του Όθωνα Κουμαρέλλα
Πολλοί προσδίδουν στο χρέος και στην αποπληρωμή του είτε μια ιδεολογική, είτε μια ηθικής τάξης διάσταση.
Πράγματι, στο άκουσμα και μόνο της φράσης περί μονομερούς διαγραφής του χρέους, πολλοί -άλλοι καλοπροαίρετα και άλλοι σκόπιμα και υποκριτικά- εξανίστανται. Είναι χαρακτηριστική η φράση: «Μα θα γίνουμε μπαταχτσήδες;».
Όντως όταν πρόκειται για μια απλή συναλλαγή μεταξύ δύο ιδιωτών, ας πούμε π.χ., ότι κάποιος που αντιμετωπίζει μια ανάγκη, προσφεύγει, στους φίλους του, ή σε κάποιον συγγενή του, ζητά τη βοήθειά τους και καλοπροαίρετα κάποιος διατίθεται και του δίνει τα δανεικά που ζητά. Αν ο προσφεύγων στη βοήθεια και στην αλληλεγγύη και τελικά αφού εξυπηρετήσει την ανάγκη του, αρνείται να επιστρέψει τα χρήματα που έλαβε, τότε πράγματι αυτός είναι «μπαταχτσής» και η συμπεριφορά του μπορεί να χαρακτηριστεί ανήθικη και κατάπτυστη, αφού εκμεταλλεύτηκε την καλοσύνη και ενδεχομένως την αφέλεια του ανθρώπου που τον βοήθησε, ο οποίος -και πολλές φορές- δεν έχει τρόπο να διεκδικήσει την επιστροφή των χρημάτων του.
Ωστόσο όταν δημιουργείται μια σχέση δανειστή - οφειλέτη μεταξύ π.χ. μιας τράπεζας και ενός ιδιώτη, ή μιας επιχείρησης, πολύ περισσότερο αν αυτή η σχέση αφορά σε ένα ολόκληρο κράτος στο ρόλο του οφειλέτη και η εξέλιξη αυτής της σχέσης επηρεάζει την πορεία μιας ολόκληρης χώρας και εκατομμυρίων πολιτών, η σχέση αυτή προσλαμβάνει εντελώς διαφορετικές διαστάσεις, τόσο στα ποσοτικά, όσο και στα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά, όπου κυριαρχούν τα ζωτικά συμφέροντα των αντισυμβαλλομένων και οι συσχετισμοί δύναμης που αναπτύσσονται. Ο δανειστής, συνήθως μια τράπεζα, ή ένας όμιλος τραπεζών, δεν δανείζει εδώ για λόγους βοήθειας στον οφειλέτη, ή αλληλεγγύης προς αυτόν σε μια δύσκολη για τον ίδιο περίσταση, είτε για την καλόπιστη βοήθεια προς ικανοποίηση μιας ανάγκης του. Οι τράπεζες και οι άλλοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί λειτουργούν με αποκλειστικό γνώμονα το κέρδος και προσδοκούν -δανείζοντας ένα ποσό- να εισπράξουν αργότερα ένα μεγαλύτερο με βάση το επιτόκιο που επιβάλουν. Ουσιαστικά για τους θεσμικούς δανειστές, τις τράπεζες, ο δανεισμός αποτελεί επένδυση με ό,τι ρίσκο εμπεριέχεται σε μια τέτοια επενδυτική δραστηριότητα, το οποίο και οφείλουν να αναλαμβάνουν. Η ηθική διάσταση παραμερίζεται και το ζήτημα του δανεισμού αποκτά νομικοπολιτική υφή και χαρακτήρα.
Από την άλλη πλευρά, πολλές φορές το χρέος χρησιμοποιείται ως μοχλός για την επίτευξη εντελώς διαφορετικών επιδιώξεων, όπως δημιουργίας σφαιρών επιρροής, ή γεωπολιτικών ανακατατάξεων, όταν πρόκειται για δάνεια σε κράτη κτλ. Έτσι, η ηθική διάσταση περί υποχρέωσης εξόφλησης του χρέους, σε κάθε τέτοια περίπτωση, πάει σε δεύτερη και τρίτη μοίρα και μόνο προσχηματικά -και απολύτως υποκριτικά- μπορεί κάποιος να την επικαλείται, αφού κατά κανόνα ο δανειστής είναι αυτός που βρίσκεται στην πλεονεκτική θέση έναντι του οφειλέτη, με τον οποίο αναπτύσσει σχέσεις εξάρτησης του τελευταίου και επί της ουσίας εξουσιαστικής επικυριαρχίας, με υπεξούσιο τον οφειλέτη.
Για το λόγο αυτό ένα μεγάλο μέρος του εμπορικού δικαίου, τόσο στο εσωτερικό μιας χώρας, όσο και σε διεθνές επίπεδο, δηλαδή ο σκληρός πυρήνας του Διεθνούς Δικαίου, ασχολείται ακριβώς με το ιδιωτικό και δημόσιο χρέος και καθορίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις που μπορούν να συναφθούν ανάλογες δανειακές συμβάσεις.
Όροι και προϋποθέσεις που οφείλουν να ρυθμίζουν και να προστατεύουν τα ζωτικά συμφέροντα καθενός από τα συμβαλλόμενα μέρη. Διαφορετικά οι συμβάσεις αυτές μπορούν να προσβληθούν στα αρμόδια διεθνή, ή εθνικά δικαστήρια, ή ακόμη να καταγγελθούν μονομερώς, και είτε να αλλάξουν οι όροι της σύμβασης, είτε αυτή να καταπέσει ως μηδέποτε γενόμενη και να διαγραφεί το χρέος.
Το όλο νομικό πλέγμα, διεθνές και εσωτερικό, αφορά σε αυτό που οι νομικοί αποκαλούν «χρηστά συναλλακτικά ήθη». Τα χρηστά λοιπόν συναλλακτικά ήθη προβλέπουν, πέραν της εξασφάλισης της ομαλής αποπληρωμής του χρέους και την ικανοποίηση των εύλογων απαιτήσεων του δανειστή, την προστασία του οποιοδήποτε οφειλέτη από καταχρηστικές πρακτικές του οποιουδήποτε δανειστή που ήθελε να εκμεταλλευτεί τη δεσπόζουσα θέση που βρίσκεται σε σχέση με τον οφειλέτη.
Εδώ πρέπει να τονίσουμε -αφού πολλοί μιλάνε για το περίφημο αγγλικό δίκαιο-, ότι ακριβώς στο εμπορικό δίκαιο της Μ. Βρετανίας υπάρχει ο ορισμός του «ληστρικού» χρέους, το οποίο και με βάση τις ισχύουσες διατάξεις διαγράφεται. Ληστρικό χρέος λοιπόν είναι αυτό που η αποπληρωμή του προϋποθέτει τη στέρηση της ικανοποίησης ζωτικών αναγκών του οφειλέτη, σπρώχνοντάς τον στη χρεοκοπία.
Σε κάθε περίπτωση, πριν τη σύναψη οποιασδήποτε δανειακής σύμβασης ο δανειστής οφείλει να ελέγχει λεπτομερώς την δανειοληπτική ικανότητα του μελλοντικού οφειλέτη και να μην προχωρεί στην δανειοδότηση εφ’ όσον δεν εξασφαλίζεται απολύτως η ομαλή αποπληρωμή του δανείου χωρίς τον ταυτόχρονο στραγγαλισμό του οφειλέτη. Εάν προχωρήσει στη δανειοδότηση, τότε αναλαμβάνει το ρίσκο της επένδυσής του, όντας συνυπεύθυνος, τουλάχιστον στον ίδιο βαθμό με τον οφειλέτη, για την οποιαδήποτε μη ομαλή εξέλιξη στην αποπληρωμή του δανείου.
Στην πράξη οι τράπεζες και οι λοιποί δανειστές, φροντίζουν να εξασφαλίζουν τα λεγόμενα, στην τραπεζική «γλώσσα», «καλύμματα» με υποθήκευση κινητών και ακίνητων αξιών και περιουσιακών στοιχείων του δανειολήπτη, ζητούν μάλιστα πολλές φορές πρόσθετες εγγυήσεις και τρίτα πρόσωπα ως εγγυητές κτλ.
Αν δεν εξασφαλίζονται όλα τα παραπάνω, ή αν παρ’ όλα αυτά δεν διασφαλίζεται η ομαλή αποπληρωμή του δανείου και η τράπεζα προχωρήσει τη δανειοδότηση, τότε η συναλλαγή καθίσταται ύποπτη και ο δανειστής οφείλει να ελέγχεται από τις εποπτεύουσες αρχές.
Με το νομικό οπλοστάσιο που διαθέτουν οι δανειστές και τα «καλύμματα» που εξ αρχής εξασφαλίζουν, η έννοια του «μπαταχτσή» παύει με αυτόν τον τρόπο να υφίσταται ολοκληρωτικά, αφού κατά κανόνα, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα με τις καλύψεις που έχουν είναι απόλυτα διασφαλισμένα απέναντι σε κάθε είδους κακοπληρωτές και μπαταχτσήδες.
Εάν λοιπόν το διεθνές και εθνικό νομικό καθεστώς διασφαλίζει σχεδόν πλήρως τα εύλογα συμφέροντα του δανειστή, με τον ίδιο περίπου τρόπο προσπαθεί να διασφαλίζει και τα αντίστοιχα συμφέροντα του δανειζόμενου, αναγνωρίζοντας επιπρόσθετα ότι η σχέση δανειστή οφειλέτη είναι κατά κανόνα ετεροβαρής σε βάρος του τελευταίου. Π.χ. ο έλεγχος της πιστοληπτικής ικανότητας δεν αφορά μόνο στην διασφάλιση αποπληρωμής του χρέους, που αναφέρεται στο άμεσο συμφέρον του δανειστή, αλλά ευθέως και στην προστασία του οφειλέτη από υπερχρέωση και αδυναμία ανταπόκρισης που θα τον οδηγήσει πιθανά σε χρεοκοπία.
Σε αυτό το πνεύμα ακριβώς όφειλε να λειτουργεί και η πρόβλεψη των συνθηκών της ευρωένωσης περί της αναγκαιότητας διεξαγωγής λογιστικού ελέγχου του δημόσιου χρέους μιας χώρας μέλους της, εφ’ όσον αυτό υπερβαίνει τα προβλεπόμενα από τις συνθήκες, όπου το δημόσιο χρέος δεν μπορεί να υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ κάθε χώρας. Ένας τέτοιος έλεγχος -και για να έλθουμε στα δικά μας- ουδέποτε διεξήχθη, μολονότι το δημόσιο χρέος της χώρας μας υπερέβαινε κάθε όριο ήδη πριν την ένταξη της χώρας στην ευρωζώνη. Ενώ η επίκληση της αναγκαιότητας ενός τέτοιου ελέγχου απορρίπτονταν περίπου μετά βδελυγμίας και όσοι προέβαλαν τέτοιο αίτημα χαρακτηρίζονταν ακραίοι ή και γραφικοί.
Αυτό δείχνει και την τεράστια ευθύνη των περίφημων πια ευρωπαϊκών θεσμών απέναντι στην ανεξέλεγκτη διόγκωση του ελληνικού χρέους, που όταν φάνηκε καθαρά -μετά και εξ αιτίας της παγκόσμιας κρίσης του 2008-, ότι το θέμα ξεφεύγει από κάθε έλεγχο, αντί να σπεύσουν να εφαρμόσουν με απόλυτη πιστότητα τα προβλεπόμενα, δίνοντας ουσιαστική βοήθεια και εκφράζοντας έμπρακτη αλληλεγγύη στον εταίρο τους, φρόντισαν να διασφαλίσουν καθαρά τα συμφέροντα των τραπεζών των κεντροευρωπαϊκών χωρών, οδηγώντας τη χώρα μας σε de facto χρεοκοπία, και να έλθουν μετά με τις γνωστές δανειακές συμβάσεις και τα μνημόνια να επιβάλλουν τον ολοκληρωτικό στραγγαλισμό της ελληνικής οικονομίας, με την εσωτερική υποτίμηση, χωρίς να αφήνουν το παραμικρό περιθώριο διαφυγής και ανάκαμψης, κερδοσκοπώντας ταυτόχρονα με τα ελληνικά ομόλογα στη δευτερογενή αγορά. Μετατράπηκαν έτσι από εταίροι, σε στυγνούς δανειστές και τοκογλύφους που εκμεταλλεύονται με τον χείριστο τρόπο, τη δυσχερή θέση που βρέθηκε η χώρα μας. Αν αυτό δεν αποτελεί την αποκορύφωση μιας ανέντιμης και καταχρηστικής πρακτικής από τους εταίρους και δανειστές μας, πέρα από κάθε πρόβλεψη του διεθνούς δικαίου τότε πραγματικά το τελευταίο δεν έχει νόημα να υφίσταται. Το γεγονός ότι σε αυτή την πρακτική συνηγόρησαν και οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν απαλλάσσει καθόλου των ευθυνών τους, τα κοινοτικά όργανα και τις άλλες κυβερνήσεις των χωρών της ευρωζώνης.
Με δεδομένο μάλιστα:
- Τις επανειλημμένες ομολογίες πολλών από τους αξιωματούχους του ευρωσυστήματος, ότι οι χειρισμοί που ακολουθήθηκαν είχαν σκοπό τη διάσωση των δικών τους τραπεζών, που εξ άλλου αποδεικνύεται από τα πραγματικά περιστατικά,
- το ψήφισμα του Μαρτίου του 2014, του ίδιου του ευρωκοινοβουλίου, όπου ομολογείται ότι οι πρακτικές της τρόικας στις χώρες που εφαρμόστηκαν μνημόνια και προπαντός στην Ελλάδα, συνιστούν κατάφορη παραβίαση των συνθηκών και του πρωτογενούς δικαίου σύστασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που οδήγησαν τη χώρα πέραν του οικονομικού στραγγαλισμού, μεγάλα τμήματα του πληθυσμού της σε συνθήκες εξαθλίωσης, με παράλληλη στέρηση θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων,
- τις εκθέσεις άλλων διεθνών οργανισμών, του ΟΗΕ συμπεριλαμβανομένου, ακριβώς με τη διαπίστωση της παραβίασης των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου με την εφαρμογή των μνημονίων,
- το γεγονός ότι παρά τις αιματηρότατες θυσίες του ελληνικού λαού τα τελευταία πέντε χρόνια, τη σταδιακή του φτωχοποίηση, τη μεγάλη ύφεση της οικονομίας, την απομύζηση κάθε διαθέσιμου πόρου, την αποπληρωμή τουλάχιστον 200 δις ευρώ χρέους το διάστημα αυτό δηλαδή από το 2010 μέχρι σήμερα και τη αναδιάρθρωση του χρέους μέσω του γνωστού PSI το 2012, σήμερα αυτό είναι μεγαλύτερο από εκείνο του 2010, τόσο σε σχέση με το ΑΕΠ, όσο και σε απόλυτους αριθμούς. Aπαιτούνται νέα δάνεια, νέες αναδιαρθρώσεις και νέα σκληρά μέτρα, που αποδεικνύει με τον πιο σαφή και αδιαμφισβήτητο τρόπο, ότι το χρέος αυτό σχεδιάστηκε με τρόπο που όσο το πληρώνεις αυτό να αυξάνει, προσφέρονται στη χώρα μας όλα τα νομικοπολιτικά επιχειρήματα, αλλά και το ηθικό πλεονέκτημα, για να αποφασιστεί άμεσα η κήρυξη του χρέους -στο σύνολό του- ως παράνομου και καταχρηστικού, δηλαδή ως ληστρικού χρέους που μας οδήγησε στη de facto χρεοκοπία και στη στέρηση ικανοποίησης ζωτικών αναγκών της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού πληθυσμού, παραβιάζοντας θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα.
Πολύ περισσότερο, αφού το χρέος αυτό δημιουργήθηκε, συντηρήθηκε, διογκώθηκε και άλλαξε ο χαρακτήρας του σε χρέος προς τους «θεσμούς» μετά το 2010 υπό το καθεστώς της τρόικας και των μνημονίων, ως απόρροια καταφανούς εκβιασμού, πλάνης και απάτης, με τελικό σκοπό τη μετατροπή της Ελλάδας σε αποικία χρέους, στοιχεία που καθιστούν από μόνα τους τις δανειακές συμβάσεις ως μηδέποτε γενόμενες σύμφωνα με τη συνθήκη της Βιέννης του 1968, που αποτελεί έκτοτε αναπόσπαστο τμήμα του σκληρού πυρήνα του διεθνούς δικαίου.
Ταυτόχρονα μας δίνεται η δυνατότητα να διεκδικήσουμε αποζημιώσεις για τα δεινά που υπέστη η χώρα και ο πληθυσμός της από αυτές τις παράνομες και εκτός διεθνούς δικαίου πρακτικές από την πλευρά των «θεσμών», που αποδεικνύονται ως οι πιο στυγνοί και ανάλγητοι τοκογλύφοι και χειρότεροι αποικιοκράτες από αυτούς των παρελθόντων αιώνων.
Πέραν όμως από τα προηγούμενα που μας δίνουν ακαταμάχητα νομικοπολιτικά επιχειρήματα, έρχεται ο ίδιος Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών με τις αποφάσεις και τα ψηφίσματά του και τελευταία με την απόφαση της Γενικής του Συνέλευσης του Σεπτεμβρίου του 2014, όπου ορίζεται ως αναφαίρετο δικαίωμα ενός κράτους η μονομερής διαγραφή του χρέους, εφ’ όσον απειλούνται οι ζωτικές ανάγκες του πληθυσμού που εκπροσωπεί και οφείλει να φροντίζει για την ευημερία του.
Η απόφαση αυτή κήρυξης του χρέους ως ληστρικού και απολύτως παράνομου, η άμεση παύση αποπληρωμής του και η οριστική διαγραφή του αποτελεί ύψιστη πολιτική επιλογή και πράξη εθνικής κυριαρχίας, που οφείλει η χώρα και η σημερινή κυβέρνηση να προχωρήσει άμεσα ως τη μοναδική επιλογή που απέμεινε.
Η συνέχιση της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές και η προσπάθεια εξεύρεσης ενός -υποτίθεται- «έντιμου» συμβιβασμού μαζί τους, δεν αποτελεί απλά ματαιοπονία προκύπτουσα από αυταπάτη και ιδεοληψία, αλλά θα είναι κατ’ εξοχήν πράξη εθνικής μειοδοσίας από την πλευρά των κυβερνώντων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται….
Κείμενο που μας στάλθηκε στο ηλεκτρονικό μας ταχυδρομείο
Πολλοί προσδίδουν στο χρέος και στην αποπληρωμή του είτε μια ιδεολογική, είτε μια ηθικής τάξης διάσταση.
Πράγματι, στο άκουσμα και μόνο της φράσης περί μονομερούς διαγραφής του χρέους, πολλοί -άλλοι καλοπροαίρετα και άλλοι σκόπιμα και υποκριτικά- εξανίστανται. Είναι χαρακτηριστική η φράση: «Μα θα γίνουμε μπαταχτσήδες;».
Όντως όταν πρόκειται για μια απλή συναλλαγή μεταξύ δύο ιδιωτών, ας πούμε π.χ., ότι κάποιος που αντιμετωπίζει μια ανάγκη, προσφεύγει, στους φίλους του, ή σε κάποιον συγγενή του, ζητά τη βοήθειά τους και καλοπροαίρετα κάποιος διατίθεται και του δίνει τα δανεικά που ζητά. Αν ο προσφεύγων στη βοήθεια και στην αλληλεγγύη και τελικά αφού εξυπηρετήσει την ανάγκη του, αρνείται να επιστρέψει τα χρήματα που έλαβε, τότε πράγματι αυτός είναι «μπαταχτσής» και η συμπεριφορά του μπορεί να χαρακτηριστεί ανήθικη και κατάπτυστη, αφού εκμεταλλεύτηκε την καλοσύνη και ενδεχομένως την αφέλεια του ανθρώπου που τον βοήθησε, ο οποίος -και πολλές φορές- δεν έχει τρόπο να διεκδικήσει την επιστροφή των χρημάτων του.
Ωστόσο όταν δημιουργείται μια σχέση δανειστή - οφειλέτη μεταξύ π.χ. μιας τράπεζας και ενός ιδιώτη, ή μιας επιχείρησης, πολύ περισσότερο αν αυτή η σχέση αφορά σε ένα ολόκληρο κράτος στο ρόλο του οφειλέτη και η εξέλιξη αυτής της σχέσης επηρεάζει την πορεία μιας ολόκληρης χώρας και εκατομμυρίων πολιτών, η σχέση αυτή προσλαμβάνει εντελώς διαφορετικές διαστάσεις, τόσο στα ποσοτικά, όσο και στα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά, όπου κυριαρχούν τα ζωτικά συμφέροντα των αντισυμβαλλομένων και οι συσχετισμοί δύναμης που αναπτύσσονται. Ο δανειστής, συνήθως μια τράπεζα, ή ένας όμιλος τραπεζών, δεν δανείζει εδώ για λόγους βοήθειας στον οφειλέτη, ή αλληλεγγύης προς αυτόν σε μια δύσκολη για τον ίδιο περίσταση, είτε για την καλόπιστη βοήθεια προς ικανοποίηση μιας ανάγκης του. Οι τράπεζες και οι άλλοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί λειτουργούν με αποκλειστικό γνώμονα το κέρδος και προσδοκούν -δανείζοντας ένα ποσό- να εισπράξουν αργότερα ένα μεγαλύτερο με βάση το επιτόκιο που επιβάλουν. Ουσιαστικά για τους θεσμικούς δανειστές, τις τράπεζες, ο δανεισμός αποτελεί επένδυση με ό,τι ρίσκο εμπεριέχεται σε μια τέτοια επενδυτική δραστηριότητα, το οποίο και οφείλουν να αναλαμβάνουν. Η ηθική διάσταση παραμερίζεται και το ζήτημα του δανεισμού αποκτά νομικοπολιτική υφή και χαρακτήρα.
Από την άλλη πλευρά, πολλές φορές το χρέος χρησιμοποιείται ως μοχλός για την επίτευξη εντελώς διαφορετικών επιδιώξεων, όπως δημιουργίας σφαιρών επιρροής, ή γεωπολιτικών ανακατατάξεων, όταν πρόκειται για δάνεια σε κράτη κτλ. Έτσι, η ηθική διάσταση περί υποχρέωσης εξόφλησης του χρέους, σε κάθε τέτοια περίπτωση, πάει σε δεύτερη και τρίτη μοίρα και μόνο προσχηματικά -και απολύτως υποκριτικά- μπορεί κάποιος να την επικαλείται, αφού κατά κανόνα ο δανειστής είναι αυτός που βρίσκεται στην πλεονεκτική θέση έναντι του οφειλέτη, με τον οποίο αναπτύσσει σχέσεις εξάρτησης του τελευταίου και επί της ουσίας εξουσιαστικής επικυριαρχίας, με υπεξούσιο τον οφειλέτη.
Για το λόγο αυτό ένα μεγάλο μέρος του εμπορικού δικαίου, τόσο στο εσωτερικό μιας χώρας, όσο και σε διεθνές επίπεδο, δηλαδή ο σκληρός πυρήνας του Διεθνούς Δικαίου, ασχολείται ακριβώς με το ιδιωτικό και δημόσιο χρέος και καθορίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις που μπορούν να συναφθούν ανάλογες δανειακές συμβάσεις.
Όροι και προϋποθέσεις που οφείλουν να ρυθμίζουν και να προστατεύουν τα ζωτικά συμφέροντα καθενός από τα συμβαλλόμενα μέρη. Διαφορετικά οι συμβάσεις αυτές μπορούν να προσβληθούν στα αρμόδια διεθνή, ή εθνικά δικαστήρια, ή ακόμη να καταγγελθούν μονομερώς, και είτε να αλλάξουν οι όροι της σύμβασης, είτε αυτή να καταπέσει ως μηδέποτε γενόμενη και να διαγραφεί το χρέος.
Το όλο νομικό πλέγμα, διεθνές και εσωτερικό, αφορά σε αυτό που οι νομικοί αποκαλούν «χρηστά συναλλακτικά ήθη». Τα χρηστά λοιπόν συναλλακτικά ήθη προβλέπουν, πέραν της εξασφάλισης της ομαλής αποπληρωμής του χρέους και την ικανοποίηση των εύλογων απαιτήσεων του δανειστή, την προστασία του οποιοδήποτε οφειλέτη από καταχρηστικές πρακτικές του οποιουδήποτε δανειστή που ήθελε να εκμεταλλευτεί τη δεσπόζουσα θέση που βρίσκεται σε σχέση με τον οφειλέτη.
Εδώ πρέπει να τονίσουμε -αφού πολλοί μιλάνε για το περίφημο αγγλικό δίκαιο-, ότι ακριβώς στο εμπορικό δίκαιο της Μ. Βρετανίας υπάρχει ο ορισμός του «ληστρικού» χρέους, το οποίο και με βάση τις ισχύουσες διατάξεις διαγράφεται. Ληστρικό χρέος λοιπόν είναι αυτό που η αποπληρωμή του προϋποθέτει τη στέρηση της ικανοποίησης ζωτικών αναγκών του οφειλέτη, σπρώχνοντάς τον στη χρεοκοπία.
Σε κάθε περίπτωση, πριν τη σύναψη οποιασδήποτε δανειακής σύμβασης ο δανειστής οφείλει να ελέγχει λεπτομερώς την δανειοληπτική ικανότητα του μελλοντικού οφειλέτη και να μην προχωρεί στην δανειοδότηση εφ’ όσον δεν εξασφαλίζεται απολύτως η ομαλή αποπληρωμή του δανείου χωρίς τον ταυτόχρονο στραγγαλισμό του οφειλέτη. Εάν προχωρήσει στη δανειοδότηση, τότε αναλαμβάνει το ρίσκο της επένδυσής του, όντας συνυπεύθυνος, τουλάχιστον στον ίδιο βαθμό με τον οφειλέτη, για την οποιαδήποτε μη ομαλή εξέλιξη στην αποπληρωμή του δανείου.
Στην πράξη οι τράπεζες και οι λοιποί δανειστές, φροντίζουν να εξασφαλίζουν τα λεγόμενα, στην τραπεζική «γλώσσα», «καλύμματα» με υποθήκευση κινητών και ακίνητων αξιών και περιουσιακών στοιχείων του δανειολήπτη, ζητούν μάλιστα πολλές φορές πρόσθετες εγγυήσεις και τρίτα πρόσωπα ως εγγυητές κτλ.
Αν δεν εξασφαλίζονται όλα τα παραπάνω, ή αν παρ’ όλα αυτά δεν διασφαλίζεται η ομαλή αποπληρωμή του δανείου και η τράπεζα προχωρήσει τη δανειοδότηση, τότε η συναλλαγή καθίσταται ύποπτη και ο δανειστής οφείλει να ελέγχεται από τις εποπτεύουσες αρχές.
Με το νομικό οπλοστάσιο που διαθέτουν οι δανειστές και τα «καλύμματα» που εξ αρχής εξασφαλίζουν, η έννοια του «μπαταχτσή» παύει με αυτόν τον τρόπο να υφίσταται ολοκληρωτικά, αφού κατά κανόνα, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα με τις καλύψεις που έχουν είναι απόλυτα διασφαλισμένα απέναντι σε κάθε είδους κακοπληρωτές και μπαταχτσήδες.
Εάν λοιπόν το διεθνές και εθνικό νομικό καθεστώς διασφαλίζει σχεδόν πλήρως τα εύλογα συμφέροντα του δανειστή, με τον ίδιο περίπου τρόπο προσπαθεί να διασφαλίζει και τα αντίστοιχα συμφέροντα του δανειζόμενου, αναγνωρίζοντας επιπρόσθετα ότι η σχέση δανειστή οφειλέτη είναι κατά κανόνα ετεροβαρής σε βάρος του τελευταίου. Π.χ. ο έλεγχος της πιστοληπτικής ικανότητας δεν αφορά μόνο στην διασφάλιση αποπληρωμής του χρέους, που αναφέρεται στο άμεσο συμφέρον του δανειστή, αλλά ευθέως και στην προστασία του οφειλέτη από υπερχρέωση και αδυναμία ανταπόκρισης που θα τον οδηγήσει πιθανά σε χρεοκοπία.
Σε αυτό το πνεύμα ακριβώς όφειλε να λειτουργεί και η πρόβλεψη των συνθηκών της ευρωένωσης περί της αναγκαιότητας διεξαγωγής λογιστικού ελέγχου του δημόσιου χρέους μιας χώρας μέλους της, εφ’ όσον αυτό υπερβαίνει τα προβλεπόμενα από τις συνθήκες, όπου το δημόσιο χρέος δεν μπορεί να υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ κάθε χώρας. Ένας τέτοιος έλεγχος -και για να έλθουμε στα δικά μας- ουδέποτε διεξήχθη, μολονότι το δημόσιο χρέος της χώρας μας υπερέβαινε κάθε όριο ήδη πριν την ένταξη της χώρας στην ευρωζώνη. Ενώ η επίκληση της αναγκαιότητας ενός τέτοιου ελέγχου απορρίπτονταν περίπου μετά βδελυγμίας και όσοι προέβαλαν τέτοιο αίτημα χαρακτηρίζονταν ακραίοι ή και γραφικοί.
Αυτό δείχνει και την τεράστια ευθύνη των περίφημων πια ευρωπαϊκών θεσμών απέναντι στην ανεξέλεγκτη διόγκωση του ελληνικού χρέους, που όταν φάνηκε καθαρά -μετά και εξ αιτίας της παγκόσμιας κρίσης του 2008-, ότι το θέμα ξεφεύγει από κάθε έλεγχο, αντί να σπεύσουν να εφαρμόσουν με απόλυτη πιστότητα τα προβλεπόμενα, δίνοντας ουσιαστική βοήθεια και εκφράζοντας έμπρακτη αλληλεγγύη στον εταίρο τους, φρόντισαν να διασφαλίσουν καθαρά τα συμφέροντα των τραπεζών των κεντροευρωπαϊκών χωρών, οδηγώντας τη χώρα μας σε de facto χρεοκοπία, και να έλθουν μετά με τις γνωστές δανειακές συμβάσεις και τα μνημόνια να επιβάλλουν τον ολοκληρωτικό στραγγαλισμό της ελληνικής οικονομίας, με την εσωτερική υποτίμηση, χωρίς να αφήνουν το παραμικρό περιθώριο διαφυγής και ανάκαμψης, κερδοσκοπώντας ταυτόχρονα με τα ελληνικά ομόλογα στη δευτερογενή αγορά. Μετατράπηκαν έτσι από εταίροι, σε στυγνούς δανειστές και τοκογλύφους που εκμεταλλεύονται με τον χείριστο τρόπο, τη δυσχερή θέση που βρέθηκε η χώρα μας. Αν αυτό δεν αποτελεί την αποκορύφωση μιας ανέντιμης και καταχρηστικής πρακτικής από τους εταίρους και δανειστές μας, πέρα από κάθε πρόβλεψη του διεθνούς δικαίου τότε πραγματικά το τελευταίο δεν έχει νόημα να υφίσταται. Το γεγονός ότι σε αυτή την πρακτική συνηγόρησαν και οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν απαλλάσσει καθόλου των ευθυνών τους, τα κοινοτικά όργανα και τις άλλες κυβερνήσεις των χωρών της ευρωζώνης.
Με δεδομένο μάλιστα:
- Τις επανειλημμένες ομολογίες πολλών από τους αξιωματούχους του ευρωσυστήματος, ότι οι χειρισμοί που ακολουθήθηκαν είχαν σκοπό τη διάσωση των δικών τους τραπεζών, που εξ άλλου αποδεικνύεται από τα πραγματικά περιστατικά,
- το ψήφισμα του Μαρτίου του 2014, του ίδιου του ευρωκοινοβουλίου, όπου ομολογείται ότι οι πρακτικές της τρόικας στις χώρες που εφαρμόστηκαν μνημόνια και προπαντός στην Ελλάδα, συνιστούν κατάφορη παραβίαση των συνθηκών και του πρωτογενούς δικαίου σύστασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που οδήγησαν τη χώρα πέραν του οικονομικού στραγγαλισμού, μεγάλα τμήματα του πληθυσμού της σε συνθήκες εξαθλίωσης, με παράλληλη στέρηση θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων,
- τις εκθέσεις άλλων διεθνών οργανισμών, του ΟΗΕ συμπεριλαμβανομένου, ακριβώς με τη διαπίστωση της παραβίασης των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου με την εφαρμογή των μνημονίων,
- το γεγονός ότι παρά τις αιματηρότατες θυσίες του ελληνικού λαού τα τελευταία πέντε χρόνια, τη σταδιακή του φτωχοποίηση, τη μεγάλη ύφεση της οικονομίας, την απομύζηση κάθε διαθέσιμου πόρου, την αποπληρωμή τουλάχιστον 200 δις ευρώ χρέους το διάστημα αυτό δηλαδή από το 2010 μέχρι σήμερα και τη αναδιάρθρωση του χρέους μέσω του γνωστού PSI το 2012, σήμερα αυτό είναι μεγαλύτερο από εκείνο του 2010, τόσο σε σχέση με το ΑΕΠ, όσο και σε απόλυτους αριθμούς. Aπαιτούνται νέα δάνεια, νέες αναδιαρθρώσεις και νέα σκληρά μέτρα, που αποδεικνύει με τον πιο σαφή και αδιαμφισβήτητο τρόπο, ότι το χρέος αυτό σχεδιάστηκε με τρόπο που όσο το πληρώνεις αυτό να αυξάνει, προσφέρονται στη χώρα μας όλα τα νομικοπολιτικά επιχειρήματα, αλλά και το ηθικό πλεονέκτημα, για να αποφασιστεί άμεσα η κήρυξη του χρέους -στο σύνολό του- ως παράνομου και καταχρηστικού, δηλαδή ως ληστρικού χρέους που μας οδήγησε στη de facto χρεοκοπία και στη στέρηση ικανοποίησης ζωτικών αναγκών της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού πληθυσμού, παραβιάζοντας θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα.
Πολύ περισσότερο, αφού το χρέος αυτό δημιουργήθηκε, συντηρήθηκε, διογκώθηκε και άλλαξε ο χαρακτήρας του σε χρέος προς τους «θεσμούς» μετά το 2010 υπό το καθεστώς της τρόικας και των μνημονίων, ως απόρροια καταφανούς εκβιασμού, πλάνης και απάτης, με τελικό σκοπό τη μετατροπή της Ελλάδας σε αποικία χρέους, στοιχεία που καθιστούν από μόνα τους τις δανειακές συμβάσεις ως μηδέποτε γενόμενες σύμφωνα με τη συνθήκη της Βιέννης του 1968, που αποτελεί έκτοτε αναπόσπαστο τμήμα του σκληρού πυρήνα του διεθνούς δικαίου.
Ταυτόχρονα μας δίνεται η δυνατότητα να διεκδικήσουμε αποζημιώσεις για τα δεινά που υπέστη η χώρα και ο πληθυσμός της από αυτές τις παράνομες και εκτός διεθνούς δικαίου πρακτικές από την πλευρά των «θεσμών», που αποδεικνύονται ως οι πιο στυγνοί και ανάλγητοι τοκογλύφοι και χειρότεροι αποικιοκράτες από αυτούς των παρελθόντων αιώνων.
Πέραν όμως από τα προηγούμενα που μας δίνουν ακαταμάχητα νομικοπολιτικά επιχειρήματα, έρχεται ο ίδιος Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών με τις αποφάσεις και τα ψηφίσματά του και τελευταία με την απόφαση της Γενικής του Συνέλευσης του Σεπτεμβρίου του 2014, όπου ορίζεται ως αναφαίρετο δικαίωμα ενός κράτους η μονομερής διαγραφή του χρέους, εφ’ όσον απειλούνται οι ζωτικές ανάγκες του πληθυσμού που εκπροσωπεί και οφείλει να φροντίζει για την ευημερία του.
Η απόφαση αυτή κήρυξης του χρέους ως ληστρικού και απολύτως παράνομου, η άμεση παύση αποπληρωμής του και η οριστική διαγραφή του αποτελεί ύψιστη πολιτική επιλογή και πράξη εθνικής κυριαρχίας, που οφείλει η χώρα και η σημερινή κυβέρνηση να προχωρήσει άμεσα ως τη μοναδική επιλογή που απέμεινε.
Η συνέχιση της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές και η προσπάθεια εξεύρεσης ενός -υποτίθεται- «έντιμου» συμβιβασμού μαζί τους, δεν αποτελεί απλά ματαιοπονία προκύπτουσα από αυταπάτη και ιδεοληψία, αλλά θα είναι κατ’ εξοχήν πράξη εθνικής μειοδοσίας από την πλευρά των κυβερνώντων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται….
Κείμενο που μας στάλθηκε στο ηλεκτρονικό μας ταχυδρομείο
Δημοσίευση σχολίου