(Eισήγηση του Αυτόνομου Στεκιού στην εκδήλωση της Τρίτης, 10/12).
∆εν είναι πρώτη φορά- και δυστυχώς φανταζόμαστε- ούτε η τελευταία που ως Αυτόνοµο Στέκι στεκόμαστε αλληλέγγυοι σε αγωνιστές και συντρόφους που βρίσκονται αντιμέτωποι µε πολιτικές διώξεις και κατασκευές σκευωριών.
Ήδη, από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, η διαρκής αναβάθµιση των τροµονόµων και των καταστάσεων δικονοµικής εξαίρεσης δεν είχε ως στόχο µόνο την κατασταλτική αντιµετώπιση της ένοπλης πολιτικής δράσης ή ακόµη και των συγκρουσιακών πρακτικών που υιοθετούσε κυρίως ο αναρχικός/ αντιεξουσιαστικός χώρος. Παράλληλα, στην συνεχή διεύρυνση του «νοµικού οπλοστασίου» ήταν εµφανής η στόχευση της µετατροπής σε ποινικά κολάσιµο αδίκηµα κάθε
κινηµατικής πρακτικής, κάθε κοινωνικού αγώνα, κάθε πολιτικής αµφισβήτησης τόσο του υπάρχοντος συστήµατος κυριαρχίας και εκµετάλλευσης, όσο και των ταξικών πολιτικών που αυτό εφαρμόζει.
Έτσι, πλέον η καταστολή δεν αφορά µόνο ριζοσπαστικά τµήµατα της κοινωνίας αλλά γίνεται εργαλείο διαχείρισης της φτώχειας και των επαπειλούµενων κοινωνικών συγκρούσεων µέσω της ποινικοποίησης ή καλύτερα της «εγκληµατοποίησης» της εξαθλίωσης.
Η κρατική βία νομιµοποιείται -πέρα ακόμη και από το δεδομένο πλαίσιο των αστικών δημοκρατικών δικαιωμάτων- μέσα από την αναδιάρθρωση του νομικού, οικονομικού, διοικητικού δικαίου: μια σειρά από δομικές έννοιες του αστικοδημοκρατικού δικαϊκού συστήματος όπως το τεκμήριο αθωότητας, οι λαϊκοί δικαστές (ένορκοι), η έννοια του πολιτικού αδικήματος, οι επώνυμοι μάρτυρες, η πρόσβαση στη δικογραφία κ.ά. καταργούνται µε έκτακτα και φωτογραφικά νομικά πλαίσια. Εισάγονται ειδικές ανακριτικές πράξεις (αστυνοµική διείσδυση, άρση
απορρήτου, καταγραφή µε συσκευές ήχου και εικόνας, έλεγχος της κίνησης λογαριασμών), θεσμοθετούνται ειδικά δικαστήρια.
Απονομιμοποιούνται -στο νομικό αλλά και στο κοινωνικό πεδίο- όχι µόνο οι κοινωνικοί αγώνες και οι επαναστατικές πρακτικές αλλά και ο ίδιος ο λόγος που αμφισβητεί τον καπιταλισμό.
Ανακεφαλαιώνοντας, μπορούμε να πούµε ότι η συντεταγμένη απόπειρα του κράτους και των δικαϊκών θεσμών του να προσδώσει ποινική διάσταση στους πολιτικούς αγώνες έχει ως σαφή στόχο την απονομιμοποίηση και την περιθωριοποίηση των εξωθεσμικών και αντιθεσμικών πολιτικών αντιλήψεων τόσο στο επίπεδο λόγου όσο και σ’ αυτό της δράσης. ∆ιότι εν τέλει, στη δικονομική κατάσταση εξαίρεσης δεν υπάρχουν εξαιρέσεις. Η κατασκευή και ταυτόχρονα η
πειθάρχηση του εσωτερικού εχθρού, απαιτεί από την µεριά του Κράτους την επινόηση του αδιανόητου.
Φτάνοντας στα τραγικά γεγονότα της Μarfin στις 5 Μάη του 2010, είναι κοινή η εκτίµηση ότι αποτέλεσαν ένα κομβικό γεγονός για την εξέλιξη των αγώνων ενάντια στις πολιτικές εξαθλίωσης που εδώ και τέσσερα χρόνια εφαρμόζει το κεφάλαιο στην Ελλάδα. Παράλληλα επιτάχυναν και τις διαδικασίες αναστοχασµού από τη µεριά του ευρύτερου ελευθεριακού χώρου. ∆εν είναι στη λογική και στην πολιτική µας κουλτούρα να φαντασιωνόμαστε σενάρια για το ποιοι και γιατί έκαναν τον εµπρησµό, πέρα από το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ο Βγενόπουλος -στα πλαίσια της
εργοδοτικής στρατηγικής του- αδιαφόρησε για την υποχρέωση της τράπεζας να εξασφαλίζει έτσι κι αλλιώς τα αυτονόητα για τους εργαζόμενους: πυροπροστασία και έξοδο κινδύνου σε συνθήκες σεισμού, πυρκαγιάς, έκτακτων συνθηκών (πολλώ δε µάλλον που ως «ατρόµητο» αφεντικό υποχρέωσε µε εκφοβισμό τους εργαζόμενους να είναι στις θέσεις τους εκείνη την ηµέρα…). Και τότε επισημαίναµε και τώρα συνεχίζουμε να υποστηρίζουμε ότι στον πολιτικό αγώνα που διεξάγουν οι από κάτω η ενότητα μέσων και σκοπών αποτελεί αδιαπραγμάτευτη αρχή.
Εποµένως δεν αντιλαμβανόµαστε την κινηματική βία ως αυτοσκοπό αλλά ως μέσο άμυνας, και
αναγνωρίζουμε την πολιτική ανυπακοή απέναντι στα σχέδια και στις επιδιώξεις των αφεντικών και της εξουσίας ως αναπόσπαστο κοµµάτι των ταξικών και κοινωνικών αγώνων. Στη βάση αυτής της λογικής αντιπαλεύουμε όχι µόνο τα τέρατα που µας απειλούν αλλά και τον κίνδυνο να τους μοιάσουµε, αρνούμενες την απαξίωση της ανθρώπινης υπόστασης, το φετιχισµό της βίας και τον ελιτισμό που θρέφει η αυτοαναφορικότητα στην πολιτική ανάλυση και στη δράση.
Με δεδομένη λοιπόν την παραπάνω θέση θεωρούµε ότι η υπόθεση της σκευωρίας σε βάρος του συντρόφου µας Θοδωρή Σίψα αποτελεί όχι µόνο έναν ακόμα κρίκο στην αλυσίδα των πολιτικών διώξεων αλλά μια κίνηση αναβάθμισης των μηχανισμών που επιδιώκουν την εξόντωση όσων επιλέγουν να βαδίζουν στο δρόμο του αγώνα και της αξιοπρέπειας. Συνιστά ολομέτωπη επίθεση ενάντια σ’ αυτές που συνεχίζουν να αντιστέκονται απέναντι στο Λεβιάθαν που διαχρονικά οραματίζεται το Κράτος για τον εαυτό του, ενάντια σ’ εκείνους που αρνούνται να αποδεχθούν το
καθεστώς εκτάκτου ανάγκης και συµµετέχουν ενεργά στους κοινωνικούς & ταξικούς
αγώνες. Ο σύντροφος Θοδωρής είναι ένας από εμάς και γι’ αυτό στεκόμαστε ανεπιφύλακτα στο πλευρό του.
Φυσικά δεν είναι τυχαίο που από την πρώτη στιγμή το Κράτος και οι ιδεολογικοί του µηχανισµοί, προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν την «υπόθεση Marfin» (αποσιωπώντας ή υποβαθμίζοντας παράλληλα τις ευθύνες του Βγενόπουλου) για να αναχαιτίσουν την κοινωνική απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος. Στη δεδοµένη µάλιστα συγκυρία ήταν απτή πραγματικότητα και η οικειοποίηση της πολιτικής ανυπακοής και των συγκρουσιακών πρακτικών αντίστασης από ευρύτερα κοινωνικά κοµµάτια, τα οποία αντιδρούσαν στην προοπτική της ταχύτατης
φτωχοποίησης τους.
Όπως και τότε δεν θεωρήσαμε ότι η επικοινωνιακή και κατασταλτική διαχείριση του εµπρησµού της τράπεζας και του θανάτου των τριών εργαζόμενών της είχε στοιχεία «τυχαιότητας» έτσι και στη δεδομένη συγκυρία έχουμε την πεποίθηση ότι η υπόθεση «Marfin» ανασύρεται για να αξιοποιηθεί στο έπακρο από το Κράτος και τους µηχανισμούς του σε µια ιδιαίτερα κρίσιμη κοινωνική συνθήκη.
Μετά την δολοφονία του Παύλου Φύσσα, το Κράτος αναβάθμισε την θεωρία των δύο άκρων σε
βασική του στρατηγική απέναντι στην κοινωνική και πολιτική του αµφισβήτηση.
Βρισκόµαστε άλλωστε ακριβώς στην περίοδο κατά την οποία οι παραδοσιακοί µηχανισμοί συναίνεσης συντρίβονται κάτω από το βάρος των πολιτικών της λιτότητας, της υποτίμησης της αξίας της εργατικής δύναμης, της διάλυσης της κοινωνικής πρόνοιας, της λεηλασίας του δηµόσιου πλούτου και της επίθεσης στην µικροϊδιοκτησία.
Για να μπορέσει ωστόσο η θεωρία των δύο άκρων να αποτελέσει πυλώνα των νέων μορφών απόσπασης συναίνεσης- που θα βασίζονται κατά κύριο λόγο στο φόβο και στην πειθάρχηση και όχι στην διαμεσολάβηση και τις πελατειακές σχέσεις- χρειάζεται και κάτι ακόμα: πρέπει και το «άκρο» της αντικαπιταλιστικής αµφισβήτησης να εμφανιστεί εξίσου, αν όχι ακόμα πιο πολύ,
αποκρουστικό, απεχθές και αντικοινωνικό από αυτό της νεοφασιστικής ακροδεξιάς τρομοκρατίας της Χρυσής Αυγής. Σύμφωνα µ’ αυτή τη σκοπιμότητα και σε συνθήκες «κατεπείγοντος» στήνεται η σκευωρία σε βάρος του σ. Θ.Σ. για την υπόθεση της Μarfin.
Ταυτόχρονα όµως η ποινική δίωξη του Θοδωρή Σίψα - που θα µπορούσε κανείς να την παρομοιάσει µε θέατρο του παραλόγου όπως θα γίνει καθαρό και στη συνέχεια της εκδήλωσης - έρχεται να ενισχύσει πέρα από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς και τις κατασταλτικές δυνατότητες του κράτους. Μέσα από τη σχεδόν γκροτέσκα δικογραφία στέλνεται ένα ξεκάθαρο μήνυμα στον κόσμο του αγώνα: «ου µπλέξεις!».
Άλλωστε (όπως έδειξε η Κερατέα και αργότερα σε αναβαθμισµένο επίπεδο οι Σκουριές) η συμμετοχή στους κοινωνικούς- ταξικούς αγώνες, η συλλογική αντίσταση, η ριζοσπαστική αµφισβήτηση από μόνα τους μπορούν να σταθούν ικανά για να στηθεί ένα κυνήγι μαγισσών σε βάρος όσων επιμένουν να μην θυσιάζουν την αξιοπρέπειά τους στο ησυχαστήριο της εξατομικευµένης βίωσης της κρίσης.
Ουσιαστικά, λοιπόν, µε τέτοια στηµένα κατηγορητήρια ο καθένας καλείται όχι να υπερασπιστεί τις πολιτικές επιλογές, τις κινηματικές πρακτικές και την συλλογική του δράση, αλλά να αποδείξει ότι δεν είναι ελέφαντας. Πρέπει να πείσει ένα κοινό- που το έμαθαν να διψά για αίμα προκειμένου να ξεχνά τη δική του αιµορραγία- ότι δεν συµµετείχε και δεν έκανε πράξεις οι οποίες είναι διαμετρικά αντίθετες µε το πολιτικό πρόταγμα της κοινωνικής χειραφέτησης.
Φαίνεται το Κράτος να αδιαφορεί ακόµα και για την ελάχιστη προσχηµατική πειστικότητα των σκευωριών που στήνει, φαίνεται να του αρκεί η παντοδυναμία του κυρίαρχου μιντιακού λόγου. Αλλά κι αν η σκευωρία καταρρεύσει στο δικαστήριο- γιατί ακόμα και η ταξική δικαιοσύνη ενός
καθεστώτος εκτάκτου ανάγκης, έχει την αναγκαιότητα από καιρό σε καιρό να περιφρουρεί το κύρος της- η αποτύπωση της εικόνας του «εσωτερικού εχθρού» θα παραμένει τελεσίδικη στα υπνωτισμένα µάτια της κοινής γνώμης.
Η αλληλεγγύη µας λοιπόν, στον σύντροφο Θ.Σ. ξεπερνάει την ως τώρα δεδομένη για µας πολιτική πρακτική της αλληλεγγύης στους διωκόμενους αγωνιστές και ο επιτακτικός χαρακτήρας που της προσδίδουμε αφορά τη συνολικότερη ανασυγκρότηση της αντίστασης όχι µόνο στην αθλιότητα της σκευωρίας αλλά και στην αθλιότητα της ίδιας της ζωής για την οποία µας έχουν προορισμένους.
Στεκόμαστε στο πλάι του Θοδωρή ως το ένα και μοναδικό άκρο: αυτό της κοινωνικής χειραφέτησης, των ταξικών αγώνων και της αλληλεγγύης απέναντι στις στρατηγικές της έντασης και της διαχείρισης της κοινωνίας µέσω φοβικών συνδρόμων, απέναντι στην επανανομιμοποίηση του κράτους- προστάτη ώστε να μπορεί να κάνει της δουλειές του το Κράτος- νταβατζής. Είµαστε µαζί µε όλες όσες βρέθηκαν, βρίσκονται ή θα βρεθούν στη θέση του Θοδωρή το ένα και µοναδικό άκρο που αγωνίζεται για να περάσει επιτέλους η ανθρωπότητα από το στάδιο της προϊστορίας σε αυτό της ιστορίας.
Αυτόνοµο Στέκι, Δεκέµβρης 2013
∆εν είναι πρώτη φορά- και δυστυχώς φανταζόμαστε- ούτε η τελευταία που ως Αυτόνοµο Στέκι στεκόμαστε αλληλέγγυοι σε αγωνιστές και συντρόφους που βρίσκονται αντιμέτωποι µε πολιτικές διώξεις και κατασκευές σκευωριών.
Ήδη, από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, η διαρκής αναβάθµιση των τροµονόµων και των καταστάσεων δικονοµικής εξαίρεσης δεν είχε ως στόχο µόνο την κατασταλτική αντιµετώπιση της ένοπλης πολιτικής δράσης ή ακόµη και των συγκρουσιακών πρακτικών που υιοθετούσε κυρίως ο αναρχικός/ αντιεξουσιαστικός χώρος. Παράλληλα, στην συνεχή διεύρυνση του «νοµικού οπλοστασίου» ήταν εµφανής η στόχευση της µετατροπής σε ποινικά κολάσιµο αδίκηµα κάθε
κινηµατικής πρακτικής, κάθε κοινωνικού αγώνα, κάθε πολιτικής αµφισβήτησης τόσο του υπάρχοντος συστήµατος κυριαρχίας και εκµετάλλευσης, όσο και των ταξικών πολιτικών που αυτό εφαρμόζει.
Έτσι, πλέον η καταστολή δεν αφορά µόνο ριζοσπαστικά τµήµατα της κοινωνίας αλλά γίνεται εργαλείο διαχείρισης της φτώχειας και των επαπειλούµενων κοινωνικών συγκρούσεων µέσω της ποινικοποίησης ή καλύτερα της «εγκληµατοποίησης» της εξαθλίωσης.
Η κρατική βία νομιµοποιείται -πέρα ακόμη και από το δεδομένο πλαίσιο των αστικών δημοκρατικών δικαιωμάτων- μέσα από την αναδιάρθρωση του νομικού, οικονομικού, διοικητικού δικαίου: μια σειρά από δομικές έννοιες του αστικοδημοκρατικού δικαϊκού συστήματος όπως το τεκμήριο αθωότητας, οι λαϊκοί δικαστές (ένορκοι), η έννοια του πολιτικού αδικήματος, οι επώνυμοι μάρτυρες, η πρόσβαση στη δικογραφία κ.ά. καταργούνται µε έκτακτα και φωτογραφικά νομικά πλαίσια. Εισάγονται ειδικές ανακριτικές πράξεις (αστυνοµική διείσδυση, άρση
απορρήτου, καταγραφή µε συσκευές ήχου και εικόνας, έλεγχος της κίνησης λογαριασμών), θεσμοθετούνται ειδικά δικαστήρια.
Απονομιμοποιούνται -στο νομικό αλλά και στο κοινωνικό πεδίο- όχι µόνο οι κοινωνικοί αγώνες και οι επαναστατικές πρακτικές αλλά και ο ίδιος ο λόγος που αμφισβητεί τον καπιταλισμό.
Ανακεφαλαιώνοντας, μπορούμε να πούµε ότι η συντεταγμένη απόπειρα του κράτους και των δικαϊκών θεσμών του να προσδώσει ποινική διάσταση στους πολιτικούς αγώνες έχει ως σαφή στόχο την απονομιμοποίηση και την περιθωριοποίηση των εξωθεσμικών και αντιθεσμικών πολιτικών αντιλήψεων τόσο στο επίπεδο λόγου όσο και σ’ αυτό της δράσης. ∆ιότι εν τέλει, στη δικονομική κατάσταση εξαίρεσης δεν υπάρχουν εξαιρέσεις. Η κατασκευή και ταυτόχρονα η
πειθάρχηση του εσωτερικού εχθρού, απαιτεί από την µεριά του Κράτους την επινόηση του αδιανόητου.
Φτάνοντας στα τραγικά γεγονότα της Μarfin στις 5 Μάη του 2010, είναι κοινή η εκτίµηση ότι αποτέλεσαν ένα κομβικό γεγονός για την εξέλιξη των αγώνων ενάντια στις πολιτικές εξαθλίωσης που εδώ και τέσσερα χρόνια εφαρμόζει το κεφάλαιο στην Ελλάδα. Παράλληλα επιτάχυναν και τις διαδικασίες αναστοχασµού από τη µεριά του ευρύτερου ελευθεριακού χώρου. ∆εν είναι στη λογική και στην πολιτική µας κουλτούρα να φαντασιωνόμαστε σενάρια για το ποιοι και γιατί έκαναν τον εµπρησµό, πέρα από το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ο Βγενόπουλος -στα πλαίσια της
εργοδοτικής στρατηγικής του- αδιαφόρησε για την υποχρέωση της τράπεζας να εξασφαλίζει έτσι κι αλλιώς τα αυτονόητα για τους εργαζόμενους: πυροπροστασία και έξοδο κινδύνου σε συνθήκες σεισμού, πυρκαγιάς, έκτακτων συνθηκών (πολλώ δε µάλλον που ως «ατρόµητο» αφεντικό υποχρέωσε µε εκφοβισμό τους εργαζόμενους να είναι στις θέσεις τους εκείνη την ηµέρα…). Και τότε επισημαίναµε και τώρα συνεχίζουμε να υποστηρίζουμε ότι στον πολιτικό αγώνα που διεξάγουν οι από κάτω η ενότητα μέσων και σκοπών αποτελεί αδιαπραγμάτευτη αρχή.
Εποµένως δεν αντιλαμβανόµαστε την κινηματική βία ως αυτοσκοπό αλλά ως μέσο άμυνας, και
αναγνωρίζουμε την πολιτική ανυπακοή απέναντι στα σχέδια και στις επιδιώξεις των αφεντικών και της εξουσίας ως αναπόσπαστο κοµµάτι των ταξικών και κοινωνικών αγώνων. Στη βάση αυτής της λογικής αντιπαλεύουμε όχι µόνο τα τέρατα που µας απειλούν αλλά και τον κίνδυνο να τους μοιάσουµε, αρνούμενες την απαξίωση της ανθρώπινης υπόστασης, το φετιχισµό της βίας και τον ελιτισμό που θρέφει η αυτοαναφορικότητα στην πολιτική ανάλυση και στη δράση.
Με δεδομένη λοιπόν την παραπάνω θέση θεωρούµε ότι η υπόθεση της σκευωρίας σε βάρος του συντρόφου µας Θοδωρή Σίψα αποτελεί όχι µόνο έναν ακόμα κρίκο στην αλυσίδα των πολιτικών διώξεων αλλά μια κίνηση αναβάθμισης των μηχανισμών που επιδιώκουν την εξόντωση όσων επιλέγουν να βαδίζουν στο δρόμο του αγώνα και της αξιοπρέπειας. Συνιστά ολομέτωπη επίθεση ενάντια σ’ αυτές που συνεχίζουν να αντιστέκονται απέναντι στο Λεβιάθαν που διαχρονικά οραματίζεται το Κράτος για τον εαυτό του, ενάντια σ’ εκείνους που αρνούνται να αποδεχθούν το
καθεστώς εκτάκτου ανάγκης και συµµετέχουν ενεργά στους κοινωνικούς & ταξικούς
αγώνες. Ο σύντροφος Θοδωρής είναι ένας από εμάς και γι’ αυτό στεκόμαστε ανεπιφύλακτα στο πλευρό του.
Φυσικά δεν είναι τυχαίο που από την πρώτη στιγμή το Κράτος και οι ιδεολογικοί του µηχανισµοί, προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν την «υπόθεση Marfin» (αποσιωπώντας ή υποβαθμίζοντας παράλληλα τις ευθύνες του Βγενόπουλου) για να αναχαιτίσουν την κοινωνική απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος. Στη δεδοµένη µάλιστα συγκυρία ήταν απτή πραγματικότητα και η οικειοποίηση της πολιτικής ανυπακοής και των συγκρουσιακών πρακτικών αντίστασης από ευρύτερα κοινωνικά κοµµάτια, τα οποία αντιδρούσαν στην προοπτική της ταχύτατης
φτωχοποίησης τους.
Όπως και τότε δεν θεωρήσαμε ότι η επικοινωνιακή και κατασταλτική διαχείριση του εµπρησµού της τράπεζας και του θανάτου των τριών εργαζόμενών της είχε στοιχεία «τυχαιότητας» έτσι και στη δεδομένη συγκυρία έχουμε την πεποίθηση ότι η υπόθεση «Marfin» ανασύρεται για να αξιοποιηθεί στο έπακρο από το Κράτος και τους µηχανισμούς του σε µια ιδιαίτερα κρίσιμη κοινωνική συνθήκη.
Μετά την δολοφονία του Παύλου Φύσσα, το Κράτος αναβάθμισε την θεωρία των δύο άκρων σε
βασική του στρατηγική απέναντι στην κοινωνική και πολιτική του αµφισβήτηση.
Βρισκόµαστε άλλωστε ακριβώς στην περίοδο κατά την οποία οι παραδοσιακοί µηχανισμοί συναίνεσης συντρίβονται κάτω από το βάρος των πολιτικών της λιτότητας, της υποτίμησης της αξίας της εργατικής δύναμης, της διάλυσης της κοινωνικής πρόνοιας, της λεηλασίας του δηµόσιου πλούτου και της επίθεσης στην µικροϊδιοκτησία.
Για να μπορέσει ωστόσο η θεωρία των δύο άκρων να αποτελέσει πυλώνα των νέων μορφών απόσπασης συναίνεσης- που θα βασίζονται κατά κύριο λόγο στο φόβο και στην πειθάρχηση και όχι στην διαμεσολάβηση και τις πελατειακές σχέσεις- χρειάζεται και κάτι ακόμα: πρέπει και το «άκρο» της αντικαπιταλιστικής αµφισβήτησης να εμφανιστεί εξίσου, αν όχι ακόμα πιο πολύ,
αποκρουστικό, απεχθές και αντικοινωνικό από αυτό της νεοφασιστικής ακροδεξιάς τρομοκρατίας της Χρυσής Αυγής. Σύμφωνα µ’ αυτή τη σκοπιμότητα και σε συνθήκες «κατεπείγοντος» στήνεται η σκευωρία σε βάρος του σ. Θ.Σ. για την υπόθεση της Μarfin.
Ταυτόχρονα όµως η ποινική δίωξη του Θοδωρή Σίψα - που θα µπορούσε κανείς να την παρομοιάσει µε θέατρο του παραλόγου όπως θα γίνει καθαρό και στη συνέχεια της εκδήλωσης - έρχεται να ενισχύσει πέρα από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς και τις κατασταλτικές δυνατότητες του κράτους. Μέσα από τη σχεδόν γκροτέσκα δικογραφία στέλνεται ένα ξεκάθαρο μήνυμα στον κόσμο του αγώνα: «ου µπλέξεις!».
Άλλωστε (όπως έδειξε η Κερατέα και αργότερα σε αναβαθμισµένο επίπεδο οι Σκουριές) η συμμετοχή στους κοινωνικούς- ταξικούς αγώνες, η συλλογική αντίσταση, η ριζοσπαστική αµφισβήτηση από μόνα τους μπορούν να σταθούν ικανά για να στηθεί ένα κυνήγι μαγισσών σε βάρος όσων επιμένουν να μην θυσιάζουν την αξιοπρέπειά τους στο ησυχαστήριο της εξατομικευµένης βίωσης της κρίσης.
Ουσιαστικά, λοιπόν, µε τέτοια στηµένα κατηγορητήρια ο καθένας καλείται όχι να υπερασπιστεί τις πολιτικές επιλογές, τις κινηματικές πρακτικές και την συλλογική του δράση, αλλά να αποδείξει ότι δεν είναι ελέφαντας. Πρέπει να πείσει ένα κοινό- που το έμαθαν να διψά για αίμα προκειμένου να ξεχνά τη δική του αιµορραγία- ότι δεν συµµετείχε και δεν έκανε πράξεις οι οποίες είναι διαμετρικά αντίθετες µε το πολιτικό πρόταγμα της κοινωνικής χειραφέτησης.
Φαίνεται το Κράτος να αδιαφορεί ακόµα και για την ελάχιστη προσχηµατική πειστικότητα των σκευωριών που στήνει, φαίνεται να του αρκεί η παντοδυναμία του κυρίαρχου μιντιακού λόγου. Αλλά κι αν η σκευωρία καταρρεύσει στο δικαστήριο- γιατί ακόμα και η ταξική δικαιοσύνη ενός
καθεστώτος εκτάκτου ανάγκης, έχει την αναγκαιότητα από καιρό σε καιρό να περιφρουρεί το κύρος της- η αποτύπωση της εικόνας του «εσωτερικού εχθρού» θα παραμένει τελεσίδικη στα υπνωτισμένα µάτια της κοινής γνώμης.
Η αλληλεγγύη µας λοιπόν, στον σύντροφο Θ.Σ. ξεπερνάει την ως τώρα δεδομένη για µας πολιτική πρακτική της αλληλεγγύης στους διωκόμενους αγωνιστές και ο επιτακτικός χαρακτήρας που της προσδίδουμε αφορά τη συνολικότερη ανασυγκρότηση της αντίστασης όχι µόνο στην αθλιότητα της σκευωρίας αλλά και στην αθλιότητα της ίδιας της ζωής για την οποία µας έχουν προορισμένους.
Στεκόμαστε στο πλάι του Θοδωρή ως το ένα και μοναδικό άκρο: αυτό της κοινωνικής χειραφέτησης, των ταξικών αγώνων και της αλληλεγγύης απέναντι στις στρατηγικές της έντασης και της διαχείρισης της κοινωνίας µέσω φοβικών συνδρόμων, απέναντι στην επανανομιμοποίηση του κράτους- προστάτη ώστε να μπορεί να κάνει της δουλειές του το Κράτος- νταβατζής. Είµαστε µαζί µε όλες όσες βρέθηκαν, βρίσκονται ή θα βρεθούν στη θέση του Θοδωρή το ένα και µοναδικό άκρο που αγωνίζεται για να περάσει επιτέλους η ανθρωπότητα από το στάδιο της προϊστορίας σε αυτό της ιστορίας.
Αυτόνοµο Στέκι, Δεκέµβρης 2013
Δημοσίευση σχολίου