσκεται ακόμα στα σπάργανά της. Σε μια τέτοια περίπτωση μιλάμε για το πρώτο βήμα της νέας εξουσίας όπου σαφώς η επαναστατική αριστερά θα συμμετέχει. Ωστόσο και σε αυτήν ακόμα την περίπτωση οι πιο στρατηγικές κομμουνιστικές τάσεις της οφείλουν να προωθούν την λήψη της εξουσίας από τους ίδιους τους εργάτες και τα όργανά τους, να ενισχύουν την εργατική συλλογική συμμετοχή στην πολιτική διαχείριση και βέβαια τις συνολικές τομές για την ισχυροποίηση της εργατικής εξουσίας, την πάταξη των αστικών προσπαθειών επανάκαμψης και το πέρασμα στον κομμουνισμό. Σαφώς τα διδάγματα από την Οκτωβριανή επανάσταση, τη νίκη της, την ηγεμονία και την απονέκρωση των Σοβιέτ είναι εξαιρετικά πολύτιμα.
Σε τόσες λέξεις επιχειρήθηκε να στοιχειοθετηθεί μια μεθοδολογία πρότασης που, κατά την άποψη μου, θα πρέπει να έχει η αντικαπιταλιστική αριστερά και να παρεμβαίνει στην κρίσιμη συζήτηση που έχει ανοίξει στον κόσμο της αριστεράς. Φαίνεται εύκολη. Σίγουρα όχι. Αλλά πότε αυτό που ενέπνευσε και συσπείρωσε το λαό ήταν το εύκολο και όχι το κατανοητό και αναγκαίο; Και άλλωστε το γνωστό παράδειγμα του ΕΑΜ, που όλοι ξαναθυμούνται για να κρατήσουν ότι θέλουν, τι δείχνει; Ότι όταν το ΕΑΜ είχε ένα στόχο και τα μέσα για να τον κατακτήσει, ακόμα και αν αυτός φάνταζε ακατόρθωτος, συσπείρωσε εκατομμύρια απλούς ανθρώπους, νέους και νέες, εργάτες αγρότες, τους πάντες. Όταν έφτασε το σημείο που δίστασε, που μπέρδεψε τους στόχους, θόλωσε τα νερά, έκανε λάθη, τότε έφτασε τελικά να χάσει. Και μια συζήτηση για την κληρονομιά του πρέπει να κρατά όλα τα μαθήματα…
Πόσο απέχουμε;
Το τελευταίο πράγμα που έχουμε να κάνουμε τώρα είναι να καταφύγουμε στις εικασίες για τις παραπάνω πιθανές εκβάσεις. Όχι γιατί είναι βέβαιο ότι μας χωρίζει πολύς χρόνος από αυτές. Το βέβαιο είναι ότι μας χωρίζει η τεράστια προσπάθεια που πρέπει να καταβληθεί για ένα ανατρεπτικό πολιτικό κίνημα που θα σαρώσει τον αντίπαλο, στην βάση πολιτικών αιτημάτων και στόχων. Και εδώ δεν υπάρχουν οι αναγκαίες δεσμεύσεις και συμβολές από την κοινοβουλευτική αριστερά, ενώ ξεχειλίζει η συζήτηση για την κυβέρνηση. Μας χωρίζει το ζητούμενο που είναι η ίδια η λαϊκή εξέγερση, η υλική-αντικειμενική προϋπόθεση (με κοινωνικούς όρους νοούμενη) για να έχει νόημα η παραπάνω συζήτηση. Διαφορετικά όλα αυτά θα θυμίζουν το γνωστό αμερικάνικο ανέκδοτο: ‘’αν είχαμε αυγά, θα κάναμε μια καταπληκτική ομελέτα αυγά με μπέικον, αλλά δυστυχώς δεν έχουμε και μπέικον’’…
Πηγή: Αριστερό μπλοκ
Άλμα στο κενό ή προσέγγιση με όρους πραγματικών δεδομένων της ταξικής πάλης;
Η εποχή μας, πέραν όλων των άλλων, προσδίδει ενδιαφέροντα στοιχεία στις συζητήσεις τόσο μέσα στην Αριστερά όσο και ευρύτερα στον εργαζόμενο κόσμο.Το πρώτο ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι οφείλεις να είσαι σαφής και ξεκάθαρος σε αυτά που λες.
Πάνε τα χρόνια που πίσω από τη θεωρητική θολούρα και τις μάχες διατυπώσεων μπορούσε να κρυφτεί μια αμηχανία και μια απουσία πολιτικής και προγραμματικής τοποθέτησης. Τώρα τα ακροατήρια είναι και πιο μαζικά και πιο λαϊκά και πιο απαιτητικά. Τι λες, τι θες να κάνεις και πως; Απλά και κατανοητά. Μπορείς να το πεις; Αν όχι τράβα στη μπάντα.
Το δεύτερο είναι ότι πολλές φορές φαίνεται σαν οτιδήποτε προτείνει κάποιος, να έχει πλευρές αλήθειας και να μπορείς όταν το ακούσεις να κουνήσεις το κεφάλι σου συγκαταβατικά. Από το πιο συντηρητικό σενάριο, του «ας αλλάξει ένας υπουργός, ας γίνει κάτι λίγο τουλάχιστον να μην πεθάνουμε από την πείνα, έστω μέχρι εδώ κρατηθήκαμε, να μη χειροτερέψουμε», μέχρι το πιο ακραίο και απελπισμένο, του «να πάρω μια καραμπίνα και να τους διαλύσω όλους, θα βάλω μια μπόμπα και θα σου πω εγώ, θα τον βρω το χοντρό και θα του ρίξω μια να φοβηθούν οι άλλοι», περιέχουν στοιχεία με λογική και εκφράζουν την ανάγκη όλου του κόσμου να κάνει κάτι.
Αυτό το τελευταίο είναι και το θετικό στοιχείο. Ότι όποιος συζητά, όποιος ψάχνει να βρει μια άκρη-όχι αυτοί που φοβισμένοι κάθονται στη γωνία- ότι και να προτείνει, περιλαμβάνει σε πρώτη φάση τον μαζικό και ανυποχώρητο αγώνα ενάντια σε αυτή την κυβέρνηση. Ότι και να γίνει χειρότερα από αυτούς δε γίνεται, ας αγωνιστούμε μέχρι τέλους και θα δούμε τι θα γίνει. Αν πέσει η κυβέρνηση μπορεί να γίνει μετά αυτό που λέει ο Α ή και αυτό που λέει ο Β, ή ίσως και αυτό που σκέφτεται ο Γ.
Με αυτές τις σκέψεις θα προσπαθήσω παρακάτω να περιγράψω μια μεθοδολογία πρότασης για την υπέρβαση του σημερινού κοινωνικού αδιεξόδου. Και λέω ξανά, σε όποια πρόταση έχεις πρέπει να λες: Ποιο είναι το πρόβλημα, γιατί δημιουργήθηκε και βάσει αυτού τι θες να γίνει και πως.
Ποια είναι λοιπόν η σημερινή κατάσταση; Καθημερινά γίνεται ολοένα και πιο φανερό ότι στη χώρα μας η κοινωνική πλειοψηφία οδηγείται πραγματικά στο εκτελεστικό απόσπασμα, σε μια εξαθλίωση που όμοια της δεν έχει ζήσει καμιά άλλη γενιά μετά τον πόλεμο. Οι ελπίδες ότι πρόκειται για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα σκληρών μέτρων μέχρι να επιστρέψουμε στην ανάπτυξη έχουν πια εξανεμιστεί, το ίδιο και ότι η αντιλαϊκή πολιτική θα πλήξει απλά κάποιους και όχι το σύνολο των εργαζομένων. Μάλιστα, η ίδια πολιτική υιοθετείται σε όλο τον κόσμο – με την Ελλάδα να πρωταγωνιστεί βέβαια ως το πειραματόζωο του κοινωνικού κανιβαλισμού και σαν τον πιο αδύναμο κρίκο εντός της Ε.Ε.- με ή χωρίς μνημόνιο, με ή χωρίς χρέος. Συμβολικά ενδιαφέρον μάλιστα είναι ότι μόλις λίγες μέρες πριν ο Κοέλιο, ο πρωθυπουργός της Πορτογαλίας ανακοίνωσε την περικοπή του 13ου και του 14ου μισθού. Όχι απλά παρόμοια πολιτική, αλλά ολόιδια. Το σύνολο του καπιταλιστικού κόσμου μετά τις διακυμάνσεις των προηγούμενων χρόνων εισέρχεται σε ένα νέο και ακόμα πιο μεγάλο κύμα ύφεσης, από το οποίο δε φαίνεται να εξέρχεται σύντομα. Η πολιτική λύση που έχουν επιλέξει οι κυρίαρχοι κύκλοι είναι ξεκάθαρη: Διαλύστε τους, πάρτε ότι μπορείτε για να διατηρήσουμε τα κέρδη μας. Ή θα τους φάμε ή θα μας φάνε.
Είναι όμως μόνο αυτή η εικόνα; Όχι. Γιατί είναι η πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, που γιγαντιαία κινήματα, εξεγέρσεις και επαναστάσεις, κλονίζουν ΟΛΟ τον κόσμο. Και αυτό δεν είναι υπερβολή, ούτε ένεση ιστορικής αισιοδοξίας μπροστά στα δύσκολα, αλλά πραγματικότητα. Όταν εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου γεμίζουν τους δρόμους και τις πλατείες, από τις αραβικές χώρες μέχρι το Λονδίνο και από την Αθήνα μέχρι τη Νέα Υόρκη, διεκδικώντας κοινωνική αλλαγή, η κατάσταση είναι σοβαρή. Στην πράξη σχεδόν το σύνολο της υφηλίου, αυτό το 99% που λένε στα πλακάτ έξω από τη Wall Street, παλεύει ενάντια σε ένα παγκόσμιο σύστημα, συνειδητά ή μη, ακόμα και αν αυτό έχει τελείως διαφορετικές μορφές από τόπο σε τόπο. Και το πιο φοβερό είναι ότι πράγματι αυτή η αίσθηση της πανκοινωνικής απεύθυνσης έχει βάση, ακόμα και αν είναι σαφές ότι η αστική τάξη δεν είναι μόνο οι δισεκατομμυριούχοι και η κρίση δεν πλήττει το ίδιο τον άνεργο και το μεσαίο στέλεχος μιας επιχείρησης. Ωστόσο η ιστορική κρίση αυτού του συστήματος, η πολιτική και οικονομική απληστία των ισχυρών στις τράπεζες και τα πολυκλαδικά μονοπώλια, κάνει αδύνατη ακόμα και τη διατήρηση αυτού του κομματιού που χωρίς να ζει μέσα σε αμύθητα κέρδη, τουλάχιστον επιβιώνει με αξιοπρέπεια και τελικά δεν επιδιώκει την ανατροπή της κατάστασης. Άρα η πολιτική λύση που φαίνεται να ψηλαφίζουν και οι κάτω είναι ξεκάθαρη και ίδια: Διαλύστε τους, πάρτε ότι μπορείτε για να επιβιώσουμε. Ή θα τους φάμε ή θα μας φάνε.
Έχω την αίσθηση ότι στην Ελλάδα εμφανίζεται για πρώτη φορά και κάτι ακόμα πιο ιδιαίτερο. Και αυτό βρίσκεται στην απάντηση του ερωτήματος γιατί φτάσαμε ως εδώ. Ιστορικά η χώρα μας έχει περάσει ξανά οικονομική εξαθλίωση, φτώχεια και πείνα. Νομίζω όμως ότι πάντοτε στην πλατιά συνείδηση του κόσμου υπήρχε κάποιος λόγος. Και αυτός δεν ήταν γενικά το σύστημα, παρότι μια σοβαρή αριστερή ανάλυση σε αυτό θα κατέληγε. Τουρκοκρατία, ένα κράτος που προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια του, πόλεμοι, μικρασιατική καταστροφή, κατοχή, εμφύλιος, δικτατορίες, γενικά μια ταραγμένη χώρα, ένα ανώμαλο πολιτικό σύστημα, η αίσθηση για έναν καπιταλισμό που δεν έχει ακόμα ανδρωθεί, για ένα κράτος που προσπαθεί να νοικοκυρευτεί. Και αφού υπήρχε αυτή η αίσθηση έδινε και την ελπίδα για το πότε θα περάσουν αυτά. Όταν φύγει ο εχθρός, όταν τελειώσει ο πόλεμος, όταν πέσει ο δικτάτορας, όταν όλοι μαζί θα φτιάξουμε ένα «κανονικό κράτος». Βέβαια, όλα αυτά αποτέλεσαν και πλευρές των ιστορικών λαθών και φόβων της αριστεράς, ωστόσο αυτό δεν είναι το θέμα του κειμένου αυτού.
Τώρα ποιος φταίει; Ποιος το περίμενε ότι θα φτάναμε εδώ που φτάσαμε, να υπάρχει ξανά πείνα; Χωρίς πολέμους, χωρίς καταστροφές, χωρίς βαρείς χειμώνες. Πείνα και εκατομμύρια τόνων τροφίμων να σαπίζουν απούλητα σε αποθήκες. Μα αφού φτιάξαμε ένα κράτος, αφού φτιάξαμε έναν καπιταλισμό πιο κανονικό, αφού μπήκαμε σε όλους τους διεθνείς οργανισμούς; Μπορεί να έχει ο καθένας διαφορετική άποψη, είναι η ισχυρή Ελλάδα της εξάπλωσης στα Βαλκάνια ή η ψωροκώσταινα με ένα κομπραδόρικο καπιταλισμό; Αυτά έχουν μεγάλη σημασία, ωστόσο ας τα υπερβούμε προς το παρόν. Σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα δεν έπασχε από «λίγο», αλλά από «πολύ» καπιταλισμό. Δεν ήταν ημιφεουδαρχική, πέρασε από τον δευτερογενή τομέα προς τον τριτογενή και τη σχετική αποβιομηχάνιση με τρόπο παρόμοιο με τον μισό αναπτυγμένο καπιταλισμό. Ήταν ισχυρή στο παγκόσμιο σύστημα ή αδύναμη; Ας το συζητήσουμε. Ήταν όμως σε κάθε περίπτωση πλήρως ενταγμένη σε αυτό, μέσα σε όλες τις ολοκληρώσεις (όχι από θέση ισχύος πράγμα που την έκανε διαρκώς να χάνει εντός της Ε.Ε.) με τον τρόπο που το παγκόσμιο σύστημα αλλά και η ντόπια αστική τάξη επιθυμούσε. Δεν είναι θέμα μας τι θα γινόταν αν η Ελλάδα ήταν Γερμανία. Δεν είναι και για αυτό μιλάμε.
Άρα και στην Ελλάδα και παγκόσμια οι απαντήσεις που δύσκολα και επώδυνα αρχίζουν σιγά σιγά να βρίσκουν οι αγωνιζόμενοι είναι ότι φταίει το ίδιο το σύστημα και η κρίση του. Ποτέ άλλοτε στο παρελθόν δεν κατέληγε τόσο εύκολα εκεί η αυθόρμητη συνείδηση των εργαζομένων. Προφανώς αυτό δεν είναι και τώρα τόσο εύκολο και απαιτεί μεθοδική και συγκροτημένη προσπάθεια παρέμβασης. Φταίει μόνο η κυβέρνηση; Και η προηγούμενη; Και η τρόικα; Και η δίπλα χώρα; Και η ΕΕ; Και η Goldman Sachs; Και ο Κόκκαλης; Τα πράγματα είναι σαφή. Χωρίς βερμπαλισμούς, χωρίς αριστερίστικη επαναστατικολογία, χωρίς απλοϊκότητα, χωρίς κομμουνιστοφανή διδακτισμό, με τη λογική, με την λαϊκά κατανοητή σκέψη, με την επιστημονική μελέτη δεν μπορεί να υπάρξει άλλη φράση πιο σωστή από αυτή: Για τη σημερινή κατάστασή μας φταίει ο ίδιος ο καπιταλισμός, τα θεμέλια του, η οικονομία του, ο τρόπος παραγωγής του, το πολιτικό του σύστημα. Για να υπερβούμε τη σημερινή κατάσταση, για να έχουμε να φάμε, πρέπει να ανατρέψουμε τον καπιταλισμό. Και για να το κάνουμε αυτό πρέπει να κάνουμε επανάσταση.
Σιγά το φοβερό, θα πει κάποιος. Όποτε και να σας ρωτάγαμε το ίδιο θα λέγατε, να κάνουμε επανάσταση. «Το θέμα είναι τώρα τι κάνουμε, ο κόσμος δεν τα καταλαβαίνει αυτά», λένε πολλοί. Οι ίδιοι που περιμένουν από τον λαό να πρωταγωνιστήσει, το υποβιβάζουν σαν υποδεέστερο να κατανοήσει οτιδήποτε. Σαν το μόνο που καταλαβαίνει να είναι οι εκλογές και οι ηγέτες. Αλλά και έτσι να είναι, η αριστερά τι οφείλει να κάνει; Να υποταχθεί στη μέση συνείδηση ή να κάνει βήματα για να την υπερβεί; Λαϊκά κατανοητό σημαίνει να κάνεις «τάλιρα» την πρότασή σου, να την παρουσιάσεις με πρόγραμμα και πράξεις, όχι να την αλλάξεις σε κάτι που «χωράει» μέσα στα όρια και στα διλλήματα που έχει θέσει το σύστημα και τα ΜΜΕ. Είναι παράλογο και ακατανόητο σήμερα να μιλάει κανείς για αντικαπιταλιστική επανάσταση; Και λογικό και κατανοητό είναι να περιμένουμε ότι με απλά φτιασιδώματα αυτό το σύστημα θα φτιάξει; Και ποιος καθορίζει τι είναι λογικό και τι όχι; Η Εαμική αντίσταση ήταν λογική; Το Πολυτεχνείο; Μήπως σκεφτόμαστε πως θα απαντήσουμε στα κανάλια και όχι στον εργαζόμενο κόσμο; Ε ναι λοιπόν, η πρόταση που πρέπει να έχει μια πραγματική αριστερά σήμερα δεν μπορεί να είναι εύκολη. Δύσκολη θα είναι γιατί δύσκολος και μακρύς θα είναι και ο δρόμος της ανατροπής. Αλλά εμείς δε στρατευτήκαμε για τα εύκολα.
Σημαίνει μήπως αυτό ότι η επαναστατική πρόταση ταυτίζεται με την διαρκή επαναστατικολογία; Με την επανάληψη της αναγκαιότητας της επανάστασης; Όχι. Αλλά ο λόγος δεν είναι ότι δεν «είναι της στιγμής», ή «είναι μακρινό». Αλλά γιατί πάντοτε χρειάζεται η διαμόρφωση της επαναστατικής τακτικής και η σύνδεσή της με την επαναστατική στρατηγική, γιατί χρειάζεται να γίνουν βήματα στη συνείδηση της εργατικής τάξης. Και δεν είναι γενικά στρατηγική η επανάσταση. Στρατηγική μας είναι η εργατική δημοκρατία και ο κομμουνισμός. Η επανάσταση είναι το σημείο τομής της τακτικής με τη στρατηγική, το «ανώτερο» όριο της τακτικής, και το «κατώτερο» της στρατηγικής. Άρα χρειάζεται τακτική για να φτάσουμε μέχρι την επανάσταση.
Νομίζω ότι σε αυτό το επίπεδο, το παραπάνω συνοψίζεται στο καθοριστικό αίτημα για «Αντικαπιταλιστική Ανατροπή» που θέτει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η αντικαπιταλιστική ανατροπή δεν είναι ούτε η επανάσταση και ο κομμουνισμός, ούτε απλά ένας μαχητικός αγώνας για να πέσει η κυβέρνηση. Είναι ακριβώς η σύνδεση του σήμερα με το αύριο. Η αντικαπιταλιστική ανατροπή περνάει μέσα από ένα σύνολο αιτημάτων που είναι ταυτόχρονα απόλυτα κατανοητά και αναγκαία στο σήμερα, και υιοθετούνται πλατιά από το εργατικό κίνημα. Είναι αιτήματα που δεν είναι για την αριστερά και τα συνέδρια αλλά για το πλατύ μαζικό κίνημα. Τα πιο σημαντικά από αυτά δεν είναι άλλα από την παύση πληρωμών και τη διαγραφή του χρέους, την ρήξη- έξοδο από ευρώ και Ε.Ε., την εθνικοποίηση με εργατικό έλεγχο των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων και βέβαια τις αυξήσεις στους μισθούς, της συντάξεις, την υπεράσπιση και διεύρυνση των δημόσιων υπηρεσιών κ.α. Το σύνολο αυτών είναι αναγκαία ΣΗΜΕΡΑ. Για να έχουμε επόμενη μέρα. Αναφαίρετο στοιχείο σε αυτά που πρέπει να καθορίζει τις διεκδικήσεις όλων των αγωνιζόμενων κομματιών είναι η πτώση αυτής της λαομίσητης κυβέρνησης, πτώση που μπορεί να γίνει από τους εργαζόμενους και το κίνημά τους εξαιρετικά άμεσα. Αυτά τα αιτήματα νομίζω ότι μπορούν να γίνουν το σύγχρονο «Ειρήνη, Γη, Ψωμί» των μπολσεβίκων (σαφώς με μεγαλύτερη αυτοσυγκράτηση κατανοώ ότι χρειάζεται μεγαλύτερη επεξεργασία και κυρίως εργατική αποδοχή για να παίξουν το ρόλο αυτό). Δηλαδή αιτήματα επιβίωσης που είναι άμεσα αλλά ταυτόχρονα το ίδιο το σύστημα αδυνατεί να τα παραχωρήσει και για αυτό πρέπει να ανατραπεί.
Η εξέλιξη που θα υπάρχει στην ταξική πάλη δεν μπορεί να προεξοφληθεί. Ωστόσο εμείς πρέπει χωρίς μισόλογα και αοριστολογίες, πρέπει να λέμε τι θέλουμε, τι στόχο έχουμε. Εμείς λοιπόν έχουμε σαν κεντρικό στόχο της περιόδου την αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης και της αστικής πολιτικής (όπως περιγράφηκε παραπάνω) που θα κλονίσει τους συσχετισμούς και την αστική κυριαρχία και θα ανοίξει το δρόμο για την αντικαπιταλιστική επανάσταση που είναι η μόνη λύση διαρκείας στη βαρβαρότητα του καπιταλισμού. Για αυτό το στόχο έχουν μπει στη συζήτηση, διάφορα μέσα. Το πολιτικό εργατικό κίνημα είναι ο φορέας αυτού του στόχου, είναι ένα αναγκαίο μέσο για να επιτευχθεί, το ίδιο και η ενότητα της αριστεράς, τα διαφόρων ειδών μέτωπα που συζητιούνται, ακόμα και τα σενάρια για αριστερές κυβερνήσεις. Όλα αυτά, στα οποία θα εστιάσω στη συνέχεια, είναι ΜΕΣΑ, καλά ή κακά, αλλά όχι στόχοι. Ή τουλάχιστον για έναν επαναστάτη είναι μέσα. Για ένα ρεφορμιστή, ευρωπαϊστή ή θολωμένο με τον κυβερνητισμό αριστερό, μάλλον είναι τελικοί στόχοι ή αυτοσκοπός. Και προσοχή, να μην παρεξηγηθώ. Δε σημαίνει αυτό ότι δεν έχουν σημασία. Στο σήμερα δεν μπορεί να αναφέρεται κάποιος στην αριστερά και να μην διαμορφώνει κάποια μετωπική πρόταση ή κάποια πρόταση διεξόδου. Είναι αναγκαίο αλλιώς κάθεσαι και βλέπεις τη κρίση να διαλύει τα πάντα.
Για να επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί χρειάζονται σημαντικές μεταβολές και στο επίπεδο του κινήματος και στην αριστερά.
Ένα νέο, πολιτικό, ταξικά ανασυγκροτημένο, εργατικό κίνημα είναι αυτό που θα αποτελέσει εν τέλει τον φορέα της αντικαπιταλιστικής ανατροπής. Αυτό αποτελεί ένα τεράστιο, ιστορικών διαστάσεων στοίχημα, για το οποίο πραγματικά όλη η Αριστερά οφείλει να συμβάλλει. Καθορίζεται από ένα συνδυασμό δημοκρατικών διαδικασιών βάσης, μαζικής εργατικής συμμετοχής και εκπροσώπησης, βαθέματος του πολιτικού πλαισίου και των εργατικών διεκδικήσεων, πολύμορφων, μαχητικών και «μέχρι το τέλος» μορφών δράσης, υπέρβασης του υποταγμένου συνδικαλισμού, δημιουργία νέων μορφών συνδικαλιστικής έκφρασης αλλά και αλλαγή των συσχετισμών εντός των υπαρχόντων. Άρα δεν είναι απλά οι αγώνες, ή οι ηρωικές μάχες, είναι μια επαναθεμελίωση του εργατικού κινήματος που διαβρώθηκε από το κράτος, το ρεφορμισμό, την ηττοπάθεια και την ταξική συνδιαλλαγή. Σε αυτή την υπόθεση είναι καθοριστική η πλευρά της ανατρεπτικής κοινής δράσης της αριστεράς στο κίνημα, για την οποία οι δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς μοχθούν χρόνια ολόκληρα. Αυτό δεν είναι απλά ένας συνδικαλιστικός χειρισμός, να κάνει μια κοινή πρόταση σε ένα σωματείο η Αριστερά. Είναι πολιτική διαδικασία, όπως πολιτικό πρέπει να είναι και το εργατικό κίνημα. Προϋποθέτει μόνιμη και συνειδητή προσπάθεια μετατοπίσεων στις συνειδήσεις, υπέρβασης της στασιμότητας και του φόβου, υπεράσπιση της ανυποχώρητης μάχης και κυρίως επεξεργασία πολιτικών προτάσεων ανατρεπτικής δράσης. Με μια έννοια είναι και σχετικά αστείο να γίνονται διαρκώς προτάσεις ενότητας και εκλογικών συνεργασιών από την διαχειριστική αριστερά όταν πολύ συχνά δεν μπορεί να επιτευχθεί ούτε η δέσμευση ότι όλες οι δυνάμεις θα στηρίξουν από κοινού έναν απεργιακό αγώνα.
Όσον αφορά την αριστερά, απαιτούνται αντίστοιχα ριζικές μεταβολές. Και σαφώς η ολοένα και διογκούμενη συζήτηση για την ενότητα ή την κοινή δράση της αριστεράς ακουμπά σε μια ανάγκη που αισθάνεται όλο και περισσότερος κόσμος για μια διαφορετική απάντηση. Ωστόσο, όπως περιγράφηκε παραπάνω, η ενότητα της αριστεράς μόνο ως μέσο για την επίτευξη ενός στόχου πρέπει να γίνεται αντιληπτή. Αλλιώς τι νόημα μπορεί να έχει για τον εργαζόμενο κόσμο; Για το κομματικό στέλεχος, ή αυτόν που οραματίζεται οφίτσια, ή αυτόν που φοβάται όσο τίποτε άλλο το να φύγει από την κοινοβουλευτική αγκαλιά, η αυτόν που μετράει μόνο αριθμούς στις δημοσκοπήσεις, έχει νόημα βεβαίως. Για τον εργαζόμενο όμως; Άρα συμφωνούμε ότι είναι αναγκαία σαν μέσο για την επίτευξη ενός στόχου. Σαφώς και δε γίνεται τίποτα με χιλιάδες μικρά μαγαζιά που το καθένα κρατά στιβαρά για τον εαυτό του τη μαγική μαρξιστική συνταγή και περιμένει την ώρα που θα μεταμορφωθεί σε επαναστατικό κόμμα.
Τι γίνεται όμως όταν έχεις διαφορετικό στόχο; Αν θες να σχεδιάσεις ένα καινούριο σπίτι για να μείνεις, πρέπει πρώτα να γκρεμίσεις το προηγούμενο. Και για να το κάνεις αυτό θα κάνεις κατεδάφιση, θα σκάψεις, θα βάλεις θεμέλια. Αν θες να το βάψεις ή να το ανακαινίσεις δε χρειάζονται αυτά, ίσα ίσα που πρέπει να προσέξεις μήπως πάθει και τίποτα και πέσει γιατί εκεί θα μείνεις και μετά. Καλοί και οι μπογιατζήδες αλλά για μετά, τώρα θέλουμε κατεδάφιση.
Χρειάζεται όμως μέτωπο; Και πέρα από το μέτωπο αγώνα, χρειάζεται και μέτωπο στα πολιτικά υποκείμενα; Ναι, χίλιες φορές ναι. Τι χαρακτήρα πρέπει να έχει το μέτωπο; Αντιφασιστικό, αντινεοφιλελευθερο, αντιπολεμικό, αντικατοχικό, πατριωτικό; Αυτό δεν είναι υποκειμενική επιλογή. Καθορίζεται από το χαρακτήρα του αντιπάλου, την φύση της σημερινής κρίσης, το στόχο της επίθεσης, τα μέσα που χρησιμοποιούνται. Με αυτά τα κριτήρια απαντάμε ότι αυτό στις μέρες μας πρέπει να είναι στον πυρήνα του αντικαπιταλιστικό. Ενσωματώνοντας φυσικά κορυφαίες άλλες διαστάσεις όπως η αντιιμπεριαλιστική, η δημοκρατική διάσταση και η οικολογική. Αυτή η ενότητα, σε αντικαπιταλιστική βάση, μπορεί να αποτελέσει το μέσο για το στόχο που θέτουμε. Αυτή είναι που μπορεί να βοηθήσει και στο εργατικό και ευρύτερο κίνημα και στον αναγκαίο θεωρητικό επανεξοπλισμό που απαιτείται από ένα σύγχρονο μαρξιστικό επαναστατικό ρεύμα. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποτελεί ένα τεράστιο βήμα σε αυτή την κατεύθυνση που πρέπει να διατηρηθεί, να ενισχυθεί και βέβαια να αποκτήσει καλύτερες, πιο πολιτικές και δημοκρατικές διαδικασίες. Σαφώς, δυνάμεις και αγωνιστές που μπορούν και πρέπει να κάνουν βήματα στην κατεύθυνση του αντικαπιταλιστικού μετώπου, υπάρχουν και εκτός αυτής. Το θέμα όμως δεν μπορεί να είναι να διαμορφωθεί ένα κοινό πλαίσιο με βάση την υπάρχουσα τοποθέτηση στον δεδομένο χάρτη της αριστεράς, αλλά στη βάση του αναγκαίου αντικαπιταλιστικού προγράμματος να γίνουν ρήξεις, ανακατατάξεις, μετατοπίσεις, υποχωρήσεις και συγκλίσεις. Και αυτό είναι ο δρόμος που πρέπει να διαβούμε. Το πρόγραμμα της αντικαπιταλιστικής ανατροπής που περιγράφηκε παραπάνω μπορεί να αποτελέσει μια σοβαρή βάση για ένα αντικαπιταλιστικό μέτωπο που θα αλλάξει πραγματικά το χάρτη της αριστεράς ανασυγκροτώντας, συσπειρώνοντας και ενοποιώντας σε ανώτερη βάση δυνάμεις και αγωνιστές που προέρχονται από όλο το φάσμα της αριστεράς και βεβαίως ανένταχτους.
Είναι πιθανό στην εξέλιξη της ταξικής πάλης και της αντικαπιταλιστικής ανατροπής να υπάρχουν πάρα πολλές καμπές. Μέσα σε αυτά όντως μπορεί να είναι και το θέμα της αριστερής κυβέρνησης. Πριν απαντήσουμε σε αυτό πρέπει να υπενθυμίσουμε την προηγούμενη μεθοδολογία. Ότι, καλή ή κακή, μια αριστερή κυβέρνηση δεν μπορεί να είναι ο στόχος ενός επαναστάτη, ούτε και οριστική απάντηση στην καπιταλιστική κρίση, αλλά θα μπορούσε ίσως να είναι μια στιγμή ή ένα μέσο. Αν λοιπόν αισθανόμαστε μια πίεση από τον κόσμο για μια αριστερή κυβέρνηση που θα δώσει τη λύση, εμείς πρέπει πρώτα να απαντάμε ότι δεν θα τη δώσει. Ότι δυστυχώς, φίλε, η λύση δεν μπορεί να έρθει με την ψήφο σου, δεν μπορεί να έρθει με ένα ισχυρό ποσοστό αλλά με τον συνεχή, ανυποχώρητο επαναστατικό αγώνα. Ότι, γίνει, δε γίνει αριστερή κυβέρνηση, το παιχνίδι πάντα θα παίζεται στο δρόμο. Αν κάποιος ψάχνει για εύκολους δρόμους, αν κάποιος ψάχνει για κάποιον να εναποθέσει την ψήφο και το μέλλον του για να το διεκπεραιώσει, τότε ας βρει κάποιον άλλο. Εμείς ψεύτικες τέτοιες υποσχέσεις δε δίνουμε. Ο δρόμος που εμείς περιγράφουμε απαιτεί τη στήριξη, την πάλη και τον πρωταγωνιστικό ρόλο μέχρι τέλους του εργαζόμενου λαού.
Το τι στάση θα πρέπει να έχει σε μια τέτοια περίπτωση κρίνεται σε κάθε φάση. Το βασικό όμως είναι ότι η άρνηση μιας κυβερνητικής προοπτικής δε σημαίνει ότι «φοβόμαστε να λερώσουμε τα χέρια μας», να πιάσουμε τα «δύσκολα θέματα». Οι κομμουνιστές οφείλουν πάντοτε να έχουν πρόγραμμα εξουσίας, αυτό όμως δεν είναι το κυβερνητικό πρόγραμμα εντός του καπιταλισμού. Γιατί η πρόταση εξουσίας περιλαμβάνει την οικοδόμηση μιας άλλης κοινωνίας που περνά μέσα από την εργατική εξουσία και την εκθεμελίωση ολόκληρου του αστικού κράτους, μέσα από την διαμόρφωση θεσμών και οργάνων εργατικού ελέγχου και εξουσίας, ενώ η κυβερνητική πρόταση περιλαμβάνει τη διαχείριση του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος.
Αν όμως το δούμε ρεαλιστικά, τι περιπτώσεις υπάρχουν;
Μια είναι να γίνει μια ενότητα της Αριστεράς σήμερα, χωρίς ιδιαίτερες προγραμματικές συγκλίσεις, σαν μια άμεση λύση ανάγκης απέναντι στην εξαθλίωση, που να βγει πρώτη στις εκλογές και να προσπαθήσει να κάνει κάποιες μεταρρυθμίσεις. Με βάση το επίπεδο των προγραμματικών διαφορών και την άρνηση ουσιαστικών επανατοποθετήσεων από τη κοινοβουλευτική αριστερά, είναι το πιθανότερο. Στην περίπτωση αυτή, όχι μόνο δεν θα βγει κερδισμένος ο λαός και δεν θα γίνουν ποτέ αυτές οι μεταρρυθμίσεις, όχι μόνο δεν θα προχωρήσει η υπόθεση της συνολικής ανατροπής, αλλά η αριστερά στο σύνολό της, θα έχει υποστεί μια συντριπτική και δύσκολα ανατρέψιμη ήττα. Αυτό είναι το χαρακτηριστικότατο πρόσφατο παράδειγμα της Ιταλίας, που όχι απλά δεν έφερε φιλολαϊκές αλλαγές αλλά παρέδωσε για μερικά χρόνια ακόμα τη χώρα στον γελοίο Μπερλουσκόνι, ενώ το κίνημα ακόμα δεν μπορεί να συνέλθει. Αυτό που δεν καταλαβαίνουν οι υποστηρικτές μιας τέτοιας λύσης είναι ότι όσο αριστερή και αν είναι μια κυβέρνηση αν δεν υπάρχει ένα ανατρεπτικό επαναστατικό κίνημα και δεν γίνουν ρήξεις με θεμελιώδεις πλευρές της αστικής ηγεμονίας τότε ούτε η πιο απλή μεταρρύθμιση δεν μπορεί να υλοποιηθεί. Πως μπορεί να υπάρξει κοινωνική πολιτική αν δε σταματήσουμε να πληρώνουμε αυτό το χρέος; Μπορούμε πραγματικά να ανασυγκροτήσουμε προς όφελος των εργατών την παραγωγή της Ελλάδας όσο είμαστε εντός της Ε.Ε.; Αυτά τα ερωτήματα και τα αδιέξοδα δεν είναι καθόλου μακρινά και καθόλου μικρά. Αντιθέτως κάθε ρηχή «ενότητα της Αριστεράς», κάθε «αντιμνημονιακό μέτωπο» και κάθε «νέα κυβερνητική πλειοψηφία με πυρήνα την Αριστερά» πάντα θα προσκρούουν σε αυτά και δυστυχώς ενδεχόμενη τέτοια σύγκρουσή τους θα είναι και μοιραία για το εργατικό κίνημα. Δεν είναι, επομένως, υποτίμηση των μικρών κατακτήσεων υπέρ της επανάστασης. Είναι η εκτίμηση ότι με ένα τέτοιο δρόμο δεν μπορούν να έρθουν αυτές οι μικρές κατακτήσεις.
Η δεύτερη περίπτωση είναι μετά από ισχυρούς αγώνες, να πέσει η κυβέρνηση και να αναδειχτεί μια αριστερή κυβέρνηση με ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα (όχι απαραίτητα με εκλογές, αλλά πιθανά και ως ντε φάκτο αποτέλεσμα μιας λαϊκής εξέγερσης), ίσως και μετά από την υλοποίηση πλευρών της αντικαπιταλιστικής ανατροπής. Σε αυτή την περίπτωση η στάση μας πρέπει να είναι διαφορετική αλλά νομίζω ότι και πάλι δεν πρέπει να συμμετέχουμε. Και ρωτάει κάποιος: Καλά τόσο έξυπνοι είστε εσείς (ή μήπως και ανεύθυνοι ή φοβιτσιάρηδες) ; Θα βάλετε τους ‘’ρεφορμιστές’’ στα δύσκολα και εσείς θα μείνετε αδιάφοροι στην ευκολία της αντιπολίτευσης; Κάθε άλλο! Ακριβώς επειδή δεν θα είμαστε αδιάφοροι σε μια τέτοια έκβαση και θα θέλουμε να εξελιχθεί θετικά, ΘΑ ΔΩΣΟΥΜΕ ΤΟ ΚΥΡΙΟ ΒΑΡΟΣ ΜΑΣ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΑΥΤΟ ΘΑ ΚΡΙΝΕΤΑΙ: Είναι προφανές ότι κάθε μέτρο εργατικού συμφέροντος και κάθε προσπάθεια αναδιανομής του πλούτου θα προσκρούει στην ίδια τη φύση του τρόπου παραγωγής ανεξάρτητα με το ποιος κατέχει την κοινοβουλευτική εξουσία. Θα απαιτείται ισχυρό εργατικό κίνημα, σκληρή σύγκρουση στα πεδία της πραγματικής εξουσίας, της παραγωγής και του κράτους και αντικαπιταλιστική αριστερά γιατί στην πράξη θα είναι επαναστατικός ο αγώνας, ακόμα και για την υλοποίηση των θετικών πλευρών του κυβερνητικού προγράμματος. Θα πρόκειται για μια ιδιότυπη κατάσταση που διαρκώς θα μετεωρίζεται και θα ταλαντεύεται μεταξύ της ήττας και της επιστροφής στην αστική πολιτική και της οριστικής επαναστατικής ρήξης ώστε να αλλάξει ο τρόπος παραγωγής. Δυστυχώς η ιστορία έχει δείξει ότι η μετάβαση δεν μπορεί να είναι ειρηνική και όταν η στιγμή που η επαναστατική τομή είναι αναγκαία φτάνει, αυτού του τύπου οι κυβερνήσεις είναι πολύ δύσκολο να στηρίξουν και να κατευθύνουν την επανάσταση και υποτάσσονται στην ήττα, την ηρωική θυσία αν όχι την προδοσία. Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα από τη Χιλή δεν μπορεί να υπάρξει σε αυτό. Άρα και εκεί η αντικαπιταλιστική αριστερά, άλλοτε θα στηρίζει, άλλοτε όχι, ωστόσο δεν θα πρέπει να συμμετέχει αλλά να αποτελεί μια συνεχή δύναμη που να βάζει τον πήχη πιο ψηλά και να μην ολιγωρεί μπροστά στα αντικαπιταλιστικά καθήκοντά της και στην διεκδίκηση της εργατικής εξουσίας.
Η τρίτη περίπτωση είναι η διαμόρφωση μιας επαναστατικής κυβέρνησης σε μια φάση ουσιαστικά μεταβατική όταν η προηγούμενη εξουσία συντρίβεται αλλά η νέα βρίσκεται ακόμα στα σπάργανά της. Σε μια τέτοια περίπτωση μιλάμε για το πρώτο βήμα της νέας εξουσίας όπου σαφώς η επαναστατική αριστερά θα συμμετέχει. Ωστόσο και σε αυτήν ακόμα την περίπτωση οι πιο στρατηγικές κομμουνιστικές τάσεις της οφείλουν να προωθούν την λήψη της εξουσίας από τους ίδιους τους εργάτες και τα όργανά τους, να ενισχύουν την εργατική συλλογική συμμετοχή στην πολιτική διαχείριση και βέβαια τις συνολικές τομές για την ισχυροποίηση της εργατικής εξουσίας, την πάταξη των αστικών προσπαθειών επανάκαμψης και το πέρασμα στον κομμουνισμό. Σαφώς τα διδάγματα από την Οκτωβριανή επανάσταση, τη νίκη της, την ηγεμονία και την απονέκρωση των Σοβιέτ είναι εξαιρετικά πολύτιμα.
Σε τόσες λέξεις επιχειρήθηκε να στοιχειοθετηθεί μια μεθοδολογία πρότασης που, κατά την άποψη μου, θα πρέπει να έχει η αντικαπιταλιστική αριστερά και να παρεμβαίνει στην κρίσιμη συζήτηση που έχει ανοίξει στον κόσμο της αριστεράς. Φαίνεται εύκολη. Σίγουρα όχι. Αλλά πότε αυτό που ενέπνευσε και συσπείρωσε το λαό ήταν το εύκολο και όχι το κατανοητό και αναγκαίο; Και άλλωστε το γνωστό παράδειγμα του ΕΑΜ, που όλοι ξαναθυμούνται για να κρατήσουν ότι θέλουν, τι δείχνει; Ότι όταν το ΕΑΜ είχε ένα στόχο και τα μέσα για να τον κατακτήσει, ακόμα και αν αυτός φάνταζε ακατόρθωτος, συσπείρωσε εκατομμύρια απλούς ανθρώπους, νέους και νέες, εργάτες αγρότες, τους πάντες. Όταν έφτασε το σημείο που δίστασε, που μπέρδεψε τους στόχους, θόλωσε τα νερά, έκανε λάθη, τότε έφτασε τελικά να χάσει. Και μια συζήτηση για την κληρονομιά του πρέπει να κρατά όλα τα μαθήματα…
Πόσο απέχουμε;
Το τελευταίο πράγμα που έχουμε να κάνουμε τώρα είναι να καταφύγουμε στις εικασίες για τις παραπάνω πιθανές εκβάσεις. Όχι γιατί είναι βέβαιο ότι μας χωρίζει πολύς χρόνος από αυτές. Το βέβαιο είναι ότι μας χωρίζει η τεράστια προσπάθεια που πρέπει να καταβληθεί για ένα ανατρεπτικό πολιτικό κίνημα που θα σαρώσει τον αντίπαλο, στην βάση πολιτικών αιτημάτων και στόχων. Και εδώ δεν υπάρχουν οι αναγκαίες δεσμεύσεις και συμβολές από την κοινοβουλευτική αριστερά, ενώ ξεχειλίζει η συζήτηση για την κυβέρνηση. Μας χωρίζει το ζητούμενο που είναι η ίδια η λαϊκή εξέγερση, η υλική-αντικειμενική προϋπόθεση (με κοινωνικούς όρους νοούμενη) για να έχει νόημα η παραπάνω συζήτηση. Διαφορετικά όλα αυτά θα θυμίζουν το γνωστό αμερικάνικο ανέκδοτο: ‘’αν είχαμε αυγά, θα κάναμε μια καταπληκτική ομελέτα αυγά με μπέικον, αλλά δυστυχώς δεν έχουμε και μπέικον’’…
Πηγή: Αριστερό μπλοκ
+ σχόλια + 1 σχόλια
θα λειτουργήσω λίγο με τη δική σου ορολογία για λόγους ευκολίας της συζήτησης.
Λες ότι χρειάζεται "τακτική για να φτάσουμε μέχρι την επανάσταση" και ότι σε αυτήν την αναγκαιότητα απαντά σήμερα ο στόχος της "αντικαπιταλιστικής ανατροπής". Παραθέτεις στη συνέχεια τα κεντρικά αιτήματα-στόχους αυτής της "ανατροπής": "την παύση πληρωμών και τη διαγραφή του χρέους, την ρήξη- έξοδο από ευρώ και Ε.Ε., την εθνικοποίηση με εργατικό έλεγχο των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων και βέβαια τις αυξήσεις στους μισθούς, της συντάξεις, την υπεράσπιση και διεύρυνση των δημόσιων υπηρεσιών κ.α."
Πράγματι αυτά (και πολλά άλλα) είναι αναγκαία ΣΗΜΕΡΑ. Τι σε κάνεις όμως να πιστεύεις ότι τέτοια αιτήματα μπορεί να υλοποιηθούν από κάτι λιγότερο από την εργατική εξουσία (τη δικτατορία του προλεταριάτου, λές εγώ, τον στρατηγικό δηλαδή στόχο);
Και αν πράγματι δεν πιστεύεις κάτι τέτοιο (όπως φαίνεται από τη δεύτερη περίπτωση που παραθέτεις παρακάτω, αυτήν της "αριστερής κυβέρνησης με ριζοσπαστικό πρόγραμμα), τότε τι νόημα έχει να καλλιεργούνται αυταπάτες εκ των προτέρων στα εργατικά στρώματα ότι μεταβατικές καταστάσεις/κυβερνήσεις (που μπορεί να προκύψουν ή όχι ως αποτέλεσμα της ταξικής πάλης) μπορεί να λύσουν τέτοια κεφαλαιώδη ζητήματα (κρατικοποίηση μονοπωλίων, έξοδος από ΕΕ) δίχως να προχωρήσουν την επαναστατική διαδικασία;
Πέτρος
Δημοσίευση σχολίου