Home » , » Πρελούδιο μιας εποχής τεκτονικών κοινωνικών συγκρούσεων

Πρελούδιο μιας εποχής τεκτονικών κοινωνικών συγκρούσεων

Από Rojo Obrero , Πέμπτη 10 Μαΐου 2012 | 7:09 μ.μ.

Του Μάκη Γεωργιάδη

   Ζώντας τον απόηχο του εκλογικού σεισμού θα ήταν βαρύτατη αμέλεια για κάθε έκφανση της Αριστεράς να μην αφουγκραστεί τις επικείμενες δονήσεις των κοινωνικών σεισμών. Όπως συμβαίνει στη φυσική και τη γεωλογία, δεν  έχει ανακαλυφθεί ακόμη κάποια μέθοδος έγκαιρης πρόγνωσης  του φαινομένου. Στο κοινωνικό πεδίο ισχύει ακριβώς το ίδιο και κανείς δεν μπορεί να προσδιορίσει με χρονική βεβαιότητα και ακριβές στίγμα της κοινωνικής έκρηξης. Οι τεκτονικές πλάκες της κοινωνίας πάντως  βρίσκονται ήδη σε σύγκρουση.

Σε μια περίοδο παρατεταμένης διέγερσης αρχής γενομένης από τα γεγονότα του Δεκέμβρη του 2008. Γεγονότα πρότερα, αλλά όχι και τόσο ασύνδετα με την οικονομική κρίση και τις επιπτώσεις της η οποία άρχισε για πολλούς να γίνεται απολύτως ορατή από την επόμενη χρονιά. Ένα από τα βασικά ζητήματα που η ίδια η ζωή θέτει με επιτακτικό μάλιστα τρόπο και αναζητώντας πειστική απάντηση, είναι αν υπάρχει πράγματι απάντηση της Αριστεράς η οποία να οδηγεί την εργατική τάξη σε  διέξοδο. Μπορεί το ερώτημα να ακούγεται απλοϊκό. Ίσως  να είναι για όσους έχουμε συνηθίσει να επεξηγούμε τα πράγματα με εύσχημους σχηματικούς τρόπους. Κάνοντας αβίαστες και εύκολες κρίσεις και κατατάξεις με πλήθος επιθετικών προσδιορισμών και αυτοπροσδιορισμών. 

Στην πραγματικότητα ωστόσο το ζήτημα της απάντησης στην κρίση αγγίζει όλους τους σχηματισμούς της Αριστεράς, οποιαδήποτε απάντηση κι αν επιλέγουν να δώσουν καθώς όπως αναφέραμε και το σύνολο της εργατικής τάξης. Η οποιαδήποτε απάντηση δίνεται λοιπόν, επαναστατική, ριζοσπαστική ρεφορμιστική, κυβερνητική κλπ. Φυσικά δεν δημιουργείται σε κενό αλλά σε μεγάλο βαθμό καθορίζεται και από τους όρους που έχουν διαμορφωθεί για την επιβίωση και την επικράτησή της. Ο καταλυτικός παράγοντας για τη διαμόρφωση αυτών των όρων είναι ο ιστορικός υποκειμενικώς παράγοντας. Ως  απλούστευση θα λέγαμε την στιγμή όπου η εργατική τάξη θα έχει μετατραπεί από τάξη καθεαυτή σε τάξη για τον εαυτό της με ότι αυτό συνεπάγεται. Ακριβώς πάνω σε αυτό το σημείο εντοπίζεται και η κρισιμότητα της ανάπτυξης και της ηγεμονίας του επαναστατικού πολιτικού υποκειμένου και της πρωτοπορίας.

Πριν τοποθετηθεί ωστόσο κάποιος πάνω σε τόσο κρίσιμα θέματα, έχει να αντιμετωπίσει την υπαρκτή  και υπό νέα διαμόρφωση πολιτική πραγματικότητα. Αυτή προφανώς δεν καθορίζεται στον απόλυτο βαθμό από την αποτύπωση των εκλογικών συσχετισμών που προέκυψαν από τις εκλογές της 6ης του Μάη. Η παταγώδης κατάρρευση του δικομματισμού, δυστυχώς, δε συνοδεύτηκε από ανάλογη ήττα της αστικής κυριαρχίας και της ιδεολογικής ηγεμονίας του αστισμού. Ο τεράστιος κατακερματισμός των πολιτικών δυνάμεων ακόμη και με τη ρηχή και επιπόλαιη διαχωριστική γραμμή «μνημονιακοί – αντιμνημονιακοί», κατέδειξε μια εκλογική επιρροή των πρώτων καθόλου αμελητέα.

Αν και τέτοιου είδους αθροίσματα δεν απεικονίζουν απολύτως την πραγματικότητα, εντούτοις κοινοβουλευτικές και εξωκοινοβουλευτικές μνημονιακές δυνάμεις αθροίζουν άνω του 40%. Αν συνυπολογίσει κανείς ότι το 7% της Χρυσής Αυγής δεν είναι παρά ξεκάθαρη ακραία αλλά συστημική ψήφος, αντιλαμβάνεται ότι δεν υπάρχει συντριβή του μνημονίου, αλλά οριακή ήττα του.  Από την άλλη η άνοδος της Αριστεράς και η εκτόξευση του ΣΥΡΙΖΑ δείχνει να μην ακολουθείται από ανάλογη ισχυρή ιδεολογική μετατόπιση παρά το γεγονός ότι δεν μπορεί κανείς να πει ότι κάτι τέτοιο δεν θα συμβεί σε επόμενη φάση. Άλλωστε το έλλειμμα  σε κοινωνικό επίπεδο της Αριστεράς είναι γενικά παραδεκτό ακόμη και από τα ίδια τα στελέχη του κόμματος. Το έλλειμμα αυτό φυσικά αντανακλάται σε όλες τις δυνάμεις τόσο της διαχειριστικής όσο και της επαναστατικής Αριστεράς. 


Η κατάσταση η οποία προέκυψε εντείνει την πολιτική και την κοινωνική πόλωση. Η ρευστότητα του εκλογικού σώματος και η διάλυση του δίπολου της δικομματικής εναλλαγής θέτει νέα ζητήματα. Επιτακτικά και βασανιστικά. Η ιδεολογική τρομοκρατία, τα εκβιαστικά διλήμματα και η επιστροφή της μισαλλοδοξίας από πόρτες και παράθυρα, βλέπε από τη μία Σαμαράς από την άλλη Χρυσή Αυγή,  δεν αποτελούν  πλέον περιφερειακό ζήτημα, αλλά εν πολλοίς είναι ήδη ο καμβάς πάνω στον οποίο κεντάνε και σχεδιάζουν οι κυρίαρχοι.  Αν μια παραδοχή μπορεί να κάνει στο σύνολό της η Αριστερά, τότε και εξαιτίας της ιστορικής εμπειρίας σε όλον  τον κόσμο αλλά και στη χώρα μας θα συμφωνούσε με τη ρήση του Μαρξ ότι οι καπιταλιστές δεν διστάζουν να διαπράξουν οποιοδήποτε έγκλημα προκειμένου να διαφυλάξουν τα κέρδη και την κυριαρχία τους. 


Μια διαχωριστική γραμμή  η οποία τοποθετεί τις πολιτικές δυνάμεις σε μνημονιακούς ή αντιμνημονιακούς άξονες, σε συνθήκες οξείας κρίσης του καπιταλισμού, είναι προφανές ότι δεν μπορεί να σταθεί. Καταρρέει και η ίδια κάτω από το βάρος σαφών, πραγματικών και βαθύτερων διαχωριστικών γραμμών οι οποίες συνδέονται άμεσα με την πολιτική, τη θεωρητική και ιδεολογική αντιπαράθεση πάνω στο πραγματικό έδαφος της ταξικής σύγκρουσης. Η πραγματικότητα του σήμερα αντικατοπτρίζει την αναγκαιότητα της βαθιάς τομής στο αύριο, αλλά εντούτοις αφήνει και όλες τις δυνατότητες ανοιχτές. Η νεοφιλελεύθερη απάντηση στην κρίση και η εμμονή σε αυτή οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην ανελέητη καπιταλιστική βαρβαρότητα του 21ου αιώνα στις χώρες ακόμη και του σκληρού πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρώ.  Η πολιτική αυτή στην Ελλάδα είναι η πιο εύγλωττη προβολή του μέλλοντος των κρατών μελών της Ευρωζώνης. Η απάντηση στην κρίση με αυτόν τον τρόπο δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι δεν έχει υποστηρικτές μόνο στην παραδοσιακή συντηρητική πολιτική πτέρυγα του αστικού μπλοκ εξουσίας, αλλά και στην εδώ και χρόνια μεταλλαγμένης  Σοσιαλδημοκρατίας.

Αυτή η κατάσταση ωστόσο η οποία οδήγησε στην ήττα των πολιτικών εκφραστών του μνημονίου στη χώρα μας σε καμία περίπτωση δεν αντικατοπτρίζουν μια ευθέως ανάλογη αμφισβήτηση της αστικής κυριαρχίας και  κατ΄ επέκταση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Προβάλλει μέσα από το νέο  συσχετισμό ωστόσο η αναγκαιότητα της πλήρους ανατροπής της καπιταλιστικής βαρβαρότητας και της απελευθερωτικής κομμουνιστικής προοπτικής.  Στο έδαφος αυτής της  κρίσης πάντως δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι οι εναλλακτικές δυνατότητες  διεξόδου είναι ποικίλες και όλες ανοιχτές.

Αυτό με απλά λόγια σημαίνει ότι δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως νομοτέλεια η επαναστατική κοινωνική μεταβολή με προοπτική τον κομμουνισμό. Είναι πολύ πιθανό και σχεδόν βέβαιο ωστόσο ότι θα προκύψει ως νομοτέλεια η  συσπείρωση και η αδίστακτη αντίδραση του κεφαλαίου και των πολιτικών του εκφραστών έναντι τόσο της οποιασδήποτε Αριστερής απάντησης  και φυσικά εναντίον της εργατικής τάξης.  Το έδαφος προετοιμάζεται ήδη και η Δεξιά δεν μασάει τα λόγια της. Πέραν των τακτικών ελιγμών στο θέμα σχηματισμού κυβέρνησης, το  «μαύρο μέτωπο» βιομηχάνων, ΕΕ, ΕΚΤ, Κομισιόν και ΔΝΤ  επιχειρεί τη συγκέντρωση δυνάμεων  και συγκόλλησης των κομματιών της Δεξιάς με άμεσο στόχο την εκλογική επικράτηση και το συνακόλουθο σφαγιασμό των εργατικών δικαιωμάτων και κατακτήσεων με την υλοποίηση του δεύτερου κύματος μέτρων μνημονιακής βαρβαρότητας. 


Στην πραγματικότητα σε αυτήν την περίοδο δεν δοκιμάζεται η ικανότητα της Αριστεράς να σχηματίσει κυβέρνηση και να διαχειριστεί αυτή την κρίση και  τα απότοκά της. Η Αριστερά αναμετριέται με μια ακόμη ιστορική ευκαιρία η οποία αφήνει εκ νέου δύο ενδεχόμενα ανοιχτά. Αυτό της εκλογικής επιβεβαίωσης αλλά σε πορεία ενσωμάτωσης των εργατικών αντιδράσεων και διεκδικήσεων στα στενά καλούπια μια αριστερής κυβερνητικής διαχείρισης και το ενδεχόμενο αντιπαραβολής μια πραγματικής εναλλακτικής επαναστατικής ανατρεπτικής αντίληψης με αντικείμενο την κατάληψη συνολικά της εξουσίας και του κοινωνικού μετασχηματισμού. 


Από την κυβερνητική λύση μέχρι τους κινδύνους εκτροπής

Οι εκλογές της 6ης του Μάη είναι η αφετηρία μιας διαδικασίας δραματικών αλλαγών των πολιτικών συσχετισμών οι οποίες θα ολοκληρωθούν σε πολλές πράξεις. Τίποτα πλέον δεν είναι όπως παλιά. Ο παραδοσιακός διπολισμός  που  κυριάρχησε στις διάφορες εκδοχές του για περισσότερα από 150 χρόνια με εξαίρεση τις  περιόδους δικτατοριών και φυσικά το ΕΑΜικό έπος, Φαινομενικά έχει καταρρεύσει. Το δίπολο  κεφαλαίου εργασίας  ως βασικής αντίθεσης ωστόσο αναδεικνύεται εκ νέου και με νέους όρους  με οξύ τρόπο.  Μπορεί να λυθεί αυτή η αντίθεση στο έδαφος μια κυβέρνησης της Αριστεράς όπως έχει διακηρύξει ο ΣΥΡΙΖΑ; Τα θετικά της πολιτικής διαπάλης του προηγούμενου διαστήματος είναι ότι ανέδειξαν σε ανεπαρκή μεν , αλλά υπαρκτό και σημαντικό βαθμό τα ζητήματα της εξουσίας και της κυβέρνησης από μια άλλη σκοπιά από την κυρίαρχη καθεστωτική.

Από αυτήν την άποψη η κυβερνητική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ έχει σαφώς περιορισμένη οπτική στο ζήτημα της  εργατικής εξουσίας υπερτιμώντας σαφώς το αστικό κοινοβουλευτικό θεσμικό πλαίσιο  και τις δυνατότητες πραγματικής λαϊκής παρέμβασης που αυτό (δεν) παρέχει.  Από την άλλη πλευρά το ΚΚΕ τοποθετώντας  με σαφήνεια το ζήτημα της εργατικής λαϊκής εξουσίας, ταυτόχρονα υποτιμά σε ακραίο βαθμό το ζήτημα της κυβέρνησης στρεφόμενο στην υποτιθέμενη ανάπτυξη των εργατικών αντιστάσεων και της ανάπτυξης από τα κάτω του εργατικό κίνημα. Με τον τρόπο ωστόσο που προωθεί αυτή την πολιτική επιλογή  προωθεί ταυτόχρονα την λογική της περιχαράκωσης και του απομονωτισμού σε μια αντίληψη η οποία αναγορεύει την τάξη σε υπηρέτη του κόμματος το οποίο δείχνει να κατέχει την «απόλυτη αλήθεια».

 Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ  από την πλευρά της βάζει στο σήμερα την αναγκαιότητα ολικής ρήξης με το καπιταλιστικό μοντέλο παραγωγής τοποθετώντας με επαναστατικό διαλεκτικό τρόπο το ζήτημα της εργατικής εξουσίας και φυσικά της διακυβέρνησης με την ταυτόχρονη κίνηση της τάξης. Την ανάπτυξη των νέων νέων μορφών εργατικής εξουσίας και εργατικού ελέγχου στη βάση και από τη βάση ώστε να αποκρουστεί η επίθεση του κεφαλαίου και να ανατραπεί συνολικά η κυριαρχία του. Από αυτήν την άποψη το πρώτιστο καθήκον της Αριστεράς είναι η κοινή και ενωτική δράση μέσα στο λαϊκό και εργατικό κίνημα ώστε να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις της ρήξης με τους καπιταλιστές. Η προσπάθεια αυτή που έχει στον πυρήνα της το αγωνιστικό μέτωπο ρήξης και ανατροπής, δεν είναι μια φιλολογική – θεωρητική προσέγγιση με χαρακτηριστικά της σκέψης του Λένιν ο οποίος έθετε το ζήτημα χώρια να βαδίζουμε και μαζί να χτυπάμε.

Η προσέγγιση αυτή δίνει την ευκρινέστερη διέξοδο σε μια εποχή που  τα εκλογικά αποτελέσματα ενισχύουν την Αριστερά, δεν διασκορπίζουν όμως  εντελώς την ομίχλη στο επίπεδο της κοινωνίας. Όπως σε όλες τις προσεγγίσεις, έτσι και σε αυτήν τον κομβικό ρόλο παίζει ο υποκειμενικός παράγοντας, η κίνηση της τάξης και η δράση σε αυτό το επίπεδο της πρωτοπορίας. Υπό αυτό το πρίσμα ενώ οι αντικειμενικές προϋποθέσεως για την ανατροπή του συστήματος και την  απελευθέρωση από τα δεσμά της βαρβαρότητας υπάρχουν και είναι πιο ώριμες παρά ποτέ,   εντούτοις ο υποκειμενικός παράγοντας  δεν δείχνει ακόμη σε θέση να κάνει την υπέρβαση.  Μια αντίστροφη οπτική η οποία μπορεί να διαβλέπει την κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας εντός του αστικού πολιτικού πλαισίου και χωρίς την απαραίτητη στήριξη της από την εργατική πλειονότητα και τα σύμμαχα στρώματα οφείλει να απαντήσει εάν η κυβέρνηση της Αριστεράς μπορεί να συμβάλει με τον δικό της τρόπο στη δημιουργία επαναστατικών τομών και ρήξεων που θα οδηγήσουν τελικώς σε μια  εντελώς διαφορετική κοινωνική, οικονομική και πολιτική οργάνωση με προοπτική το σοσιαλισμό.
Θα ήταν επιπολαιότητα αν εκτιμούσε κανείς πως η κατάσταση που δείχνει να διαμορφώνεται μοιάζει με την περίοδο της «Αλλαγής» του ΠΑΣΟΚ  του 1981. Πρώτα απ΄ όλα δεν είναι ίδια η κοινωνική κατάσταση στην Ελλάδα, ούτε και στο εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα. Από την άλλη δεν είναι ίδιος και ο καπιταλισμός της εποχής μας και  φυσικά η βαθύτατη κρίση στην οποία καλείται να παίξει τον ανατρεπτικό και απελευθερωτικό ρόλο της η Αριστερά.  Καλώς ή κακώς τα τελευταία τριάντα  χρόνια  ο ελληνικός καπιταλισμός κατάφερε να ενισχύσει σημαντικά τη θέση του στον διεθνή καταμερισμό και να αναπτύξει τις παραγωγικές δυνάμεις καθώς και τον συσσωρευμένο πλούτο σε απίστευτα μεγάλο βαθμό.

Το «στρεβλό» κρατικοδίαιτο μοντέλο το οποίο με ευκολία λιθοβολούν οι δυνάμεις του νεοφιλελευθερισμού ήταν αυτό που εξέθρεψε τα αμύθητα κέρδη που αποκόμισαν μια σειρά κλάδοι της ιδιωτικής «πρωτοβουλίας» Ο πλούτος που παράχθηκε και σωρεύτηκε στα χέρια της εγχώριας ολιγαρχίας των πολυεθνικών μονοπωλίων και κάθε αρπακτικού, είναι ασύλληπτα μεγαλύτερος από ένα κοινωνικό μέρισμα  το οποίο μάλιστα εξαϋλώθηκε μέσα στα δύο χρόνια της εφαρμογής του μνημονίου. Η κρίση χρέους δεν είναι παρά απλώς μια όψη της συνολικής κρίσης η οποία δεν εντοπίζεται φυσικά στο ελληνικό έδαφος. Η ελληνική κρίση εκκολάφθηκε  εντός μιας καπιταλιστικής ολοκλήρωσης και πάνω στο έδαφος της κρίσης  του ευρωπαϊκού καπιταλισμού που εντοπίζεται στον πυρήνα του συστήματος  και την πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους. Η κατάσταση αυτή κάνει αδήριτη την ανάγκη των καπιταλιστών να επιτεθούν ευθέως και συνολικά στην εργασία και το κόστος της προκειμένου να υπάρξει η άμεση αποκατάσταση μιας ισορροπίας η οποία θα αποδίδει το κέρδος κατευθείαν από την πηγή του, δηλαδή την απόσπαση ακόμη μεγαλύτερης υπεραξίας από τον εργαζόμενο με συνθήκες οι οποίες  προσομοιάζουν περισσότερο στα τέλη του 19ου αιώνα παρά στην κρίση της δεκαετίας του ‘ 30. Το ενιαίο νόμισμα επιτείνει το πρόβλημα σε μια χώρα σαν την Ελλάδα η οποία ανήκει μεν στον σκληρό καπιταλιστικό  πυρήνα, δεν παύει όμως να είναι ταυτόχρονα χώρα της περιφέρειας με ότι αυτό συνεπάγεται. Η ολοκληρωτική επίθεση του κεφαλαίου σε δικαιώματα και εργατικές κατακτήσεις απαιτεί ολοκληρωμένες απαντήσεις.
Η επίθεση στρατηγικού εύρους και βάθους από την πλευρά του κεφαλαίου, βρίσκει σε σύγχυση, αποστοίχιση και με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία να κατέχει ακόμη σημαντικό ρόλο. Η υπαρκτή τάση της χειραφέτησης επικαλύπτεται ακόμη σε σημαντικό βαθμό από τις τάσεις υποταγής που παραμένουν κυρίαρχες και ενισχύονται από τη μια πλευρά  από τις αυταπάτες του κυβερνητισμού και της πολιτικής της ανάθεσης και από την άλλη από τις πολιτικές περιχαράκωσης, αποστείρωσης και πίστης στην «εξ αποκαλύψεως αλήθεια». Ταυτόχρονα στις περιόδους ξεσπάσματος του λαϊκού κινήματος παρατηρείται και μάλιστα ως δίπολο  η αποθέωση του αυθόρμητου και η διάχυση δυνάμεων στην αντίληψη του κινηματισμού ή η εντελώς περιφρονητική ως και εχθρική στάση απέναντι στο αυθόρμητο ως απάντηση από την άλλη πλευρά.

Τα βαθύτατα ρήγματα που προκαλεί η κρίση και η ασκούμενη πολιτική προοιωνίζονται τα νέα εξεγερτικά ρεύματα στα οποία ενυπάρχουν όλες οι τάσεις σε μια εντεινόμενη θεωρητική και πολιτική διαπάλη για την ηγεμονία. Από αυτήν την άποψη το εκλογικό αποτέλεσμα κατέγραψε σαφή πολιτική ηγεμονία του ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος προέβαλε με το δικό του τόπο  την ενότητα της Αριστεράς και έφερε στο επίκεντρο της συζήτησης την κυβέρνηση της Αριστεράς. Επανέρχεται λοιπόν το ερώτημα. Ποια διέξοδο θα μπορούσε να δώσει μια κυβέρνηση της Αριστεράς η οποία μπορεί να μη σχηματίστηκε αυτήν την περίοδο δεν αποκλείεται όμως να συγκροτηθεί στην επόμενη φάση. Πέρα και από αυτό το ερώτημα μπορεί να  αναρωτηθεί κανείς αν μια τέτοια κυβέρνηση θα μπορούσε να αξιοποιήσει αυτό το σχήμα προκαλώντας επαναστατικές καταστάσεις και γεγονότα  στην προοπτική ολοκληρωτικής ρήξης.
Είναι προφανές ότι το σύστημα της αστικής εξουσίας έχει έκδηλη ανησυχία για το σκηνικό που διαμορφώνεται. Η λυσσαλέα επίθεση έναντι και της διαχειριστικής ή όπως αλλιώς θέλει κανείς να την ονομάσει, Αριστεράς μαρτυράει ότι το ζήτημα της ενσωμάτωσης της νέας ριζοσπαστικοποίησης όχι μόνο δεν έχει κλείσει, αλλά προκαλεί σημαντικές ανησυχίες στο κατεστημένο. Η πολιτική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ ωστόσο και το κυβερνητικό πρόταγμα αυτοπαγιδεύει  τον ίδιο το σχηματισμό όσο και μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας από τη στιγμή που πατάει σε δύο βάρκες. Από τη μια στο πρόταγμα της ανατροπής και της ακύρωσης των μνημονίων σε πρώτη φάση και από την άλλη στη σταθερή και απαρέγκλιτη προσήλωση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τους θεσμούς της και το ευρώ. Στη συγκεκριμένη περίπτωση αναγνωρίζοντας την κρίση ως κρίση που προκύπτει από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές επιλογές, αφήνει εκτός κάδρου τη συνολική συστημική κρίση, την κρίση στον πυρήνα του ίδιου του καπιταλισμού.

Ακόμη  και πλήρης ανατροπή σε ευρωπαϊκό επίπεδο των πολιτικών συσχετισμών υπέρ της Αριστεράς, δεν θα οδηγούσε σε αλλαγή της πολιτικής λιτότητας και συντριβής της εργατικής δύναμης από τη στιγμή που το συνολικό σύστημα εξουσίας μέσω των  διευθυντηρίων, των θεσμών, των χρηματαγορών και του τραπεζικού συστήματος παραμένει στον έλεγχο των καπιταλιστών, των αγορών, του κεφαλαίου. Το πρόταγμα της ανάπτυξης και της χαλάρωσης της δημοσιονομικής πολιτικής σκληρής λιτότητας δεν απαντά ούτε στις ανάγκες των εργαζομένων αλλά όπως φαίνεται ούτε και στις ανάγκες των διαχειριστών της καπιταλιστικής κρίσης. Η αναγνώριση από αρκετά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ ως κομβικού σημείου της ίδιας της κρίσης του καπιταλισμού ως του πραγματικού επίδικου ασχέτως του πολιτικού προσήμου διαχείρισης, δεν διακρίνεται ωστόσο από την αναγνώριση της αναγκαιότητας επαναστατικής μεταβολής.

 Είναι κι  αυτό απότοκο μιας αντίληψης η οποία αναγνωρίζει ότι δεν υπάρχουν οι διεθνείς συσχετισμοί για μια ολοκληρωμένη εναλλακτική διεθνιστική απάντηση στο μόρφωμα της ΕΕ, ή πολύ περισσότερο  επηρεάζεται από τις καταβολές του ανανεωτικού κομμουνιστικού ρεύματος και ενός ριζοσπαστικού ρεφορμισμού που αναζητούν απαντήσεις με επίκεντρο τον άνθρωπο στο έδαφος του καπιταλισμού. Πέραν όμως του γεγονότος ότι σχεδόν όλα αυτά τα σημεία είναι ζητήματα θεωρητικής – ιδεολογικής αντιπαράθεσης, η μεγαλύτερη ασάφεια που υπάρχει στην κυβερνητική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ είναι τι γίνεται σε περίπτωση όπου τελικά η ΕΕ αποφασίσει ότι μπορεί να λειτουργήσει στο επίπεδο της Ευρωζώνης και χωρίς την Ελλάδα. Σενάριο  το οποίο πρέπει να πούμε ότι όχι μόνο δεν είναι απίθανο, αλλά βάσει των πολιτικών του μνημονίου είναι πολύ κοντά στην πραγματικότητα. Αυτό σημαίνει πολύ απλά  ότι ακόμη και με μνημονιακή κυβέρνηση  η επιστροφή σε εθνικό νόμισμα είναι σχεδόν αναπόφευκτη. Γιατί να αναλάβει μια εκδοχή της Αριστεράς το ρίσκο να υπερασπιστεί μέχρι τελικής πτώσεως ένα εργαλείο ιμπεριαλιστικής μονεταριστικής πολιτικής; Γιατί κακά τα ψέματα στο ενδεχόμενο μιας αριστερής διακυβέρνησης δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η ΕΕ θα συνεχίσει να κρατά την Ελλάδα στο ευρώ, ειδικά ακόμη και όταν οι ίδιοι οι Σαμαράς και Βενιζέλος που θέτουν ως τρομοκρατικό δίλημμα   την παραμονή ή την έξοδο της χώρας από το κοινό νόμισμα δεν είναι σε θέση να εγγυηθούν την παραμονή που τόσο κόπτονται.
Ακύρωση των μνημονίων και καταγγελία των δανειακών συμβάσεων  σημαίνει το λιγότερο σύγκρουση με την ΕΕΕ. Πέραν αυτού ωστόσο σημαίνει σύγκρουση και ρήξη με το εγχώριο κεφάλαιο. Θα ήταν έτοιμη μια κυβέρνηση της Αριστεράς να το πράξει; Όταν δεν υπάρχει ξεκάθαρος στρατηγικός στόχος ανατροπής και ενυπάρχουν αμφισημίες και διφορούμενες απαντήσεις ακόμη και οι ειλικρινέστερες των προθέσεων είναι καταδικασμένες είτε να αποτύχουν εκφυλιζόμενες σε μια διαχειριστικού τύπου αυταπάτη αλλαγής με ταυτόχρονη ενσωμάτωση και απονέκρωση της ριζοσπαστικοποίησης των μαζών είτε να τσακιστούν από ένα αντιδραστικό μέτωπο των αστικών δυνάμεων το οποίο ήδη δείχνει να μορφοποιείται με το μανδύα της φιλοευρωπαϊκής κεντροδεξιάς η οποία θα ενσωματώσει με τη σειρά της τη δεξιά αμφισβήτηση πάνω στο ελάχιστο διαφύλαξης της αστικής κυριαρχίας με την επαναφορά παλιών διλημμάτων με νέα μορφή και περιεχόμενο. Ο κίνδυνος αυτός ελλοχεύει όσο ο προσανατολισμός είναι αποκλειστικά η κυβερνητική διαχείριση ειδομένη ως ιστορική ευκαιρία της Αριστεράς.

 Η ιστορική ευκαιρία της Αριστεράς στις δεδομένες συνθήκες είναι να βγάλει στο προσκήνιο τον υποκειμενικό παράγοντα. Να ενισχύσει τα όργανα εκείνα της λαϊκής και εργατικής εξουσίας, τον εργατικό έλεγχο και τις νέες μορφές πολιτικοποίησης, διαχείρισης και αυτοδιεύθυνσης των μέσων παραγωγής ώστε στην επόμενη φάση να περάσουν στους πραγματικούς παραγωγούς του κοινωνικού πλούτου. Η πραγματική ιστορική ευκαιρία στο σήμερα  είναι η ένταση της ταξικής πάλης. Η όξυνση της κρίσης και  η δημιουργία σοβαρών ρηγμάτων στο σύστημα της αστικής κυριαρχίας. Η προαγωγή των επαναστατικών γεγονότων και μορφών δυαδικής εξουσίας που θα οδηγήσουν στην τελική ανατροπή της βαρβαρότητας των μνημονίων και του ίδιου του καπιταλισμού. 


Δεν υπάρχει δίκη προθέσεων αλλά καλοπροαίρετη κριτική από μια άλλη σκοπιά. Το σύστημα διαβλέπει αυτές τις δυνατότητες που κυοφορούνται στο κοινωνικό σώμα. Ο επαναστατικός πόλος της Αριστεράς είναι μεν διακριτός αλλά δεν καθορίζει αυτός τις εξελίξεις  στο επίπεδο της ταξικής πάλης. Άλλωστε η επιδίωξη δεν είναι ένα πρόσκαιρο μικροκομματικό όφελος αλλά η συμβολή στην ανάπτυξη αυτού του επαναστατικού κινήματος που μπορεί να γυρίσει το γρανάζι της ιστορίας. Η αστική τάξη της χώρας έχει πλήρη επίγνωση αυτών των δυνατοτήτων που ξεπηδούν από την αναγκαιότητα  απελευθερωτικής υπέρβασης της κρίσης.

Το σύστημα έχει θωρακιστεί όχι μόνο θεσμικά αλλά και με κατασταλτικούς μηχανισμούς πρωτόγνωρης ισχύος  έτοιμους να χρησιμοποιηθούν ανά πάσα στιγμή. Παράλληλα εκτρέφει σε αυτό το πλαίσιο τις εγκληματικού τύπου  φασιστικές εφεδρείες του σαν τη Χρυσή Αυγή η οποία όπως κάθε τέτοια οργάνωση είναι απαραίτητος στυλοβάτης της κρατικής καταστολής όταν αποπειράται να χτυπήσει το εργατικό κίνημα. Το σκηνικό της κοινωνικής ανάφλεξης και της επικείμενης σύγκρουσης εμπεριείχε όλους τους κινδύνους ωμής και απροκάλυπτης καταστολής έπειτα από την ακραία πόλωση η οποία θα επιχειρηθεί.  Οι συνταγματικές εκτροπές και τα κοινοβουλευτικά πραξικοπήματα των δύο τελευταίων ετών ήταν οι τροχιοδεικτικές βολές  από μια αδίστακτη φατρία εκμεταλλευτών. Η ίδια φατρία του κεφαλαίου που ακύρωσε επί της ουσίας την αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία, δεν θα έχει κανένα δισταγμό να καταλύσει θεσμούς και συντάγματα και τυπικά, αν αντιληφθεί ότι τελειώνουν οι μέρες της κυριαρχίας της.

 Ο μοναδικός παράγοντας που μπορεί να ακυρώσει όλα αυτά τα ενδεχόμενα είναι η μαζική δράση του εργατικού λαϊκού κινήματος στη βάση της προάσπισης των δικαιωμάτων και των δημοκρατικών ελευθεριών παράλληλα με την  πιο αποφασιστική μάχη για την ανατροπή  των μνημονίων, της ΕΕ, του ΔΝΤ και των κυβερνήσεων τους. Από αυτήν την άποψη η πρώτιστη αναγκαιότητα για την Αριστερά είναι η κοινή δράση  στους κοινωνικούς αγώνες, το εργατικό κίνημα, τις γειτονιές και τα εργοστάσια ώστε να δημιουργηθεί εκείνη η απαραίτητη αντισεισμική ασπίδα που θα αντέξει τις επιθέσεις του συστήματος θα αντεπιτεθεί και θα ανατρέψει την κυριαρχία του. Σε αυτήν την επιτακτική αναγκαιότητα καλείται να απαντήσει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και απαντάει θετικά μένοντας  σε αυτήν την κατεύθυνση την καθοριστική συμβολή και των υπολοίπων πέρα από κυβερνητικές ψευδαισθήσεις και περιχαρακώσεις.

Μ.Γ.

X – V - 2012
Μοιράσου το :

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © ΒΑΘΥ ΚΟΚΚΙΝΟ
Powered by Blogger