Γράφει ο mitsos175
Τον άντρα τον ξεδιάντροπο πες μου, εσύ, που χρόνια
παράδερνες, σαν πάτησε των τοκογλύφων πόδι
κι ανθρώπων έκοψαν πολλών μισθούς μα και συντάξεις
κι ήτανε πλήθος οι ουρές στον ΟΑΕΔ, ζητώντας
πως μια δουλίτσα να χουνε, να φαν λίγο ψωμάκι.
Μα κι έτσι αυτοί δε γλύτωσαν, μ' όσες θυσίες κάναν.
Γιατί λεφτά χαθήκανε από κηφήνων κρίμα,
οι άσεβοι, που φάγανε του Δημοσίου τον πλούτο
τα φράγκα, τα όμορφα νησιά, τις ΔΕΚΟ, τα λιμάνια...
Πες τα από κάπου και σε μας, Ελλάς, κατακαημένη.
- Οϊμέ! Τι έπαθα ο δύσμοιρος, ο άναξ ο μεγάλος
εγώ που ήμουν ξακουστός στα μήκη και στα πλάτη
της Γης ολάκερης!
Την εξυπνάδα μου τιμούν και έχουν να το λένε
πως “Οδυσσέα, σαν κι εσέ δεν είν' άλλος κανένας”!
Μα τώρα ήρθε στο τόπο μου κάποιος Αλέξης Τσίπρας
τη δόξα μου θα ζήλεψε, ήρθε να μου την πάρει!
Πιο έξυπνο τον θεωρούν, πιο μάγκα, πιο καπάτσο,
μεγάλος είν' καταφερτζής, όλους τους φέρνει τούμπα.
Καυχιέται πως το έπος του είναι το πιο σπουδαίο
πιο πάνω απ' την Οδύσσεια, πιο πάνω από τα δικά μου.
Αλέξη, εγώ σε προκαλώ, τον πόλεμο κηρύττω
αγώνα για την πονηριά με έπαθλο τη δόξα.
Μάθε λοιπόν ότι εγώ την πάτησα την Τροία
χάρη στο δώρο, τ' άλογο, το ξύλινο, το κούφιο.
- Χαρά στο πράμα που έκανες. Μια πόλη έχει κάψει.
Εμείς μια χώρα ολάκερη την καίμε τόσα χρόνια
πλήθος μεγάλο οι συμφορές, αμέτρητοι οι σκλάβοι.
Τα σπίτια τους τα πήραμε μαζί με τους παράδες.
Τους κάναμε ν' αγκομαχούν απ' το πρωί ως το βράδυ
δουλεύοντας σαν είλωτες.
- Τον κόσμο εγώ ταξίδεψα την Κίρκη έχω νικήσει.
Η Καλυψώ μ' αγάπησε, στον Άδη έχω κατέβει
στης Σκύλας και της Χάρυβδης έπεσα τις παγίδες
του βάρβαρου Πολύφημου του έβγαλα το μάτι
που τανε Κύκλωπας τρανός, ο πρώτος χρυσαυγίτης!
Τι ξένους ήθελε να φάει μες το ρημαδιακό του.
Τους λωτοφάγους, γνώρισα τους άγριους Λαιστρυγόνες,
τον Ποσειδώνα νίκησα, εφοπλιστή μεγάλο,
που όλη τη θάλασσα αυτός είχε δικό του κτήμα.
- Δε λέω, έκανες πολλά, αλλά Μνημόνια όχι.
Λίγα πλοιάρια βούλιαξες, ενώ εμείς μια χώρα
με όλους τους κατοίκους της και με τους ξένους
που 'ρθαν από τα μέρη τ' άγνωστα τη φρίκη να γλυτώσουν
τ ανθρωποφάγου πόλεμου. Όλοι βασανιστήκαν.
Την Μέρκελ δεν τη γνώρισες, η Κίρκη είναι μπροστά της
μαθήτρια από Αρσάκειο, καλόγρια, αγγελούδι.
Λες και για τέρατα πολλά, μα έχω συναντήσει
τα μεγαλύτερα θεριά, που τρώνε εκατομμύρια.
Το Σοίπλε, το ΔΝΤ, τις Τράπεζες, το ΝΑΤΟ.
Στης Ευροζώνης έπεσα την άπονη τη δίνη
οπού κανείς δεν μπόρεσε ως τώρα να ξεφύγει.
- Και όλα αυτά τα νίκησες; Ω Δία! Τι λεβέντης!
- Όχι ακριβώς. Το πάλεψα. Ίσα με με μια μέρα.
Ώρες βογκούσα δεκαεφτά, ως κι έρπη είχα βγάλει...
- Ρε συ Αλέξη, με δουλεύεις;
- Όχι εσένα, Οδυσσέα μου. Τους υπόλοιπους.
Πάντως η Μνημονιάδα είναι μεγαλύτερο έπος από την Οδύσσεια. Αφορά περισσότερους, είναι και πιο σύγχρονη...
Τον άντρα τον ξεδιάντροπο πες μου, εσύ, που χρόνια
παράδερνες, σαν πάτησε των τοκογλύφων πόδι
κι ανθρώπων έκοψαν πολλών μισθούς μα και συντάξεις
κι ήτανε πλήθος οι ουρές στον ΟΑΕΔ, ζητώντας
πως μια δουλίτσα να χουνε, να φαν λίγο ψωμάκι.
Μα κι έτσι αυτοί δε γλύτωσαν, μ' όσες θυσίες κάναν.
Γιατί λεφτά χαθήκανε από κηφήνων κρίμα,
οι άσεβοι, που φάγανε του Δημοσίου τον πλούτο
τα φράγκα, τα όμορφα νησιά, τις ΔΕΚΟ, τα λιμάνια...
Πες τα από κάπου και σε μας, Ελλάς, κατακαημένη.
- Οϊμέ! Τι έπαθα ο δύσμοιρος, ο άναξ ο μεγάλος
εγώ που ήμουν ξακουστός στα μήκη και στα πλάτη
της Γης ολάκερης!
Την εξυπνάδα μου τιμούν και έχουν να το λένε
πως “Οδυσσέα, σαν κι εσέ δεν είν' άλλος κανένας”!
Μα τώρα ήρθε στο τόπο μου κάποιος Αλέξης Τσίπρας
τη δόξα μου θα ζήλεψε, ήρθε να μου την πάρει!
Πιο έξυπνο τον θεωρούν, πιο μάγκα, πιο καπάτσο,
μεγάλος είν' καταφερτζής, όλους τους φέρνει τούμπα.
Καυχιέται πως το έπος του είναι το πιο σπουδαίο
πιο πάνω απ' την Οδύσσεια, πιο πάνω από τα δικά μου.
Αλέξη, εγώ σε προκαλώ, τον πόλεμο κηρύττω
αγώνα για την πονηριά με έπαθλο τη δόξα.
Μάθε λοιπόν ότι εγώ την πάτησα την Τροία
χάρη στο δώρο, τ' άλογο, το ξύλινο, το κούφιο.
- Χαρά στο πράμα που έκανες. Μια πόλη έχει κάψει.
Εμείς μια χώρα ολάκερη την καίμε τόσα χρόνια
πλήθος μεγάλο οι συμφορές, αμέτρητοι οι σκλάβοι.
Τα σπίτια τους τα πήραμε μαζί με τους παράδες.
Τους κάναμε ν' αγκομαχούν απ' το πρωί ως το βράδυ
δουλεύοντας σαν είλωτες.
- Τον κόσμο εγώ ταξίδεψα την Κίρκη έχω νικήσει.
Η Καλυψώ μ' αγάπησε, στον Άδη έχω κατέβει
στης Σκύλας και της Χάρυβδης έπεσα τις παγίδες
του βάρβαρου Πολύφημου του έβγαλα το μάτι
που τανε Κύκλωπας τρανός, ο πρώτος χρυσαυγίτης!
Τι ξένους ήθελε να φάει μες το ρημαδιακό του.
Τους λωτοφάγους, γνώρισα τους άγριους Λαιστρυγόνες,
τον Ποσειδώνα νίκησα, εφοπλιστή μεγάλο,
που όλη τη θάλασσα αυτός είχε δικό του κτήμα.
- Δε λέω, έκανες πολλά, αλλά Μνημόνια όχι.
Λίγα πλοιάρια βούλιαξες, ενώ εμείς μια χώρα
με όλους τους κατοίκους της και με τους ξένους
που 'ρθαν από τα μέρη τ' άγνωστα τη φρίκη να γλυτώσουν
τ ανθρωποφάγου πόλεμου. Όλοι βασανιστήκαν.
Την Μέρκελ δεν τη γνώρισες, η Κίρκη είναι μπροστά της
μαθήτρια από Αρσάκειο, καλόγρια, αγγελούδι.
Λες και για τέρατα πολλά, μα έχω συναντήσει
τα μεγαλύτερα θεριά, που τρώνε εκατομμύρια.
Το Σοίπλε, το ΔΝΤ, τις Τράπεζες, το ΝΑΤΟ.
Στης Ευροζώνης έπεσα την άπονη τη δίνη
οπού κανείς δεν μπόρεσε ως τώρα να ξεφύγει.
- Και όλα αυτά τα νίκησες; Ω Δία! Τι λεβέντης!
- Όχι ακριβώς. Το πάλεψα. Ίσα με με μια μέρα.
Ώρες βογκούσα δεκαεφτά, ως κι έρπη είχα βγάλει...
- Ρε συ Αλέξη, με δουλεύεις;
- Όχι εσένα, Οδυσσέα μου. Τους υπόλοιπους.
Πάντως η Μνημονιάδα είναι μεγαλύτερο έπος από την Οδύσσεια. Αφορά περισσότερους, είναι και πιο σύγχρονη...
Δημοσίευση σχολίου