Του Σπύρου Μαρκέτου
Η «δομική προσαρμογή» στις ανάγκες του καπιταλισμού συναντούσε πάντα αντιδράσεις.
Ενα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της αστικής μας τάξης, μια από τις λιγότερο θελκτικές ιστορικές της ιδιαιτερότητες, είναι η ακραία βιαιότητα με την οποία συμπεριφέρεται στον λαό όταν βλέπει να θίγονται τα συμφέροντά της. Η ωμότητα των αρχόντων του Μνημόνιου έχει ιστορικό βάθος, αλλά ελάχιστα ανάλογα στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Όχι πως ήταν πιο μαλακοί οι αστοί της Γαλλίας, της Αγγλίας ή της Ολλανδίας. Εκμεταλλεύονταν τις αποικιακές τους αυτοκρατορίες με τρόπους παρόμοιους με κείνους που χρησιμοποιούν οι έλληνες αστοί στην Ελλάδα, περιστασιακά και με ακόμη χειρότερους. Αλλά στο εσωτερικό των χωρών τους ανέπτυξαν, κάτω από την πίεση της ταξικής πάλης, πολιτικές κουλτούρες που αξιολογούσαν θετικά τη συνεννόηση και την όχι ισότιμη αλλά πάντως υπαρκτή μοιρασιά βαρών και ωφελημάτων. Αποτέλεσμα, η ανάπτυξη της ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας, που επαγγελλόταν τον ταξικό συμβιβασμό.
Στην Ελλάδα δεν είχαμε τίποτε τέτοιο. Πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους η συμμετοχή της χώρας στη Λατινική Ένωση, κάτι σαν το ευρώ εκείνης της εποχής, που επιστέφθηκε από τον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο, τσάκισε τις ορεινές κοινότητες και προκάλεσε τρομερά κύματα αποδημίας. Εκείνο τον καιρό ο καπιταλισμός άφηνε ακόμη γεωγραφικές διεξόδους, αλλά η στρόφιγγα της μετανάστευσης έκλεισε τον Μεσοπόλεμο, όταν οι ΗΠΑ επέβαλαν αυστηρές ποσοστώσεις. Τότε η μαζική κινητοποίηση στην ύπαιθρο έσπασε τις τεράστιες αντιστάσεις που πρόβαλλαν οι αστοί στην αγροτική μεταρρύθμιση, και η διανομή των μεγάλων κτημάτων τελικά κρίθηκε αναγκαία προκειμένου ν’ αποφευχθεί μια νέα επανάσταση. Ωστόσο οι φτωχοί των πόλεων αφέθηκαν στη μοίρα τους, και συνολικά το βιοτικό τους επίπεδο ελάχιστα βελτιώθηκε τις δεκαετίες του 1920 και του 1930. Φυσικά αυτό απαιτούσε άγρια καταστολή, αλλά οι αστοί μας δεν δίστασαν. Μόνον επαίνους είχαν, όλοι σχεδόν, για το καθεστώς του Μουσσολίνι.
Τη δεκαετία του 1940 οι έλληνες αστοί συνεργάστηκαν αρμονικά με ιταλούς φασίστες και γερμανούς ναζί, ενώ το στρατόπεδό τους ενισχύθηκε από κύματα νεόπλουτων –μαυραγορίτες, τυχοδιώκτες στρατιωτικούς, παρατρεχάμενους των κατακτητών και, σε μέρη όπως η Θεσσαλονίκη ή η Κέρκυρα, άρπαγες των εβραϊκών περιουσιών. Όλοι αυτοί δεν είχαν αυταπάτες για τα μέσα που έπρεπε να χρησιμοποιήσουν αν ήθελαν να διατηρήσουν τον πλούτο τους. Εξαπέλυσαν τα Τάγματα Ασφαλείας, τη Λευκή Τρομοκρατία και τον Εμφύλιο. Κέρδισαν χάρη στην πλουσιοπάροχη στήριξη Αμερικανών και Βρετανών, που ήθελαν τη στρατηγικά τοποθετημένη χώρα μας προπύργιό τους στον Ψυχρό Πόλεμο. Κέρδισαν επίσης επειδή ήξεραν τι ήθελαν και το επιδίωξαν προσηλωμένα, ενώ η ηγεσία της Αριστεράς ταλαντευόταν ανάμεσα σε στρατηγικές άλλοτε ρήξης και άλλοτε συμβιβασμού. Τελικά ο λαός της Αριστεράς πλήρωσε πανάκριβα τη χαμηλή ποιότητα της ηγεσίας του. Η Ελλάδα έγινε η μόνη χώρα της Ευρώπης όπου οι συνεργάτες του ναζισμού συνέχισαν να πρωταγωνιστούν στο πλέγμα εξουσίας.
Αφού πρώτα κατέστρεψε τη χώρα, ο καπιταλισμός την ανοικοδόμησε, όπως και όλο τον άλλο κόσμο που είχε σύρει στον πόλεμο μετά την κρίση του 1929. Η λεγόμενη ανάπτυξη κράτησε καμιά τριανταριά χρόνια, αλλά στις χώρες του καπιταλιστικού κέντρου, στις οποίες εντάχθηκε και η δική μας, συνεχίστηκε για άλλα τόσα – με δανεικά. Απεναντίας οι περισσότερες χώρες της περιφέρειας ένιωσαν από πολύ νωρίτερα, από τη δεκαετία του 1980, τι σημαίνει να ζεις μέσα σ’ ένα εκμεταλλευτικό σύστημα που έχει ριχτεί σε κρίση. Οι άγριες διαδικασίες δήωσης και αρπαγής που ο Μαρξ ονόμασε πρωταρχική συσσώρευση δεν σταμάτησαν ποτέ σ’ αυτές τις χώρες, από την ένταξή τους στην τροχιά του καπιταλισμού ως σήμερα.
Δομική προσαρμογή – σε τι;
Η μέθοδος με την οποία εμπεδώθηκαν εκεί οι καπιταλιστικές σχέσεις εκμετάλλευσης ονομάστηκε ευφημιστικά δομική προσαρμογή, πρόσχημα για την επιβολή της ήταν συνήθως το δημόσιο χρέος, και η βίαιη καθυπόταξη του λαού ενορχηστρωνόταν κυρίως από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Από την άλλη μεριά, στις ανατολικοευρωπαϊκές χώρες που πήραν τον ίδιο δρόμο τη δεκαετία του 1990 ήταν η Ευρωπαϊκή Ένωση εκείνη που χορογράφησε τις πολιτικές και οικονομικές διαδικασίες υποτελούς ενσωμάτωσης. Οι λαοί των χωρών αυτών έκτοτε δεν έχουν ξανασταθεί στα πόδια τους.
Όπως εξηγούν πειστικά ο Ιμμάνουελ Βαλλερστάιν και ο Ντέηβιντ Χάρβεϋ, κάθε καπιταλιστική κρίση συνεπάγεται και μετατόπιση του συστημικού κέντρου βάρους, του κεντρικού πόλου συσσώρευσης κεφαλαίου. Κάποιες χώρες ανεβαίνουν, άλλες βυθίζονται στη φτώχεια· όχι προσωρινά, αλλά μόνιμα. Καθώς προχωρά ο σημερινός κύκλος καπιταλιστικής συσσώρευσης διαφαίνεται ότι, αν δεν τον διακόψει μια διόλου απίθανη επανάσταση των λαών, γεωγραφικός πόλος της θα είναι η νοτιοανατολική Ασία και κατεξοχήν η Κίνα, ενώ άλλοτε εύπορες χώρες υποβαθμίζονται, όπως συνέβη πολλές φορές στην ιστορία.
Βλέποντας την τερματική κρίση του συστήματος ν’ αλώνει, τη μια μετά την άλλη, χώρες που ως πρόσφατα έμοιαζαν ασφαλείς, οι καπιταλιστικές ελίτ βρίσκουν λύσεις απελπισίας. Στην Ισλανδία η μαζική κινητοποίηση ανάγκασε το πλέγμα εξουσίας να δεχτεί στάση πληρωμών στους τραπεζίτες και μια συνταγματική αναθεώρηση η οποία περιορίζει ουσιαστικά τα προνόμιά του. Αντίθετα, σε χώρες όπως η δική μας, οι ελίτ, έχοντας βάρβαρες παραδόσεις κι ενισχυμένες και από τις ομογάλακτές τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν δείχνουν διάθεση να υποχωρήσουν. Δραπετεύοντας προς τα εμπρός, και θέλοντας ν’ ανοίξουν έναν νέο κύκλο συσσώρευσης, προωθούν το σενάριο της δομικής προσαρμογής, το οποίο ωστόσο δεν έχει προηγουμένως δοκιμαστεί σε χώρες του καπιταλιστικού πυρήνα. Πορεία ριψοκίνδυνη, σε νερά αχαρτογράφητα.
Βασικό τους πρόβλημα είναι να βρουν τα πολιτικά μέσα που θα επιβάλουν αυτήν τη δομική προσαρμογή (προσαρμογή σε τι; μα φυσικά, στις εκμεταλλευτικές δομές του καπιταλιστικού κοσμοσυστήματος). Η σχετική βιβλιογραφία αφορά παραδείγματα πολύ διαφορετικά από το δικό μας, κυρίως φτωχές και αδύναμες χώρες. Τους άξονες της συζήτησης ορίζουν οι μελέτες, στηριγμένες σε συγκριτική εμπειρική έρευνα, ενός στελέχους του ΟΟΣΑ (Christian Morrisson, Adjustment and Equity, Policy Brief No. 1, OECD 1992· και του ίδιου, The Political Feasibility of Adjustment, Policy Brief No. 13, OECD 1996, διαθέσιμες και οι δυο στο διαδίκτυο).
Αποφεύγεται η κοινωνική αναταραχή;
Το ερώτημα που θέτει ο Μόρρισσον είναι, πώς αποφεύγεις την κοινωνική αναταραχή όταν επιβάλλεις καθεστώς δομικής προσαρμογής; Χωρίς να δίνει καμιά πραγματική απάντηση, προτείνει κάποιες συνταγές ελαχιστοποίησης των αντιδράσεων, τις οποίες προσπαθούν φιλότιμα να εφαρμόσουν και οι δικοί μας ιθύνοντες. Αναγνωρίζει καθαρά πως η κοινωνική αντίσταση μπορεί να νικήσει: «Κάθε προσπάθεια δομικής προσαρμογής είναι ριψοκίνδυνη [...] η κυβέρνηση που την επιχειρεί πάντοτε πολεμά από θέση αδυναμίας» (σ. 20, της δεύτερης μελέτης). Συγκεκριμένα, «όταν πιέστηκαν από απεργίες, διαδηλώσεις ή ακόμη και ταραχές, αρκετές κυβερνήσεις αναγκάστηκαν να διακόψουν ή να περικόψουν εξαιρετικά τα προγράμματά τους» (σ. 4). Το επίπεδο ανάπτυξης μιας χώρας δεν σχετίζεται με τον βαθμό αντίστασης· ακόμη και σε σχετικά εύπορες χώρες μπορεί να υπάρξουν βίαιες αντιδράσεις, που σταματούν το κυβερνητικό πρόγραμμα (σ. 12). Ιδιαίτερα επικίνδυνες είναι μάλιστα οι κινητοποιήσεις μαθητών και φοιτητών.
Ακόμη περισσότερο δυσκολεύει τα πράγματα για τη χούντα μας το γεγονός ότι άργησε να προωθήσει το πρόγραμμά της: «Όλες οι αναλύσεις του χρονοδιαγράμματος της δομικής προσαρμογής καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα, ότι δηλαδή ο καλύτερος τρόπος για να ελαχιστοποιηθεί το οικονομικό και πολιτικό της κόστος είναι να επιχειρηθεί προτού έρθει η χρηματοπιστωτική κρίση» (σ. 22). Δυο πολιτικοί παράγοντες επηρεάζουν καθοριστικά την επιτυχία ενός τέτοιου προγράμματος: αφενός η συγκρότηση μιας επαρκούς κοινωνικής συμμαχίας και αφετέρου η θεσμική σταθερότητα. Για να πετύχει την πρώτη, η κυβέρνηση πρέπει να μοιράσει άνισα το βάρος της προσαρμογής, ώστε κάποια κομμάτια του πληθυσμού να πληγούν λιγότερο από άλλα κι έτσι να αισθανθούν ευνοημένα. Όσον αφορά τη δεύτερη, πολύ σημαντικός παράγοντας γίνεται, όταν η αναταραχή φθάσει ν’ απειλεί το καθεστώς, το κύρος του πολιτειακού άρχοντα. Από αυτή την άποψη, για να έρθουμε στην περίπτωσή μας, το «κάψιμο» του Παπούλια -που στήριξε τη χούντα των τραπεζιτών- ίσως αποδειχτεί μοιραίο.
Ιδιαίτερα σημαντικές είναι οι αντιδράσεις των εργαζόμενων στις πόλεις, και ιδίως στις μεταφορές και την ενέργεια: «Οι διάφορες κοινωνικές ομάδες μπορεί να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους με διάφορους τρόπους: με την ψήφο ή με διαπραγματεύσεις, με απεργίες ή διαδηλώσεις, ή ακόμη και με ταραχές [...] Οι πληθυσμοί των πόλεων μπορούν να ξεκινήσουν συλλογικές δράσεις ευκολότερα από εκείνους της υπαίθρου. Ορισμένοι μάλιστα έχουν σημαντική διαπραγματευτική δύναμη· για παράδειγμα, εκείνοι που εργάζονται σε τομείς-κλειδιά, όπως είναι η ενέργεια ή οι μεταφορές, μπορούν να σταματήσουν την οικονομική δραστηριότητα» (σ. 6-7).
Ακραία κινδυνεύει μια κυβέρνηση που συγκρούεται, ενώ προωθεί τη δομική προσαρμογή, με τους εργαζόμενους σ’ αυτούς τους τομείς (σ. 18). Πρέπει πάση θυσία «ν’ αποφύγει μια γενική απεργία του δημόσιου τομέα, η οποία θα έθετε υπό αμφισβήτηση τον κεντρικό σκοπό του προγράμματος σταθεροποίησης, δηλαδή τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος» (σ. 28). Ολοφάνερα, η κυβέρνηση Παπανδρέου τα πήγε άσχημα από αυτή την άποψη, και η χούντα Παπαδήμου δεν θα τα πάει καλύτερα.
Με βάση τις εμπειρίες που αναλύει ο Μόρρισσον, η κοινωνική αναταραχή βρίσκεται μπροστά μας και όχι πίσω μας, κι επομένως η θέση της χούντας είναι άκρως επισφαλής: «Οι πολιτικές αντιδράσεις παρουσιάζονται όταν μπαίνουν σ’ εφαρμογή τα μέτρα και όχι τον καιρό που ανακοινώνονται, πράγμα το οποίο εξηγείται από την τεχνική φύση της προσαρμογής: όταν η κυβέρνηση ανακοινώνει ένα πρόγραμμα, ο περισσότερος κόσμος που πλήττεται δεν αντιλαμβάνεται καθαρά τις συνέπειες που θα υπάρξουν για τον ίδιο, ή φαντάζεται πως αφορούν κυρίως κάποιους άλλους» (σ. 9).
Μπορεί το καθεστώς ν’ απαντήσει με καταστολή; Μια τέτοια επιλογή δίνει πολύ λιγότερες ελπίδες απ’ όσο πολλοί νομίζουν: «Η σκληρή και μακροπρόθεσμη καταστολή [...] δεν είναι εφικτή, για αρκετούς λόγους: κόστος του κατασταλτικού μηχανισμού, εξάρτηση από το στρατό και την αστυνομία που αποκτά σ’ αυτή την περίπτωση η κυβέρνηση, και κυρίως οι εξωτερικές επιπτώσεις» (σ. 10).
Κεντρικό ρόλο στη διαχείριση της δομικής προσαρμογής παίζει ένας παράγοντας τον οποίο συνήθως παραγνωρίζει η ηγεσία της Αριστεράς, ο παράγοντας χρόνος. Η βασική ιδέα είναι πως η δομική προσαρμογή δεν δημιουργεί μόνο χαμένους, αλλά και κάποιους κερδισμένους, οι οποίοι μπορούν να γίνουν κοινωνική βάση στήριξης της κυβέρνησης. Για παράδειγμα, απολύεις μισό εκατομμύριο εργαζόμενους, αλλά από την άλλη μεριά προσλαμβάνεις εκατό χιλιάδες στις νέες εταιρείες που ανοίγουν για ν’ αξιοποιήσουν τον αρπαγμένο δημόσιο πλούτο, στις ιδιωτικοποιημένες επιχειρήσεις ή σ’ εκείνες που ανοίγουν για να καλύψουν ανάγκες τις οποίες προηγουμένως κάλυπτε το δημόσιο κλπ, έστω και με μισθούς πείνας και συνθήκες πρεκαριάτου. Πολλοί από αυτές τις εκατό χιλιάδες αισθάνονται προνομιούχοι στη νέα κατάσταση, και σε στηρίζουν. Για να συμβεί αυτό πρέπει να προλάβεις να δημιουργήσεις τα νέα συμφέροντα, ή τουλάχιστον την ελπίδα τους. Αλλιώς έχεις όλη την κοινωνία εναντίον σου. Είσαι τυχερός λοιπόν αν ο αντίπαλος σου αφήσει χρόνο.
Η χούντα, για να προωθήσει το πρόγραμμα κοινωνικής καταστροφής που σχεδιάζει, χρειάζεται χρόνο. Ο λαός δεν δείχνει πρόθυμος να της τον δώσει. Θα σταθεί στο ύψος των περιστάσεων άραγε και η ηγεσία της Αριστεράς;
Η «δομική προσαρμογή» στις ανάγκες του καπιταλισμού συναντούσε πάντα αντιδράσεις.
Ενα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της αστικής μας τάξης, μια από τις λιγότερο θελκτικές ιστορικές της ιδιαιτερότητες, είναι η ακραία βιαιότητα με την οποία συμπεριφέρεται στον λαό όταν βλέπει να θίγονται τα συμφέροντά της. Η ωμότητα των αρχόντων του Μνημόνιου έχει ιστορικό βάθος, αλλά ελάχιστα ανάλογα στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Όχι πως ήταν πιο μαλακοί οι αστοί της Γαλλίας, της Αγγλίας ή της Ολλανδίας. Εκμεταλλεύονταν τις αποικιακές τους αυτοκρατορίες με τρόπους παρόμοιους με κείνους που χρησιμοποιούν οι έλληνες αστοί στην Ελλάδα, περιστασιακά και με ακόμη χειρότερους. Αλλά στο εσωτερικό των χωρών τους ανέπτυξαν, κάτω από την πίεση της ταξικής πάλης, πολιτικές κουλτούρες που αξιολογούσαν θετικά τη συνεννόηση και την όχι ισότιμη αλλά πάντως υπαρκτή μοιρασιά βαρών και ωφελημάτων. Αποτέλεσμα, η ανάπτυξη της ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας, που επαγγελλόταν τον ταξικό συμβιβασμό.
Στην Ελλάδα δεν είχαμε τίποτε τέτοιο. Πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους η συμμετοχή της χώρας στη Λατινική Ένωση, κάτι σαν το ευρώ εκείνης της εποχής, που επιστέφθηκε από τον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο, τσάκισε τις ορεινές κοινότητες και προκάλεσε τρομερά κύματα αποδημίας. Εκείνο τον καιρό ο καπιταλισμός άφηνε ακόμη γεωγραφικές διεξόδους, αλλά η στρόφιγγα της μετανάστευσης έκλεισε τον Μεσοπόλεμο, όταν οι ΗΠΑ επέβαλαν αυστηρές ποσοστώσεις. Τότε η μαζική κινητοποίηση στην ύπαιθρο έσπασε τις τεράστιες αντιστάσεις που πρόβαλλαν οι αστοί στην αγροτική μεταρρύθμιση, και η διανομή των μεγάλων κτημάτων τελικά κρίθηκε αναγκαία προκειμένου ν’ αποφευχθεί μια νέα επανάσταση. Ωστόσο οι φτωχοί των πόλεων αφέθηκαν στη μοίρα τους, και συνολικά το βιοτικό τους επίπεδο ελάχιστα βελτιώθηκε τις δεκαετίες του 1920 και του 1930. Φυσικά αυτό απαιτούσε άγρια καταστολή, αλλά οι αστοί μας δεν δίστασαν. Μόνον επαίνους είχαν, όλοι σχεδόν, για το καθεστώς του Μουσσολίνι.
Τη δεκαετία του 1940 οι έλληνες αστοί συνεργάστηκαν αρμονικά με ιταλούς φασίστες και γερμανούς ναζί, ενώ το στρατόπεδό τους ενισχύθηκε από κύματα νεόπλουτων –μαυραγορίτες, τυχοδιώκτες στρατιωτικούς, παρατρεχάμενους των κατακτητών και, σε μέρη όπως η Θεσσαλονίκη ή η Κέρκυρα, άρπαγες των εβραϊκών περιουσιών. Όλοι αυτοί δεν είχαν αυταπάτες για τα μέσα που έπρεπε να χρησιμοποιήσουν αν ήθελαν να διατηρήσουν τον πλούτο τους. Εξαπέλυσαν τα Τάγματα Ασφαλείας, τη Λευκή Τρομοκρατία και τον Εμφύλιο. Κέρδισαν χάρη στην πλουσιοπάροχη στήριξη Αμερικανών και Βρετανών, που ήθελαν τη στρατηγικά τοποθετημένη χώρα μας προπύργιό τους στον Ψυχρό Πόλεμο. Κέρδισαν επίσης επειδή ήξεραν τι ήθελαν και το επιδίωξαν προσηλωμένα, ενώ η ηγεσία της Αριστεράς ταλαντευόταν ανάμεσα σε στρατηγικές άλλοτε ρήξης και άλλοτε συμβιβασμού. Τελικά ο λαός της Αριστεράς πλήρωσε πανάκριβα τη χαμηλή ποιότητα της ηγεσίας του. Η Ελλάδα έγινε η μόνη χώρα της Ευρώπης όπου οι συνεργάτες του ναζισμού συνέχισαν να πρωταγωνιστούν στο πλέγμα εξουσίας.
Αφού πρώτα κατέστρεψε τη χώρα, ο καπιταλισμός την ανοικοδόμησε, όπως και όλο τον άλλο κόσμο που είχε σύρει στον πόλεμο μετά την κρίση του 1929. Η λεγόμενη ανάπτυξη κράτησε καμιά τριανταριά χρόνια, αλλά στις χώρες του καπιταλιστικού κέντρου, στις οποίες εντάχθηκε και η δική μας, συνεχίστηκε για άλλα τόσα – με δανεικά. Απεναντίας οι περισσότερες χώρες της περιφέρειας ένιωσαν από πολύ νωρίτερα, από τη δεκαετία του 1980, τι σημαίνει να ζεις μέσα σ’ ένα εκμεταλλευτικό σύστημα που έχει ριχτεί σε κρίση. Οι άγριες διαδικασίες δήωσης και αρπαγής που ο Μαρξ ονόμασε πρωταρχική συσσώρευση δεν σταμάτησαν ποτέ σ’ αυτές τις χώρες, από την ένταξή τους στην τροχιά του καπιταλισμού ως σήμερα.
Δομική προσαρμογή – σε τι;
Η μέθοδος με την οποία εμπεδώθηκαν εκεί οι καπιταλιστικές σχέσεις εκμετάλλευσης ονομάστηκε ευφημιστικά δομική προσαρμογή, πρόσχημα για την επιβολή της ήταν συνήθως το δημόσιο χρέος, και η βίαιη καθυπόταξη του λαού ενορχηστρωνόταν κυρίως από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Από την άλλη μεριά, στις ανατολικοευρωπαϊκές χώρες που πήραν τον ίδιο δρόμο τη δεκαετία του 1990 ήταν η Ευρωπαϊκή Ένωση εκείνη που χορογράφησε τις πολιτικές και οικονομικές διαδικασίες υποτελούς ενσωμάτωσης. Οι λαοί των χωρών αυτών έκτοτε δεν έχουν ξανασταθεί στα πόδια τους.
Όπως εξηγούν πειστικά ο Ιμμάνουελ Βαλλερστάιν και ο Ντέηβιντ Χάρβεϋ, κάθε καπιταλιστική κρίση συνεπάγεται και μετατόπιση του συστημικού κέντρου βάρους, του κεντρικού πόλου συσσώρευσης κεφαλαίου. Κάποιες χώρες ανεβαίνουν, άλλες βυθίζονται στη φτώχεια· όχι προσωρινά, αλλά μόνιμα. Καθώς προχωρά ο σημερινός κύκλος καπιταλιστικής συσσώρευσης διαφαίνεται ότι, αν δεν τον διακόψει μια διόλου απίθανη επανάσταση των λαών, γεωγραφικός πόλος της θα είναι η νοτιοανατολική Ασία και κατεξοχήν η Κίνα, ενώ άλλοτε εύπορες χώρες υποβαθμίζονται, όπως συνέβη πολλές φορές στην ιστορία.
Βλέποντας την τερματική κρίση του συστήματος ν’ αλώνει, τη μια μετά την άλλη, χώρες που ως πρόσφατα έμοιαζαν ασφαλείς, οι καπιταλιστικές ελίτ βρίσκουν λύσεις απελπισίας. Στην Ισλανδία η μαζική κινητοποίηση ανάγκασε το πλέγμα εξουσίας να δεχτεί στάση πληρωμών στους τραπεζίτες και μια συνταγματική αναθεώρηση η οποία περιορίζει ουσιαστικά τα προνόμιά του. Αντίθετα, σε χώρες όπως η δική μας, οι ελίτ, έχοντας βάρβαρες παραδόσεις κι ενισχυμένες και από τις ομογάλακτές τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν δείχνουν διάθεση να υποχωρήσουν. Δραπετεύοντας προς τα εμπρός, και θέλοντας ν’ ανοίξουν έναν νέο κύκλο συσσώρευσης, προωθούν το σενάριο της δομικής προσαρμογής, το οποίο ωστόσο δεν έχει προηγουμένως δοκιμαστεί σε χώρες του καπιταλιστικού πυρήνα. Πορεία ριψοκίνδυνη, σε νερά αχαρτογράφητα.
Βασικό τους πρόβλημα είναι να βρουν τα πολιτικά μέσα που θα επιβάλουν αυτήν τη δομική προσαρμογή (προσαρμογή σε τι; μα φυσικά, στις εκμεταλλευτικές δομές του καπιταλιστικού κοσμοσυστήματος). Η σχετική βιβλιογραφία αφορά παραδείγματα πολύ διαφορετικά από το δικό μας, κυρίως φτωχές και αδύναμες χώρες. Τους άξονες της συζήτησης ορίζουν οι μελέτες, στηριγμένες σε συγκριτική εμπειρική έρευνα, ενός στελέχους του ΟΟΣΑ (Christian Morrisson, Adjustment and Equity, Policy Brief No. 1, OECD 1992· και του ίδιου, The Political Feasibility of Adjustment, Policy Brief No. 13, OECD 1996, διαθέσιμες και οι δυο στο διαδίκτυο).
Αποφεύγεται η κοινωνική αναταραχή;
Το ερώτημα που θέτει ο Μόρρισσον είναι, πώς αποφεύγεις την κοινωνική αναταραχή όταν επιβάλλεις καθεστώς δομικής προσαρμογής; Χωρίς να δίνει καμιά πραγματική απάντηση, προτείνει κάποιες συνταγές ελαχιστοποίησης των αντιδράσεων, τις οποίες προσπαθούν φιλότιμα να εφαρμόσουν και οι δικοί μας ιθύνοντες. Αναγνωρίζει καθαρά πως η κοινωνική αντίσταση μπορεί να νικήσει: «Κάθε προσπάθεια δομικής προσαρμογής είναι ριψοκίνδυνη [...] η κυβέρνηση που την επιχειρεί πάντοτε πολεμά από θέση αδυναμίας» (σ. 20, της δεύτερης μελέτης). Συγκεκριμένα, «όταν πιέστηκαν από απεργίες, διαδηλώσεις ή ακόμη και ταραχές, αρκετές κυβερνήσεις αναγκάστηκαν να διακόψουν ή να περικόψουν εξαιρετικά τα προγράμματά τους» (σ. 4). Το επίπεδο ανάπτυξης μιας χώρας δεν σχετίζεται με τον βαθμό αντίστασης· ακόμη και σε σχετικά εύπορες χώρες μπορεί να υπάρξουν βίαιες αντιδράσεις, που σταματούν το κυβερνητικό πρόγραμμα (σ. 12). Ιδιαίτερα επικίνδυνες είναι μάλιστα οι κινητοποιήσεις μαθητών και φοιτητών.
Ακόμη περισσότερο δυσκολεύει τα πράγματα για τη χούντα μας το γεγονός ότι άργησε να προωθήσει το πρόγραμμά της: «Όλες οι αναλύσεις του χρονοδιαγράμματος της δομικής προσαρμογής καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα, ότι δηλαδή ο καλύτερος τρόπος για να ελαχιστοποιηθεί το οικονομικό και πολιτικό της κόστος είναι να επιχειρηθεί προτού έρθει η χρηματοπιστωτική κρίση» (σ. 22). Δυο πολιτικοί παράγοντες επηρεάζουν καθοριστικά την επιτυχία ενός τέτοιου προγράμματος: αφενός η συγκρότηση μιας επαρκούς κοινωνικής συμμαχίας και αφετέρου η θεσμική σταθερότητα. Για να πετύχει την πρώτη, η κυβέρνηση πρέπει να μοιράσει άνισα το βάρος της προσαρμογής, ώστε κάποια κομμάτια του πληθυσμού να πληγούν λιγότερο από άλλα κι έτσι να αισθανθούν ευνοημένα. Όσον αφορά τη δεύτερη, πολύ σημαντικός παράγοντας γίνεται, όταν η αναταραχή φθάσει ν’ απειλεί το καθεστώς, το κύρος του πολιτειακού άρχοντα. Από αυτή την άποψη, για να έρθουμε στην περίπτωσή μας, το «κάψιμο» του Παπούλια -που στήριξε τη χούντα των τραπεζιτών- ίσως αποδειχτεί μοιραίο.
Ιδιαίτερα σημαντικές είναι οι αντιδράσεις των εργαζόμενων στις πόλεις, και ιδίως στις μεταφορές και την ενέργεια: «Οι διάφορες κοινωνικές ομάδες μπορεί να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους με διάφορους τρόπους: με την ψήφο ή με διαπραγματεύσεις, με απεργίες ή διαδηλώσεις, ή ακόμη και με ταραχές [...] Οι πληθυσμοί των πόλεων μπορούν να ξεκινήσουν συλλογικές δράσεις ευκολότερα από εκείνους της υπαίθρου. Ορισμένοι μάλιστα έχουν σημαντική διαπραγματευτική δύναμη· για παράδειγμα, εκείνοι που εργάζονται σε τομείς-κλειδιά, όπως είναι η ενέργεια ή οι μεταφορές, μπορούν να σταματήσουν την οικονομική δραστηριότητα» (σ. 6-7).
Ακραία κινδυνεύει μια κυβέρνηση που συγκρούεται, ενώ προωθεί τη δομική προσαρμογή, με τους εργαζόμενους σ’ αυτούς τους τομείς (σ. 18). Πρέπει πάση θυσία «ν’ αποφύγει μια γενική απεργία του δημόσιου τομέα, η οποία θα έθετε υπό αμφισβήτηση τον κεντρικό σκοπό του προγράμματος σταθεροποίησης, δηλαδή τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος» (σ. 28). Ολοφάνερα, η κυβέρνηση Παπανδρέου τα πήγε άσχημα από αυτή την άποψη, και η χούντα Παπαδήμου δεν θα τα πάει καλύτερα.
Με βάση τις εμπειρίες που αναλύει ο Μόρρισσον, η κοινωνική αναταραχή βρίσκεται μπροστά μας και όχι πίσω μας, κι επομένως η θέση της χούντας είναι άκρως επισφαλής: «Οι πολιτικές αντιδράσεις παρουσιάζονται όταν μπαίνουν σ’ εφαρμογή τα μέτρα και όχι τον καιρό που ανακοινώνονται, πράγμα το οποίο εξηγείται από την τεχνική φύση της προσαρμογής: όταν η κυβέρνηση ανακοινώνει ένα πρόγραμμα, ο περισσότερος κόσμος που πλήττεται δεν αντιλαμβάνεται καθαρά τις συνέπειες που θα υπάρξουν για τον ίδιο, ή φαντάζεται πως αφορούν κυρίως κάποιους άλλους» (σ. 9).
Μπορεί το καθεστώς ν’ απαντήσει με καταστολή; Μια τέτοια επιλογή δίνει πολύ λιγότερες ελπίδες απ’ όσο πολλοί νομίζουν: «Η σκληρή και μακροπρόθεσμη καταστολή [...] δεν είναι εφικτή, για αρκετούς λόγους: κόστος του κατασταλτικού μηχανισμού, εξάρτηση από το στρατό και την αστυνομία που αποκτά σ’ αυτή την περίπτωση η κυβέρνηση, και κυρίως οι εξωτερικές επιπτώσεις» (σ. 10).
Κεντρικό ρόλο στη διαχείριση της δομικής προσαρμογής παίζει ένας παράγοντας τον οποίο συνήθως παραγνωρίζει η ηγεσία της Αριστεράς, ο παράγοντας χρόνος. Η βασική ιδέα είναι πως η δομική προσαρμογή δεν δημιουργεί μόνο χαμένους, αλλά και κάποιους κερδισμένους, οι οποίοι μπορούν να γίνουν κοινωνική βάση στήριξης της κυβέρνησης. Για παράδειγμα, απολύεις μισό εκατομμύριο εργαζόμενους, αλλά από την άλλη μεριά προσλαμβάνεις εκατό χιλιάδες στις νέες εταιρείες που ανοίγουν για ν’ αξιοποιήσουν τον αρπαγμένο δημόσιο πλούτο, στις ιδιωτικοποιημένες επιχειρήσεις ή σ’ εκείνες που ανοίγουν για να καλύψουν ανάγκες τις οποίες προηγουμένως κάλυπτε το δημόσιο κλπ, έστω και με μισθούς πείνας και συνθήκες πρεκαριάτου. Πολλοί από αυτές τις εκατό χιλιάδες αισθάνονται προνομιούχοι στη νέα κατάσταση, και σε στηρίζουν. Για να συμβεί αυτό πρέπει να προλάβεις να δημιουργήσεις τα νέα συμφέροντα, ή τουλάχιστον την ελπίδα τους. Αλλιώς έχεις όλη την κοινωνία εναντίον σου. Είσαι τυχερός λοιπόν αν ο αντίπαλος σου αφήσει χρόνο.
Η χούντα, για να προωθήσει το πρόγραμμα κοινωνικής καταστροφής που σχεδιάζει, χρειάζεται χρόνο. Ο λαός δεν δείχνει πρόθυμος να της τον δώσει. Θα σταθεί στο ύψος των περιστάσεων άραγε και η ηγεσία της Αριστεράς;
Δημοσίευση σχολίου