Home » , , » Η διαχρονικότητα και καθολικότητα των μηνυμάτων του ληστή - επαναστάτη Τσακιτζή

Η διαχρονικότητα και καθολικότητα των μηνυμάτων του ληστή - επαναστάτη Τσακιτζή

Από ΒΑΘΥ ΚΟΚΚΙΝΟ , Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2016 | 4:07 π.μ.

Στο τρίτο μέρος του αφιερώματος για το Σμυρναίικο τραγούδι και τους δημιουργούς του, που θα ακουστεί τις επόμενες μέρες από την διαδικτυακό μας ραδιοσταθμό, γίνεται ιδιαίτερη αναφορά για δυο επαναστάτες – ληστές της Τουρκίας, που ο απλός λαός της γειτονικής χώρας τους λάτρεψε και τους εξύμνησε και με τραγούδια. Τον Κιόρογλου και τον Τσακιτζή. 

Επικαλούμενοι το υπέροχο βιβλίο του Νέαρχου Γεωργιάδη "Ρεμπέτικο και πολιτική", αναφερόμαστε στον Τσακιτζή τον επαναστάτη-ληστή που έγινε τραγούδι, φτάνοντας στο σημείο να έχει «αγιοποιηθεί» στην συνείδηση των λαϊκών καταπιεσμένων στρωμάτων της Τουρκίας την εποχή του:

Ο Τσακιτζή Μεχμέτ εφές γεννήθηκε στο χωριό Αγιά Σουλούκ, κοντά στο Αϊδίνι, ήταν καπετάνιος των Ζεϊμπέκων και φορούσε την περήφανη χαρακτηριστική στολή τους.

Ο Τσακιτζής βγήκε στην παρανομία και σχημάτισε ένοπλη ομάδα με σκοπό να εκδικηθεί το θάνατο του πατέρα του, που ήταν κι εκείνος παράνομος και τον σκότωσαν με δόλο οι ζαπτιέδες, κατά διαταγή του βαλή της Σμύρνης και του ίδιου του Σουλτάνου. Με αυτό ως αφορμή, ο Τσακιτζής γενίκευσε τη θεώρησή του, θεώρησε σαν εχθρό του ολόκληρη την κρατική εξουσία και τους εκπροσώπους της: τους ζαπτιέδες, τους τζανταρμάδες, τους μισθοφόρους τουφεξήδες και τους αξιωματικούς τους, κι εξόντωσε πολλούς από αυτούς.

Όλα αυτά γινόντουσαν στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα. Η ένοπλη δράση του Τσακιτζή, του πατέρα του, όπως και των άλλων εφέδων της φυλής τους, ίσως να σχετίζεται με τις μεγάλες εξεγέρσεις των Ζεϊμπέκων του 19ου αι. εναντίον του τουρκικού κράτους που κατέστρεφε τον τρόπο ζωής τους και τους καταπίεζε.
Βλέποντας ότι το κράτος τους καταπίεζε, ο Τσακιτζής παρακίνησε τους φτωχούς αγρότες να μην πληρώνουν φόρους, κι απαγόρεψε στους φοροεισπράκτορες, με ποινή θανάτου, να έρχονται στην περιοχή που είχε κάτω από τον έλεγχό του.

Ξεκινώντας με την πρόθεση να αποδώσει μόνος του δικαιοσύνη σε μια προσωπική αδικία που του κάνανε, ο Τσακιτζής έφτασε στην ιδέα να απονείμει, γενικότερα, δικαιοσύνη στην περιοχή του και μέσα στα πλαίσια των δυνατοτήτων του. Έτσι, άρχισε να αποσπά με τη βία μεγάλα ποσά απ' τους πλουσίους, τους τσιφλικάδες, τους προύχοντες, και τους τοκογλύφους και να τα χρησιμοποιεί προς όφελος των οικονομικά αδυνάτων. Έκανε δωρεές, προίκιζε φτωχές κοπέλες, έχτιζε γεφύρια, βρύσες, έφτιαχνε κοινωφελή έργα. Οι πλούσιοι Τούρκοι, Ρωμιοί, Εβραίοι και άλλοι, διαμαρτύρονταν στις αρχές και ζητούσαν την εξόντωση του Τσακιτζή. Όμως οι φτωχοί, ανεξάρτητα από φυλή και θρησκεία, τον αγαπούσαν, τον προστάτευαν και του πλέκανε τραγούδια στα ελληνικά, στα τούρκικα, στα αρμένικα.

Η φήμη του είχε φτάσει στην Ελλάδα απ' τον καιρό που ζούσε ακόμα ο θρυλικός εφές, πολύ πριν φτάσουν εδώ οι μικρασιάτες πρόσφυγες. Το σχετικό ελλαδίτικο, όπως φαίνεται κι από τους στίχους, τραγούδι, εύχεται μέσα στην αφέλειά του να μπορούσε να έρθει ο Τσακιτζής και στην Ελλάδα, για να απονείμει κι εδώ την κοινωνική του δικαιοσύνη:
"Τσακιτζή, δεν εβαρέθης στα σμυρνέικα χωριά;
Δεν περνάς και στην Ελλάδα, να παντρέψεις ορφανά;"

Βεβαίως, αν το δούμε αντικειμενικά, ο Τσακιτζής ήταν ένας ληστής με τη νομική έννοια του όρου, δηλαδή ήταν κάποιος που ιδιοποιείται ξένα πράγματα με τη βία ή την απειλή βίας. Όμως οι αγρότες κι η φτωχολογιά των πόλεων δεν τον θεωρούσαν κακούργο. Ενδεικτική η μαρτυρία που διασώζει ο Νέαρχος Γεωργιάδης:
"Τον λέγανε ληστή! Εγώ δεν τον εθεωρούσα για κακούργο αυτόν τον άνθρωπο. Όταν τόσους ανθρώπους που δεν είχανε βόδια να ζευγαρώσουνε τους αγόραζε βόδια, όταν πάντρεψε τόσα κορίτσια, όταν εχάλανε ενούς το σπίτι, επήγαινε και του 'δινε να χτίσει καινούργιο... Ε, λοιπόν αυτός ο άνθρωπος θα τον πω ότι ήτανε κακούργος; Αυτός ήτανε σωτήρας του κοσμάκη!"
Έχει παρατηρηθεί ότι οι ληστές, κοινωνικοί και μη, είναι άνθρωποι της δράσης μάλλον παρά της θεωρίας. Ο Τσακιτζή Μεχμέτ εφές δεν είχε κανένα συγκεκριμένο πολιτικό πρόγραμμα. Όμως από τη δράση του πηγάζουν μερικές πολιτικές έννοιες που θα μπορούσαν να κωδικοποιηθούν ως εξής:

*Αντιεξουσιαστική στάση, εχθρότητα προς ένα απολυταρχικό και καταπιεστικό κράτος και τα όργανά του και σύγκρουση μαζί τους.

*Ταξικά συναισθήματα που μοιράζονται σε δύο πόλους: συμπάθεια για τη φτωχή αγροτιά και τις λαϊκές τάξεις των πόλεων και έχθρα εναντίον των πλουσίων.

*Πράξεις κοινωνικής δικαιοσύνης για την οικονομική ανακούφιση των φτωχών, με ανάλογη επιβάρυνση στην περιουσία των πλουσίων.

*Έλλειψη εθνικών ή θρησκευτικών προκαταλήψεων και διακρίσεων, τόσο απέναντι στους αδύνατους, όσο κι απέναντι στους οικονομικά ισχυρούς.

Η μάζα των Σμυρνιών και των άλλων μικρασιατών Ελλήνων, που ανήκαν στις λαϊκές τάξεις, με το να αγαπά, να θαυμάζει και να υποστηρίζει τον εφέ του Αϊδινίου, με το να εξυμνεί τα χαρίσματά του και να λέει τα τραγούδια του, με το να καλλιεργεί το θρύλο του για μια σειρά ετών, ακόμα κι όταν αυτός είχε πια σκοτωθεί, έδειχνε πως αποδεχόταν αυτές τις αρχές του Τσακιτζή ως ένα είδος κώδικα λαϊκής ιδεολογίας.

Βέβαια, η άφιξη του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, συνέβαλε αρκετά στο να ξεχάσουν προσωρινά οι Έλληνες της Μικράς Ασίας τον Τσακιτζή. Μπροστά τους είχαν πλέον το εθνικό όραμα της ενώσεως με την μητέρα πατρίδα και τέτοια πράγματα.
Αργότερα, οι Έλληνες της Μικρασίας, πρόσφυγες πια εκεί που τους πέταξε το φουσκωμένο κύμα, δοκίμαζαν στο πετσί τους την κοινωνική αδικία και την οικονομική ανισότητα στον υπέρτατο βαθμό. Όλα αυτά, στα εδάφη της μητέρας πατρίδας, πλέον.
Έτσι, τα τραγούδια του Τσακιτζή ξανάρχισαν να αντηχούν στις προσφυγικές συνοικίες, παίρνοντας τη σημασία επαναβεβαίωσης αυτού του παλιού κώδικα λαϊκής ιδεολογίας...

Μπορούμε να θεωρήσουμε ως κύριο τραγούδι για τον Τσακιτζή, εκείνη τη μελωδία με τούρκικα λόγια και ρυθμό ζεϊμπέκικο, που περιείχε σε κάθε στροφή της το στερεότυπο στίχο
"μπαναντα Τσακιτζή ντερλέρ" (δηλαδή "με λέν εμένα Τσακιτζή")
ή το στίχο "γιαρ φιντάν μποϊλού" (δηλαδή "λυγερόκορμο δεντρί").

Δεν ξέρουμε αν ο αρχικός δημιουργός του ήταν Τούρκος ή Ζεϊμπέκος ή αν ανήκε σε κάποια άλλη εθνότητα. Όσον αφορά τους στίχους, φαίνεται πως ο αριθμός τους είναι μεγάλος κι απροσδιόριστος. Στην πραγματικότητα, πολλοί προσέθεταν κατά καιρούς, ανάλογα με την έμπνευσή τους και την περίσταση, καινούργιες αυτοτελείς στροφές, τις οποίες μπορούμε να ονομάζουμε παραλλαγές. Αυτό λοιπόν το "κύριο" τραγούδι του Τσακιτζή το πήρανε από τους πρόσφυγες και οι άλλοι Έλληνες και το τραγουδήσανε κι αυτοί. Ενδεικτική είναι η μαρτυρία του Μάρκου Βαμβακάρη: "Το "Τσακιτζής" είναι ζεμπέκικο τούρκικο βαρύ, ωραίο... ωραίο! Δε θυμάμαι ακριβώς από που το έμαθα, όμως ήτανε πολλοί, πολλοί από τη Μικρά Ασία που το τραγουδούσανε".

Γύρω στα 1930 γραμμοφωνήθηκε μια αμιγώς ελληνόφωνη παραλλαγή:

Μες της Σμύρνης τα βουνά
και τα κρύα τα νερά
μες της Σμύρνης τα βουνά
σαν λιοντάρι τριγυρνά.
-Με λεν εμένα Τσακιτζή
-Γειά σου, παλικάρι μου,
λεοντάρι στην καρδιά

Καθεμιά του ντουφεκιά
είναι και παρηγοριά.
Καθεμιά του ντουφεκιά
είναι και παλικαριά.
-Με λεν εμένα Τσακιτζή
-Γειά σου παλικάρι μου,
λεοντάρι στην καρδιά

Τη θρησκεία δεν κοιτά
Τούρκα αν είσαι για Ρωμιά
-Με λεν εμένα Τσακιτζή
Τάμα το 'χει στο θεό
να παντρεύει ορφανά.

Ο θρύλος του Τσακιτζή επιβίωσε και μετά το Β' παγκόσμιο πόλεμο.
Γύρω στα 1960, το όνομά του ήταν αρκετό για να κάνει εμπορική επιτυχία ένα μέτριο κατά τα άλλα, λαϊκό τραγουδάκι του Μπ. Μπακάλη με το Στράτο Διονυσίου.

Αργότερα κυκλοφόρησε σε δίσκο μια ακόμα σημαντική παραλλαγή του "κύριου" τραγουδιού του Τσακιτζή στα ελληνικά. Σ' αυτήν παραμένει ο στερεότυπος στίχος "γιαρ φιντάν μποϊλού", που επανέρχεται σε κάθε στροφή, σαν κατάλοιπο της γλώσσας του πρωτότυπου:

Τσακιτζή, παληκαρά,
πέρασε κι απ' τα Βουρλά,
πέρασε κι από τη Σμύρνη
γιαρ φινταν μποϊλού
να παντρέψεις ορφανά.

Τσακιτζή, κατέβα πια
απ' της Ασίας τα βουνά,
πήγαινε και στ' Οδεμήσι
γιαρ φιντάν μποϊλού
να παντρέψεις ορφανά

Δεν είν' αυγή να σηκωθώ
και να μη συλλογιστώ,
Τσακιτζή μου, να μην κλάψω
γιαρ φιντάν μποϊλού
τον άδικό σου το χαμό

Είναι σωστή η διαπίστωση ότι ο μύθος των λαϊκών ληστών μένει ζωντανός μόνο μέσα στα πλαίσια της φεουδαρχικής αγροτικής κοινωνίας που τον γέννησε, κι έξω απ' αυτή δε μπορεί να κατανοηθεί και να συγκινήσει.

Αντίθετα όμως με αυτό τον κανόνα, ο Τσακιτζής δρασκέλισε τις βουνοπλαγιές και τα χωράφια και μπήκε θριαμβευτικά στις πόλεις. Το γεγονός ότι ο μύθος του από αγροτικός έγινε αστικός, και μ' αυτή την έννοια ενσωματώθηκε στο ελληνικό τραγούδι των πόλεων, δείχνει τη διαχρονικότητα και την καθολικότητα των μηνυμάτων του. 
Μοιράσου το :

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © ΒΑΘΥ ΚΟΚΚΙΝΟ
Powered by Blogger