Γράφει ο Μάκης Γεωργιάδης
Μπορεί να είναι άνοιξη όταν φτάνει να συντρίβεται η αθωότητα. Όταν πίσω από τα πέπλα της σιωπής που τυλίγουν μια ολάκερη χώρα όταν καταλαγιάζει ο ανατριχιαστικός θόρυβος από τις ερπύστριες των αρμάτων μάχης ο συντετριμμένος ανθρωπισμός παγιδεύεται στις βαριές καγκελόπορτες μιας φυλακής οι οποίες κλείνουν και αμπαρώνουν πίσω τους μια ολόκληρη χώρα.
Μπορεί να είναι άνοιξη όταν συμβαίνουν φριχτά πράγματα, όταν το κακό έρχεται να διαδεχτεί απότομα την προσμονή για καλύτερες μέρες και όταν το σκοτάδι έρχεται με βία να υποκαταστήσει την προσμονή για περισσότερο φως.
Ναι, δεν μπορεί να σμπαραλιαστεί το φως. Ούτε να φυλακιστεί η άνοιξη. Για χρόνια μπορεί να μείνει στα ξερόκλαδα μια λευκή κοριτσίστική κορδέλα παγιδευμένη εκεί μετά από ένα ξέφρενο κυνηγητό των παιδιών της γειτονιάς. Μπορεί ο χρόνος να παγώνει σαν τα πουλιά που πιάστηκαν στις ξόβεργες και φυλακίστηκαν εκεί ώσπου να πεθάνουν γιατί τα παιδιά τα ξέχασαν να τα μαζέψουν και να τα βάλουν στα κλουβιά που τους είχαν ετοιμάσει.
Ελεύθερα φυλακισμένα πουλιά, ξεχασμένα από τα παιδιά που έπαιζαν κυνηγητό και μετά κρύφτηκαν.
Κρύφτηκαν αναζητώντας στοργικές αγκαλιές την ώρα που τα σύννεφα χρωματίζονταν κόκκινα και κατέβαιναν απειλητικά προς τη γη.
Τόσο που να καθρεφτίζονται αυτάρεσκα στα νερά λιμνών και ποταμών που το βουητό τους ξεκινούσε σαν τραγούδι για να καταλήξει σε θρήνο. Ζύγωναν τα βήματα της άνοιξης εκείνο το Σεπτέμβρη στο Νότιο ημισφαίριο. Μόνο που για τη Χιλή σίμωνε κρατώντας μαύρα πέπλα…
Πόσο μακριά και πόσο κοντά ταυτόχρονα είναι όλα αυτά… πόσο μακρινά αλλά και πόσο σημερινά…
Μια λευκή κοριτσίστικη κορδέλα να έχει απομείνει ίσως σε κάτι θάμνους. Πιασμένη εκεί. Ξεχασμένη ήδη από εκείνη τη στιγμή που στη διάρκεια του παιδικού κυνηγητού έστηναν οι φασίστες τα ικριώματα.
Σε κάθε πόλη, σε κάθε μικρό χωριό. Σε κάθε περιοχή των αυτοχθόνων όπου τα σύννεφα χρωματιζόταν κόκκινα σε μια πλήρη αντίστιξη με το γαλάζιο του ουρανού, έτσι όπως μόνο η ινδιάνικη γλώσσα μπορεί να περιγράψει έστω κι αν δεν καταγράφεται σε πάπυρους και σε χαρτιά.
Σε εκείνα τα ικριώματα που εκτελούσαν την αξιοπρέπεια, τον ανθρωπισμό και κάθε έννοια δημοκρατίας. Μια ολόκληρη χώρα στην αγχόνη και οι σκιές των ικριωμάτων να αιωρούνται πάνω από κάθε μέτρο αυτής της Με τα πουλιά φυλακισμένα στις ξόβεργες μέχρι να σβήσουν και μια λευκή κορδέλα από τα μαλλιά ενός κοριτσιού να ανεμίζει ξεχασμένη για χρόνια πιασμένη στα ξερόκλαδα….
Ποιος ξέρει; Ίσως να ανήκε κι αυτή σε κάποιαν Αμάντα. Σε κάποιαν Αμάντα βγαλμένη από τα τραγούδια του Βίκτωρ Χάρα. Τότε που έτρεχε να συναντήσει κάποιον Μανουέλ στη φάμπρικά που δούλευε και όπως και τότε να τον περιμένει να γυρίσει, μάταια, από έναν πόλεμο. Όπως και τόσοι άλλοι.
Τόσοι και τόσοι Μανουέλ που δεν γύρισαν ποτέ από φυλακές, εξορίες και εκτελεστικά αποσπάσματα. Όπως και ο ίδιος ο Βίκτωρ Χάρα εκτελεσμένος πια στο στάδιο του Σαντιάγο.
Κάτω από το θόρυβο των ερπυστριών προσπάθησαν τότε να σβήσουν τα ίχνη κάθε Αμάντας και κάθε Μανουέλ. Μόνο που το τραγούδι τους δεν έσβησε ποτέ. Ακόμη και τότε που όλα τα σκέπαζε άλλοτε ο βουβός και άλλοτε ο γοερός θρήνος.
Ο απόηχος αυτού του τραγουδιού φτάνει να διατρέχει όλα τα μήκη και τα πλάτη αυτής της χώρας και ταξιδεύει ακόμη και σήμερα σαν ένα γλυκόπικρο απόσταγμα που συνεπαίρνει όσες καρδιές αναζητούν την ελευθερία και τη δικαιοσύνη επί γης και όπου γης. Μια εικόνα που δε μπορεί να σβήσει ακόμη κι αν με τον καιρό ξεθωριάζει.
Όπως αυτή η λευκή κοριτσίστικη κορδέλα ξεχασμένη και μπλεγμένη στα ξερόκλαδα του τότε και του τώρα. Μια κορδέλα για την Αμάντα και κάθε Αμάντα ένα τραγούδι του Βίκτωρ και για κάθε Βίκτωρ του κόσμου αυτού Μέχρι τότε που θα συναντηθούν τα χαμόγελα και του κόσμου η νιότη…
Μάκης Γεωργιάδης
VIII – IX - 2013
Μπορεί να είναι άνοιξη όταν φτάνει να συντρίβεται η αθωότητα. Όταν πίσω από τα πέπλα της σιωπής που τυλίγουν μια ολάκερη χώρα όταν καταλαγιάζει ο ανατριχιαστικός θόρυβος από τις ερπύστριες των αρμάτων μάχης ο συντετριμμένος ανθρωπισμός παγιδεύεται στις βαριές καγκελόπορτες μιας φυλακής οι οποίες κλείνουν και αμπαρώνουν πίσω τους μια ολόκληρη χώρα.
Μπορεί να είναι άνοιξη όταν συμβαίνουν φριχτά πράγματα, όταν το κακό έρχεται να διαδεχτεί απότομα την προσμονή για καλύτερες μέρες και όταν το σκοτάδι έρχεται με βία να υποκαταστήσει την προσμονή για περισσότερο φως.
Ναι, δεν μπορεί να σμπαραλιαστεί το φως. Ούτε να φυλακιστεί η άνοιξη. Για χρόνια μπορεί να μείνει στα ξερόκλαδα μια λευκή κοριτσίστική κορδέλα παγιδευμένη εκεί μετά από ένα ξέφρενο κυνηγητό των παιδιών της γειτονιάς. Μπορεί ο χρόνος να παγώνει σαν τα πουλιά που πιάστηκαν στις ξόβεργες και φυλακίστηκαν εκεί ώσπου να πεθάνουν γιατί τα παιδιά τα ξέχασαν να τα μαζέψουν και να τα βάλουν στα κλουβιά που τους είχαν ετοιμάσει.
Ελεύθερα φυλακισμένα πουλιά, ξεχασμένα από τα παιδιά που έπαιζαν κυνηγητό και μετά κρύφτηκαν.
Κρύφτηκαν αναζητώντας στοργικές αγκαλιές την ώρα που τα σύννεφα χρωματίζονταν κόκκινα και κατέβαιναν απειλητικά προς τη γη.
Τόσο που να καθρεφτίζονται αυτάρεσκα στα νερά λιμνών και ποταμών που το βουητό τους ξεκινούσε σαν τραγούδι για να καταλήξει σε θρήνο. Ζύγωναν τα βήματα της άνοιξης εκείνο το Σεπτέμβρη στο Νότιο ημισφαίριο. Μόνο που για τη Χιλή σίμωνε κρατώντας μαύρα πέπλα…
Πόσο μακριά και πόσο κοντά ταυτόχρονα είναι όλα αυτά… πόσο μακρινά αλλά και πόσο σημερινά…
Μια λευκή κοριτσίστικη κορδέλα να έχει απομείνει ίσως σε κάτι θάμνους. Πιασμένη εκεί. Ξεχασμένη ήδη από εκείνη τη στιγμή που στη διάρκεια του παιδικού κυνηγητού έστηναν οι φασίστες τα ικριώματα.
Σε κάθε πόλη, σε κάθε μικρό χωριό. Σε κάθε περιοχή των αυτοχθόνων όπου τα σύννεφα χρωματιζόταν κόκκινα σε μια πλήρη αντίστιξη με το γαλάζιο του ουρανού, έτσι όπως μόνο η ινδιάνικη γλώσσα μπορεί να περιγράψει έστω κι αν δεν καταγράφεται σε πάπυρους και σε χαρτιά.
Σε εκείνα τα ικριώματα που εκτελούσαν την αξιοπρέπεια, τον ανθρωπισμό και κάθε έννοια δημοκρατίας. Μια ολόκληρη χώρα στην αγχόνη και οι σκιές των ικριωμάτων να αιωρούνται πάνω από κάθε μέτρο αυτής της Με τα πουλιά φυλακισμένα στις ξόβεργες μέχρι να σβήσουν και μια λευκή κορδέλα από τα μαλλιά ενός κοριτσιού να ανεμίζει ξεχασμένη για χρόνια πιασμένη στα ξερόκλαδα….
Ποιος ξέρει; Ίσως να ανήκε κι αυτή σε κάποιαν Αμάντα. Σε κάποιαν Αμάντα βγαλμένη από τα τραγούδια του Βίκτωρ Χάρα. Τότε που έτρεχε να συναντήσει κάποιον Μανουέλ στη φάμπρικά που δούλευε και όπως και τότε να τον περιμένει να γυρίσει, μάταια, από έναν πόλεμο. Όπως και τόσοι άλλοι.
Τόσοι και τόσοι Μανουέλ που δεν γύρισαν ποτέ από φυλακές, εξορίες και εκτελεστικά αποσπάσματα. Όπως και ο ίδιος ο Βίκτωρ Χάρα εκτελεσμένος πια στο στάδιο του Σαντιάγο.
Κάτω από το θόρυβο των ερπυστριών προσπάθησαν τότε να σβήσουν τα ίχνη κάθε Αμάντας και κάθε Μανουέλ. Μόνο που το τραγούδι τους δεν έσβησε ποτέ. Ακόμη και τότε που όλα τα σκέπαζε άλλοτε ο βουβός και άλλοτε ο γοερός θρήνος.
Ο απόηχος αυτού του τραγουδιού φτάνει να διατρέχει όλα τα μήκη και τα πλάτη αυτής της χώρας και ταξιδεύει ακόμη και σήμερα σαν ένα γλυκόπικρο απόσταγμα που συνεπαίρνει όσες καρδιές αναζητούν την ελευθερία και τη δικαιοσύνη επί γης και όπου γης. Μια εικόνα που δε μπορεί να σβήσει ακόμη κι αν με τον καιρό ξεθωριάζει.
Όπως αυτή η λευκή κοριτσίστικη κορδέλα ξεχασμένη και μπλεγμένη στα ξερόκλαδα του τότε και του τώρα. Μια κορδέλα για την Αμάντα και κάθε Αμάντα ένα τραγούδι του Βίκτωρ και για κάθε Βίκτωρ του κόσμου αυτού Μέχρι τότε που θα συναντηθούν τα χαμόγελα και του κόσμου η νιότη…
Μάκης Γεωργιάδης
VIII – IX - 2013
+ σχόλια + 1 σχόλια
πολύ ωραίο κείμενο !!!
Δημοσίευση σχολίου