Toυ Παναγιώτη Μαυροειδή
‘’Εργασία στο εξωτερικό αναζητούν σχεδόν οι μισοί από τους Έλληνες σε παραγωγική ηλικία’’. Αυτή ήταν μία από τις βασικές πρωτοσέλιδες ειδήσεις των ημερών, οδεύοντας προς τη Χριστουγεννιάτικη ξεκούραση. Ίσως είναι αρκετή για να καταδείξει την έκταση και το βάθος του κοινωνικού εξανδραποδισμού που έχει επιβάλει η τρόικα στην Ελλάδα.
Το τρίχρονο των μεγάλων λαϊκών κινητοποιήσεων ενάντια στις κυβερνήσεις που επέβαλαν τα αντεργατικά μέτρα, φαίνεται να κλείνει, εισάγοντάς μας σε μια νέα φάση.
Η πεποίθηση ότι με ένα μαζικό ντου θα καταρρεύσει ο αντίπαλος, όσο και αν τροφοδότησε τη μαχητικότητα των στιγμών, αντικαθίσταται σήμερα από την επίγνωση ενός αποφασισμένου και ισχυρού αντιπάλου απέναντι στο λαό, που κάνει αδίστακτα χρήση του μονοπωλίου της βίας.
Η σκιαγράφηση του αντίπαλου στα όρια των ανίκανων, διεφθαρμένων, αδιάβαστων και γονυπετών πολιτικών, δίνει τη θέση της στην πραγματικότητα ενός συνεκτικού οικονομικού και πολιτικού πλέγματος εξουσίας, διαρθρωμένου στην παραγωγή, στο κράτος, αλλά και με το μεγάλο στήριγμα της ΕΕ. Η ευκολία της ‘’κατάργησης των μνημονίων’’ ως επαρκούς και αποφασιστικής προϋπόθεσης για να ανατραπεί η επίθεση, εξασθενεί μπροστά στα διαδοχικά ερωτήματα που ανακύπτουν και συνδέονται με την προοπτική εξόδου από την ευρωζώνη και ακόμη περισσότερο με τους κινδύνους σύγκρουσης με την διεθνή καπιταλιστική αγορά. Πρόκειται για την ανάπτυξη μιας ‘’πικρής’’ σοφίας μέσα στον κόσμο ως αποτέλεσμα του τριετούς κύκλου αγώνων, που συμπυκνώνεται στο σημερινό κάθισμα και την πολιτική αμηχανία.
Έχουμε μια ‘’ισορροπία των αδυνάτων’’. Οι εργαζόμενοι, οι άνεργοι, οι φτωχοί, οργίζονται, αποδοκιμάζουν, αλλά δεν μπορούν να ανατρέψουν. Η μνημονιακή χούντα επιβάλει την πολιτική της (όχι χωρίς αντιστάσεις), αλλά αδυνατεί να συγκροτήσει θετικό πολιτικό όραμα, ή να πείσει οικοδομώντας νέες κοινωνικές συμμαχίες.
Αυτές είναι οι συνθήκες, το κενό, μέσα στο οποίο βρίσκει έδαφος ο φασισμός. Είναι η φωνή, η δράση, το ‘’χέρι’’ των ‘’πάνω’’ μέσα στους ‘’κάτω’’, που επιχειρούν να μεταστρέψουν συντηρητικά τον κοινωνικό ριζοσπαστισμό, με πρακτικές και φιλοσοφία εμφυλίου πολέμου όχι ενάντια στην αστική τάξη, αλλά μέσα στην εργατική τάξη.
Φαίνεται παράξενο, αλλά δεν είναι. Παρά τη μεγάλη πολιτική νομιμοποίηση για μια βαθύτερη ριζοσπαστικοποίηση και δράση που έδωσε το εκλογικό αποτέλεσμα των δύο τελευταίων με την ψήφο στα αριστερά κόμματα, η αριστερή κοινωνική και πολιτική δυναμική παρουσιάζει εμφανή κόπωση και χάνει σε μαχητικότητα και αυτοπεποίθηση. Ήταν αλήθεια μοιραίο αυτό; Πως διαμορφώθηκε αυτή η τάση και πως μπορεί να αντιστραφεί;
Η προσμονή μιας κυβερνητικής αλλαγής
Σε πολλούς εργαζόμενους φαίνεται να έχει απομείνει ένα και μοναδικό αποκούμπι, μέσα σε αυτή την παραζάλη και την αναποτελεσματικότητα: Κυβερνητική αλλαγή. Να φύγει με εκλογές αυτή η κυβέρνηση και να έρθει στα πράγματα μια αντι-μνημονιακή κυβέρνηση της αριστεράς και βλέπουμε. Δε θα σχολιάσουμε εδώ για το τι είδους αριστερή κυβέρνηση μπορεί να κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ με τη ΔΗΜΑΡ ή τον Καμένο και στη βάση ποιού προγράμματος. Θα υποθέσουμε τις καλύτερες δυνατές συνθέσεις και προθέσεις.
Με αυταπάτες ή χωρίς, πολλοί εργαζόμενοι φαίνεται να θεωρούν δύσκολη έως ανέφικτη μια ανατροπή της κυρίαρχης πολιτικής με τον παλλαϊκό ξεσηκωμό. Προσμένουν μια αλλαγή από τα πάνω ή έστω ένα φρένο..
Η υλικότητα και ο συγκεκριμένος ρόλος του κράτους ως συμπύκνωση της κυριαρχίας του αστικού κόσμου, αντικαθίσταται από την περιορισμένη πραγματικότητα της εκλεγμένης κυβέρνησης.
Η πραγματικότητα της ατομικής ιδιοκτησίας και ιδιοποίησης της εργασίας των πολλών, μαζί και του ‘’αναφαίρετου’’ διευθυντικού δικαιώματος στην πρόσληψη και την απόλυση, αλλά και στο κλείσιμο της επιχείρησης, δίνει τη θέση της στη χρηστή διαχείριση των …υπολοίπων κοινωνικών θεμάτων.
Ποια κυβέρνηση αλήθεια θα πει στο Μάνεση να ανοίξει και πάλι το εργοστάσιο, με επανα-πρόσληψη όλων των εργαζομένων; Γνωρίζετε καμία που έστω να το διακηρύσσει; Πως άραγε θα αντιστεκόταν στο ‘’νόμιμο’’ λοκ άουτ των επιχειρήσεων, αν είχε σκοπό να επιβάλλει κάποια φιλεργατικά μέτρα;
Ποιος εργοδότης και για ποιο λόγο θα αποφάσιζε να κάνει προσλήψεις με τις παλιές συλλογικές συμβάσεις, προσπερνώντας τα ‘’κεκτημένα’’ των μνημονίων;
Γνωρίζουμε αλήθεια επιχειρηματίες, έλληνες ή ξένους, που θα έκαναν επενδύσεις ικανές να απορροφήσουν 1,5 εκατομμύριο ανέργους, με αξιοπρεπείς όρους εργασίας;
Για ποιο λόγο θα το έκαναν αυτό σε συνθήκες πτώσης του ποσοστού κέρδους και ύπαρξης πάντα φτηνότερου εργατικού δυναμικού;
Ποια κυβέρνηση θα αύξαινε τις συντάξεις ή το επίδομα ανεργίας και με τι χρήματα αν δεν έχει αρνηθεί να πληρώσει το χρέος; Και θα της αρκούσαν αλήθεια οι βουλευτές για να σηκώσει μια αντιπαράθεση με τη διεθνή κεφαλαιοκρατία;
Ποια κυβέρνηση θα αποφάσιζε την επαν-εθνικοποίηση του ΟΤΕ ή της Ολυμπιακής αγνοώντας την ΕΕ και αρνούμενη αποζημιώσεις στους ιδιοκτήτες;
Διαβάστε τη συνέχεια στην ηλεκτρονική εφημερίδα μας πατώντας εδώ.
‘’Εργασία στο εξωτερικό αναζητούν σχεδόν οι μισοί από τους Έλληνες σε παραγωγική ηλικία’’. Αυτή ήταν μία από τις βασικές πρωτοσέλιδες ειδήσεις των ημερών, οδεύοντας προς τη Χριστουγεννιάτικη ξεκούραση. Ίσως είναι αρκετή για να καταδείξει την έκταση και το βάθος του κοινωνικού εξανδραποδισμού που έχει επιβάλει η τρόικα στην Ελλάδα.
Το τρίχρονο των μεγάλων λαϊκών κινητοποιήσεων ενάντια στις κυβερνήσεις που επέβαλαν τα αντεργατικά μέτρα, φαίνεται να κλείνει, εισάγοντάς μας σε μια νέα φάση.
Η πεποίθηση ότι με ένα μαζικό ντου θα καταρρεύσει ο αντίπαλος, όσο και αν τροφοδότησε τη μαχητικότητα των στιγμών, αντικαθίσταται σήμερα από την επίγνωση ενός αποφασισμένου και ισχυρού αντιπάλου απέναντι στο λαό, που κάνει αδίστακτα χρήση του μονοπωλίου της βίας.
Η σκιαγράφηση του αντίπαλου στα όρια των ανίκανων, διεφθαρμένων, αδιάβαστων και γονυπετών πολιτικών, δίνει τη θέση της στην πραγματικότητα ενός συνεκτικού οικονομικού και πολιτικού πλέγματος εξουσίας, διαρθρωμένου στην παραγωγή, στο κράτος, αλλά και με το μεγάλο στήριγμα της ΕΕ. Η ευκολία της ‘’κατάργησης των μνημονίων’’ ως επαρκούς και αποφασιστικής προϋπόθεσης για να ανατραπεί η επίθεση, εξασθενεί μπροστά στα διαδοχικά ερωτήματα που ανακύπτουν και συνδέονται με την προοπτική εξόδου από την ευρωζώνη και ακόμη περισσότερο με τους κινδύνους σύγκρουσης με την διεθνή καπιταλιστική αγορά. Πρόκειται για την ανάπτυξη μιας ‘’πικρής’’ σοφίας μέσα στον κόσμο ως αποτέλεσμα του τριετούς κύκλου αγώνων, που συμπυκνώνεται στο σημερινό κάθισμα και την πολιτική αμηχανία.
Έχουμε μια ‘’ισορροπία των αδυνάτων’’. Οι εργαζόμενοι, οι άνεργοι, οι φτωχοί, οργίζονται, αποδοκιμάζουν, αλλά δεν μπορούν να ανατρέψουν. Η μνημονιακή χούντα επιβάλει την πολιτική της (όχι χωρίς αντιστάσεις), αλλά αδυνατεί να συγκροτήσει θετικό πολιτικό όραμα, ή να πείσει οικοδομώντας νέες κοινωνικές συμμαχίες.
Αυτές είναι οι συνθήκες, το κενό, μέσα στο οποίο βρίσκει έδαφος ο φασισμός. Είναι η φωνή, η δράση, το ‘’χέρι’’ των ‘’πάνω’’ μέσα στους ‘’κάτω’’, που επιχειρούν να μεταστρέψουν συντηρητικά τον κοινωνικό ριζοσπαστισμό, με πρακτικές και φιλοσοφία εμφυλίου πολέμου όχι ενάντια στην αστική τάξη, αλλά μέσα στην εργατική τάξη.
Φαίνεται παράξενο, αλλά δεν είναι. Παρά τη μεγάλη πολιτική νομιμοποίηση για μια βαθύτερη ριζοσπαστικοποίηση και δράση που έδωσε το εκλογικό αποτέλεσμα των δύο τελευταίων με την ψήφο στα αριστερά κόμματα, η αριστερή κοινωνική και πολιτική δυναμική παρουσιάζει εμφανή κόπωση και χάνει σε μαχητικότητα και αυτοπεποίθηση. Ήταν αλήθεια μοιραίο αυτό; Πως διαμορφώθηκε αυτή η τάση και πως μπορεί να αντιστραφεί;
Η προσμονή μιας κυβερνητικής αλλαγής
Σε πολλούς εργαζόμενους φαίνεται να έχει απομείνει ένα και μοναδικό αποκούμπι, μέσα σε αυτή την παραζάλη και την αναποτελεσματικότητα: Κυβερνητική αλλαγή. Να φύγει με εκλογές αυτή η κυβέρνηση και να έρθει στα πράγματα μια αντι-μνημονιακή κυβέρνηση της αριστεράς και βλέπουμε. Δε θα σχολιάσουμε εδώ για το τι είδους αριστερή κυβέρνηση μπορεί να κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ με τη ΔΗΜΑΡ ή τον Καμένο και στη βάση ποιού προγράμματος. Θα υποθέσουμε τις καλύτερες δυνατές συνθέσεις και προθέσεις.
Με αυταπάτες ή χωρίς, πολλοί εργαζόμενοι φαίνεται να θεωρούν δύσκολη έως ανέφικτη μια ανατροπή της κυρίαρχης πολιτικής με τον παλλαϊκό ξεσηκωμό. Προσμένουν μια αλλαγή από τα πάνω ή έστω ένα φρένο..
Η υλικότητα και ο συγκεκριμένος ρόλος του κράτους ως συμπύκνωση της κυριαρχίας του αστικού κόσμου, αντικαθίσταται από την περιορισμένη πραγματικότητα της εκλεγμένης κυβέρνησης.
Η πραγματικότητα της ατομικής ιδιοκτησίας και ιδιοποίησης της εργασίας των πολλών, μαζί και του ‘’αναφαίρετου’’ διευθυντικού δικαιώματος στην πρόσληψη και την απόλυση, αλλά και στο κλείσιμο της επιχείρησης, δίνει τη θέση της στη χρηστή διαχείριση των …υπολοίπων κοινωνικών θεμάτων.
Ποια κυβέρνηση αλήθεια θα πει στο Μάνεση να ανοίξει και πάλι το εργοστάσιο, με επανα-πρόσληψη όλων των εργαζομένων; Γνωρίζετε καμία που έστω να το διακηρύσσει; Πως άραγε θα αντιστεκόταν στο ‘’νόμιμο’’ λοκ άουτ των επιχειρήσεων, αν είχε σκοπό να επιβάλλει κάποια φιλεργατικά μέτρα;
Ποιος εργοδότης και για ποιο λόγο θα αποφάσιζε να κάνει προσλήψεις με τις παλιές συλλογικές συμβάσεις, προσπερνώντας τα ‘’κεκτημένα’’ των μνημονίων;
Γνωρίζουμε αλήθεια επιχειρηματίες, έλληνες ή ξένους, που θα έκαναν επενδύσεις ικανές να απορροφήσουν 1,5 εκατομμύριο ανέργους, με αξιοπρεπείς όρους εργασίας;
Για ποιο λόγο θα το έκαναν αυτό σε συνθήκες πτώσης του ποσοστού κέρδους και ύπαρξης πάντα φτηνότερου εργατικού δυναμικού;
Ποια κυβέρνηση θα αύξαινε τις συντάξεις ή το επίδομα ανεργίας και με τι χρήματα αν δεν έχει αρνηθεί να πληρώσει το χρέος; Και θα της αρκούσαν αλήθεια οι βουλευτές για να σηκώσει μια αντιπαράθεση με τη διεθνή κεφαλαιοκρατία;
Ποια κυβέρνηση θα αποφάσιζε την επαν-εθνικοποίηση του ΟΤΕ ή της Ολυμπιακής αγνοώντας την ΕΕ και αρνούμενη αποζημιώσεις στους ιδιοκτήτες;
Διαβάστε τη συνέχεια στην ηλεκτρονική εφημερίδα μας πατώντας εδώ.
Δημοσίευση σχολίου