Προκαλούν στην επέτειο των 100 ετών από την έκρηξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου
Του Λεωνίδα Βατικιώτη - "Επίκαιρα"
Πρόκληση απέναντι στην ιστορική μνήμη συνιστά η επιδεικτική αδιαφορία με την οποία αποφάσισε να αντιμετωπίσει η Γερμανία τη συμπλήρωση εκατό χρόνων από την έναρξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και τις εκδηλώσεις μνήμης που οργανώνονται σε πολλές χώρες της Ευρώπης φέτος και τα επόμενα χρόνια με αφορμή την επέτειο.
Με βάση ανακοινώσεις που έγιναν στο πλαίσιο συνέντευξης Τύπου την προηγούμενη Πέμπτη στο Βερολίνο, η κυβέρνηση συνεργασίας Δεξιάς - Σοσιαλδημοκρατών θα βγάλει την υποχρέωση με μια... έκθεση φωτογραφίας, η οποία θα αποτελείται από είκοσι έξι αφίσες και θα παραθέτει την ιστορία της Ευρώπης από το 1914 μέχρι την επέκταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τα ανατολικά...
Το υπονοούμενο είναι σαφές: οι πόλεμοι και οι περιπέτειες που ξεκίνησαν το 1914 έλαβαν τέλος με την ίδρυση και τη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Βερολίνο έτσι πετυχαίνει μ' ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. Από τη μια, αποφεύγει να αναλάβει τις ευθύνες του για το σφαγείο του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και, από την άλλη, ζητά να προσκυνήσουν την ΕΕ ως το αντίθετο του πολέμου, την ώρα που αυξάνεται η δυσφορία απέναντι στις Βρυξέλλες για την πολιτική εξοντωτικής λιτότητας που επιβάλλουν και τη μετατροπή τους σε Δούρειο Ίππο της νέας γερμανικής επέκτασης στην Ευρώπη.
Το πολύ... φιλόδοξο πρόγραμμα εορτασμών στη Γερμανία περιλαμβάνει επίσης το διορισμό ενός αξιωματούχου που θα συντονίζει την παρουσία εκπροσώπων της χώρας σε αντίστοιχες τελετές στο εξωτερικό. Η μοναδική εκδήλωση που έχει ανακοινωθεί στην οποία θα παρευρεθεί ο Πρόεδρος της Γερμανικής Δημοκρατίας, Χοακίμ Γκάουκ, θα πραγματοποιηθεί στο εξωτερικό στις 3 Αυγούστου, συγκεκριμένα στην Αλσατία, όπου θα παρευρεθεί και ο Γάλλος Πρόεδρος, Φρανσουά Ολάντ. Είναι κάτι που προφανώς δεν μπορούσαν να αποφύγουν...
Αναμφισβήτητα πίσω από τα σχέδια κάθε χώρας για τις εκδηλώσεις μνήμης εύκολα ανιχνεύονται πολιτικές επιδιώξεις. Παρίσι και Λονδίνο, για παράδειγμα, δράττονται της ευκαιρίας για να τονίσουν την αυξανόμενη δυσαρέσκεια τους απέναντι στο Βερολίνο και τη γερμανική ΕΕ αντίστοιχα. Σε καμιά περίπτωση όμως η στάση τους δεν συνιστά αμφισβήτηση και εντέλει κατάφωρη διαστρέβλωση των ιστορικών γεγονότων, όπως συμβαίνει με τη στάση της κυβέρνησης Μέρκελ, η οποία υποβαθμίζει την επέτειο, αρνούμενη να αναλάβει την τεράστια ευθύνη που της αναλογεί για τα 8,5 εκατομμύρια νεκρών του Α' Πάγκοσμίου Πολέμου. Πίσω από τη δήλωση του Στέφεν Σάιμπερτ, εκπροσώπου Τύπου της Ανγελα Μέρκελ, ότι δεν υπάρχει κρατική πολιτική για ιστορικά θέματα, κρύβεται η προσπάθεια του Βερολίνου να εξωραΐσει τον αρνητικό του ρόλο στην ευρωπαϊκή Ιστορία και να γίνει «πιο φιλικό προς το χρήστη».
Η στάση του Βερολίνου είναι προκλητική γιατί ενθαρρύνει ένα νέο κύμα πολιτικά υποκινούμενου ιστορικού αναθεωριτισμού, που ως έπαθλο έχει την υποβάθμιση της απειλής που συνιστά και σήμερα η Γερμανία για την Ευρώπη. Η επίσημη γραμμή της Γερμανίας θέλει την ευθύνη για το ξέσπασμα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου να διαχέεται σε όλους τους εμπλεκόμενους ακόμη και αναλογικά: Γερμανία, Αυστρο-Ουγγαρία, Ρωσία, Γαλλία, Αγγλία, μέχρι και στους Σέρβους που με τη δολοφονία του «δούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου στο Σαράγιεβο έδωσαν την αφορμή για τα ποτάμια αίματος που πότισαν επί χρόνια το χώμα της Κεντρικής Ευρώπης,
Δεν είναι η πρώτη φορά που η Γερμανία κηρύσσει σχεδόν την... αθωότητα της για τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Η αρχή έγινε με αφορμή τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, το1919.
0 όρος της «ενοχής του πολέμου», που περιγραφόταν με σαφήνεια στο άρθρο 231, ποτέ δεν έγινε δεκτός στη Γερμανία και με μια ανατριχιαστική συναίνεση εκ μέρους όλων σχεδόν των γερμανικών κομμάτων, σύντομα αποδόθηκε στο ρεβανσισμό των νικητών, ενώ στη συνέχεια θεωρήθηκε σχεδόν και αιτία για το αίσθημα ταπείνωσης των Γερμανών που τροφοδότησε την άνοδο του ναζισμού. Εν ολίγοις, τα θύματα του Α'έφταιγαν για το ξέσπασμα του Β'...
Η προσπάθεια της Γερμανίας να επιβάλει τη συλλογική ευθύνη για τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο έγινε συντρίμμια και θρύψαλα από το διακεκριμένο καθηγητή Ιστορίας Φριτς Φίσερ τον Οκτώβριο του 1961 με αφορμή την κυκλοφορία του πολυσυζητημένου βιβλίου του Αγώνας για παγκόσμια εξουσία [Griff nach der Weltmacht στα γερμανικά). Η θέση του βιβλίου ήταν πως η ευθύνη του πολέμου βάραινε πρώτα και κύρια τη Γερμανία, η οποία μέσω του πολέμου επεδίωκε να επεκτείνει την κυριαρχία της όχι μόνο στην Ευρώπη, αλλά και στην Αφρική και τη Μέση Ανατολή, προσαρτώντας επιπλέον εδάφη.
Το Β' Ράιχ ευθυνόταν για το ξέσπασμα του πολέμου, σύμφωνα με τον Φίσερ, ο οποίος, μάλιστα, ήταν οργανωμένος στο ναζιστικό κόμμα μέχρι το 1942, ενώ μέχρι το 1947 ήταν κρατούμενος σε στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου.
Το γεγονός ότι το βιβλίο του Φίσερ αξιοποίησε στο έπακρο τα αρχεία της Δυτικής και της Ανατολικής Γερμανίας, που για πρώτη φορά ήταν προσβάσιμα στο κοινό και στους ερευνητές (φέρνοντας, για παράδειγμα, στη δημοσιότητα το λεγόμενο «Πρόγραμμα του Σεπτέμβρη» που κατέγραψε με λεπτομέρεια τις ιμπεριαλιστικές διεκδικήσεις της Γερμανίας), καθόλου δεν πτόησε τους πολέμιους του, που τον αποδοκίμαζαν δημόσια διακόπτοντας συχνά ομιλίες του και προέβαιναν σε απειλητικά τηλεφωνήματα, χαρακτηρίζοντας τον εχθρό της Γερμανίας.
Η σφοδρότητα των επιθέσεων που δέχτηκε εύκολα καταλαβαίνουμε ότι ήταν συνάρτηση της σοβαρότητας του αποδεικτικού του υλικού. Αν επρόκειτο για αθεμελίωτες κατηγορίες ιδεολογικού περιεχομένου, εύκολα θα είχαν ανασκευαστεί. Ο Φίσερ όμως δεν έκανε τίποτε άλλο από το να προσφέρει την απαραίτητη τεκμηρίωση σε μια βαθιά εδραιωμένη άποψη. Γι'αυτό και μισήθηκε σφόδρα στη μεταπολεμική Γερμανία.
Ο Φριτς Φίσερ όμως δεν ήταν ο μοναδικός ιστορικός που περιέγραψε και κατέδειξε την πρωταρχική ευθύνη της Γερμανίας για τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Έρικ Χομπσμπάουμ το έπραξε εξίσου πειστικά χωρίς να καταφύγει σε εύκολους χαρακτηρισμούς. Αναφέρει συγκεκριμένα στο σπουδαίο του βιβλίο Η εποχή των αυτοκρατοριών 1875-1914 (εκδόσεις Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2000): «Το πρόβλημα με τα αίτια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου δεν είναι να ανακαλύψουμε "τον επιτιθέμενο". Έγκειται στη φύση μιας διεθνούς κατάστασης που επιδεινωνόταν προοδευτικά και ξέφευγε συνεχώς από τον έλεγχο των κυβερνήσεων. Η Ευρώπη βρέθηκε βαθμιαία μοιρασμένη σε δύο αντίθετους συνασπισμούς μεγάλων δυνάμεων. Τέτοιοι συνασπισμοί, εκτός πολέμου, αποτελούσαν καινούριο στοιχείο και οφείλονταν ουσιαστικά στην εμφάνιση επί της ευρωπαϊκής σκηνής μιας ενοποιημένης γερμανικής αυτοκρατορίας που εγκαθιδρύθηκε με τον πόλεμο και τη διπλωματία εις βάρος άλλων, μεταξύ των ετών 1864 και 1871, και η οποία επιζητούσε να προστατευτεί από το βασικό ηττημένο, τη Γαλλία, με συμμαχίες εν καιρώ ειρήνης, οι οποίες αργά ή γρήγορα οδήγησαν σε αντίπαλη συμμαχία».
Τη βασική, ωστόσο, ώθηση προκειμένου η Γερμανία να εκμεταλλευτεί μια ασήμαντη αφορμή, τη δολοφονία από έναν 17χρονο του αρχιδούκα Φερδινάνδου τον Ιούλιο του 1914 στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, και να προκαλέσει το Μεγάλο Πόλεμο έδωσε η ραγδαία οικονομική άνθηση της.
Μέσα σε λίγες δεκαετίες, όπως φαίνεται στον πίνακα που παραθέτουμε, η Γερμανία μετατράπηκε το 1910 στην κορυφαία βιομηχανική δύναμη. Καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα δεν επιδείκνυε τέτοιο δυναμισμό.
Γράφει ο Βρετανός ιστορικός, συνδέοντας τα δύο γεγονότα: «Μήπως οι μεταστροφές στην οικονομική ισχύ, οι οποίες αυτομάτως τροποποιούσαν την ισορροπία των πολιτικών και στρατιωτικών δυνάμεων, έπρεπε λογικά να προκαλέσουν την αναδιανομή των ρόλων στη διεθνή σκηνή; Η άποψη αυτή ήταν σαφώς δημοφιλής στη Γερμανία, που η πρωτοφανής βιομηχανική της ανάπτυξη της προσέδιδε ασύγκριτα μεγαλύτερη διεθνή βαρύτητα απ' όση είχε παλαιότερα η Πρωσία. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι το παλαιό στρατιωτικό άσμα "Η σκοπιά στον Ρήνο", που απευθυνόταν αποκλειστικά κατά των Γάλλων, γρήγορα άρχισε να αντικαθίσταται στις προτιμήσεις των Γερμανών εθνικιστών, τη δεκαετία του 1890, από το "Deutschland Uder Alles", με τις πλανητικής εμβέλειας φιλοδοξίες του, το οποίο στην πράξη, αν και όχι ακόμη επισήμως, έγινε ο γερμανικός εθνικός ύμνος».
Εξίσου αποκαλυπτικός για τη σχέση μεταξύ της ραγδαίας οικονομικής ανάπτυξης της Γερμανίας και του Α' Παγκοσμίου Πολέμου είναι και ο ιστορικός Έντζο Τραβέρσο στο βιβλίο του Οι ρίζες της ναζιστικής βίας (εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2013): «Η έννοια του "ζωτικού χώρου" δεν είναι ναζιστική επινόηση... Η έκφραση Lebensraum κατασκευάστηκε το 1901, επί Κάιζερ, από το Γερμανό γεωγράφο Φρίντριχ Ράτσελ, και ανήκε στο λεξιλόγιο του γερμανικού εθνικισμού πολύ πριν τη γέννηση του ναζισμού.
Συγχώνευση του κοινωνικού δαρβινισμού με την ιμπεριαλιστική γεωπολιτική απέρρεε από μια θεώρηση του εξωευρωπαϊκού κόσμου ως αποικίσιμου χώρου για τις βιολογικά ανώτερες ομάδες. Για τον Ράτσελ, ο "ζωτικός χώρος" ήταν μια ανάγκη για να αποκατασταθεί η ισορροπία στη Γερμανία ανάμεσα σε μια μη αναστρέψιμη πια βιομηχανική ανάπτυξη και μια απειλούμενη γεωργία. Στις αποικίες οι Γερμανοί θα αποκαθιστούσαν μια αρμονική σχέση με τη φύση και θα διατηρούσαν την έφεση τους να είναι αγροτικός λαός.
Στην αυτοκρατορία του Κάιζερ Γουλιέλμου του Β' η ιδέα του Lebensraum ενέπνευσε το παγγερμανικό ρεύμα και στήριξε τη διάχυτη απαίτηση για μια Weltpolitik (παγκόσμια πολιτική) που θα παραχωρούσε στη Γερμανία μια διεθνή θέση συγκρίσιμη με της Γαλλίας και της Με¬άλης Βρετανίας».
Τη γερμανική οικονομία υποδεικνύει ως υπαίτια του πολέμου και ο ιστορικός Νόρμαν Στόουν στο κατατοπιστικό βιβλίο του Συνοπτική ιστορία του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου (εκδόσεις Ψυχογιός, 2010):
«Η ιδέα για μια γερμανική Ευρώπη έμοιαζε επίσης πολύ λογική και είχε μια αμυδρή συγγένεια
με τη σημερινή κατάσταση. Ένας ευρωπαϊκός οικονομικός χώρος, ο οποίος θα ήταν προστατευμένος από το βρετανικό ή αμερικανικό ανταγωνισμό και ο οποίος θα περιλάμβανε τα μεταλλεύματα της Σουηδίας και της Γαλλίας, τις βιομηχανίες άνθρακα και χάλυβα της Γερμανίας και θα επεκτεινόταν στη Βόρειο Αφρική ή ακόμη και στη Βαγδάτη, μια και το πετρέλαιο είχε ήδη αρχίσει να παίζει σημαντικό ρόλο. Γιατί όχι; Το 1915, ένας από τους πιο φωτισμένους Γερμανούς, ο Φρίντριχ Νάουμαν, έγραψε ένα μπεστ σέλερ με το τίτλο Mitteleuropa, στο οποίο δεν υποστήριζε τόσο τη δημιουργία μιας γερμανικής αυτοκρατορίας, όσο ένα είδος γερμανικής κοινοπολιτείας... Η αυτοπεποίθηση των Γερμανών ενισχυόταν καθώς άνθιζε η βιομηχανία στη χώρα τους και η επιτυχία τούς πήρε τα μυαλά»!
Τέλος, ξεχωριστή σημασία έχει η άποψη του Τζον Μέιναρντ Κέινς, όπως κατατίθεται στο μνημειώδες βιβλίο του Οι οικονομικές συνέπειες της ειρήνης (εκδόσεις Παπαζήσης, 2009). Η βαρύτητα της άποψης του Βρετανού οικονομολόγου απορρέει αρχικά από το γεγονός ότι στο εν λόγω βιβλίο, που γράφτηκε το 1919, αποδοκίμασε τη Συνθήκη των Βερσαλλιών ως τιμωρητική και ανήμπορη να οδηγήσει στην επούλωση των πληγών του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Δεν μπορεί επομένως να χαρακτηριστεί αντι-Γερμανός. Η θέση του έχει όμως σημασία για έναν επιπλέον λόγο: εξαιτίας των ομοιοτήτων που αναδεικνύει με το σήμερα η περιγραφή του!
Αναφέρει, λοιπόν, ο Κέινς: «Γύρω από τη Γερμανία, σαν κεντρικό υποστύλωμα, συναθροίστηκε το υπόλοιπο του ευρωπαϊκού οικονομικού συστήματος και από την ευημερία και την επιχειρηματικότητα της Γερμανίας εξαρτιόταν κυρίως η ευημερία των υπολοίπων της ηπείρου. Ο αυξανόμενος βηματισμός της Γερμανίας έδωσε στους γείτονες της μια διέξοδο για τα προϊόντα τους, σε αντάλλαγμα για την οποία η επιχειρηματικότητα του Γερμανού εμπόρου τούς εφοδίαζε για τις βασικές ανάγκες σε χαμηλή τιμή. Τα στατιστικά στοιχεία για την οικονομική αλληλεξάρτηση της Γερμανίας και των γειτόνων της είναι συντριπτικά»!
Συντριπτική επίσης είναι μία ακόμη πληροφορία που ξεχνιέται απ' όσους εμφανίζουν τη σημερινή ενιαία ευρωπαϊκή αγορά και το κοινό νόμισμα ως εγγυητές της ειρήνης: ότι και τότε η Ευρώπη είχε μια μορφή κοινής αγοράς και ένα σταθερό νομισματικό σύστημα. Παρ' όλα αυτά η Γερμανία δεν τιθασεύτηκε!
Αναφέρει ο Κέινς στο ίδιο έργο, στο δεύτερο κεφάλαιο με τίτλο «Η Ευρώπη πριν τον πόλεμο»: «Η παρεμβολή των συνόρων και των δασμών μειώθηκε στο ελάχιστο και όχι πολύ λιγότερο από τρεις εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπων ζούσαν εντός των τριών αυτοκρατοριών της Ρωσίας, της Γερμανίας και της Αυστρο-Ουγγαρίας. Τα διάφορα νομίσματα, τα οποία διατηρούνταν όλα σε μια σταθερή βάση σε σχέση με τον χρυσό και αναμεταξύ τους, διευκόλυναν την εύκολη ροή του κεφαλαίου και του εμπορίου σε μια έκταση, την πλήρη αξία της οποίας συνειδητοποιούμε μόνο τώρα που στερούμαστε τα οφέλη της».
Με βάση τα παραπάνω μπορούμε πλέον να καταλάβουμε καλύτερα γιατί το Βερολίνο, λες και θέλει να πείσει για την αδιατάρακτη συνέχεια των γερμανικών ελίτ, επιλέγει να σιωπήσει όταν όλη η υπόλοιπη Ευρώπη θα θυμάται με περίσκεψη και συγκίνηση το σφαγείο του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Δεν είναι μόνο οι ευθύνες της Γερμανίας στο ξέσπασμα του. Πολύ περισσότερο, το Βερολίνο επιλέγει να σιωπήσει λόγω των ομοιοτήτων που έχει η σημερινή εποχή με το τότε, χωρίς, φυσικά, να υποστηρίζουμε ότι είμαστε στα πρόθυρα νέου πολέμου στη Γηραιά Ήπειρο.
Γίνεται όμως φανερό πως η ραγδαία οικονομική ανάπτυξη της Γερμανίας σε βάρος άλλων χωρών δεν εξασφάλισε ούτε ευημερία ούτε ειρήνη τότε. Το πλεόνασμα μετατράπηκε σε αιτία δεινών. Ούτε καν, μάλιστα, στο δικό της πληθυσμό εξασφάλισε ευημερία η Γερμανία, που πλήρωσε εξίσου βαρύ φόρο αίματος με αυτόν που πλήρωσαν στρατιώτες και άμαχοι των αμυνόμενων χωρών.
Υπ'αυτό το πρίσμα το Δ' Ράιχ που έχει ξεκάθαρο στόχο να θέσει υπό την κατοχή του χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας όπως η Ελλάδα, αξιοποιώντας την κρίση χρέους, επωμίζεται τεράστια ευθύνη σήμερα που επιλέγει να αποσιωπήσει το θέμα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου δημοσίως, ενώ εύκολα αντιλαμβανόμαστε ότι με τη στάση του, σιωπηρά, εκκολάπτει ένα νέο εθνικισμό που αποτυπώνεται, για παράδειγμα, στην πλημμυρίδα βιβλίων που κατακλύζουν τη γερμανική αγορά με θέμα τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο (109 το 2012 και 175 το 2013), σε ένα ιδεολογικό περιβάλλον που η κυρίαρχη απολογητική ιδεολογία συ¬σκοτίζει τις αιτίες του πολέμου. Η αναβίωση του γερμανικού εθνικισμού αποτυπώνεται επίσης στις δημοσκοπήσεις που βλέπουν το φως της δημοσιότητας. Όπως, για παράδειγμα, αυτή που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Stern στα μέσα Ιανουαρίου, βάσει της οποίας μόνο το 19% των ερωτηθέντων πιστεύει ότι η Γερμανία φέρει τη βασική ευθύνη για τον πόλεμο, ενώ ποσοστό της τάξης του 58% δηλώνει ότι η ευθύνη ανήκει σε όλους τους εμπλεκόμενους.
Ας ελπίσουμε η απενοχοποίηση που μεθοδικά καλλιεργεί το Βερολίνο, για δεύτερη φορά μετά την περίοδο του Μεσοπολέμου, να μην αποδειχτεί κακός οιωνός για τους υπόλοιπους Ευρωπαίους αλλά και τους ίδιους τους Γερμανούς...
Του Λεωνίδα Βατικιώτη - "Επίκαιρα"
Πρόκληση απέναντι στην ιστορική μνήμη συνιστά η επιδεικτική αδιαφορία με την οποία αποφάσισε να αντιμετωπίσει η Γερμανία τη συμπλήρωση εκατό χρόνων από την έναρξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και τις εκδηλώσεις μνήμης που οργανώνονται σε πολλές χώρες της Ευρώπης φέτος και τα επόμενα χρόνια με αφορμή την επέτειο.
Με βάση ανακοινώσεις που έγιναν στο πλαίσιο συνέντευξης Τύπου την προηγούμενη Πέμπτη στο Βερολίνο, η κυβέρνηση συνεργασίας Δεξιάς - Σοσιαλδημοκρατών θα βγάλει την υποχρέωση με μια... έκθεση φωτογραφίας, η οποία θα αποτελείται από είκοσι έξι αφίσες και θα παραθέτει την ιστορία της Ευρώπης από το 1914 μέχρι την επέκταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τα ανατολικά...
Το υπονοούμενο είναι σαφές: οι πόλεμοι και οι περιπέτειες που ξεκίνησαν το 1914 έλαβαν τέλος με την ίδρυση και τη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Βερολίνο έτσι πετυχαίνει μ' ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. Από τη μια, αποφεύγει να αναλάβει τις ευθύνες του για το σφαγείο του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και, από την άλλη, ζητά να προσκυνήσουν την ΕΕ ως το αντίθετο του πολέμου, την ώρα που αυξάνεται η δυσφορία απέναντι στις Βρυξέλλες για την πολιτική εξοντωτικής λιτότητας που επιβάλλουν και τη μετατροπή τους σε Δούρειο Ίππο της νέας γερμανικής επέκτασης στην Ευρώπη.
Το πολύ... φιλόδοξο πρόγραμμα εορτασμών στη Γερμανία περιλαμβάνει επίσης το διορισμό ενός αξιωματούχου που θα συντονίζει την παρουσία εκπροσώπων της χώρας σε αντίστοιχες τελετές στο εξωτερικό. Η μοναδική εκδήλωση που έχει ανακοινωθεί στην οποία θα παρευρεθεί ο Πρόεδρος της Γερμανικής Δημοκρατίας, Χοακίμ Γκάουκ, θα πραγματοποιηθεί στο εξωτερικό στις 3 Αυγούστου, συγκεκριμένα στην Αλσατία, όπου θα παρευρεθεί και ο Γάλλος Πρόεδρος, Φρανσουά Ολάντ. Είναι κάτι που προφανώς δεν μπορούσαν να αποφύγουν...
Αναμφισβήτητα πίσω από τα σχέδια κάθε χώρας για τις εκδηλώσεις μνήμης εύκολα ανιχνεύονται πολιτικές επιδιώξεις. Παρίσι και Λονδίνο, για παράδειγμα, δράττονται της ευκαιρίας για να τονίσουν την αυξανόμενη δυσαρέσκεια τους απέναντι στο Βερολίνο και τη γερμανική ΕΕ αντίστοιχα. Σε καμιά περίπτωση όμως η στάση τους δεν συνιστά αμφισβήτηση και εντέλει κατάφωρη διαστρέβλωση των ιστορικών γεγονότων, όπως συμβαίνει με τη στάση της κυβέρνησης Μέρκελ, η οποία υποβαθμίζει την επέτειο, αρνούμενη να αναλάβει την τεράστια ευθύνη που της αναλογεί για τα 8,5 εκατομμύρια νεκρών του Α' Πάγκοσμίου Πολέμου. Πίσω από τη δήλωση του Στέφεν Σάιμπερτ, εκπροσώπου Τύπου της Ανγελα Μέρκελ, ότι δεν υπάρχει κρατική πολιτική για ιστορικά θέματα, κρύβεται η προσπάθεια του Βερολίνου να εξωραΐσει τον αρνητικό του ρόλο στην ευρωπαϊκή Ιστορία και να γίνει «πιο φιλικό προς το χρήστη».
Φταίνε όλοι για να αθωωθεί η Γερμανία!
Δεν είναι η πρώτη φορά που η Γερμανία κηρύσσει σχεδόν την... αθωότητα της για τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Η αρχή έγινε με αφορμή τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, το1919.
0 όρος της «ενοχής του πολέμου», που περιγραφόταν με σαφήνεια στο άρθρο 231, ποτέ δεν έγινε δεκτός στη Γερμανία και με μια ανατριχιαστική συναίνεση εκ μέρους όλων σχεδόν των γερμανικών κομμάτων, σύντομα αποδόθηκε στο ρεβανσισμό των νικητών, ενώ στη συνέχεια θεωρήθηκε σχεδόν και αιτία για το αίσθημα ταπείνωσης των Γερμανών που τροφοδότησε την άνοδο του ναζισμού. Εν ολίγοις, τα θύματα του Α'έφταιγαν για το ξέσπασμα του Β'...
Η προσπάθεια της Γερμανίας να επιβάλει τη συλλογική ευθύνη για τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο έγινε συντρίμμια και θρύψαλα από το διακεκριμένο καθηγητή Ιστορίας Φριτς Φίσερ τον Οκτώβριο του 1961 με αφορμή την κυκλοφορία του πολυσυζητημένου βιβλίου του Αγώνας για παγκόσμια εξουσία [Griff nach der Weltmacht στα γερμανικά). Η θέση του βιβλίου ήταν πως η ευθύνη του πολέμου βάραινε πρώτα και κύρια τη Γερμανία, η οποία μέσω του πολέμου επεδίωκε να επεκτείνει την κυριαρχία της όχι μόνο στην Ευρώπη, αλλά και στην Αφρική και τη Μέση Ανατολή, προσαρτώντας επιπλέον εδάφη.
Το Β' Ράιχ ευθυνόταν για το ξέσπασμα του πολέμου, σύμφωνα με τον Φίσερ, ο οποίος, μάλιστα, ήταν οργανωμένος στο ναζιστικό κόμμα μέχρι το 1942, ενώ μέχρι το 1947 ήταν κρατούμενος σε στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου.
Το γεγονός ότι το βιβλίο του Φίσερ αξιοποίησε στο έπακρο τα αρχεία της Δυτικής και της Ανατολικής Γερμανίας, που για πρώτη φορά ήταν προσβάσιμα στο κοινό και στους ερευνητές (φέρνοντας, για παράδειγμα, στη δημοσιότητα το λεγόμενο «Πρόγραμμα του Σεπτέμβρη» που κατέγραψε με λεπτομέρεια τις ιμπεριαλιστικές διεκδικήσεις της Γερμανίας), καθόλου δεν πτόησε τους πολέμιους του, που τον αποδοκίμαζαν δημόσια διακόπτοντας συχνά ομιλίες του και προέβαιναν σε απειλητικά τηλεφωνήματα, χαρακτηρίζοντας τον εχθρό της Γερμανίας.
Η σφοδρότητα των επιθέσεων που δέχτηκε εύκολα καταλαβαίνουμε ότι ήταν συνάρτηση της σοβαρότητας του αποδεικτικού του υλικού. Αν επρόκειτο για αθεμελίωτες κατηγορίες ιδεολογικού περιεχομένου, εύκολα θα είχαν ανασκευαστεί. Ο Φίσερ όμως δεν έκανε τίποτε άλλο από το να προσφέρει την απαραίτητη τεκμηρίωση σε μια βαθιά εδραιωμένη άποψη. Γι'αυτό και μισήθηκε σφόδρα στη μεταπολεμική Γερμανία.
Ο Φριτς Φίσερ όμως δεν ήταν ο μοναδικός ιστορικός που περιέγραψε και κατέδειξε την πρωταρχική ευθύνη της Γερμανίας για τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Έρικ Χομπσμπάουμ το έπραξε εξίσου πειστικά χωρίς να καταφύγει σε εύκολους χαρακτηρισμούς. Αναφέρει συγκεκριμένα στο σπουδαίο του βιβλίο Η εποχή των αυτοκρατοριών 1875-1914 (εκδόσεις Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2000): «Το πρόβλημα με τα αίτια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου δεν είναι να ανακαλύψουμε "τον επιτιθέμενο". Έγκειται στη φύση μιας διεθνούς κατάστασης που επιδεινωνόταν προοδευτικά και ξέφευγε συνεχώς από τον έλεγχο των κυβερνήσεων. Η Ευρώπη βρέθηκε βαθμιαία μοιρασμένη σε δύο αντίθετους συνασπισμούς μεγάλων δυνάμεων. Τέτοιοι συνασπισμοί, εκτός πολέμου, αποτελούσαν καινούριο στοιχείο και οφείλονταν ουσιαστικά στην εμφάνιση επί της ευρωπαϊκής σκηνής μιας ενοποιημένης γερμανικής αυτοκρατορίας που εγκαθιδρύθηκε με τον πόλεμο και τη διπλωματία εις βάρος άλλων, μεταξύ των ετών 1864 και 1871, και η οποία επιζητούσε να προστατευτεί από το βασικό ηττημένο, τη Γαλλία, με συμμαχίες εν καιρώ ειρήνης, οι οποίες αργά ή γρήγορα οδήγησαν σε αντίπαλη συμμαχία».
Και τότε λοκομοτίβα της Ευρώπης η Γερμανία
Τη βασική, ωστόσο, ώθηση προκειμένου η Γερμανία να εκμεταλλευτεί μια ασήμαντη αφορμή, τη δολοφονία από έναν 17χρονο του αρχιδούκα Φερδινάνδου τον Ιούλιο του 1914 στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, και να προκαλέσει το Μεγάλο Πόλεμο έδωσε η ραγδαία οικονομική άνθηση της.
Μέσα σε λίγες δεκαετίες, όπως φαίνεται στον πίνακα που παραθέτουμε, η Γερμανία μετατράπηκε το 1910 στην κορυφαία βιομηχανική δύναμη. Καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα δεν επιδείκνυε τέτοιο δυναμισμό.
Γράφει ο Βρετανός ιστορικός, συνδέοντας τα δύο γεγονότα: «Μήπως οι μεταστροφές στην οικονομική ισχύ, οι οποίες αυτομάτως τροποποιούσαν την ισορροπία των πολιτικών και στρατιωτικών δυνάμεων, έπρεπε λογικά να προκαλέσουν την αναδιανομή των ρόλων στη διεθνή σκηνή; Η άποψη αυτή ήταν σαφώς δημοφιλής στη Γερμανία, που η πρωτοφανής βιομηχανική της ανάπτυξη της προσέδιδε ασύγκριτα μεγαλύτερη διεθνή βαρύτητα απ' όση είχε παλαιότερα η Πρωσία. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι το παλαιό στρατιωτικό άσμα "Η σκοπιά στον Ρήνο", που απευθυνόταν αποκλειστικά κατά των Γάλλων, γρήγορα άρχισε να αντικαθίσταται στις προτιμήσεις των Γερμανών εθνικιστών, τη δεκαετία του 1890, από το "Deutschland Uder Alles", με τις πλανητικής εμβέλειας φιλοδοξίες του, το οποίο στην πράξη, αν και όχι ακόμη επισήμως, έγινε ο γερμανικός εθνικός ύμνος».
Σε αναζήτηση ζωτικού χώρου
Εξίσου αποκαλυπτικός για τη σχέση μεταξύ της ραγδαίας οικονομικής ανάπτυξης της Γερμανίας και του Α' Παγκοσμίου Πολέμου είναι και ο ιστορικός Έντζο Τραβέρσο στο βιβλίο του Οι ρίζες της ναζιστικής βίας (εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2013): «Η έννοια του "ζωτικού χώρου" δεν είναι ναζιστική επινόηση... Η έκφραση Lebensraum κατασκευάστηκε το 1901, επί Κάιζερ, από το Γερμανό γεωγράφο Φρίντριχ Ράτσελ, και ανήκε στο λεξιλόγιο του γερμανικού εθνικισμού πολύ πριν τη γέννηση του ναζισμού.
Συγχώνευση του κοινωνικού δαρβινισμού με την ιμπεριαλιστική γεωπολιτική απέρρεε από μια θεώρηση του εξωευρωπαϊκού κόσμου ως αποικίσιμου χώρου για τις βιολογικά ανώτερες ομάδες. Για τον Ράτσελ, ο "ζωτικός χώρος" ήταν μια ανάγκη για να αποκατασταθεί η ισορροπία στη Γερμανία ανάμεσα σε μια μη αναστρέψιμη πια βιομηχανική ανάπτυξη και μια απειλούμενη γεωργία. Στις αποικίες οι Γερμανοί θα αποκαθιστούσαν μια αρμονική σχέση με τη φύση και θα διατηρούσαν την έφεση τους να είναι αγροτικός λαός.
Στην αυτοκρατορία του Κάιζερ Γουλιέλμου του Β' η ιδέα του Lebensraum ενέπνευσε το παγγερμανικό ρεύμα και στήριξε τη διάχυτη απαίτηση για μια Weltpolitik (παγκόσμια πολιτική) που θα παραχωρούσε στη Γερμανία μια διεθνή θέση συγκρίσιμη με της Γαλλίας και της Με¬άλης Βρετανίας».
Τη γερμανική οικονομία υποδεικνύει ως υπαίτια του πολέμου και ο ιστορικός Νόρμαν Στόουν στο κατατοπιστικό βιβλίο του Συνοπτική ιστορία του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου (εκδόσεις Ψυχογιός, 2010):
«Η ιδέα για μια γερμανική Ευρώπη έμοιαζε επίσης πολύ λογική και είχε μια αμυδρή συγγένεια
με τη σημερινή κατάσταση. Ένας ευρωπαϊκός οικονομικός χώρος, ο οποίος θα ήταν προστατευμένος από το βρετανικό ή αμερικανικό ανταγωνισμό και ο οποίος θα περιλάμβανε τα μεταλλεύματα της Σουηδίας και της Γαλλίας, τις βιομηχανίες άνθρακα και χάλυβα της Γερμανίας και θα επεκτεινόταν στη Βόρειο Αφρική ή ακόμη και στη Βαγδάτη, μια και το πετρέλαιο είχε ήδη αρχίσει να παίζει σημαντικό ρόλο. Γιατί όχι; Το 1915, ένας από τους πιο φωτισμένους Γερμανούς, ο Φρίντριχ Νάουμαν, έγραψε ένα μπεστ σέλερ με το τίτλο Mitteleuropa, στο οποίο δεν υποστήριζε τόσο τη δημιουργία μιας γερμανικής αυτοκρατορίας, όσο ένα είδος γερμανικής κοινοπολιτείας... Η αυτοπεποίθηση των Γερμανών ενισχυόταν καθώς άνθιζε η βιομηχανία στη χώρα τους και η επιτυχία τούς πήρε τα μυαλά»!
Τέλος, ξεχωριστή σημασία έχει η άποψη του Τζον Μέιναρντ Κέινς, όπως κατατίθεται στο μνημειώδες βιβλίο του Οι οικονομικές συνέπειες της ειρήνης (εκδόσεις Παπαζήσης, 2009). Η βαρύτητα της άποψης του Βρετανού οικονομολόγου απορρέει αρχικά από το γεγονός ότι στο εν λόγω βιβλίο, που γράφτηκε το 1919, αποδοκίμασε τη Συνθήκη των Βερσαλλιών ως τιμωρητική και ανήμπορη να οδηγήσει στην επούλωση των πληγών του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Δεν μπορεί επομένως να χαρακτηριστεί αντι-Γερμανός. Η θέση του έχει όμως σημασία για έναν επιπλέον λόγο: εξαιτίας των ομοιοτήτων που αναδεικνύει με το σήμερα η περιγραφή του!
Αναφέρει, λοιπόν, ο Κέινς: «Γύρω από τη Γερμανία, σαν κεντρικό υποστύλωμα, συναθροίστηκε το υπόλοιπο του ευρωπαϊκού οικονομικού συστήματος και από την ευημερία και την επιχειρηματικότητα της Γερμανίας εξαρτιόταν κυρίως η ευημερία των υπολοίπων της ηπείρου. Ο αυξανόμενος βηματισμός της Γερμανίας έδωσε στους γείτονες της μια διέξοδο για τα προϊόντα τους, σε αντάλλαγμα για την οποία η επιχειρηματικότητα του Γερμανού εμπόρου τούς εφοδίαζε για τις βασικές ανάγκες σε χαμηλή τιμή. Τα στατιστικά στοιχεία για την οικονομική αλληλεξάρτηση της Γερμανίας και των γειτόνων της είναι συντριπτικά»!
Συντριπτική επίσης είναι μία ακόμη πληροφορία που ξεχνιέται απ' όσους εμφανίζουν τη σημερινή ενιαία ευρωπαϊκή αγορά και το κοινό νόμισμα ως εγγυητές της ειρήνης: ότι και τότε η Ευρώπη είχε μια μορφή κοινής αγοράς και ένα σταθερό νομισματικό σύστημα. Παρ' όλα αυτά η Γερμανία δεν τιθασεύτηκε!
Αναφέρει ο Κέινς στο ίδιο έργο, στο δεύτερο κεφάλαιο με τίτλο «Η Ευρώπη πριν τον πόλεμο»: «Η παρεμβολή των συνόρων και των δασμών μειώθηκε στο ελάχιστο και όχι πολύ λιγότερο από τρεις εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπων ζούσαν εντός των τριών αυτοκρατοριών της Ρωσίας, της Γερμανίας και της Αυστρο-Ουγγαρίας. Τα διάφορα νομίσματα, τα οποία διατηρούνταν όλα σε μια σταθερή βάση σε σχέση με τον χρυσό και αναμεταξύ τους, διευκόλυναν την εύκολη ροή του κεφαλαίου και του εμπορίου σε μια έκταση, την πλήρη αξία της οποίας συνειδητοποιούμε μόνο τώρα που στερούμαστε τα οφέλη της».
Συνέχεια των γερμανικών ελίτ
Με βάση τα παραπάνω μπορούμε πλέον να καταλάβουμε καλύτερα γιατί το Βερολίνο, λες και θέλει να πείσει για την αδιατάρακτη συνέχεια των γερμανικών ελίτ, επιλέγει να σιωπήσει όταν όλη η υπόλοιπη Ευρώπη θα θυμάται με περίσκεψη και συγκίνηση το σφαγείο του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Δεν είναι μόνο οι ευθύνες της Γερμανίας στο ξέσπασμα του. Πολύ περισσότερο, το Βερολίνο επιλέγει να σιωπήσει λόγω των ομοιοτήτων που έχει η σημερινή εποχή με το τότε, χωρίς, φυσικά, να υποστηρίζουμε ότι είμαστε στα πρόθυρα νέου πολέμου στη Γηραιά Ήπειρο.
Γίνεται όμως φανερό πως η ραγδαία οικονομική ανάπτυξη της Γερμανίας σε βάρος άλλων χωρών δεν εξασφάλισε ούτε ευημερία ούτε ειρήνη τότε. Το πλεόνασμα μετατράπηκε σε αιτία δεινών. Ούτε καν, μάλιστα, στο δικό της πληθυσμό εξασφάλισε ευημερία η Γερμανία, που πλήρωσε εξίσου βαρύ φόρο αίματος με αυτόν που πλήρωσαν στρατιώτες και άμαχοι των αμυνόμενων χωρών.
Υπ'αυτό το πρίσμα το Δ' Ράιχ που έχει ξεκάθαρο στόχο να θέσει υπό την κατοχή του χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας όπως η Ελλάδα, αξιοποιώντας την κρίση χρέους, επωμίζεται τεράστια ευθύνη σήμερα που επιλέγει να αποσιωπήσει το θέμα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου δημοσίως, ενώ εύκολα αντιλαμβανόμαστε ότι με τη στάση του, σιωπηρά, εκκολάπτει ένα νέο εθνικισμό που αποτυπώνεται, για παράδειγμα, στην πλημμυρίδα βιβλίων που κατακλύζουν τη γερμανική αγορά με θέμα τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο (109 το 2012 και 175 το 2013), σε ένα ιδεολογικό περιβάλλον που η κυρίαρχη απολογητική ιδεολογία συ¬σκοτίζει τις αιτίες του πολέμου. Η αναβίωση του γερμανικού εθνικισμού αποτυπώνεται επίσης στις δημοσκοπήσεις που βλέπουν το φως της δημοσιότητας. Όπως, για παράδειγμα, αυτή που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Stern στα μέσα Ιανουαρίου, βάσει της οποίας μόνο το 19% των ερωτηθέντων πιστεύει ότι η Γερμανία φέρει τη βασική ευθύνη για τον πόλεμο, ενώ ποσοστό της τάξης του 58% δηλώνει ότι η ευθύνη ανήκει σε όλους τους εμπλεκόμενους.
Ας ελπίσουμε η απενοχοποίηση που μεθοδικά καλλιεργεί το Βερολίνο, για δεύτερη φορά μετά την περίοδο του Μεσοπολέμου, να μην αποδειχτεί κακός οιωνός για τους υπόλοιπους Ευρωπαίους αλλά και τους ίδιους τους Γερμανούς...
Δημοσίευση σχολίου