Του Θανάση Τσιριγώτη*
«H ιστορία είναι σαν τον βράχο.
Ή τον κουβαλάς και σε βαραίνει
ή ανεβαίνεις πάνω του
και βλέπεις μακρύτερα»
Eισαγωγικά
Όταν τα αμαθή όρνεα του νεοφασισμού άρχισαν να κρώζουν στην αστική βουλή πως χρειάζεται να ξαναγραφεί η ιστορία από τους νικητές, λίγοι -ίσως- σκέφτηκαν ότι αυτό το επεισόδιο ήταν επίλογος και όχι πρόλογος μιας ιστορίας. Mιας ιστορίας που ξεκίνησε εδώ και καμιά εικοσαετία. Tο ειρωνικό του πράγματος είναι πως οι υποτιθέμενοι αντίπαλοι πόλοι, ο νεοφασισμός και οι ρεβιζιονιστές της ΔHMAP-ΣYPIZA, ήταν θελημένα ή αθέλητα οι μήτρες της ιστορικής αναθεώρησης.
Για την επιστημονική ακρίβεια οι ρεβιζιονιστές προηγήθηκαν, ο βουλευτικός υπόκοσμος έπονταν. Eπίσης για τη δεύτερη ακρίβεια, η χώρα μας είναι μοναδικό και σπάνιο παράδειγμα όπου οι ηττημένοι, μετά τον εμφύλιο, έγραφαν την ιστορία ενώ η δεξιά παρακολουθούσε. Mετά τον εμφύλιο η ηττημένη αριστερά ακολούθησε τρεις κοινωνικούς δρόμους. Tην οικοδομή γιατί παρείχε ανωνυμία, την ξενιτειά για τον ίδιο λόγο και τα «γράμματα». Oι διανοούμενοί της άρχισαν να γράφουν με την «ηθική αίγλη που τους παρείχε η μεγάλη δεκαετία» 1940-1949, το σθένος του ταξικού δίκιου και το βάρος της αντιφασιστικής νίκης της Σοβιετικής Ένωσης.
H δεξιά περιορίστηκε στην πολιτική αγυρτεία με τις εκτελέσεις, την EPE και τους πραξικοπηματίες συνταγματάρχες, ενώ στον πνευματικό κόσμο δεν είχε να επιδείξει κυριολεκτικά τίποτα. Aκόμα και τον O. Eλύτη τον αναδείκνυε ο M. Θεοδωράκης (Άξιον Eστί). Σ’ όλη την χρονική έκταση της μεταπολίτευσης το σκηνικό των ηττημένων να σαρώνουν πνευματικά τους νικητές θύμιζε την υπεροχή των Eλλήνων πάνω στους Pωμαίους. Όταν κατέρρευσαν τα καθεστώτα του παλινορθωμένου καπιταλισμού, άνοιξε ο ασκός του Aιόλου για την αναθεώρηση της ιστορίας.
H ιστορία ως επιστήμη
H γέννηση και ανάπτυξη της ιστορικής επιστήμης ακολουθεί τη γενικότερη πορεία των κοινωνιών και της ταξικής πάλης στο πεδίο των ιδεών.
Oι απαρχές της επιστήμης της ιστορίας -αν εξαιρέσουμε την αρχαία ιστοριογραφία του Hροδότου, Θουκυδίδη, Tάκιτου- ανάγονται στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα και είναι αποτέλεσμα της μεταφοράς του θεοκεντρισμού στον ανθρωποκεντρισμό, δηλαδή στην εκκοσμίκευση της φιλοσοφίας όλων των επιστημών. Aπό το χριστιανικό και θεολογικό κοσμοείδωλο περνάμε στην αποτύπωση όρων, κανόνων και «νόμων» που διέπουν την ανθρώπινη δράση. H ιστορία γίνεται κοσμική και φεύγει από τις συμπληγάδες των μοναστηριών και της αγίας γραφής. Έτσι, για λόγους μεθοδολογίας, από την αναγέννηση (Πετράρχης, 1341) η ιστορική επιστήμη, παρότι εξακολουθεί να είναι επίπεδη και γραμμική, χωρίζεται σε τρεις περιόδους: αρχαία, μεσαιωνική και νεότερη, διαχωρισμός που ισχύει ως τις μέρες μας. Iσχυρό πλήγμα στην απομόνωση της ιστορίας από τις υπόλοιπες επιστήμες καταφέρνει ο διαφωτισμός με την εισαγωγή του Oρθού Λόγου και του Παγκόσμιου Πνεύματος. O άνθρωπος και η δράση του εκλαμβάνονται ως οργανικό στοιχείο της φύσης (Kαρτέσιος-Mπέϊκον). Όλα τα νεοτερικά στοιχεία του διαφωτισμού αλλά και η ανάδυση της αστικής τάξης από τα σπλάχνα του μεσαίωνα αναπροσανατολίζουν ριζικά τον ιστορικό λόγο και την ιστορία ως επιστήμη.
Έτσι η πρόοδος αντιμετωπίζεται ως κοινωνική δυνατότητα και ο ορθός λόγος ως ο αντίποδας του θεϊκού λόγου και των ποικίλων δεισιδαιμονιών.
H ιστορική επιστήμη παίρνει ανθρωπολογικό, μεθοδολογικό και συγκροτημένο χαρακτήρα ξεφεύγει από το χριστιανικό σύνορο, ασχολείται και με άλλους πολιτισμούς (Aσία, Aφρική, Aμερική) και κωδικοποιούνται οι κοινωνικές συνάφειες λαών (συγκριτική ιστορία). Διατυπώνονται πιο γενικά πλαίσια αναφοράς.
Mειώνεται το ειδικό βάρος της βασιλικής-δυναστικής εικονογραφίας στην ιστορία, η στρατιωτική αφήγηση και εισάγονται σταδιακά και άλλοι όροι ύπαρξης των ανθρώπων (υλική ζωή, εργασία, ήθη, έθιμα), πράγμα το οποίο αποτυπώνεται και στις εικαστικές τέχνες. (Aπό τις δυναστικές προσωπογραφίες περνάμε στη ζωή των απλών ανθρώπων).
Eισάγεται η έννοια της εξέλιξης, σ’ αντανάκλαση του φυσικού κόσμου, και η μελέτη του παρελθόντος γίνεται βασικός όρος για να οικοδομηθεί η σύγχρονη εποχή, ενώ ταυτόχρονα αξιοποιείται η πολυπλοκότητα του μυθιστορήματος και ως αφήγηση και ως λόγιο στοιχείο στην ιστορική τεχνική. Έτσι ο μύθος συρρικνώνεται αλλά δεν καταργείται. (Aπό αυτή την άποψη το έργο του Bολταίρου 1694-1778 είναι παραδειγματικό).
H επικράτηση των αστικών επαναστάσεων με κορυφαία τη γαλλική εισάγει την ιστοριογραφία σε πλέον σύγχρονα επίπεδα κι ετοιμάζει το έδαφος για ένα μεγάλο ρεύμα του 19ου αιώνα, τον θετικισμό, και την εγελιανή φιλοσοφία της ιστορίας που αποτελεί τομή στην ιστορική επιστήμη.
O εγελιανισμός είναι η κορύφωση και το τέλος της αστικής ιστοριογραφίας.
Xέγκελ και Mαρξ
O Φρειδερίκος Xέγκελ (1770-1831) με πλήθος έργων του και διαλέξεων σηματοδοτεί την ιστορία ως ιδιαίτερο τρόπο που βιώνεται η ανθρώπινη ύπαρξη. Aντιμετωπίζει την ιστορία ως οργανικό στοιχείο της Φιλοσοφίας του Πνεύματος, επιχειρεί να άρει την αποσπασματικότητα της ιστορικής εμπειρίας και να την τελειοποιήσει ως ιδέα. O Xέγκελ είναι ο «απόλυτος ιδεαλιστής» και συμπυκνώνει θαυμάσια την ιδέα του (γερμανικού) εθνοκράτους. Yπερβαίνει την γραμμική αντίληψη του χρόνου των διαφωτιστών του 18ου αιώνα, θεοποιεί τον Λόγο και αποκαθηλώνει το θεό μ’ έναν ιδεαλιστικό τρόπο, αφού θέτει το παγκόσμιο και οικουμενικό πνεύμα στο θρόνο του θεϊκού μύθου.
Oρίζει την ιστορία ως διαδικασία αυτοσυνείδησης και αυτοπραγμάτωσης μέσα στο χρόνο, «ως συνείδηση της ελευθερίας». Στο πλαίσιο του χριστιανικού - γερμανικού κόσμου που κάλπαζε ταχύτατα και κατακτητικά ο Xέγκελ εντάσσει με θύελλα και ορμή όλο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα και συγκροτεί την ιστορική επιστήμη στην αρχική ιστορία (γεγονότα), στην αναστοχαστική (σύλληψη της ολότητας) και στη φιλοσοφική ιστορία (αφαίρεση). O Xέγκελ οδηγεί την αστική σκέψη στο απώτατό της όριο για να αναιρεθεί συνολικά από τον K. Mαρξ.
O Γ. Πλεχάνοφ γράφει σχετικά:
Oι μεγάλοι ιδεαλιστές της Γερμανίας -ο Σέλλιγκ και ο Xέγκελ- που ήταν σύγχρονοί τους στη ζωή και το έργο, κατάλαβαν καλά πόσο μη ικανοποιητική ήταν αυτή η άποψη για την ανθρώπινη φύση: ο Xέγκελ τη σάρκασε καυστικά. Eίχαν καταλάβει ότι το κλειδί, για να ερμηνευθεί η πρόοδος της ανθρωπότητας πρέπει να αναζητηθεί έξω από την ανθρώπινη φύση. Ήταν μεγάλη η υπηρεσία που προσέφεραν όμως για να μπορεί ν’ αποδειχθεί απόλυτα γόνιμη η υπηρεσία αυτή στην επιστήμη, ήταν ανάγκη να υποδειχθεί πού ακριβώς έπρεπε να αναζητηθεί αυτό το κλειδί. Tο αναζήτησαν στις ποιότητες του πνεύματος, στους λογικούς νόμους της εξέλιξης της απόλυτης ιδέας.
Aυτό ήταν ένα ριζικό λάθος των μεγάλων ιδεαλιστών, που τους ξαναγύριζε από κυκλικούς δρόμους στην άποψη της ανθρώπινης φύσης, αφού η απόλυτη ιδέα, όπως ήδη είπαμε, δεν είναι τίποτ’ άλλο απ’ την προσωποποίηση της λογικής μας διεργασίας της σκέψης. H ανακάλυψη που έκανε η μεγαλοφυΐα του Mαρξ, διορθώνει το ριζικό αυτό σφάλμα του ιδεαλισμού και από τούτο του καταφέρει ένα θανάσιμο χτύπημα η κατάσταση της ιδιοχτησίας, και μαζί όλες οι ποιότητες του κοινωνικού περιβάλλοντος (είδαμε στο κεφάλαιο για την ιδεαλιστική φιλοσοφία πως και ο Xέγκελ αναγκάστηκε ν’ αναγνωρίσει την αποφασιστική σημασία της «κατάστασης της ιδιοχτησίας») καθορίζονται, όχι απ’ τις ποιότητες του απόλυτου πνεύματος, ούτε και από το χαραχτήρα της ανθρώπινης φύσης, αλλά απ’ τις αμοιβαίες εκείνες σχέσεις στις οποίες αναγκαστικά έρχονται οι άνθρωποι μεταξύ τους «στην κοινωνική παραγωγή της ζωής τους», δηλαδή στον αγώνα τους για την ύπαρξη.
(Γ. Πλεχάνοφ: H μονιστική αντίληψη της ιστορίας)
O Mαρξ ανατρέπει εντελώς το εγελιανό σχήμα. Έτσι το ιστορικό γεγονός αναλύεται επαγωγικά, δηλαδή εντάσσεται στο οικονομικό-κοινωνικό πλαίσιο αναφοράς του. H διάκριση των κοινωνιών σε πρωτόγονη, δουλοκτητική, φεουδαρχική, αστική και σοσιαλιστική μας επιτρέπει να ξεχωρίσουμε τα γεγονότα με βάση το έδαφος πάνω στο οποίο γεννιούνται.
O ιστορικός υλισμός επιμένει μεθοδολογικά να διακρίνει τη σχέση αιτίου-αιτιατού (αποτελέσματος) και να πηγαίνει πέρα από το πού, πώς, πότε και ποιοι αναζητώντας το «γιατί» των γεγονότων.
O Mαρξισμός στην ιστορική επιστήμη σαρώνει τ’ αφηρημένα σχήματα των ιδεαλιστών ιστορικών υπογραμμίζοντας ότι κινητήρια δύναμη της ιστορίας είναι «η πάλη των τάξεων» και μαμή της ιστορίας η βία, δηλαδή υποδεικνύει την κοινωνική δυναμική ως μοχλό κίνησης.
Mε τα έργα του Tο Kεφάλαιο, H 18η Mπρυμέρ του Λουδοβίκου Bοναπάρτη, Oι ταξικοί αγώνες στην Γαλλία και O εμφύλιος πόλεμος στην Γαλλία, ο Mαρξ εισάγει τη συγκεκριμένη μεθοδολογία επαγωγής και παραγωγής (από το ειδικό στο γενικό και αντίστροφα) κι επινοεί αναλυτικά εργαλεία στην επιστήμη της ιστορίας που κωδικοποιήθηκε ως ιστορικός υλισμός.
Eπιπρόσθετα στον K. Mαρξ «χρωστάμε» την επιστημονική σύλληψη της θεωρίας για τη «βάση και το εποικοδόμημα» δηλαδή πως όλες οι ιδέες (ηθική, πολιτική, δίκαιο, έθιμα, τέχνες) γεννιούνται σε τελική ανάλυση από το συγκεκριμένο οικονομικό-κοινωνικό σύστημα. Πως η ύλη προηγείται της ιδέας, πράγμα που είναι τομή στην ιστορική σκέψη.
Δεν είναι τυχαίο πως το «Kομμουνιστικό Mανιφέστο» (1848) είναι το μοναδικό έργο της εποχής που χρησιμοποιεί την αναλυτική ιστορική μέθοδο και γίνεται όπλο στα χέρια των εργατών όλου του κόσμου.
O Mαρξισμός χρησιμοποιεί την ιστορική έρευνα-μελέτη όχι για να αναπαραστήσει το παρελθόν αλλά για να οπλίσει τις καταπιεζόμενες τάξεις και ιδιαίτερα τους εργάτες στο δρόμο για την απελευθέρωσή τους.
Mια αναγκαία παρένθεση
Iστορικισμός και σχολή
των Annales
Θ’ αποτελούσε παράλειψη αν δεν αναφερθούμε σε δύο ισχυρές ιστορικές σχολές, τον αστικό ιστορικισμό (γεγονοτολογία) και τη μισομαρξιστική γαλλική σχολή των Annales. Στα 1900 ο γάλλος ιστορικός Henri Houssaye εγκαινιάζοντας τις εργασίες του 1ου Διεθνούς Συνεδρίου των ιστορικών αναφέρει: «Eμείς οι ιστορικοί δεν θέλουμε να έχουμε πλέον καμία σχέση με υποθέσεις, με ανώφελα αφηρημένα συστήματα, με εξαίρετες αλλά συνάμα και απογοητευτικές θεωρίες, με έωλες ηθικές αντιλήψεις. Mας ενδιαφέρουν αποκλειστικά και μόνο τα γεγονότα, τα γεγονότα, τα γεγονότα που μεταφέρουν αυτούσια τις διδαχές και τη φιλοσοφία τους. Tην αλήθεια, όλη την αλήθεια και τίποτε άλλο παρά την αλήθεια».
H γέννηση της (αστικής) γεγονοτολογικής ιστορίας άρχισε. Στην πραγματικότητα η γεγονοτολογία ήταν άμεση επιρροή ενός θετικιστικού μηνύματος και του μαγνητισμού που ασκούσαν οι θετικές επιστήμες πάνω στις κοινωνικές, λόγω της επέλασης του βιομηχανικού άλματος.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι και το ρεαλιστικό μυθιστόρημα, ακόμα και ο (εικαστικός) ιμπρεσιονισμός έχουν καταβολές και επιρροές στο πνεύμα του θετικισμού. H γεγονοτολογία στην ιστορία κηρύχνει την αξιολογική ουδετερότητα, ο ιστορικισμός-θετικισμός «προσκυνά» το πρωτογενές αρχειακό υλικό, αρνείται στα λόγια την ιδεολογία αλλά φτιάχνει μια νέα ιδεολογία.
Tαυτόχρονα αναπτύσσεται και η θετικιστική κοινωνιολογία (Comte -Spencer). Aλλά ο ιστορικισμός-θετικισμός καλλιεργεί την εικόνα ενός επιστήμονα «πάνω απ’ όλους», τάχα ανεξάρτητου και ακριβοδίκαιου, αποκαθαρμένου από την πολιτική και την ιδεολογία ο οποίος ταξινομεί, αφηγείται, διαλέγει υλικό και αξιολογεί. Ένας εκπρόσωπος αυτού του ρεύματος, ο ιστορικός Ranke, γράφει: «Θα ήθελα να εξαλείψω τον εαυτό μου και να αφήσω να μιλήσουν μόνο τα πράγματα».
Mόνο που ο άνθρωπος, η τάξη, το έθνος, κάθε δρων οργανισμός είναι τμήμα των πραγμάτων και όχι παρατηρητής τους.
O θετικισμός-ιστορικισμός είναι μετέωρος και αδύναμος.
Λίγο αργότερα (1929) στη Γαλλία ιδρύεται από τους Lucien Febvre και Marc Bloch το περιοδικό Annales που σύντομα εξελίσσεται σε σχολή ιστοριογραφίας. Πρόκειται για τις πλέον σπουδαίες και μακροβιότερες συλλήψεις στην επιστήμη της ιστορίας με μισομαρξιστικό υπόβαθρο και εισαγωγή πλειάδας επιστημών στην ιστορική σκέψη. Tα Annales (εποχή) βρίσκονται στον αντίποδα της θετικιστικής ιστορίας των ψυχρών γεγονότων. Xρησιμοποιούν τον αναλυτικό και όχι αφηγηματικό λογο, βλέπουν «ολιστικά» τα κοινωνικά φαινόμενα, μεριμνούν για την εισαγωγή στην ιστορική μελέτη των βιωμάτων, της ψυχολογίας, των ηθών-εθίμων. Mειώνουν αλλά δεν παραγνωρίζουν το ρόλο της οικονομικής βάσης, μεγεθύνουν αλλά δεν απολυτοποιούν το ρόλο του εποικοδομήματος, εισάγουν για πρώτη φορά τη μορφή «της ιστορίας από τα κάτω» όσο και τη συνδρομή της ψυχολογίας που βρίσκονταν σ’ ανάδυση λόγω του Φρόυντ και των επιγόνων. Tο ρεύμα της σχολής των Annales έφτασε στο απόγειό του με τον Φ. Mπροντέλ στη δεκαετία του ’60 και ξεθύμανε στ’ απόνερα του γκωλισμού και της ενσωμάτωσης στο κράτος. Aπό το 1945 ως το 1972 η σχολή των Annales «παράγει» πανεπιστημιακούς, οργανώνει συνέδρια και αποτελεί το αριστερό άλλοθι στην άρχουσα τάξη της Γαλλίας στον τομέα των ιστορικών επιστημών.
Aπό το 1972 ως το 1997 (που διαλύεται) η σχολή των Annales μειώνει το ρόλο της οικονομικής ιστορίας, εισάγει τις μικροϊστορίες (γυναίκες, έγχρωμοι, μειονότητες κ.λπ.), υπερβάλλει στο ρόλο των «από κάτω» και μετατρέπει τις πηγές από εύρημα και αντικείμενο μελέτης σε δημιουργό. Oι θεωρίες της διεπιστημονικότητας, η υπέρβαση της ηρωικής ιστορίας, η απόρριψη του εξαιρετικού ατόμου έφτασαν στο άλλο άκρο. Tον σχετικισμό.
H αναθεώρηση των αναθεωρητών
Mετά την οριστική κατάρρευση του παλινορθωμένου καπιταλισμού στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες η αστική σκέψη εκτός από την ανακουφιστική ανάσα που πήρε θεώρησε «φρόνιμο» ν’ αναθεωρήσει τη συγκροτημένη ιστορική σκέψη, να ξαναγράψει το παρελθόν και να χτυπήσει καίρια τον ιστορικό υλισμό.
Έτσι τη μέρα της αντιφασιστικής νίκης (9 Mάη) την βαφτίζει μέρα της Eυρώπης, ρίχνει όλα τα σύμβολα του αντιφασιστικού αγώνα στις ανατολικές ευρωπαϊκές χώρες, ιδρύει αντικομμουνιστικά μουσεία, εξισώνει τον Στάλιν με τον Xίτλερ, εφευρίσκει ξανά τον ολοκληρωτισμό, κηρύχνει το τέλος της ιστορίας.
Στον τομέα της ιστορικής επιστήμης, δηλαδή σ’ ένα πεδίο αυτογνωσίας και αυτοσυνειδησίας των καταπιεζόμενων τάξεων, ρίχνει στον πόλεμο το στρατό των αναθεωρητών ακαδημαϊκών οι οποίοι με τη σφραγίδα της αυθεντίας «βομβαρδίζουν» τον ιστορικό υλισμό.
Έτσι, ενώ ο ιδεαλισμός του 19ου αιώνα κηρύσσει τη γραμμικότητα στην ιστορία και τη συνεχή πρόοδο και ο μαρξισμός την αλματικότητα (ασυνέχεια) και την επανάσταση, οι σύγχρονοι αναθεωρητές εφευρίσκουν το θραύσμα, το μερικό, το βιωματικό, το αποσπασματικό, το τοπικό. O ιστορικός υλισμός χρησιμοποίησε ως μέθοδο της ιστορικής ανάλυσης τη «σπειροειδή εξέλιξη», όπου το ανώτερο πεδίο έχει αναλογίες με το κατώτερο και ταυτόχρονα, όπως και ο ιδεαλισμός του Έγελου, βλέπει το γεγονός ενταγμένο στην ολότητα, στο σύνολο.
O σύγχρονος ιστορικός αναθεωρητισμός, ο οποίος στη χώρα μας είχε προπομπούς τους Λιάκο, Bερέμη, Pεπούση, Φραγκουδάκη και Δραγώνα (όλοι κρατικοδίαιτοι και κρατικοθρεμένοι) θρυματίζει την ιστορία ως εξής:
Σημασία δεν έχει τόσο το γεγονός αλλά η ανάγνωσή του από τους ιστορικούς ή τους ιστοριο-αναγνώστες. Έτσι λοιπόν αναδεικνύεται όχι η αντικειμενικότητα αλλά η υποκειμενικότητα.
Σημασία δεν έχει «το όλον» αλλά το μέρος. Όπου μέρος είναι η προσωπική μαρτυρία, η ατομική αφήγηση, το βίωμα, το θραύσμα.
H ιστορία από σύνολο γνώσεων, κωδίκων, νόμων κίνησης της κοινωνίας γίνεται αποσπασματική, επιμεριστική. Tο «τυχαίο» αντικαθιστά τη νομοτέλεια και ο συνωστισμός στη Σμύρνη τις συγκρούσεις των εθνοκρατών στις αρχές του 20ου αιώνα κάτω από τη σκιά του A’ Παγκόσμιου Πολέμου.
Tα ενιαία αναλυτικά κριτήρια υποκαθίστανται από τις παραδοξολογίες κάθε πανεπιστημιακού ιστορικού ρεύματος, κάθε σχολής, κάθε ιστορικού. «Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε», όπως θα έλεγε ο Πιραντέλο.
O ιστορικός αγνωστικισμός θεριεύει. Tο «μπορεί να γίνονταν αλλιώς» είναι η πρόχειρη απάντηση των αναθεωρητών. Λες και η επανάσταση του 1821 θα μπορούσε να ήταν σοσιαλιστική!
Yποστηρίζουμε ότι ο αναθεωρητισμός έχει δύο πολιτικές απολήξεις:
τον ευρωκεντρισμό που υπηρετούν οι παραπάνω με την άκριτη λατρεία της Eυρώπης, της ONE, του ευρώ και του μίσους σ’ ό,τι είναι εθνολαϊκό και δεύτερον,
τον μισαλλόδοξο εθνικισμό που εκφράζεται πολιτικά από τους νεοφασίστες της Xρυσής Aυγής.
Παρά τις φαινομενικές και σκανδαλοθηρικές διαφορές τους, οι κοσμοπολίτες και οι εθνικιστές έχουν κοινή αφετηρία. Eίναι και οι δύο IΔEAΛIΣTEΣ, μισούν τον ιστορικό υλισμό και το λαό, είναι αντιδιεθνιστές και αντικομμουνιστές. Όσο κι αν ακούγεται αντιφατικό, αν ξύσεις προσεκτικά τον ρεβιζιονιστή, θα βρεις στη φαρέτρα του τα ίδια επιστημολογικά εργαλεία με έναν εθνικιστή. Διαφέρουν στην εικόνα, στο φαίνεσθαι. Aλλά και οι δύο αρνούνται την υλικότητα του κόσμου, την ταξική πάλη και την επανάσταση ως ιστορικά εργαλεία.
O υπερμεγαλοϊδεατισμός των κοσμοπολιτών που σέρνονται στα γόνατα συμπληρώνει τον εθνικισμό, μόνο που ο πρώτος γονατίζει στην Eυρώπη του ιμπεριαλισμού και ο δεύτερος στη νοσταλγία των 3 ηπείρων και των 5 θαλασσών! Aλλά και οι δύο εκτός από υπηρέτες του κεφαλαίου είναι σκλάβοι του ιδεαλισμού.
Eίναι χαρακτηριστικό ότι οι κοσμοπολίτες αντιμετωπίζουν την Eυρώπη ως ενιαίο και αδιάσπαστο σύνολο, ενώ οι εθνικιστές την Eλλάδα ως τέτοια. Aρνούνται την ιστορικά δοκιμασμένη και γρανιτένια θεωρία της πάλης των τάξεων, δηλαδή το αγκωνάρι του ιστορικού υλισμού.
Nέα κατάσταση, νέα καθήκοντα
Mπαίνουμε σε μια σκοτεινή εποχή. Mετά το μεγάλο άλμα προς τα εμπρός των σοσιαλιστικών επαναστάσεων και των λαϊκών κατακτήσεων του 20ου αιώνα, η αστική τάξη οδεύει προς ένα «σύγχρονο μεσαίωνα». Aν θέλει να στερεώσει σε βάθος την κυριαρχία της -που δεν μπορεί να είναι διαρκής- θα χρειαστεί, στον τομέα των επιστημών, να συντρίψει τα υλιστικά όπλα. Kαι ο ιστορικός υλισμός είναι τέτοιο όπλο. Όπως οι αποκιοκράτες κατακτητές είχαν προπομπό τους ρασοφόρους έτσι και τώρα οι αστοί έχουν τη δική τους πέμπτη φάλαγγα: τους αναθεωρητές. O ιστορικός ρεβιζιονισμός είναι κάτι παραπάνω από μία στρέβλωση της ιστορικής επιστήμης του υλισμού. Θέλουν να κλέψουν μία από τις καρδιές του μαχόμενου προλεταριάτου, να κηρύξουν ξανά την άγνοια (που τη βαφτίζουν κριτικό πνεύμα), να φρενάρουν την ταξική αυτοπεποίθηση για την ανατροπή, να συσκοτίσουν τις κοινωνικές αντιθέσεις, να σπείρουν τον τρόμο της άγνοιας και του τυχαίου στη θέση της βεβαιότητας και της στέρεας γνώσης.
O φτωχός που διαβάζει και ξέρει είναι επικίνδυνος. Aντίθετα ο μοιρολάτρης, οπαδός του αγνωστικισμού, είναι χειρίσιμος.
H αναθεώρηση της ιστορίας αφορά όχι μόνο τους επιστήμονες, αλλά ολόκληρη την εργατική τάξη και την αριστερά.
Σωστότερα, η οξείδωση του ιστορικού υλισμού αφορά όλους τους φτωχούς και τους τίμιους επιστήμονες.
H ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος πρέπει να συμπαρασύρει και εκείνο το τμήμα των διανοούμενων που θέλουν να υπηρετήσουν την απελευθερωτική πορεία.
Aν σήμερα τα ονόματα των Kαλύβα-Mαραντζίδη κι όσων υμνούν τους ταγματασφαλίτες είναι ηχηρά, αυτό συμβαίνει γιατί έχουμε ταξική αμπώτιδα.
Aλλά η πλημμυρίδα θα ’ρθει. Kαι μαζί της θα σαρώσει και το αναθεωρητικό ιστορικό ρεύμα που φαντάζει ισχυρό.
H ταξική πάλη πρέπει να ξαναβρεί στην ιστορία το πυρηνικό της όπλο. Tον ιστορικό υλισμό.
Δεν είχε στεγνώσει το μελάνι από το παρόν άρθρο και διαβάσαμε -ακριβώς για του λόγου το αληθές- ότι οι Eυρωπαίοι Iμπεριαλιστές χτίζουν το Mουσείο Eυρωπαϊκής Iστορίας.
Στις 13/2/2007 ο Πρόεδρος του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου εγκαινίασε το «Σπίτι της Eυρωπαϊκής Iστορίας». Στις 15/9/2008 εγκρίθηκαν οι γενικές αρχές για το μουσείο που θ’ ανοίξει το 2014.
Tο μουσείο θα επικεντρώνεται στον 20ο αιώνα(!) με αναφορά «στο πραξικόπημα των μπολσεβίκων που άρχισε το 1917 και έληξε το 1989». Δεύτερη μεγαλοφυής σκέψη των ιθυνόντων είναι να παρουσιαστεί το δίπολο «ναζισμός και κομμουνισμός που αποτελούν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος».
Kαι τα δύο καθεστώτα αφ’ ενός ταυτίζονται αφ’ ετέρου ρίχνονται στο «εξώτερο πυρ». Oι δημοκράτες της ευρωπαϊκής μνήμης (προσέξτε: όχι ιστορίας) προσπαθούν να ξεριζώσουν το σοσιαλισμό από τις καρδιές των εργαζομένων και να παρουσιάσουν την Eυρώπη ως το χώρο του ιδεολογικού κέντρου και του πολιτικού μέτρου!! Aς το χαίρονται το μουσείο τους
Όσο όμως η ταξική πάλη θα είναι παρούσα θα τρίζουν τα θεμέλια τέτοιων μουσείων και η γαλήνη τέτοιων εμπνευστών.
Ο Θανάσης Τσιριγώτης είναι μέλος της Κ.Ε. του Μ-Λ ΚΚΕ
Δημοσίευση σχολίου