Της Σοφίας Καρατάκη - Αγωνιστική Παρέμβαση Δ.Ε Θεσσαλονίκης
Μία εγκύκλιος του υπουργείου παιδείας της τσαρικής Ρωσίας [1] στα τέλη του 19ου αιώνα έλεγε: “Είναι ανάγκη να αποτρέψουμε από τη μέση εκπαίδευση τους μαθητές, που η κοινωνική θέση των γονέων τους δεν έπρεπε να τους κάνει να συνεχίζουν σπουδές στο γυμνάσιο και ύστερα στο Πανεπιστήμιο”.
Για αυτό το σκοπό αυξάνονται τα δίδακτρα. Η ίδια εγκύκλιος διευκρινίζει πως με τον τρόπο αυτό “θα αποκλειστούν από τα γυμνάσια τα παιδιά που έχουν γονείς αμαξάδες, υπηρέτες, μαγείρισσες, πλύστρες, μικροέμπορους και άλλους της ίδιας κατηγορίας.” Έτσι “με εξαίρεση αυτά που έχουν εξαιρετικές ικανότητες, τα παιδιά δε θα αποσπώνται από το περιβάλλον στο οποίο ανήκουν και δε θα καταλήγουν, όπως έχει αποδείξει η πείρα, να περιφρονούν τους γονείς τους, να είναι δυσαρεστημένα από την κοινωνική τους κατάσταση και να επαναστατούν ενάντια στις κοινωνικές ανισότητες που υπάρχουν και που είναι αναπόφευκτες από την ίδια την φύση των πραγμάτων”.
Στο ίδιο βίβλιο [1] αναφέρεται ότι στην τσαρική Ρωσία “το 1914 στα πανεπιστήμια δεν φοιτούν περισσότεροι από 36000.(…) Τα γυμνάσια και τα πανεπιστήμια ελέγχονται αυστηρά από τις αρχές. Στα γυμνάσια έγιναν αλλαγές στα προγράμματα, με τρόπο ώστε να μειωθούν οι ώρες που αφιερώνονταν στις φυσικές επιστήμες και να αυξηθούν οι ώρες που αφιερώνονταν στις νεκρές γλώσσες, που τις θεωρούσαν λιγότερο επικίνδυνες για τη δημόσια τάξη.“
Σήμερα, η επιβολή διδάκτρων για τη φοίτηση στα ΑΕΙ και ΤΕΙ δεν είναι καθόλου απίθανη. Βέβαια, η ελληνική κυβέρνηση θα επικαλεστεί το στενό δημοσιονομικό πλαίσιο και τις συμφωνίες με την τρόικα. Όμως οι πραγματικοί λόγοι που υποκρίπτονται σε μια τέτοια πολιτική επιλογή είναι βέβαιο ότι ταυτίζονται με το σκεπτικό της παραπάνω εγκυκλίου. Η οπισθοδρόμηση ολοταχώς σε μια παιδεία τύπου τσαρικής Ρωσίας διαφαίνεται μεταξύ άλλων και από τις αλλεπάλληλες αλλαγές στα αναλυτικά προγράμματα: αύξηση των ωρών διδασκαλίας των Αρχαίων σε βάρος των ζωντανών γλωσσών: αρχικά των Γαλλικών, Γερμανικών, τώρα πια και των Νέων Ελληνικών.
Στην Ελλάδα, ιστορικά, η κοινωνική άνοδος και καταξίωση έχουν συνδεθεί με την απόκτηση τίτλων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. ‘Οποιος νέος, μέχρι πριν λίγα χρόνια, ξεκινούσε έχοντας αρκετούς ακαδημαϊκούς τίτλους, είχε σίγουρη την επαγελματική του αποκατάσταση. Όσο περισσότερους τίτλους τόσο καλύτερη και ευκολότερη η αποκατάσταση. ‘Ετσι εμπεδώθηκε στην συνείδηση του λαού μας η σύνδεση του υψηλού κοινωνικού στάτους με το αντίστοιχο μορφωτικό επίπεδο και τις ακαδημαϊκές επιδόσεις, συσκοτίζοντας όμως ταυτόχρονα την ταξική φύση της κοινωνίας μας. Άλλωστε το καθολικό και συνάμα αντιδραστικό αίτημα για “αξιοκρατία” αυτό ακριβώς το στόχο υπηρετεί: να αποκρύψει την ταξικότητα της κοινωνίας μας.
Σήμερα, καθώς η κρίση βαθαίνει, καθώς όλο και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού φτωχοποιούνται, η εκπλήρωση της υπόσχεσης για κοινωνική άνοδο μέσω της εκπαίδευσης γίνεται αδύνατη. Οι πολιτικές του υπουργείου παιδείας επομένως προσπαθούν να δυσκολέψουν την πρόσβαση της μεγάλης μάζας των μαθητών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ( με εξαίρεση πάντα εκείνους τους μαθητές με εξαιρετικές ικανότητες, ώστε να συντηρείται και η ψευδαίσθηση της αξιοκρατίας). Οι φραγμοί στα μορφωτικά δικαιώματα της νέας γενίας κυμαίνονται από το κλείσιμο σχολών, την μείωση του αριθμού των εισακτέων, το φιλτράρισμα των μαθητών μέσω πολλαπλών εξετάσεων στο λύκειο, την καθιέρωση διδάκτρων στα μεταπτυχιακά αλλά και στα ΙΕΚ.
Τον ίδιο στόχο υπηρετούν και η γενικότερη πολιτική περί σχολείων της αριστείας, αξιολόγησης των εκπαιδευτικών και εισαγωγής καινοτόμων μεθόδων ανταγωνιστικής διδασκαλίας, διαχέοντας παράλληλα την κρισάρα των εισαγωγικών εξετάσεων στις μικρότερες τάξεις, ενώ αποσιωποιείται η ταξική φύση της εκπαίδευσης και ρίχνεται το φταίξιμο της σχολικής αποτυχίας στους ίδιους τους μαθητές, τους δασκάλους τους και στις οικογένειές τους, διαιωνίζοντας την φαντασίωση μιας άπιαστης αξιοκρατίας και το όνειρο της κοινωνικής ανέλιξης.
[1] Ζαν Ελλενσταϊν, Ιστορία της ΕΣΣΔ, εκδόσεις Θεμέλιο 1975
Μία εγκύκλιος του υπουργείου παιδείας της τσαρικής Ρωσίας [1] στα τέλη του 19ου αιώνα έλεγε: “Είναι ανάγκη να αποτρέψουμε από τη μέση εκπαίδευση τους μαθητές, που η κοινωνική θέση των γονέων τους δεν έπρεπε να τους κάνει να συνεχίζουν σπουδές στο γυμνάσιο και ύστερα στο Πανεπιστήμιο”.
Για αυτό το σκοπό αυξάνονται τα δίδακτρα. Η ίδια εγκύκλιος διευκρινίζει πως με τον τρόπο αυτό “θα αποκλειστούν από τα γυμνάσια τα παιδιά που έχουν γονείς αμαξάδες, υπηρέτες, μαγείρισσες, πλύστρες, μικροέμπορους και άλλους της ίδιας κατηγορίας.” Έτσι “με εξαίρεση αυτά που έχουν εξαιρετικές ικανότητες, τα παιδιά δε θα αποσπώνται από το περιβάλλον στο οποίο ανήκουν και δε θα καταλήγουν, όπως έχει αποδείξει η πείρα, να περιφρονούν τους γονείς τους, να είναι δυσαρεστημένα από την κοινωνική τους κατάσταση και να επαναστατούν ενάντια στις κοινωνικές ανισότητες που υπάρχουν και που είναι αναπόφευκτες από την ίδια την φύση των πραγμάτων”.
Στο ίδιο βίβλιο [1] αναφέρεται ότι στην τσαρική Ρωσία “το 1914 στα πανεπιστήμια δεν φοιτούν περισσότεροι από 36000.(…) Τα γυμνάσια και τα πανεπιστήμια ελέγχονται αυστηρά από τις αρχές. Στα γυμνάσια έγιναν αλλαγές στα προγράμματα, με τρόπο ώστε να μειωθούν οι ώρες που αφιερώνονταν στις φυσικές επιστήμες και να αυξηθούν οι ώρες που αφιερώνονταν στις νεκρές γλώσσες, που τις θεωρούσαν λιγότερο επικίνδυνες για τη δημόσια τάξη.“
Σήμερα, η επιβολή διδάκτρων για τη φοίτηση στα ΑΕΙ και ΤΕΙ δεν είναι καθόλου απίθανη. Βέβαια, η ελληνική κυβέρνηση θα επικαλεστεί το στενό δημοσιονομικό πλαίσιο και τις συμφωνίες με την τρόικα. Όμως οι πραγματικοί λόγοι που υποκρίπτονται σε μια τέτοια πολιτική επιλογή είναι βέβαιο ότι ταυτίζονται με το σκεπτικό της παραπάνω εγκυκλίου. Η οπισθοδρόμηση ολοταχώς σε μια παιδεία τύπου τσαρικής Ρωσίας διαφαίνεται μεταξύ άλλων και από τις αλλεπάλληλες αλλαγές στα αναλυτικά προγράμματα: αύξηση των ωρών διδασκαλίας των Αρχαίων σε βάρος των ζωντανών γλωσσών: αρχικά των Γαλλικών, Γερμανικών, τώρα πια και των Νέων Ελληνικών.
Στην Ελλάδα, ιστορικά, η κοινωνική άνοδος και καταξίωση έχουν συνδεθεί με την απόκτηση τίτλων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. ‘Οποιος νέος, μέχρι πριν λίγα χρόνια, ξεκινούσε έχοντας αρκετούς ακαδημαϊκούς τίτλους, είχε σίγουρη την επαγελματική του αποκατάσταση. Όσο περισσότερους τίτλους τόσο καλύτερη και ευκολότερη η αποκατάσταση. ‘Ετσι εμπεδώθηκε στην συνείδηση του λαού μας η σύνδεση του υψηλού κοινωνικού στάτους με το αντίστοιχο μορφωτικό επίπεδο και τις ακαδημαϊκές επιδόσεις, συσκοτίζοντας όμως ταυτόχρονα την ταξική φύση της κοινωνίας μας. Άλλωστε το καθολικό και συνάμα αντιδραστικό αίτημα για “αξιοκρατία” αυτό ακριβώς το στόχο υπηρετεί: να αποκρύψει την ταξικότητα της κοινωνίας μας.
Σήμερα, καθώς η κρίση βαθαίνει, καθώς όλο και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού φτωχοποιούνται, η εκπλήρωση της υπόσχεσης για κοινωνική άνοδο μέσω της εκπαίδευσης γίνεται αδύνατη. Οι πολιτικές του υπουργείου παιδείας επομένως προσπαθούν να δυσκολέψουν την πρόσβαση της μεγάλης μάζας των μαθητών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ( με εξαίρεση πάντα εκείνους τους μαθητές με εξαιρετικές ικανότητες, ώστε να συντηρείται και η ψευδαίσθηση της αξιοκρατίας). Οι φραγμοί στα μορφωτικά δικαιώματα της νέας γενίας κυμαίνονται από το κλείσιμο σχολών, την μείωση του αριθμού των εισακτέων, το φιλτράρισμα των μαθητών μέσω πολλαπλών εξετάσεων στο λύκειο, την καθιέρωση διδάκτρων στα μεταπτυχιακά αλλά και στα ΙΕΚ.
Τον ίδιο στόχο υπηρετούν και η γενικότερη πολιτική περί σχολείων της αριστείας, αξιολόγησης των εκπαιδευτικών και εισαγωγής καινοτόμων μεθόδων ανταγωνιστικής διδασκαλίας, διαχέοντας παράλληλα την κρισάρα των εισαγωγικών εξετάσεων στις μικρότερες τάξεις, ενώ αποσιωποιείται η ταξική φύση της εκπαίδευσης και ρίχνεται το φταίξιμο της σχολικής αποτυχίας στους ίδιους τους μαθητές, τους δασκάλους τους και στις οικογένειές τους, διαιωνίζοντας την φαντασίωση μιας άπιαστης αξιοκρατίας και το όνειρο της κοινωνικής ανέλιξης.
[1] Ζαν Ελλενσταϊν, Ιστορία της ΕΣΣΔ, εκδόσεις Θεμέλιο 1975
Δημοσίευση σχολίου