Πριν αναφερθούμε στα γεγονότα του Δεκέμβρη να δούμε το κλίμα που επικρατούσε αυτή την εποχή επικαλούμενοι αποσπάσματα από μια έκδοση της 6ης αχτίδας του ΚΚΕ που κυκλοφόρησε το 1945 με τίτλο: «Οι δυτικές συνοικίες τον Δεκέμβρη του 1944»:
Σε μια απ’ τις ιστορικές συνεδριάσεις της Βουλής των Κοινοτήτων τον Δεκέμβρη του ’44, ο Τσόρτσιλ απαντώντας στις επιθέσεις των εργατικών βουλευτών χαρακτήρισε την αντίσταση του λαού της Αθήνας και του Πειραιά σαν «γκανγκστερικό κίνημα ληστών και τροτσκιστών». Την καραμέλα αυτή που της προσφέρθηκε τότε εξακολουθεί η ελληνική αντίδραση να την πιπιλάει μέχρι σήμερα προσπαθώντας να παρουσιάσει το θαύμα της Δεκεμβριανής Αντίστασης σαν «αντεθνικό κίνημα». Για πρώτη φορά θα μας βρει σύμφωνους, γιατί πραγματικά τον Δεκέμβρη γίνηκε ένα τέτοιο αντεθνικό κίνημα. Από ποιους όμως; Από το λαό που υπερασπίζοντας την ανεξαρτησία και την τιμή του άρπαξε τα όπλα ή από εκείνους που προσπαθώντας να διαιωνίσουν τα προνόμια της εκμετάλλευσης και της αποικιακής εξάρτησης από καιρό είχαν καταστρώσει τα σατανικά αντιλαϊκά τους σχέδια;
Αν υπήρχαν μερικές αμφιβολίες γ’ αυτό στα μυαλά των απλοϊκών πριν το Δεκέμβρη, στο χρόνο που πέρασε παραχώρησαν την θέση τους στην απόλυτη επίγνωση και βεβαιότητα ότι κινηματίες και εχθροί του λαού ήταν η «ελληνική» δωσίλογη πλουτοκρατία και οι άγγλοι Τόρηδες. Σ’ αυτό βοήθησαν πολύ η δημοσίευση των εκθέσεων του περίφημου ταξίαρχου Εντυ και οι δίκες των Κουίσλιγκς, της Ειδικής και του Μπουραντά, Πάνω απ’ όλα όμως βοήθησε το μεταδεκεμβριανό χάος, το έπαθλο της «νίκης» τους.
Η εξέταση όμως της πολιτικής των Τόρηδων και της προδοτικής συνωμοσίας της ντόπιας αντίδρασης ξεφεύγει από τους σκοπούς αυτού του βιβλίου. Εδώ θα προσπαθήσουμε να δώσουμε τα περιστατικά που αποτέλεσαν την πικρή και αιματηρή πείρα του λαού των Ανατολικών Συνοικιών, πείρα που τον όπλισε με την πίστη και ενέπνευσε τον απαράμιλλο ηρωισμό που έδειξε τις μέρες της Δεκεμβριανής αντίστασης.
Το λαό των συνοικιών μας τον βρήκε η απελευθέρωση κουρελιασμένο, εξαντλημένο, κατακουρελιασμένο, αλλά πιο δυνατό και αποφασισμένο παρά ποτέ. Μήνες πριν από την απελευθέρωση της Αθήνας η πάλη του λαού μας και ο ηρωισμός του ΕΛΑΣ είχαν πετύχει το θαύμα να υπάρχουν λεύτερες συνοικίες μέσα σε μια σκλαβωμένη πρωτεύουσα, τέτοια θαύματα χρειάζονται καθημερινούς αγώνες και σκληρές μάχες. (Μα οι Ανατολικές Συνοικίες πάντα στάθηκαν στην πρώτη γραμμή πάντα πρόθυμες να παλέψουν να χύσουν το αίμα του για την λευτεριά της πατρίδας μας, για να γίνει ο λαός αφέντης στον τόπο του).
Ετσι οι Ανατολικές Συνοικίες γνώρισαν την λευτεριά και την λαοκρατία όταν ακόμα Γερμανοί και προδότες κυριαρχούσαν στην Αθήνα. Μα αυτό το πέτυχαν πολεμώντας νύχτα μέρα. 49 μάχες έδωσε ο ΕΛΑΣ μας. Χίλιους νεκρούς είχαν οι κατακτητές και οι Ράληδες. 800 παιδιά του λαού πέσανε στον αγώνα. 6000 στα γερμανικά κάτεργα και απ αυτούς γύρισαν 200.
Μα δεν ήταν μόνο αυτό. Και οι συνοικίες μας πλήρωσαν τον φόρο τους στο μαυραγοριστισμό του πλουτοκρατικού μινώταυρου. Και να το αποτέλεσμα. Στους ενήλικες οι φυματικοί και προφυματικοί φτάνουν το 30-40% και απ’ αυτούς το 18-20% χωρίς ελπίδα γιατριάς. Το 75% είναι παιδιά φυματικά, προφυματικά ή αδενοπαθή. Το 15% από αυτά πάσχει από διάφορες άλλες αρρώστιες και μόνο το 10% από αυτό είναι γερό. Κάτι τέτοιες στατιστικές θα αποτελέσουν το βασικότερο μέρος του κατηγορητηρίου των οικονομικών δοσίλογων όταν μεθαύριο η λαϊκή δικαιοσύνη τους κάτσει στο σκαμνί.
Ετσι αντίκρισε ο λαός μας τον ήλιο της απελευθέρωσης. Νικητής μα και σακατεμένος, κουρελιασμένος και ματωμένος. Για μας τα συνθήματα «θάνατο στους προδότες» , «Ψωμί και λευτεριά στο λαό» δεν ήταν απλώς όμορφα λόγια, ήταν οργανική ανάγκη, ήταν συμπεράσματα από την αιματηρή μας πείρα και ήταν, το σπουδαιότερο έπαθλο της νίκης. Όταν οι ατέλειωτες φάλαγγες του λαού μας ξεκινούσαν από τι συνοικίες για να πανηγυρίσουν την απελευθέρωση να διεκδικήσουν το δικαίωμα στην ζωή, να υπερασπίσουν τις λαϊκές ελευθερίες, στην κεφαλή της διαδήλωσης βρίσκονταν οι πεθαμένοι από την πείνα του 41, οι σκοτωμένοι υπερασπιστές της λευτεριάς μας, εκείνοι που άφησαν την τελευταία τους πνοή στα μπουντρούμια του Παπαγιώργη, της Μέρλιν, της Ελπίδος. Οι λεύτεροι ανεξάρτητη και λαοκρατούμενη Ελλάδα ήταν η δικαίωση της θυσίας των νεκρών και της καθημερινής πάλης των ζωντανών.
Μια τέτοια διαδήλωση ξεκίνησε στις 15 του Οκτώβρη από τα αδούλωτα χώματα της Καισαριανής, του Βύρωνα, του Κατσιποδιού για να γιορτάσει την απελευθέρωση της Αθήνας. Μπροστά στην χαρά της νίκης, μπροστά στο όραμα της λαϊκής δημοκρατίας που θα γινόταν σε λίγο πραγματικότητα, ίσως να ξεχάσαμε για μια στιγμή την πραγματικότητα. Δεν αργήσαμε να ξυπνήσουμε, και το ξύπνημα ήταν σκληρό. Μια βροντή από σφαίρες και χειροβομβίδες, χαρίζοντας τον αιώνιο ύπνο σε εφτά Καισαριανιώτες και δυο Βυρωνιώτες και τραυματίζοντας δεκάδες, μας έκανε να νιώσουμε πως η πανούκλα της προδοσίας μπορούσε να βλάψει ακόμα και πως χρειάζονται σκληροί αγώνες για να ξεκαθαρίσουμε την πατρίδα μας από το φασιστικό άγος. Οι δολοφόνοι συνεργάτες των Γερμανών είχαν πυροβολήσει ενάντια στον άοπλο λαό από τα ξενοδοχεία της Ομόνοιας. Οι ζητωκραυγές και οι αλαλαγμοί της χαράς ανακατεύτηκαν με τα βογκητά των δολοφονημένων. Κάτω απ’ τις πολύχρωμες πανηγυρικές αψίδες και τις σημαίες περνούν τα πτώματα των λαϊκών αγωνιστών, ο ζωηρός χαρούμενος ρυθμός της «λαοκρατίας» ανακατεύεται με το υποβλητικό κρεσέντο του «Πένθιμου Εμβατηρίου».
Την άλλη μέρα σύσσωμος ο λαός των Ανατολικών Συνοικιών κηδεύοντας τα θύματα της πρώτης δολοφονικής πρόκλησης δεν έμοιαζε με τον ξέγνοιαστο λαό της 15ης του Οκτώβρη. Τα πρόσωπα ήταν σοβαρά και τα δόντια σφιγμένα. Παρ’ όλο που δεν είχανε αρχίσει να πέφτουν τα πρώτα φύλλα του φθινοπώρου, είχαμε μπει από από εκείνη την στιγμή στο ΔΕΚΕΜΒΡΗ.
Οι δολοφόνοι εξακολουθούσαν να κατέχουν τα ξενοδοχεία και ήταν για όλους φανερό πώς οι άγγλοι στρατιώτες που φρουρούσαν τις πόρτες δεν ήταν δεσμοφύλακες αλλά σωματοφύλακες. Ρωτάμε το χαφιέ Παπανδρέα και τον «ένδοξο» στρατηγό Σκόμπυ: πόσους απ τους δολοφόνους των ξενοδοχείων έπιασαν μέχρι τον Δεκέμβρη; Και ρωτάμε τον μετακεκεμβριανο κράτος , που καταδικάζει τους αγωνιστές για φόνους Γερμανών, πότε θα δικάσει τους δολοφόνους των Ελλήνων;
Από τότε ο ορίζοντας σκοτείνιαζε κάθε μέρα περισσότερο. Είχε γίνει πεποίθηση πως προδότες και δωσίλογοι έχοντας την ανοιχτή υποστήριξη των Εγγλέζων προσπαθούσαν να αφοπλίσουν τον λαό και εξοπλίζοντας τα τομάρια της χωροφυλακής, τους τσολιάδες, τους εδεσίτες, χίτες και κάθε λογής φασιστικό κάθαρμα. Τραβούσαν να εγκαθιδρύσουν μια καινούργια 4η Αυγούστου. Το σχέδιο ήταν καλά καταστρωμένο και περιελάμβανε μια σειρά από βρομερές προκλήσεις που θα εξωθούσαν τον λαό στην ένοπλη αντίσταση για να βρει πρόσχημα ο Τσόρτσιλ να χτυπήσει
Απόσπασμα από το ημερολόγιο του ελασίτη Κ.Δ & Νοεμβρίου 1977
«… Είναι η μέρα που για πρώτη φορά οι Αγγλοι στρατιώτες προκαλέσανε τον 6ο λόχο του ΙΙΙ τάγματος. Ήταν 7 μ.μ και όλοι οι μαχητές του λαού βρισκόταν στην πλατεία της Νέας Ελβετίας. Ξαφνικά μας ειδοποιούν πως δυο φορτηγά με άγγλους στρατιώτες σταμάτησαν κοντά στην πλατεία. Τρέξαμε αμέσως στην διοίκηση του λόχου στην οδό Παλαιών Πατρών Γερμανών. Δεν προφτάσαμε να ζυγώσουμε και τρεις Αγγλοι μας πρότειναν τα αυτόματα όπως και μας τα είχανε πολλές φορές προτείνει οι Γερμανοί τσολιάδες. Προσπάθησα να τους δώσω να καταλάβουν πώς δεν είναι τιμητικό γ’ αυτούς να χτυπούν τον ΕΛΑΣ που για χρόνια πολεμούσε τους κατακτητές. Άδικα όλα. Μας αφοπλίζουν και μας σπρώχνουν παραπέρα. Η συνοικία όμως ξεσηκώνεται και ο λαός πλησιάζει απειλητικά. Οι Αγγλοι τα χάνουν, βρίσκουν μια ανόητοι δικαιολογία και φεύγουν ντροπιασμένοι ..
… Όλα πια άρχισαν να δείχνουν πως προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να βρουν μια δικαιολογία για να μας χτυπήσουν…»
Στις 29 του Νοέμβρη επαναλαμβάνετε η ίδια απόπειρα στην Καισαριανή. Τρία αυτοκίνητα με Εγγλέζους σταματούν κοντά στην διοίκηση του πρότυπου τάγματος και προσπαθούν να αφοπλίσουν τον αντάρτη Λουμπάρ που αντιστέκεται και φωνάζει πως το όπλο το πήρε πολεμώντας τους Γερμανούς και δεν το παραδίδει σε κανέναν. Τρέχει ο διοικητής του προτύπου ταγματάρχης Ορέστης Βαλαλάκης και προσπαθεί να τους εξηγήσει πως η στάση τους απέναντι στον λαό και στον ΕΛΑΣ είναι εχθρική. Οι Άγγλοι όμως είναι αμετάπειστοι. Αφού εξαντλήθηκε κάθε ειρηνικό μέσο συνεννόησης, οι ελασίτες αποφασίζουν να μιλήσουν στους Αγγλους την γλώσσα που φαίνεται να καταλαβαίνουν. Στήνουν τα πολυβόλα και τους διατάζουν να ξεκουμπιστούν. Οι Αγγλοι παύουν ως δια μαγείας να είναι ανένδοτοι μαζεύουν τα βρεγμένα τους και φεύγουν ενώ ολόκληρος ο λαός της Καισαριανής που είχε συγκεντρωθεί εν τω μεταξύ σφυρίζει και τους γιουχάρει.
Τέτοια επεισόδια δεν δείχνουν βέβαια ιδεώδεις συμμαχικές σχέσεις, αλλά αυτό θα έπρεπε να βάλει τους Αγγλους σε σκέψεις. Πως ο λαός αυτός που τους έπνιξε στις 12 Οκτώβρη στα λουλούδια και τους σήκωσε στα χέρια, τους πετάει αργότερα με τις κλωτσιές από τις συνοικίες του; Η απάντηση στο ερώτημα είναι πως ο λαός μας είναι αγγλόφιλος όπως είναι φίλος όλων των ελεύθερων λαών. Του ζήτησαν όμως να γίνει αγγλόδουλος κι αυτό είναι αντίθετο με την εθνική του τιμή και αξιοπρέπεια.
Και οι προκλήσεις δεν έχουν τέλος .. Από τα μέσα του Νοέμβρη χίτες, Παπαγιώργηδες και Μπουραντάδες του 1 τμήματος εγκαθιστούν μπλόκο στο τέρμα Παγκρατίου και στο νοσοκομείο Συγγρού κάνουν έρευνες, απειλούν και βρίζουν τους δημοκρατικούς πολίτες. Στήνουν δολοφονική ενέδρα στην ηρωίδα ελασίτισσα Ευτυχία Μορίκη που σαπίζει σήμερα στις φυλακές. Από το λόφο του Αράπη πυροβολούν το κτίριο του προτύπου τάγματος.
Στις 25 του Νοέμβρη Αγγλοι προσπαθούν ν’ αφοπλίσουν μια διμοιρία του προτύπου τάγματος που πήγαινε στο Κατσικοπόδι. Γίνεται σύγκρουση και οι Αγγλοι τρέπονται σε άτακτη φυγή κάτω από τα γιουχαΐσματα του πλήθους. Στις 27, 28, 29 Νοέμβρη η Ορεινή Ταξιαρχία ακροβολίζεται ανάμεσα στην Καισαριανή και τα Κουπόνια για να … κάνει γυμνάσια. Στην διάρκεια των «γυμνασίων» μια σφαίρα βρίσκει τον μικρό Δουρμούση στην κοιλιά και τον τραυματίζει θανάσιμα. Η δολοφονία του Δουρμούση ήταν από τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα που διαπράχτηκαν τις παραμονές του Δεκέμβρη, γιατί ο Δουρμούσης δεν ήταν ελασίτης ούτε καν άντρας. Ηταν δώδεκα χρονών παιδί και την ώρα που δολοφονήθηκε έπαιξε στην αυλή του με τέσσερις φίλους του. Ο δολοφόνος του όμως ήξερε ότι όποιον σκοτώσεις στην Καισαριανή «κέρδος» είναι, γιατί όλοι τους είναι «κουκουέδες» Και δεν δίστασε να πυροβολήσει ύπουλα ένα παιδί.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Σε μια απ’ τις ιστορικές συνεδριάσεις της Βουλής των Κοινοτήτων τον Δεκέμβρη του ’44, ο Τσόρτσιλ απαντώντας στις επιθέσεις των εργατικών βουλευτών χαρακτήρισε την αντίσταση του λαού της Αθήνας και του Πειραιά σαν «γκανγκστερικό κίνημα ληστών και τροτσκιστών». Την καραμέλα αυτή που της προσφέρθηκε τότε εξακολουθεί η ελληνική αντίδραση να την πιπιλάει μέχρι σήμερα προσπαθώντας να παρουσιάσει το θαύμα της Δεκεμβριανής Αντίστασης σαν «αντεθνικό κίνημα». Για πρώτη φορά θα μας βρει σύμφωνους, γιατί πραγματικά τον Δεκέμβρη γίνηκε ένα τέτοιο αντεθνικό κίνημα. Από ποιους όμως; Από το λαό που υπερασπίζοντας την ανεξαρτησία και την τιμή του άρπαξε τα όπλα ή από εκείνους που προσπαθώντας να διαιωνίσουν τα προνόμια της εκμετάλλευσης και της αποικιακής εξάρτησης από καιρό είχαν καταστρώσει τα σατανικά αντιλαϊκά τους σχέδια;
Αν υπήρχαν μερικές αμφιβολίες γ’ αυτό στα μυαλά των απλοϊκών πριν το Δεκέμβρη, στο χρόνο που πέρασε παραχώρησαν την θέση τους στην απόλυτη επίγνωση και βεβαιότητα ότι κινηματίες και εχθροί του λαού ήταν η «ελληνική» δωσίλογη πλουτοκρατία και οι άγγλοι Τόρηδες. Σ’ αυτό βοήθησαν πολύ η δημοσίευση των εκθέσεων του περίφημου ταξίαρχου Εντυ και οι δίκες των Κουίσλιγκς, της Ειδικής και του Μπουραντά, Πάνω απ’ όλα όμως βοήθησε το μεταδεκεμβριανό χάος, το έπαθλο της «νίκης» τους.
Η εξέταση όμως της πολιτικής των Τόρηδων και της προδοτικής συνωμοσίας της ντόπιας αντίδρασης ξεφεύγει από τους σκοπούς αυτού του βιβλίου. Εδώ θα προσπαθήσουμε να δώσουμε τα περιστατικά που αποτέλεσαν την πικρή και αιματηρή πείρα του λαού των Ανατολικών Συνοικιών, πείρα που τον όπλισε με την πίστη και ενέπνευσε τον απαράμιλλο ηρωισμό που έδειξε τις μέρες της Δεκεμβριανής αντίστασης.
Το λαό των συνοικιών μας τον βρήκε η απελευθέρωση κουρελιασμένο, εξαντλημένο, κατακουρελιασμένο, αλλά πιο δυνατό και αποφασισμένο παρά ποτέ. Μήνες πριν από την απελευθέρωση της Αθήνας η πάλη του λαού μας και ο ηρωισμός του ΕΛΑΣ είχαν πετύχει το θαύμα να υπάρχουν λεύτερες συνοικίες μέσα σε μια σκλαβωμένη πρωτεύουσα, τέτοια θαύματα χρειάζονται καθημερινούς αγώνες και σκληρές μάχες. (Μα οι Ανατολικές Συνοικίες πάντα στάθηκαν στην πρώτη γραμμή πάντα πρόθυμες να παλέψουν να χύσουν το αίμα του για την λευτεριά της πατρίδας μας, για να γίνει ο λαός αφέντης στον τόπο του).
Ετσι οι Ανατολικές Συνοικίες γνώρισαν την λευτεριά και την λαοκρατία όταν ακόμα Γερμανοί και προδότες κυριαρχούσαν στην Αθήνα. Μα αυτό το πέτυχαν πολεμώντας νύχτα μέρα. 49 μάχες έδωσε ο ΕΛΑΣ μας. Χίλιους νεκρούς είχαν οι κατακτητές και οι Ράληδες. 800 παιδιά του λαού πέσανε στον αγώνα. 6000 στα γερμανικά κάτεργα και απ αυτούς γύρισαν 200.
Μα δεν ήταν μόνο αυτό. Και οι συνοικίες μας πλήρωσαν τον φόρο τους στο μαυραγοριστισμό του πλουτοκρατικού μινώταυρου. Και να το αποτέλεσμα. Στους ενήλικες οι φυματικοί και προφυματικοί φτάνουν το 30-40% και απ’ αυτούς το 18-20% χωρίς ελπίδα γιατριάς. Το 75% είναι παιδιά φυματικά, προφυματικά ή αδενοπαθή. Το 15% από αυτά πάσχει από διάφορες άλλες αρρώστιες και μόνο το 10% από αυτό είναι γερό. Κάτι τέτοιες στατιστικές θα αποτελέσουν το βασικότερο μέρος του κατηγορητηρίου των οικονομικών δοσίλογων όταν μεθαύριο η λαϊκή δικαιοσύνη τους κάτσει στο σκαμνί.
Ετσι αντίκρισε ο λαός μας τον ήλιο της απελευθέρωσης. Νικητής μα και σακατεμένος, κουρελιασμένος και ματωμένος. Για μας τα συνθήματα «θάνατο στους προδότες» , «Ψωμί και λευτεριά στο λαό» δεν ήταν απλώς όμορφα λόγια, ήταν οργανική ανάγκη, ήταν συμπεράσματα από την αιματηρή μας πείρα και ήταν, το σπουδαιότερο έπαθλο της νίκης. Όταν οι ατέλειωτες φάλαγγες του λαού μας ξεκινούσαν από τι συνοικίες για να πανηγυρίσουν την απελευθέρωση να διεκδικήσουν το δικαίωμα στην ζωή, να υπερασπίσουν τις λαϊκές ελευθερίες, στην κεφαλή της διαδήλωσης βρίσκονταν οι πεθαμένοι από την πείνα του 41, οι σκοτωμένοι υπερασπιστές της λευτεριάς μας, εκείνοι που άφησαν την τελευταία τους πνοή στα μπουντρούμια του Παπαγιώργη, της Μέρλιν, της Ελπίδος. Οι λεύτεροι ανεξάρτητη και λαοκρατούμενη Ελλάδα ήταν η δικαίωση της θυσίας των νεκρών και της καθημερινής πάλης των ζωντανών.
Μια τέτοια διαδήλωση ξεκίνησε στις 15 του Οκτώβρη από τα αδούλωτα χώματα της Καισαριανής, του Βύρωνα, του Κατσιποδιού για να γιορτάσει την απελευθέρωση της Αθήνας. Μπροστά στην χαρά της νίκης, μπροστά στο όραμα της λαϊκής δημοκρατίας που θα γινόταν σε λίγο πραγματικότητα, ίσως να ξεχάσαμε για μια στιγμή την πραγματικότητα. Δεν αργήσαμε να ξυπνήσουμε, και το ξύπνημα ήταν σκληρό. Μια βροντή από σφαίρες και χειροβομβίδες, χαρίζοντας τον αιώνιο ύπνο σε εφτά Καισαριανιώτες και δυο Βυρωνιώτες και τραυματίζοντας δεκάδες, μας έκανε να νιώσουμε πως η πανούκλα της προδοσίας μπορούσε να βλάψει ακόμα και πως χρειάζονται σκληροί αγώνες για να ξεκαθαρίσουμε την πατρίδα μας από το φασιστικό άγος. Οι δολοφόνοι συνεργάτες των Γερμανών είχαν πυροβολήσει ενάντια στον άοπλο λαό από τα ξενοδοχεία της Ομόνοιας. Οι ζητωκραυγές και οι αλαλαγμοί της χαράς ανακατεύτηκαν με τα βογκητά των δολοφονημένων. Κάτω απ’ τις πολύχρωμες πανηγυρικές αψίδες και τις σημαίες περνούν τα πτώματα των λαϊκών αγωνιστών, ο ζωηρός χαρούμενος ρυθμός της «λαοκρατίας» ανακατεύεται με το υποβλητικό κρεσέντο του «Πένθιμου Εμβατηρίου».
Την άλλη μέρα σύσσωμος ο λαός των Ανατολικών Συνοικιών κηδεύοντας τα θύματα της πρώτης δολοφονικής πρόκλησης δεν έμοιαζε με τον ξέγνοιαστο λαό της 15ης του Οκτώβρη. Τα πρόσωπα ήταν σοβαρά και τα δόντια σφιγμένα. Παρ’ όλο που δεν είχανε αρχίσει να πέφτουν τα πρώτα φύλλα του φθινοπώρου, είχαμε μπει από από εκείνη την στιγμή στο ΔΕΚΕΜΒΡΗ.
Οι δολοφόνοι εξακολουθούσαν να κατέχουν τα ξενοδοχεία και ήταν για όλους φανερό πώς οι άγγλοι στρατιώτες που φρουρούσαν τις πόρτες δεν ήταν δεσμοφύλακες αλλά σωματοφύλακες. Ρωτάμε το χαφιέ Παπανδρέα και τον «ένδοξο» στρατηγό Σκόμπυ: πόσους απ τους δολοφόνους των ξενοδοχείων έπιασαν μέχρι τον Δεκέμβρη; Και ρωτάμε τον μετακεκεμβριανο κράτος , που καταδικάζει τους αγωνιστές για φόνους Γερμανών, πότε θα δικάσει τους δολοφόνους των Ελλήνων;
Από τότε ο ορίζοντας σκοτείνιαζε κάθε μέρα περισσότερο. Είχε γίνει πεποίθηση πως προδότες και δωσίλογοι έχοντας την ανοιχτή υποστήριξη των Εγγλέζων προσπαθούσαν να αφοπλίσουν τον λαό και εξοπλίζοντας τα τομάρια της χωροφυλακής, τους τσολιάδες, τους εδεσίτες, χίτες και κάθε λογής φασιστικό κάθαρμα. Τραβούσαν να εγκαθιδρύσουν μια καινούργια 4η Αυγούστου. Το σχέδιο ήταν καλά καταστρωμένο και περιελάμβανε μια σειρά από βρομερές προκλήσεις που θα εξωθούσαν τον λαό στην ένοπλη αντίσταση για να βρει πρόσχημα ο Τσόρτσιλ να χτυπήσει
Απόσπασμα από το ημερολόγιο του ελασίτη Κ.Δ & Νοεμβρίου 1977
«… Είναι η μέρα που για πρώτη φορά οι Αγγλοι στρατιώτες προκαλέσανε τον 6ο λόχο του ΙΙΙ τάγματος. Ήταν 7 μ.μ και όλοι οι μαχητές του λαού βρισκόταν στην πλατεία της Νέας Ελβετίας. Ξαφνικά μας ειδοποιούν πως δυο φορτηγά με άγγλους στρατιώτες σταμάτησαν κοντά στην πλατεία. Τρέξαμε αμέσως στην διοίκηση του λόχου στην οδό Παλαιών Πατρών Γερμανών. Δεν προφτάσαμε να ζυγώσουμε και τρεις Αγγλοι μας πρότειναν τα αυτόματα όπως και μας τα είχανε πολλές φορές προτείνει οι Γερμανοί τσολιάδες. Προσπάθησα να τους δώσω να καταλάβουν πώς δεν είναι τιμητικό γ’ αυτούς να χτυπούν τον ΕΛΑΣ που για χρόνια πολεμούσε τους κατακτητές. Άδικα όλα. Μας αφοπλίζουν και μας σπρώχνουν παραπέρα. Η συνοικία όμως ξεσηκώνεται και ο λαός πλησιάζει απειλητικά. Οι Αγγλοι τα χάνουν, βρίσκουν μια ανόητοι δικαιολογία και φεύγουν ντροπιασμένοι ..
… Όλα πια άρχισαν να δείχνουν πως προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να βρουν μια δικαιολογία για να μας χτυπήσουν…»
Στις 29 του Νοέμβρη επαναλαμβάνετε η ίδια απόπειρα στην Καισαριανή. Τρία αυτοκίνητα με Εγγλέζους σταματούν κοντά στην διοίκηση του πρότυπου τάγματος και προσπαθούν να αφοπλίσουν τον αντάρτη Λουμπάρ που αντιστέκεται και φωνάζει πως το όπλο το πήρε πολεμώντας τους Γερμανούς και δεν το παραδίδει σε κανέναν. Τρέχει ο διοικητής του προτύπου ταγματάρχης Ορέστης Βαλαλάκης και προσπαθεί να τους εξηγήσει πως η στάση τους απέναντι στον λαό και στον ΕΛΑΣ είναι εχθρική. Οι Άγγλοι όμως είναι αμετάπειστοι. Αφού εξαντλήθηκε κάθε ειρηνικό μέσο συνεννόησης, οι ελασίτες αποφασίζουν να μιλήσουν στους Αγγλους την γλώσσα που φαίνεται να καταλαβαίνουν. Στήνουν τα πολυβόλα και τους διατάζουν να ξεκουμπιστούν. Οι Αγγλοι παύουν ως δια μαγείας να είναι ανένδοτοι μαζεύουν τα βρεγμένα τους και φεύγουν ενώ ολόκληρος ο λαός της Καισαριανής που είχε συγκεντρωθεί εν τω μεταξύ σφυρίζει και τους γιουχάρει.
Τέτοια επεισόδια δεν δείχνουν βέβαια ιδεώδεις συμμαχικές σχέσεις, αλλά αυτό θα έπρεπε να βάλει τους Αγγλους σε σκέψεις. Πως ο λαός αυτός που τους έπνιξε στις 12 Οκτώβρη στα λουλούδια και τους σήκωσε στα χέρια, τους πετάει αργότερα με τις κλωτσιές από τις συνοικίες του; Η απάντηση στο ερώτημα είναι πως ο λαός μας είναι αγγλόφιλος όπως είναι φίλος όλων των ελεύθερων λαών. Του ζήτησαν όμως να γίνει αγγλόδουλος κι αυτό είναι αντίθετο με την εθνική του τιμή και αξιοπρέπεια.
Και οι προκλήσεις δεν έχουν τέλος .. Από τα μέσα του Νοέμβρη χίτες, Παπαγιώργηδες και Μπουραντάδες του 1 τμήματος εγκαθιστούν μπλόκο στο τέρμα Παγκρατίου και στο νοσοκομείο Συγγρού κάνουν έρευνες, απειλούν και βρίζουν τους δημοκρατικούς πολίτες. Στήνουν δολοφονική ενέδρα στην ηρωίδα ελασίτισσα Ευτυχία Μορίκη που σαπίζει σήμερα στις φυλακές. Από το λόφο του Αράπη πυροβολούν το κτίριο του προτύπου τάγματος.
Στις 25 του Νοέμβρη Αγγλοι προσπαθούν ν’ αφοπλίσουν μια διμοιρία του προτύπου τάγματος που πήγαινε στο Κατσικοπόδι. Γίνεται σύγκρουση και οι Αγγλοι τρέπονται σε άτακτη φυγή κάτω από τα γιουχαΐσματα του πλήθους. Στις 27, 28, 29 Νοέμβρη η Ορεινή Ταξιαρχία ακροβολίζεται ανάμεσα στην Καισαριανή και τα Κουπόνια για να … κάνει γυμνάσια. Στην διάρκεια των «γυμνασίων» μια σφαίρα βρίσκει τον μικρό Δουρμούση στην κοιλιά και τον τραυματίζει θανάσιμα. Η δολοφονία του Δουρμούση ήταν από τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα που διαπράχτηκαν τις παραμονές του Δεκέμβρη, γιατί ο Δουρμούσης δεν ήταν ελασίτης ούτε καν άντρας. Ηταν δώδεκα χρονών παιδί και την ώρα που δολοφονήθηκε έπαιξε στην αυλή του με τέσσερις φίλους του. Ο δολοφόνος του όμως ήξερε ότι όποιον σκοτώσεις στην Καισαριανή «κέρδος» είναι, γιατί όλοι τους είναι «κουκουέδες» Και δεν δίστασε να πυροβολήσει ύπουλα ένα παιδί.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Δημοσίευση σχολίου