Του Μάκη Γεωργιάδη
Οι γκρίζες ζώνες της μοντέρνας εξαθλίωσης επεκτείνονται δραματικά. Στις μητροπόλεις, αλλά όχι μόνο αυτές. Πόλεις που θαρρείς πως τα σωθικά τους μετασκευάζονται με τέχνη περίσσια σε αμπάρια ενός νέου δουλεμπορικού στόλου. Μετατρέπονται σε κάτεργα ατελείωτης εργασίας καθώς σιγά σιγά ο αστικός καθωσπρεπισμός απεκδύεται τα ιμάτια της δημοκρατίας και κάθε έννοιας κι αρχής του διαφωτισμού.
Μα τι μεγάλη ευκαιρία! Μέσα από τη γύμνια του και την απόλυτη ένδυα των ιδεών του που δεν είναι πια τίποτε άλλο παρά δογματικά ιδεολογήματα φονταμενταλιστικού χαρακτήρα, αναδεικνύεται η τρομερή αδυναμία του. Ο φόβος του. Όμως, αλίμονο. Η άλλη όψη είναι αυτή που τροφοδοτεί τη νέα απόπειρα επιστροφής στον μεσαίωνα. Έχουν επίγνωση οι φύλακες του φόβου των από κάτω. Γι αυτό στο δικό τους φόβο αντιπαραβάλλουν τον τρόμο. Έχουν επίγνωση των δυνατοτήτων της εξέγερσης, της ανατροπής. Γι αυτό είναι αδίστακτοι. Αμείλικτοι μπροστά στη διατήρηση των κεκτημένων. Και τα αμπάρια γεμίζουν με ολοένα και περισσότερους εξαθλιωμένους. Με νέες στρατιές περιθωριοποιημένων και βασανισμένων. Με τους οργανισμούς και τις τεχνοκρατικές υπηρεσίες τους αυτοί το μόνο που κάνουν, είναι κυνικά να απαριθμούν τις μετρήσιμες συνέπειες της απόγνωσης. Τόσα εκατομμύρια άνεργοι, τόσα φτωχοί, τόσοι άστεγοι και κάμποσοι ακόμη αυτόχειρες. Άλλωστε οι ίδιοι είναι που είχαν εφεύρει και τις περίφημες «παράπλευρες απώλειες» για να δικαιολογήσουν τις δολοφονίες αμάχων από τα δικά τους πυρά. Να που τώρα στα εσωτερικά μέτωπα οι «παράπλευρες απώλειες» του ταξικού πολέμου πολλαπλασιάζονται και επεκτείνονται…
Με μοναδική επιδεξιότητα γράφονται και αναπαράγονται οι ύμνοι για τη νέα εποχή της βαρβαρότητας. Οι αλυσίδες άλλωστε εδώ και χρόνια έχουν σταματήσει να κάνουν θόρυβο. Αδιόρατα τα δεσμά, αιχμάλωτες συνειδήσεις. Υποταγμένοι και βυθισμένοι σε κόσμους αυταπατών και πλασμένων στα μέτρα του συστήματος ονείρων. Μα πώς να αλλάξει ο κόσμος μέσα σε αυτόν τον ορυμαγδό; Ιδού το μεγάλο ζήτημα που ώρες συνταυτίζεται με υπαρξιακές απορίες και διλήμματα. Πως θα αλλάξει ο κόσμος και ποιοι θα τον αλλάξουν…
Οι αιώνες που η πέρασαν μέσα από την αστική κυριαρχία δεν απάλειψαν μόνο οτιδήποτε επαναστατικό είχε γεννήσει η σκέψη της όσο η φεουδάρχες είχαν τον τρωτό και κυρίαρχο ρόλο του καταπιεστή. Θαρρείς και στα άκρα της ανθρωπότητας παρέμειναν ανεξίτηλα μαύρα σημάδια κι ας έσπασαν οι χαλκάδες της πρότερης σκλαβιάς. Σήμερα τα βλέπει κανείς πιο καθαρά. Τα βλέπει ακόμη και στους καρπούς ή τους αστραγάλους των υψηλών εννοιών και ιδανικών που κόμισε η γαλλική επανάσταση με τη Ελευθερία, την ισότητα, την Αδελφοσύνη ή τη Δικαιοσύνη να στέκονται με κουρελιασμένα ρούχα ανάμεσα σε αλαλάζοντα πλήθη που ακόμη δεν έχουν απογαλακτιστεί από τα σύνδρομα της ρωμαϊκής αρένας επιζητώντας τους άρτους και τα θεάματα. Μόνο φαντάσματα των εννοιών και των ιδανικών αυτών κατοικούν πια σε σειρά θεσμικών δομών και «ναών της δημοκρατίας».
Οι κυρίαρχοι λειτούργησαν ως μαστροποί. Στο βάθος μάλιστα ήξεραν πως το τσάκισμα κάθε εργατικής αντίληψης, κάθε απόπειρας αλλαγής αυτού του κόσμου θα ήταν και η ταφόπλακα για τις εμπνεύσεις που τους οδήγησαν κάποτε τους ίδιους στην εξουσία. Αλλά το παρελθόν στην εποχή της κτηνώδους εκμετάλλευσης και της απύθμενης βαρβαρότητας είναι βαρίδι δυσβάσταχτο. Ειδικά για την κερδοφορία ως υπέρτατη αξία. Έκαναν έτσι συνώνυμο της Ελευθερίας την ελεύθερη διακίνηση εμπορευμάτων και κεφαλαίων. Την ταύτισαν με τη βουλιμική υπερκατανάλωση και την κατασπατάληση πόρων, την ίδια ώρα που ακόμη και σήμερα ένα μεγάλο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού υποσιτίζεται. Η ισότητα ταυτίστηκε με την ισότητα των ευκαιριών στην εκμετάλλευση και η αδελφοσύνη πετάχτηκε στον Καιάδα από τις πρώτες δεκαετίες της αστικής επικράτησης. Το νέο οικοδόμημα δεν έχει ανάγκη ούτε καν από την αναφορά στις γενεσιουργές έννοιες του καπιταλισμού. Όλο και πιο απροκάλυπτα η εγκατάλειψη των στοιχειωδών βάσεων του διαφωτισμού οδηγεί και πάλι πίσω στο σκοταδισμό της αγοράς. Οι νέες θεότητες είναι η ανταγωνιστικότητα, η ευελιξία, η οικονομική βιωσιμότητα, η ανάπτυξη. Με κάθε μέσο και κάθε τίμημα. Πουθενά δε γίνεται λόγος για το κέρδος, αλλά αυτό κρύβεται κάτω από κάθε τέτοια λέξη.
Δεν μεταλήφθηκε ο πυρήνας του συστήματος. Γυρνάει απλώς αυτό ολοταχώς προς την πρωταρχική του μήτρα. Επιταχύνει το βήμα όσο βλέπει ότι δεν έχει αντίπαλο δέος. Καλύπτει τη γύμνια του με τρομερές δόσεις βίας. Τόσο που οι νέοι δουλοπάροικοι να αισθάνονται ικανοποιημένοι μέσα στην αιχμαλωσία τους με ένα κομμάτι ψωμί. Φουντώνει η νέα εξαθλίωση και τροφοδοτεί με εύφλεκτο υλικό τις φωτιές των ξεσπασμάτων. Των τυφλών εξεγέρσεων. Η πείνα κι η εξαθλίωση δεν είναι πάντα ο καλύτερος σύμβουλος. Ούτε και ο καλύτερος σύμμαχος για την ανατροπή.
Τα πρελούδια της σημερινής κατάστασης γράφτηκαν με ανάγλυφο τρόπο τον Οκτώβριο του 2005 στο Παρίσι και το Δεκέμβριο του 2008 στην Αθήνα. Κάννης ίσως δεν φανταζόταν τότε τι θα επακολουθούσε. Τόσο σε κάθε κοινωνία χωριστά όσο και στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα συνολικά. Πάνω στα αποκαΐδια που άφησε η οργή των εξεγερμένων νέων φύτρωσαν κατόπιν ο Σαρκοζί ως πρόεδρος στη Γαλλία, ο ανανήψας Σαμαράς πρωθυπουργός στην Ελλάδα και στο ενδιάμεσο η τεράστια καπιταλιστική κρίση. Το ζήτημα είναι η άντληση των κατάλληλων συμπερασμάτων από τις εξεγέρσεις αυτές ώστε στη νέα φάση που διανύουμε να μην επισκιαστεί η λαϊκή οργή από την καπηλεία και τον προσεταιρισμό που πάντα έχει στα σχέδια του το σύστημα, αυτή τη φορά και με τη συνδρομή των φασιστικών και ακραίων δεξιών κομμάτων. Μια τέτοια προσέγγιση θα είναι το θέμα του προσεχούς κειμένου.
Μάκης Γεωργιάδης
Οι γκρίζες ζώνες της μοντέρνας εξαθλίωσης επεκτείνονται δραματικά. Στις μητροπόλεις, αλλά όχι μόνο αυτές. Πόλεις που θαρρείς πως τα σωθικά τους μετασκευάζονται με τέχνη περίσσια σε αμπάρια ενός νέου δουλεμπορικού στόλου. Μετατρέπονται σε κάτεργα ατελείωτης εργασίας καθώς σιγά σιγά ο αστικός καθωσπρεπισμός απεκδύεται τα ιμάτια της δημοκρατίας και κάθε έννοιας κι αρχής του διαφωτισμού.
Μα τι μεγάλη ευκαιρία! Μέσα από τη γύμνια του και την απόλυτη ένδυα των ιδεών του που δεν είναι πια τίποτε άλλο παρά δογματικά ιδεολογήματα φονταμενταλιστικού χαρακτήρα, αναδεικνύεται η τρομερή αδυναμία του. Ο φόβος του. Όμως, αλίμονο. Η άλλη όψη είναι αυτή που τροφοδοτεί τη νέα απόπειρα επιστροφής στον μεσαίωνα. Έχουν επίγνωση οι φύλακες του φόβου των από κάτω. Γι αυτό στο δικό τους φόβο αντιπαραβάλλουν τον τρόμο. Έχουν επίγνωση των δυνατοτήτων της εξέγερσης, της ανατροπής. Γι αυτό είναι αδίστακτοι. Αμείλικτοι μπροστά στη διατήρηση των κεκτημένων. Και τα αμπάρια γεμίζουν με ολοένα και περισσότερους εξαθλιωμένους. Με νέες στρατιές περιθωριοποιημένων και βασανισμένων. Με τους οργανισμούς και τις τεχνοκρατικές υπηρεσίες τους αυτοί το μόνο που κάνουν, είναι κυνικά να απαριθμούν τις μετρήσιμες συνέπειες της απόγνωσης. Τόσα εκατομμύρια άνεργοι, τόσα φτωχοί, τόσοι άστεγοι και κάμποσοι ακόμη αυτόχειρες. Άλλωστε οι ίδιοι είναι που είχαν εφεύρει και τις περίφημες «παράπλευρες απώλειες» για να δικαιολογήσουν τις δολοφονίες αμάχων από τα δικά τους πυρά. Να που τώρα στα εσωτερικά μέτωπα οι «παράπλευρες απώλειες» του ταξικού πολέμου πολλαπλασιάζονται και επεκτείνονται…
Με μοναδική επιδεξιότητα γράφονται και αναπαράγονται οι ύμνοι για τη νέα εποχή της βαρβαρότητας. Οι αλυσίδες άλλωστε εδώ και χρόνια έχουν σταματήσει να κάνουν θόρυβο. Αδιόρατα τα δεσμά, αιχμάλωτες συνειδήσεις. Υποταγμένοι και βυθισμένοι σε κόσμους αυταπατών και πλασμένων στα μέτρα του συστήματος ονείρων. Μα πώς να αλλάξει ο κόσμος μέσα σε αυτόν τον ορυμαγδό; Ιδού το μεγάλο ζήτημα που ώρες συνταυτίζεται με υπαρξιακές απορίες και διλήμματα. Πως θα αλλάξει ο κόσμος και ποιοι θα τον αλλάξουν…
Οι αιώνες που η πέρασαν μέσα από την αστική κυριαρχία δεν απάλειψαν μόνο οτιδήποτε επαναστατικό είχε γεννήσει η σκέψη της όσο η φεουδάρχες είχαν τον τρωτό και κυρίαρχο ρόλο του καταπιεστή. Θαρρείς και στα άκρα της ανθρωπότητας παρέμειναν ανεξίτηλα μαύρα σημάδια κι ας έσπασαν οι χαλκάδες της πρότερης σκλαβιάς. Σήμερα τα βλέπει κανείς πιο καθαρά. Τα βλέπει ακόμη και στους καρπούς ή τους αστραγάλους των υψηλών εννοιών και ιδανικών που κόμισε η γαλλική επανάσταση με τη Ελευθερία, την ισότητα, την Αδελφοσύνη ή τη Δικαιοσύνη να στέκονται με κουρελιασμένα ρούχα ανάμεσα σε αλαλάζοντα πλήθη που ακόμη δεν έχουν απογαλακτιστεί από τα σύνδρομα της ρωμαϊκής αρένας επιζητώντας τους άρτους και τα θεάματα. Μόνο φαντάσματα των εννοιών και των ιδανικών αυτών κατοικούν πια σε σειρά θεσμικών δομών και «ναών της δημοκρατίας».
Οι κυρίαρχοι λειτούργησαν ως μαστροποί. Στο βάθος μάλιστα ήξεραν πως το τσάκισμα κάθε εργατικής αντίληψης, κάθε απόπειρας αλλαγής αυτού του κόσμου θα ήταν και η ταφόπλακα για τις εμπνεύσεις που τους οδήγησαν κάποτε τους ίδιους στην εξουσία. Αλλά το παρελθόν στην εποχή της κτηνώδους εκμετάλλευσης και της απύθμενης βαρβαρότητας είναι βαρίδι δυσβάσταχτο. Ειδικά για την κερδοφορία ως υπέρτατη αξία. Έκαναν έτσι συνώνυμο της Ελευθερίας την ελεύθερη διακίνηση εμπορευμάτων και κεφαλαίων. Την ταύτισαν με τη βουλιμική υπερκατανάλωση και την κατασπατάληση πόρων, την ίδια ώρα που ακόμη και σήμερα ένα μεγάλο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού υποσιτίζεται. Η ισότητα ταυτίστηκε με την ισότητα των ευκαιριών στην εκμετάλλευση και η αδελφοσύνη πετάχτηκε στον Καιάδα από τις πρώτες δεκαετίες της αστικής επικράτησης. Το νέο οικοδόμημα δεν έχει ανάγκη ούτε καν από την αναφορά στις γενεσιουργές έννοιες του καπιταλισμού. Όλο και πιο απροκάλυπτα η εγκατάλειψη των στοιχειωδών βάσεων του διαφωτισμού οδηγεί και πάλι πίσω στο σκοταδισμό της αγοράς. Οι νέες θεότητες είναι η ανταγωνιστικότητα, η ευελιξία, η οικονομική βιωσιμότητα, η ανάπτυξη. Με κάθε μέσο και κάθε τίμημα. Πουθενά δε γίνεται λόγος για το κέρδος, αλλά αυτό κρύβεται κάτω από κάθε τέτοια λέξη.
Δεν μεταλήφθηκε ο πυρήνας του συστήματος. Γυρνάει απλώς αυτό ολοταχώς προς την πρωταρχική του μήτρα. Επιταχύνει το βήμα όσο βλέπει ότι δεν έχει αντίπαλο δέος. Καλύπτει τη γύμνια του με τρομερές δόσεις βίας. Τόσο που οι νέοι δουλοπάροικοι να αισθάνονται ικανοποιημένοι μέσα στην αιχμαλωσία τους με ένα κομμάτι ψωμί. Φουντώνει η νέα εξαθλίωση και τροφοδοτεί με εύφλεκτο υλικό τις φωτιές των ξεσπασμάτων. Των τυφλών εξεγέρσεων. Η πείνα κι η εξαθλίωση δεν είναι πάντα ο καλύτερος σύμβουλος. Ούτε και ο καλύτερος σύμμαχος για την ανατροπή.
Τα πρελούδια της σημερινής κατάστασης γράφτηκαν με ανάγλυφο τρόπο τον Οκτώβριο του 2005 στο Παρίσι και το Δεκέμβριο του 2008 στην Αθήνα. Κάννης ίσως δεν φανταζόταν τότε τι θα επακολουθούσε. Τόσο σε κάθε κοινωνία χωριστά όσο και στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα συνολικά. Πάνω στα αποκαΐδια που άφησε η οργή των εξεγερμένων νέων φύτρωσαν κατόπιν ο Σαρκοζί ως πρόεδρος στη Γαλλία, ο ανανήψας Σαμαράς πρωθυπουργός στην Ελλάδα και στο ενδιάμεσο η τεράστια καπιταλιστική κρίση. Το ζήτημα είναι η άντληση των κατάλληλων συμπερασμάτων από τις εξεγέρσεις αυτές ώστε στη νέα φάση που διανύουμε να μην επισκιαστεί η λαϊκή οργή από την καπηλεία και τον προσεταιρισμό που πάντα έχει στα σχέδια του το σύστημα, αυτή τη φορά και με τη συνδρομή των φασιστικών και ακραίων δεξιών κομμάτων. Μια τέτοια προσέγγιση θα είναι το θέμα του προσεχούς κειμένου.
Μάκης Γεωργιάδης
Δημοσίευση σχολίου