Στις 27 Φεβρουαρίου 1933, λαμβάνει χώρα στο Βερολίνο, το καθοριστικότερο συμβάν για την εγκαθίδρυση και την εξάπλωση του ναζισμού.
Το Ράιχσταγκ παίρνει φωτιά, οι αρχές που έτρεξαν στον τόπο της πυρκαγιάς συνέλαβαν χωρίς ιδιαίτερο κόπο, σε μία αίθουσα του πυρπολημένου Κοινοβουλίου, έναν Ολλανδό, ονόματι Μαρίνους Βαν ντερ Λούμπε, ο οποίος βρέθηκε στον τόπο του εγκλήματος φορώντας μόνο ένα παντελόνι, αλλά... όλως περιέργως στις τσέπες του παντελονιού υπήρχαν... όλα τα «ενοχοποιητικά» στοιχεία: Ενα ολλανδικό διαβατήριο και μια κάρτα μέλους του Ολλανδικού Κομμουνιστικού Κόμματος.
Ετσι αμέσως μετά τον εμπρησμό ο Γερμανός πρωθυπουργός Γκέρινγκ, που ήταν ο πραγματικός εγκέφαλος της συνωμοσίας του εμπρησμού του Ράιχσταγκ, όπως ο ίδιος παραδέχτηκε μεταπολεμικά στη δίκη της Νυρεμβέργης, δήλωσε χαρακτηριστικά: «Το γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα θέλησε να δώσει μ' αυτό το μέσο (σ.σ. τον εμπρησμό δηλαδή) το σύνθημα για εξέγερση για να πνίξει τη Γερμανία στη φωτιά και στο αίμα».
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και το κρατικό Γραφείο Τύπου της Πρωσίας, το οποίο σε ανακοίνωσή του την επομένη 28/2/1933 ανέφερε μεταξύ άλλων: «Ο εμπρησμός του Ράιχσταγκ είναι η πιο τερατώδικη τρομοκρατική πράξη του μπολσεβικισμού στη Γερμανία...
Η φωτιά του Ράιχσταγκ θα έδινε το σύνθημα για την αιματηρή εξέγερση και τον εμφύλιο πόλεμο».
Στον τόπο της πυρκαγιάς έσπευσαν αμέσως ο Χίτλερ, ο Γκέμπελς και ο Γκέρινγκ, καθώς και ο ανταποκριτής των Times, Σέφτον Ντέμλερ, που κατέγραψε την αντίδραση του Γερμανού δικτάτορα: "Στον επόμενο διάδρομο, ο Χίτλερ φρόντισε να μείνει λίγο πίσω και να με συναντήσει.
Έφτασε μέχρι την προφητεία: «Να δώσει ο Θεός αυτό να είναι έργο των Κομμουνιστών. Αυτή τη στιγμή γίνεσαι μάρτυρας της αρχής μιας σπουδαίας νέας εποχής στη Γερμανική Ιστορία, χερ Delmer. Αυτή η πυρκαγιά είναι η αρχή'»είπε ο Χίτλερ, και σκόνταψε σε ένα σωλήνα".
Το ίδιο βράδυ, συνελήφθησαν 1.500 κομουνιστές και το γερμανικό Κομουνιστικό Κόμμα, με ποσοστά που άγγιζαν 17% στις τελευταίες δημοσκοπήσεις, τέθηκε εκτός νόμου.
Την επόμενη κιόλας μέρα, ο Χίτλερ ζητάει και λαμβάνει από τον πρόεδρο Χίντενμπουργκ το "Διάταγμα πυρκαγιάς Ράιχσταγκ", που καταπατά τις περισσότερες πολιτικές ελευθερίες στη Γερμανία και απαγορεύει την αντιναζιστική προπαγάνδα.
Ως αποτέλεσμα αυτών των γεγονότων, το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας (KPD) έγινε το πρώτο κόμμα που τέθηκε εκτός νόμου, στις 1 Μαρτίου 1933, με τη δικαιολογία ότι προετοίμαζε πραξικόπημα.
Αυτό επέτρεψε στο Ναζιστικό Κόμμα να περάσει τον Εξουσιοδοτικό νόμο, που επέτρεπε στον Καγκελάριο Χίτλερ και το υπουργικό του συμβούλιο να νομοθετούν χωρίς έγκριση του Ράιχσταγκ. Αυτοί οι δυο νόμοι σηματοδοτούν την εφαρμογή του Gleichschaltung ("συγχρονισμός"), την απαρχή δηλαδή του ολοκληρωτικού καθεστώτος των Ναζί.
Με το ΚΚΓ εκτός κοινοβουλίου, το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα καταλαμβάνει την πλειοψηφία των εδρών του Ράιχσταγκ (52%), γεγονός που ανοίγει το δρόμο για την επίσημη εγκαθίδρυση του απολυταρχικού καθεστώτος του Χίτλερ.
Το Δεκέμβριο του 1933, ο Μαρίνους Βαν Ντερ Λούμπε δικάζεται κατηγορούμενος για εμπρησμό και συμμετοχή σε κομουνιστική συνωμοσία κατά του Κράτους.
Για να ενισχυθεί η ιδέα πως η πυρκαγιά οφείλεται στην "κομουνιστική απειλή", δικάζονται μαζί του άλλοι τέσσερις κομουνιστές, μεταξύ των οποίων και ο μετέπειτα γραμματέας της Κομουνιστικής Διεθνούς, Γκιόργκι Ντιμιτρόφ. Οι 4 αθωώνονται, αλλά ο Βαν Ντερ Λούμπε καταδικάζεται σε θάνατο
και έρχεται αντιμέτωπος με τη γκιλοτίνα στις 10 Ιανουαρίου 1934.
Το Ράιχσταγκ παίρνει φωτιά, οι αρχές που έτρεξαν στον τόπο της πυρκαγιάς συνέλαβαν χωρίς ιδιαίτερο κόπο, σε μία αίθουσα του πυρπολημένου Κοινοβουλίου, έναν Ολλανδό, ονόματι Μαρίνους Βαν ντερ Λούμπε, ο οποίος βρέθηκε στον τόπο του εγκλήματος φορώντας μόνο ένα παντελόνι, αλλά... όλως περιέργως στις τσέπες του παντελονιού υπήρχαν... όλα τα «ενοχοποιητικά» στοιχεία: Ενα ολλανδικό διαβατήριο και μια κάρτα μέλους του Ολλανδικού Κομμουνιστικού Κόμματος.
Ετσι αμέσως μετά τον εμπρησμό ο Γερμανός πρωθυπουργός Γκέρινγκ, που ήταν ο πραγματικός εγκέφαλος της συνωμοσίας του εμπρησμού του Ράιχσταγκ, όπως ο ίδιος παραδέχτηκε μεταπολεμικά στη δίκη της Νυρεμβέργης, δήλωσε χαρακτηριστικά: «Το γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα θέλησε να δώσει μ' αυτό το μέσο (σ.σ. τον εμπρησμό δηλαδή) το σύνθημα για εξέγερση για να πνίξει τη Γερμανία στη φωτιά και στο αίμα».
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και το κρατικό Γραφείο Τύπου της Πρωσίας, το οποίο σε ανακοίνωσή του την επομένη 28/2/1933 ανέφερε μεταξύ άλλων: «Ο εμπρησμός του Ράιχσταγκ είναι η πιο τερατώδικη τρομοκρατική πράξη του μπολσεβικισμού στη Γερμανία...
Η φωτιά του Ράιχσταγκ θα έδινε το σύνθημα για την αιματηρή εξέγερση και τον εμφύλιο πόλεμο».
Στον τόπο της πυρκαγιάς έσπευσαν αμέσως ο Χίτλερ, ο Γκέμπελς και ο Γκέρινγκ, καθώς και ο ανταποκριτής των Times, Σέφτον Ντέμλερ, που κατέγραψε την αντίδραση του Γερμανού δικτάτορα: "Στον επόμενο διάδρομο, ο Χίτλερ φρόντισε να μείνει λίγο πίσω και να με συναντήσει.
Έφτασε μέχρι την προφητεία: «Να δώσει ο Θεός αυτό να είναι έργο των Κομμουνιστών. Αυτή τη στιγμή γίνεσαι μάρτυρας της αρχής μιας σπουδαίας νέας εποχής στη Γερμανική Ιστορία, χερ Delmer. Αυτή η πυρκαγιά είναι η αρχή'»είπε ο Χίτλερ, και σκόνταψε σε ένα σωλήνα".
Το ίδιο βράδυ, συνελήφθησαν 1.500 κομουνιστές και το γερμανικό Κομουνιστικό Κόμμα, με ποσοστά που άγγιζαν 17% στις τελευταίες δημοσκοπήσεις, τέθηκε εκτός νόμου.
Την επόμενη κιόλας μέρα, ο Χίτλερ ζητάει και λαμβάνει από τον πρόεδρο Χίντενμπουργκ το "Διάταγμα πυρκαγιάς Ράιχσταγκ", που καταπατά τις περισσότερες πολιτικές ελευθερίες στη Γερμανία και απαγορεύει την αντιναζιστική προπαγάνδα.
Ως αποτέλεσμα αυτών των γεγονότων, το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας (KPD) έγινε το πρώτο κόμμα που τέθηκε εκτός νόμου, στις 1 Μαρτίου 1933, με τη δικαιολογία ότι προετοίμαζε πραξικόπημα.
Αυτό επέτρεψε στο Ναζιστικό Κόμμα να περάσει τον Εξουσιοδοτικό νόμο, που επέτρεπε στον Καγκελάριο Χίτλερ και το υπουργικό του συμβούλιο να νομοθετούν χωρίς έγκριση του Ράιχσταγκ. Αυτοί οι δυο νόμοι σηματοδοτούν την εφαρμογή του Gleichschaltung ("συγχρονισμός"), την απαρχή δηλαδή του ολοκληρωτικού καθεστώτος των Ναζί.
Με το ΚΚΓ εκτός κοινοβουλίου, το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα καταλαμβάνει την πλειοψηφία των εδρών του Ράιχσταγκ (52%), γεγονός που ανοίγει το δρόμο για την επίσημη εγκαθίδρυση του απολυταρχικού καθεστώτος του Χίτλερ.
Το Δεκέμβριο του 1933, ο Μαρίνους Βαν Ντερ Λούμπε δικάζεται κατηγορούμενος για εμπρησμό και συμμετοχή σε κομουνιστική συνωμοσία κατά του Κράτους.
Για να ενισχυθεί η ιδέα πως η πυρκαγιά οφείλεται στην "κομουνιστική απειλή", δικάζονται μαζί του άλλοι τέσσερις κομουνιστές, μεταξύ των οποίων και ο μετέπειτα γραμματέας της Κομουνιστικής Διεθνούς, Γκιόργκι Ντιμιτρόφ. Οι 4 αθωώνονται, αλλά ο Βαν Ντερ Λούμπε καταδικάζεται σε θάνατο
και έρχεται αντιμέτωπος με τη γκιλοτίνα στις 10 Ιανουαρίου 1934.
Δημοσίευση σχολίου