Για τον ανατρεπτικό Νικόλα, τον άνθρωπο που επέλεξε τρόπο ζωής και θανάτου, έξω από τα στάνταρ του κοινωνικού κατεστημένου, για τον καλλιτέχνη που δήλωνε πίστη στον…. Δωδεκάθεο και στο …χάος, αναρωτιέται κανείς τι θα μπορούσε να προσθέσει περισσότερο απ’ αυτά που λεν οι στίχοι του και το χρώμα της φωνής του.
Παρ’ όλα αυτά θα προσπαθήσουμε, να προσεγγίσουμε κάποιους σημαντικούς σταθμούς της ζωής του, αποφεύγοντας να εστιαστούμε στο καλλιτεχνικό έργο του. (Αλλωστε υπάρχουν δεκάδες σελίδες σχετικές με την δισκογραφία του Νικόλα στο διαδίκτυο).
Αρχικά δημοσιεύουμε ένα απόσπασμα από κείμενο του Λεωνίδα Χρηστάκη που αναφέρεται στον Νικόλα Άσημο:
«Εμφανίστηκε στην Αθήνα το 1973 και κατοικούσε πάντα κοντά στην πλατεία Εξαρχείων, όπου ήταν η αφετηρία όλων των δραστηριοτήτων του.
Ζούσε και ανέπνεε επί δεκατρία χρόνια έχοντας μοναδικό όραμα να γράφει τραγούδια με δικούς του στίχους που να καυτηριάζουν το υφιστάμενο ανελεύθερο κοινωνικό και αστυνομικό σύστημα.
Η καταγωγή του ήταν απ’ την Μακεδονία. Υποθέτω από ένα χωριό της Κοζάνης. Επιβίωνε τελείως περιθωριακά με το όνομα Νικόλας Άσημος που ήταν η αρχή ενός άλλου ολοκληρωμένου επώνυμου...
Κυκλοφορούσε σαν αλήτης. Πουλούσε –όταν δεν είχε χρήματα- περιοδικά έξω από τα κάγκελα του Πολυτεχνείου Αθηνών και ηχογραφούσε κασέτες με δικά του και ξένα ροκ τραγούδια και τις πουλούσε στο δρόμο.
Αρκετές ώρες κάθε εικοσιτετράωρο την έβγαζε στα παγκάκια της πλατείας Εξαρχείων όπου ρητόρευε τις απόψεις του για μιαν ελευθεριακή κοινωνία, χωρίς μπάτσους, αστυνόμευση, με μόνη χαρά κι απασχόληση τα τραγούδια του για μια ανέμελη ζωή».
Ζούσε και ανέπνεε επί δεκατρία χρόνια έχοντας μοναδικό όραμα να γράφει τραγούδια με δικούς του στίχους που να καυτηριάζουν το υφιστάμενο ανελεύθερο κοινωνικό και αστυνομικό σύστημα.
Η καταγωγή του ήταν απ’ την Μακεδονία. Υποθέτω από ένα χωριό της Κοζάνης. Επιβίωνε τελείως περιθωριακά με το όνομα Νικόλας Άσημος που ήταν η αρχή ενός άλλου ολοκληρωμένου επώνυμου...
Κυκλοφορούσε σαν αλήτης. Πουλούσε –όταν δεν είχε χρήματα- περιοδικά έξω από τα κάγκελα του Πολυτεχνείου Αθηνών και ηχογραφούσε κασέτες με δικά του και ξένα ροκ τραγούδια και τις πουλούσε στο δρόμο.
Αρκετές ώρες κάθε εικοσιτετράωρο την έβγαζε στα παγκάκια της πλατείας Εξαρχείων όπου ρητόρευε τις απόψεις του για μιαν ελευθεριακή κοινωνία, χωρίς μπάτσους, αστυνόμευση, με μόνη χαρά κι απασχόληση τα τραγούδια του για μια ανέμελη ζωή».
Ο Νικόλας Άσημος, όσες φορές επιχείρησε να βολευτεί σε μπουάτ ή να τραγουδήσει σε συναυλίες τσακωνόταν και τραγουδούσε απ’ έξω.
Εκτός απ’ τις κασέτες του και έναν δίσκο που κυκλοφόρησε όσο ζούσε, εξέδωσε κι ένα βιβλίο με την ιστορία του και τους στίχους του με τίτλο «Αναζητώντας Κροκανθρώπους».
Γράφει, λοιπόν ο Νικόλας Ασιμος, προλογίζοντας το βιβλίο του:
"Ετούτο το βιβλίο –κι ας φανεί παράξενο- δεν είναι δυνατόν να διωχθεί, γιατί ο συγγραφέας του από πάντοτε παλεύει για την ελεύθερη έκφραση και τόχει κατακτήσει το δικαίωμα τουλάχιστον για τον εαυτό του πληρώνοντας αντίτιμο χιλιάδες χαμαλίκια.
Τυπώθηκε επίσης σε λιγοστά έντυπα και δεν πουλιέται στο εμπόριο, και όπου μοιράζεται η τιμή που πληρώνεις ίσα ίσα καλύπτει το κόστος της αναπαραγωγής του. Όχι τον κόπο του εκδότη-συγγραφέα, ούτε τον κόπο του μοιράσματος.
Οποιος θέλει το πουλά, αλλά χωρίς κέρδος.
Δεν είναι δυνατόν να κατασχεθεί, διότι, παρ’ όλα όσα πιστεύει ο συγγραφέας, έχει και κάποια ψυχή τυπωμένη στο χαρτί, και δεν είναι δυνατόν να βρεθεί και να κατασχεθεί η ψυχή.
Και εξ’ άλλου αυτός που τόγραψε τυχαίνει να είναι άγνωστος – ευρύτερα γνωστός. Και μια κατάσχεση θα τον έκανε ευρύτατα γνωστό χωρίς το «άγνωστος» και αυτό θα ήταν η καλύτερη διαφήμιση και δεν συμφέρει στους κρατούντες, αλλά ούτε και ο ίδιος δέχεται την διαφήμιση του.
Τέλος το βιβλίο τούτο θα περάσει ντούκου και δεν θα γίνει ποτέ της μόδας, όσο ζει ο συγγραφέας του αλλά και από μόνο του. Διότι είναι –θάλεγε κανείς- «εκτός τόπου και χρόνου» παρ’ ότι αναφέρεται σε τόπο και σε χρόνο και απλοϊκά άτοπον.
Ούτε καν δια της εις άτοπον απαγωγής αναγκαίον. Δεν έχει σημασία που θα διαβαστεί. Τόσο το χειρότερο πού θα διαβαστεί. Εξ άλλου είναι εκτός Νόμου.
Οπερ σημαίνει πως είναι πέρα και πάνω από το Νόμο. Και τον Νόμο τον απορρίπτει ως χυδαίο κι άχρηστο και τονε ξεπερνά.
Δεν είναι φτηνό παρά που η τιμή του ξεγελά. Δεν είναι καν πορνό. Δεν ασχολείται με θέματα κοινού ενδιαφέροντος όπως: άπλυτα παπάδων, τραβεστί, μπουρδέλα, ροκ και τα τοιαύτα.
Οσον αφορά το κάθε τι, και ότι, αναλαμβάνω την ευθύνη εγώ, ως χαρακτηρισθέντας αλήτης και σχιζοειδής.
Όχι συμφώνως τω Νόμο. Ουδεμίαν σχέση είχε ο Νόμος μ’ εμένα και εγώ μ’ αυτόν. Αλλά έτσι για το έτσι. Γιατί πάντα αναλαμβάνω την ευθύνη του τι κάνω. Και δε γίνεται το κάνω. Αλλά αυτό αποδεικνύει πως Γίνεται! Κάντο λοιπόν».
Τυπώθηκε επίσης σε λιγοστά έντυπα και δεν πουλιέται στο εμπόριο, και όπου μοιράζεται η τιμή που πληρώνεις ίσα ίσα καλύπτει το κόστος της αναπαραγωγής του. Όχι τον κόπο του εκδότη-συγγραφέα, ούτε τον κόπο του μοιράσματος.
Οποιος θέλει το πουλά, αλλά χωρίς κέρδος.
Δεν είναι δυνατόν να κατασχεθεί, διότι, παρ’ όλα όσα πιστεύει ο συγγραφέας, έχει και κάποια ψυχή τυπωμένη στο χαρτί, και δεν είναι δυνατόν να βρεθεί και να κατασχεθεί η ψυχή.
Και εξ’ άλλου αυτός που τόγραψε τυχαίνει να είναι άγνωστος – ευρύτερα γνωστός. Και μια κατάσχεση θα τον έκανε ευρύτατα γνωστό χωρίς το «άγνωστος» και αυτό θα ήταν η καλύτερη διαφήμιση και δεν συμφέρει στους κρατούντες, αλλά ούτε και ο ίδιος δέχεται την διαφήμιση του.
Τέλος το βιβλίο τούτο θα περάσει ντούκου και δεν θα γίνει ποτέ της μόδας, όσο ζει ο συγγραφέας του αλλά και από μόνο του. Διότι είναι –θάλεγε κανείς- «εκτός τόπου και χρόνου» παρ’ ότι αναφέρεται σε τόπο και σε χρόνο και απλοϊκά άτοπον.
Ούτε καν δια της εις άτοπον απαγωγής αναγκαίον. Δεν έχει σημασία που θα διαβαστεί. Τόσο το χειρότερο πού θα διαβαστεί. Εξ άλλου είναι εκτός Νόμου.
Οπερ σημαίνει πως είναι πέρα και πάνω από το Νόμο. Και τον Νόμο τον απορρίπτει ως χυδαίο κι άχρηστο και τονε ξεπερνά.
Δεν είναι φτηνό παρά που η τιμή του ξεγελά. Δεν είναι καν πορνό. Δεν ασχολείται με θέματα κοινού ενδιαφέροντος όπως: άπλυτα παπάδων, τραβεστί, μπουρδέλα, ροκ και τα τοιαύτα.
Οσον αφορά το κάθε τι, και ότι, αναλαμβάνω την ευθύνη εγώ, ως χαρακτηρισθέντας αλήτης και σχιζοειδής.
Όχι συμφώνως τω Νόμο. Ουδεμίαν σχέση είχε ο Νόμος μ’ εμένα και εγώ μ’ αυτόν. Αλλά έτσι για το έτσι. Γιατί πάντα αναλαμβάνω την ευθύνη του τι κάνω. Και δε γίνεται το κάνω. Αλλά αυτό αποδεικνύει πως Γίνεται! Κάντο λοιπόν».
Γράφει στο βιβλίο του ο Νικόλας Άσημος: "Κάποτε θα με διαβάσεις ίσως, θ ακούσεις τα τραγούδια μου, θα με κατανοήσεις. Αλλά δε θάμαι πια εγώ, θάνε αυτή η μάσκα που φοράνε στους πεθαμένους. Οσους τους χρησιμοποιούν μετά τον θάνατό τους, όταν οι ίδιοι δεν θα υπάρχουν. Οσο υπήρχα με φοβόσουν. Οσο υπήρχα δεν με άντεχες. Δεν είχες καν τη δύναμη να μείνεις ένα δευτερόλεπτο κοντά, άμα σου το ζητούσα. Θα προτιμούσα να μην με διάβαζες ποτέ".
Στο διαδίκτυο μπορεί να συναντήσει κανείς δεκάδες ιστότοπους αφιερωμένους στην ζωή και στην δισκογραφία του Νικόλα Ασιμου. Γι αυτό δεν έχει νόημα να σταθούμε ιδιαίτερα στην βιογραφία και δισκογραφία αυτού του καλλιτέχνη. Αυτό που ίσως θα πρέπει να τονίσουμε είναι οι αντισυμβατικές επιλογές του σε όλες τις φάσεις τις ζωή του.
Το 1978 κατατάχτηκε στον στρατό. Ωστόσο δεν υπηρέτησε, αλλά πήρε απαλλαγή στράτευσης καταφέρνοντας να του αναγνωριστεί ότι πάσχει από Σχιζοειδή ψύχωση.
Κάτι τέτοιο δεν είχε ωστόσο καμία σχέση με την πραγματικότητα γιατί, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά στην αυτοβιογραφία του, υιοθέτησε αυτή την συμπεριφορά γιατί ήταν αντίθετος προς τη στράτευση και απλά ήταν ένα σχέδιο για να την αποφύγει. Ήταν επίσης αντίθετος με τους θεσμούς της σημερινής κοινωνίας (γάμος, παιδεία, θητεία στο στρατό, εμπορικά κυκλώματα κ.λ.π.) και η σχέση του με την Λίλιαν Χαριτάκη, με την οποία απέκτησε μια κόρη το 1976 ήταν παράνομη με τα στάνταρ της εποχής.
Το ιδιαίτερο χιούμορ, οι ατάκες αλλά και η ανεξήγητη για κάποιους επιθετικότητα του Νικόλα Ασιμου έχουν αφήσει εποχή.
Πιθανόν κάποιοι μεγαλύτεροι σε ηλικία να τον θυμούνται να κυκλοφορεί με ένα ποδήλατο στα Προπύλαια, στο Πολυτεχνείο, στα Εξάρχεια, στο Μοναστηράκι, στο Λυκαβητό, στις διάφορες συναυλίες (έξω από το χώρο τέλεσής τους), στο οποίο είχε δέσει ένα τελάρο κουβαλώντας την πραμάτεια που πουλούσε.
Γύρω στο ‘83 ανοίγει ένα μαγαζάκι στα Εξάρχεια, στην Καλλιδρομίου στο ύψος της Ζωοδόχου Πηγής. Το ονομάζει “Χώρο προετοιμασίας”. Ήταν μαγαζί και σπίτι. Ήταν το πιθάρι του σύγχρονου Διογένη.
Εκεί έγραφε, συνέθετε τα τραγούδια του, πουλούσε βιβλία, παιχνιδάκια για τα παιδιά, πρόχειρα κοσμήματα κατασκευής γνωστών του, κασέτες δικές του κυρίως, φωτιστικά, πήλινα, κάρτες παλιές και πολλά άλλα.
Aπό το οπισθόφυλλο του βιβλίου του Δημήτρη Μπαγέρη "Ο διάσημος Νικόλας Ασιμος" διαβάζουμε: "Αυτός ο επαναστάτης της πλατείας Εξαρχείων πρέπει κάποτε να δικαιωθεί. Αφού σήκωσε στους ώμους του τη χλεύη όλων εκείνων που «συσχέτιζαν κουτά» έπραξε τελικά ότι ο ίδιος πίστευε. Κόντρα σε όλους και σε όλα. Με το όποιο κατεστημένο: καλλιτεχνικό, πολιτικό, κοινωνικό στρατιωτικό. Αντιστάθηκε αταλάντευτα".
Με τους δημοσιογράφους και τα ΜΜΕ δεν τα πήγαινε καθόλου καλά ο Νικόλας Ασιμος.
Σε φίλο του είχε εξομολογηθεί. "...Μια άλλη φορά θυμάμαι που έκανα τη μαλακία κι έδωσα συνέντευξη και μάλιστα γραφτή σε κάποια δημοσιογράφο, την Όλγα Μπακομάρου, όταν μου απαγόρευσαν το "Μηχανισμό ".
Παρ' όλο που 'χαμε συμφωνήσει ότι έτσι και υποχρεωθεί έστω και μια λέξη να αλλάξει,
να μην γράψει απολύτως τίποτε, αυτή δημοσίευσε συνέντευξη με άλλα λόγια, του κεφαλιού
και της νοοτροπίας της, και ούτε καν για την απαγόρεψη του δίσκου δεν ανέφερε.
Μου 'πε πως το 'κανε για το καλό μου, για να με προστατέψει, γιατί έτσι όπως πάω θα το φάω το κεφάλι μου.
Πόσοι μου το 'πανε αυτό! αλλά τουλάχιστο με θάψαν χωρίς να μ' αναφέρουνε.
Δε μου βάλαν λόγια που δεν είπα ποτέ.
Αλλά γι αυτό σας έχω κόψει όλους σας οριστικά, όπως κι εσείς με έχετε κομμένο αγαπητοί μου. ".
Σίγουρα θα μείνουν αξέχαστα τα βράδια σε όσους είχαν την τύχη να παρευρεθούν στην ταβέρνα «Πέμπτη Εποχή» στην Πλάκα όπου στο πάλκο βρισκόταν για ένα διάστημα ο Νικόλας Ασιμος μαζί με τον Θανάση Γκαϊφύλια και τον Πάνο Τζαβέλα.
Δεν πρέπει να παραλείψουμε να αναφέρουμε επίσης την βάναυση κρατική καταστολή που δέχτηκε ο Νικόλας Ασιμος αφού ήταν κόκκινο πανί για το πολιτικό σύστημα και τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του.
Δεκάδες, ίσως και εκατοντάδες φορές τον είχαν μπουζουριάσει οι μπάτσοι, κύρια κατηγορώντας τον για αλητεία και όχι μόνο, τον ξυλοφόρτωναν και τον υπέβαλαν σε βασανιστήρια.
Και σαν να μην έφτανε αυτό τον κατηγόρησαν άδικα για βιασμό κάποιας κοπέλας, τον έκλεισαν στο ψυχιατρείο και του υπέβαλαν ηλεκτροσόκ, ένα γεγονός που σημάδεψε την περαιτέρω ζωή του
Το φινάλε της ζωής του το έγραψε ο Νικόλας Ασιμος τις πρώτες πρωινές ώρες της Πέμπτης 17 Μάρτη 1988, με τον τρόπο που είχε επιλέξει ο ίδιος.
Aκούστε ένα σπάνιο σχετικό τραγούδι, που έγραψε ο Πάνος Τζαβέλα για τον Ν. Ασιμο,
Δημοσίευση σχολίου