Home » , » Ο μαρξισμός και η κρίση του καπιταλισμού

Ο μαρξισμός και η κρίση του καπιταλισμού

Από ciaoant1 , Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2010 | 5:49 μ.μ.


Από το 2007, ο καπιταλισμός διέρχεται τη μεγ­­αλύτερη κρίση του από τη δεκαετία του ΄30 ή ίσως και νωρίτερα. Το 2008, το τραπεζικό σύστημα σώθηκε από την κατάρρευση (τουλάχιστον προς το παρόν) μόνο κατόπιν εκτεταμένης κυβερνητικής παρέμβασης στις ΗΠΑ, τη Βρετανία και άλλες χώρες. Τα χρηματιστήρια σε όλο τον κόσμο έπεσαν κατακόρυφα. Κατόπιν η κρίση επεκτάθηκε και στην «πραγματική οικονομία» (σ.σ. βασικά εδώ κάνει λάθος: Η παραγωγή μεταφέρθηκε στην Ασία, όπου θα έδινε τα μέγιστα κέρδη σε αυτούς που την ελέγχουν ολιγαρχικά, δηλαδή τους κεφαλαιοκράτες, και στη "Δύση", η αγορά θα είχε παγώσει, αν δεν είχαμε την άνοδο του δανεισμού από τις τράπεζες προκειμένου να καλύψει αυτό το "κενό" που δημιούργησε η φυγή του κεφαλαίου. Όταν βέβαια έγινε προφανές ότι τα δάνεια δε θα αποπληρώνονταν ποτέ, τότε είχαμε και κρίση στις τράπεζες, που είναι όλες χρεωκοπημένες και αρπάζουν το ένα πακέτο σωτηρίαςε μετά το άλλο προκειμένου να επιβιώσουν). Μια μακρά και βαθιά περίοδος ύφεσης ακολούθησε. Ο καπιταλισμός, λέγεται συχνά, βρέθηκε στο χείλος της κατάρρευσης.

Λίγοι οικονομολόγοι και πολιτικοί προέβλεψαν αυτές τις εξελίξεις. Η μεγάλη έκρηξη που οδήγησε σε αυτές τους έκανε να εφησυχάσουν με την πεποίθηση ότι ο κύκλος της ανάπτυξης που ακολουθείται από ύφεση είχε επιτέλους ξεπεραστεί. Μόνο μια προσωπικότητα δεν θα εκπλησσόταν από αυτή την εξέλιξη: ο Μαρξ. Η φήμη του είχε ήδη αυξηθεί εντυπωσιακά. Μετά από μια μακρά περίοδο που όλοι απέρριπταν και αρνούνταν τις ιδέες του, αναζωπυρώθηκε το ενδιαφέρον γι’αυτές.[1] Πολύ καιρό πριν, προέβαλε επιχειρήματα πως ο καπιταλισμός είναι εκ φύσεως ασταθής και υπόκειται σε κρίσεις, και είχε ήδη προβλέψει την ενδεχόμενη κατάρρευσή του.

Η ανάλυση του καπιταλισμού από τον Μαρξ, πολλοί λένε πως αποδείχθηκε σωστή. Ποια όμως ακριβώς στοιχεία της μαρξιστικής ανάλυσης δικαιώθηκαν; Καταρχάς, η κριτική του Μαρξ για την ελεύθερη αγορά επιβεβαιώθηκε. Η ελεύθερη αγορά του φιλελευθερισμού και του laissez-faire, που κυριαρχούσε στην οικονομική και κοινωνική σκέψη κατά τα τελευταία 30 χρόνια διαψεύστηκε. Ακόμα και ο Alan Greenspan, ο πρώην διευθυντής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, ένας από του πιο σημαίνοντες υπερασπιστές του, παραδέχτηκε πως η φιλοσοφία της ελεύθερης αγοράς είναι προβληματική. «Έκανα λάθος που συμπέρανα πως τα συμφέροντα των οργανισμών, και ειδικά των τραπεζών και άλλων, ήταν τέτοια ώστε να έχουν την ικανότητα να προστατεύσουν τους μετόχους τους και την εταιρική θέση τους»[2].

Η παρούσα κρίση αποδεικνύει και πάλι πως η ελεύθερη αγορά δεν είναι ο αγαθός αυτορρυθμιζόμενος μηχανισμός που οι φανατικοί της υποστηρικτές ισχυρίζονταν πως ήταν. Δεν εξυπηρετεί πάντα το κοινό καλό, ούτε οδηγεί νομοτελειακά στην οικονομική ανάπτυξη και ευημερία. Αντιθέτως, όπως ισχυρίζεται ο Μαρξ, η ελεύθερη αγορά λειτουργεί σαν ένα αλλότριο σύστημα με δική του ζωή. Είναι ένας μη ελέγξιμος και εκ φύσεως ασταθής μηχανισμός. Οδηγεί περιοδικά σε κρίσεις, κατά τις οποίες ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων χάνει τη δουλειά του και χρήσιμα μέσα παραγωγής καταστρέφονται. Αυτά δείχνουν πως το καπιταλιστικό σύστημα δεν είναι ικανό να ρυθμίσει τις παραγωγικές δυνάμεις που μόνο του δημιούργησε. Κατά τη γλαφυρή εικόνα του Μαρξ, είναι «σαν το μάγο που δεν μπορεί πια να ελέγξει τις δυνάμεις του κάτω κόσμου, που μόνος του κάλεσε με τα ξόρκια του»[3]. Περιοδικά, οι δυνάμεις παραγωγής αναπτύσσονται τόσο πολύ, ώστε να έρχονται σε σύγκρουση με τις ήδη υπάρχουσες καπιταλιστικές οικονομικές σχέσεις. Τότε ενσκήπτει κρίση.

Και πώς ξεπερνά η αστική τάξη αυτές τις κρίσεις; Αφενός, επιβάλλοντας την μαζική καταστροφή μέσων παραγωγής. Αφετέρου, με την κατάκτηση νέων αγορών και την παράλληλη, ακόμα πιο άγρια, εκμετάλλευση των ήδη υπαρχουσών [αγορών]. Συνεπώς, χαράσσοντας το δρόμο για πιο εκτεταμένες και καταστροφικές κρίσεις και μειώνοντας τους τρόπους πρόληψης κρίσεων.[4]

Έτσι, το σύστημα παραπαίει σε μια σειρά περιόδων ανάπτυξης και ύφεσης. Είναι εκ φύσεως ασταθές. Ύφεση και κρίση δεν οφείλονται σε ανεπαρκείς ρυθμίσεις ή αδύναμες κυβερνητικές πολιτικές, αντίθετα αποτελούν ουσιαστικό στοιχείο της δυναμικής του καπιταλισμού και των μηχανισμών λειτουργίας του.

Η κατάρρευση του καπιταλισμού;

Τελικά, πίστευε ο Μαρξ, ο καπιταλισμός είναι καταδικασμένος να καταρρεύσει και να παραχωρήσει τη θέση του σε μια σοσιαλιστική κοινωνία. Πρόκειται άραγε γι’ αυτό, του οποίου είμαστε τώρα μάρτυρες; Κάποιοι το πίστεψαν. Αναμφίβολα αυτή η κρίση είναι πολύ σοβαρή. Το κράτος των ΗΠΑ, ακόμα και επί Μπους, αναγκάστηκε να αναλάβει υπό την προστασία του τράπεζες και εταιρίες του κτηματομεσιτικού τομέα, προκειμένου να σώσει το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα από τον κίνδυνο της κατάρρευσης. Κυβερνήσεις ανά τον κόσμο έλαβαν παρόμοια μέτρα. Αναγκάστηκαν να εξαγοράσουν μερίσματα σε τράπεζες και κτηματομεσιτικές εταιρίες και, σε ορισμένες περιπτώσεις, να τις εθνικοποιήσουν. Αυστηρότερος έλεγχος των δραστηριοτήτων τους επιβάλλεται με δυσφορία. «Ενέσεις» κρατικών κονδυλίων έγιναν μαζικά στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Σε ό,τι αφορά την «πραγματική» οικονομία, στην αρχή της κρίσης, υπήρξαν κάποιες συζητήσεις για την ανάγκη δημόσιων προγραμμάτων ευρείας κλίμακας, για να αμβλυνθούν οι χειρότερες συνέπειες της οικονομικής ύφεσης, στην λογική του «New Deal» της δεκαετίας του ’30, αλλά στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ μόνο η αυτοκινητοβιομηχανία βοηθήθηκε ουσιαστικά (σ.σ. σωστή και σημαντική η παρατήρηση: Στο Κραχ του 1929, υπήρχε πιο συγκροτημένο λαικό κίνημα, και υπό αυτή την πίεση, οι κυβερνώντες υιοθέτησαν κάπως πιο "κεντροαριστερές" πολιτικές, ενώ τώρα ούτε καν αυτό δεν κάνουν, διότι δεν πιέζονται τόσο πολύ από του λαούς, και έτσι συνεχίζουν "φουλ επίθεση").[5]

Επί πλέον, είναι προφανές πως διερχόμαστε διαμέσου μιας παγκόσμιας κρίσης ενός παγκόσμιου οικονομικού συστήματος. Μολονότι υπήρξε μια πρόνοια διεθνούς συντονισμού, οι απαιτούμενοι για μια επιτυχή παγκόσμια απάντηση στην κρίση θεσμοί, σχεδόν δεν υπάρχουν ακόμα. Και όσοι υπάρχουν (ΔΝΤ, Παγκόσμια τράπεζα, ΟΗΕ), χρειάζονται αναδιάρθρωση και ενίσχυση για να ανταποκριθούν στις παρούσες οικονομικές πραγματικότητες, ιδιαίτερα με το να ενσωματώσουν τις αναδυόμενες οικονομίες, όπως η Κίνα, η Ινδία, η Ρωσία, η Βραζιλία, η Κορέα κλπ.

Το εύρος αυτών των μέτρων πιστοποιεί το βάθος της κρίσης. Και είναι σαφές πως ακόμα δεν έχει φτάσει στο τέρμα. Οι κρίσεις χρέους που τώρα εμφανίζονται σε πολλά ευρωπαϊκά κράτη και η αστάθεια του ευρώ δείχνουν πως υπάρχει ακόμα μια πραγματική πιθανότητα κατάρρευσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος και σοβαρής μακράς διπλής ύφεσης.

Άραγε παρακολουθούμε, λοιπόν, την κατάρρευση του καπιταλισμού, όπως πολλοί διατείνονται; Αυτό κατά τη γνώμη μου, δεν είναι πιθανό. Χρειάζονται περισσότερα για να τελειώσει ο καπιταλισμός, από μια κρίση, όσο σοβαρή κι αν είναι αυτή. Μια κρίση είναι ένα καθαρά αρνητικό φαινόμενο. Αλλά χρειάζονται και οι θετικοί παράγοντες, εκτός από τους αρνητικούς, για να φέρουν μια αλλαγή του συστήματος. Αυτό περιλαμβάνει, όχι απλά την κατάρρευση του παλιού συστήματος, αλλά και τη δημιουργία μιας νέας εναλλακτικής, μιας νέας τάξης πραγμάτων.

Δεν είναι απλά μια οικονομική διαδικασία, αλλά είναι και πολιτική. Χρειάζεται να υπάρχουν οι πολιτικές δυνάμεις που θα δημιουργήσουν το καινούριο. Παρά το τεράστιο και διαρκώς αυξανόμενο άνοιγμα της ψαλίδας της ανισότητας και την ευρέως διασπαρμένη φτώχεια και μιζέρια, τέτοιες δυνάμεις δε φαίνεται να υπάρχουν. Αυτή τη στιγμή, φαίνεται, ότι δεν υπάρχουν αποτελεσματικές και πειστικές αντικαπιταλιστικές δυνάμεις.

Ο Μαρξ πίστευε πως αυτές οι δυνάμεις θα γεννιόντουσαν μέσα από τον ίδιο τον καπιταλισμό. Έλεγε πως η εργατική τάξη, που δημιουργήθηκε από τις συνθήκες της σύγχρονης βιομηχανικής εργασίας μέσα στον καπιταλισμό, θα αποτελούσε μια τέτοια δύναμη. Οι συνθήκες τις εργατικής τάξης στις βιομηχανικές χώρες, όταν εκείνος έγραφε τα έργα του, ήταν φριχτές. Αγρότες και βιοτέχνες είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν την ύπαιθρο και να μεταφερθούν στα αστικά κέντρα και τα εργοστάσια. Η βιομηχανική παραγωγή στα εργοστάσια είχε εντείνει την εκμετάλλευση και χειροτερεύσει τις συνθήκες εργασίας. Οι εργάτες, συμπεριλαμβανομένων γυναικών και ανήλικων παιδιών, εξαναγκάζονταν από την ένδεια να δουλεύουν απίστευτα πολλές ώρες για μισθούς πείνας. Η προστασία του πλούτου και των δικαιωμάτων των εργατών ήταν μηδαμινή.

Παρόλα αυτά, ο Μαρξ δεν θεωρούσε την εργατική τάξη απλά μια εξαθλιωμένη, φτωχή, αποκτηνωμένη και καταπιεσμένη μάζα. Ο αντίκτυπος της βιομηχανίας δεν ήταν αποκλειστικά αρνητικός. Η εργατική τάξη ενεργοποιούνταν και ριζοσπαστικοποιούνταν από αυτές τις συνθήκες. Ενωνόταν και εκπαιδευόταν, η αλληλεγγύη και η συνειδητοποίησή της αυξάνονταν. Σταθερά, κατά το 19ο και το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, ισχυροποιούνταν πολιτικά –οργανωνόταν καλύτερα και γινόταν πιο αγωνιστική. Μια επαναστατική βιομηχανική εργατική τάξη αναπτύχθηκε, ακριβώς όπως είχε προβλέψει ο Μαρξ.

Ο καπιταλισμός σήμερα

Στον προχωρημένο καπιταλιστικό κόσμο, όμως, οι συνθήκες έχουν αλλάξει πολύ από τότε. Μολονότι ο καπιταλισμός οδήγησε σε μια τεράστια διεύρυνση των ανισοτήτων, σε υψηλή ανεργία, φτώχεια και εξαθλίωση, δεν υπάρχουν σημάδια ανάδειξης μιας επαναστατικής εργατικής τάξης (κι όμως...). Το αν είναι ακόμα ρεαλιστική η μαρξιστική ανάλυση τίθεται σήμερα υπό αμφισβήτηση.

Ειδικά, ο χαρακτήρας των τάξεων στις προηγμένες βιομηχανικές κοινωνίες έχει μεταβληθεί. Συχνά αυτές ονομάζονται «μετα-βιομηχανικές» κοινωνίες. Η βιομηχανία διαδραματίζει έναν διαρκώς μειούμενο ρόλο στις οικονομίες τους και η βιομηχανική εργατική τάξη αποτελεί μια μικρή ή μειούμενη μερίδα του εργατικού τους δυναμικού. (αυτό όμως πάει να αλλάξει: Αν "κινεζοποιηθούν οι εργάτες της δύσης, μετά θα ξανάρθουν εργοστάσια εδώ)

Αυτό οφείλεται εν μέρει στις παγκόσμιες οικονομικές αλλαγές. Ο Μαρξ επικεντρώθηκε στον καπιταλισμό στη Βρετανία του 19ου αιώνα, και τον ανέλυσε ως ένα αυτόνομο εθνικό φαινόμενο (!!!). Σήμερα, ο καπιταλισμός είναι ένα παγκόσμιο σύστημα. Η βιομηχανία μεταφέρθηκε εκεί όπου το κόστος είναι το χαμηλότερο δυνατό και οι συνθήκες οι χειρότερες. Οι εργάτες σε ολόκληρο τον κόσμο, κατά συνέπεια, τίθενται σε άμεσο ανταγωνισμό μεταξύ τους. Μεγάλο μέρος της βιομηχανίας μετατοπίστηκε από την Ευρώπη και τη Βόρειο Αμερική, σε περιοχές όπως η Κίνα και η Ινδία. Παρά ταύτα, ο καπιταλισμός δεν έπαψε να είναι ένα βιομηχανικό σύστημα: η βιομηχανία είναι ακόμα θεμελιώδης για την οικονομία.

Η οικονομία επίσης λέγεται πως μετατρέπεται σε «μετα-βιομηχανική», εξαιτίας αλλαγών στον ίδιο το χαρακτήρα της παραγωγής, οφειλόμενων κατά κύριο λόφο στην αυτοματοποίηση και στην χρήση της τεχνολογίας της πληροφορίας. Οι παλιές βιομηχανίες μεταμορφώνονται. Η παραγωγή αυτοματοποιείται, η παραγωγικότητα αυξάνεται εντυπωσιακά. Ο αριθμός των εργατών στις κατασκευαστικές βιομηχανίες είναι πλέον ένα μικρό κλάσμα αυτού που κάποτε ήταν (το ίδιο ισχύει και για την αγροτική παραγωγή). Ταυτόχρονα, ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι εργάζονται στον τομέα των υπηρεσιών –σε γραφεία, καταστήματα ή ακόμα και στο σπίτι χρησιμοποιώντας υπολογιστές. Η ένταξη στα συνδικάτα και η πολιτικοποιημένη αγωνιστικότητα της εργατικής τάξης μειώθηκαν. Η αλληλεγγύη και η ταξική συνείδηση του βιομηχανικού προλεταριάτου στην εποχή της ακμής του έχουν παρέλθει. Και πιθανότατα δε θα επανέλθουν. (σ.σ. θα το δούμε αυτό)

Είναι γεγονός πως ο χαρακτήρας των τάξεων έχει αλλάξει σημαντικά από την εποχή του Μαρξ και η αντίληψη που είχε εκείνος για τις τάξεις χρειάζεται να αναθεωρηθεί αντίστοιχα. Ο ισχυρισμός, ωστόσο, που είναι πιο αμφισβητήσιμος είναι η ιδέα πως η τάξη έχει πάψει πλέον να είναι να είναι η θεμελιώδης μορφή του διαχωρισμού στην καπιταλιστική κοινωνία (!!!). Μολονότι ο χαρακτήρας της έχει αλλάξει, η εργατική τάξη εξακολουθεί να αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Κατά το μεγαλύτερο μέρος, η εργατική τάξη πια (σε περιοχές όπως η Βρετανία τουλάχιστον) βρίσκεται πλέον σε γραφεία και καταστήματα, σε αποθήκες διανομής και τηλεφωνικά κέντρα, παρά σε εργοστάσια. Αλλά αυτοί οι εργαζόμενοι παραμένουν μέλη της εργατικής τάξης, όπως την περιέγραψε ο Μαρξ. Αυτό σημαίνει πως είναι άνθρωποι που δεν έχουν μερίδιο στο κεφάλαιο και εξαρτώνται εντελώς από την εργατική τους δύναμη για να επιζήσουν, και που κατέχουν υποτελείς θέσεις στον καταμερισμό της εργασίας.

Πολλοί σχολιαστές έπαψαν να βλέπουν την εργατική τάξη ως δυνάμει επαναστατική δύναμη. Αντίθετα, ψάχνουν [την επαναστατική δύναμη]σε στερούμενες πολιτικών δικαιωμάτων, απόκληρες και δυσφορούσες κοινωνικές ομάδες –στις γυναίκες, τις μειονότητες και τους νέους. Ψάχνουν επαναστατικό δυναμικό στο οικολογικό κίνημα, στο φεμινιστικό κίνημα και στο άμορφο αντικαπιταλιστικό κίνημα. Ωστόσο, αυτές οι ομάδες στερούνται της αλληλεγγύης και των κοινών συμφερόντων του ταξικά γειωμένου σοσιαλιστικού κινήματος ή της ενωτικής θεώρησης του μαρξισμού. Είναι αμφίβολο το κατά πόσον μπορούν να συγκροτήσουν ένα επαρκώς ενωμένο ή συνεκτικό κίνημα. Η εργατική τάξη παραμένει ακόμα, κατά πάσα πιθανότητα, το επαναστατικό υποκείμενο.

Υπάρχουν λίγα σημάδια πως αυτή επιτελεί αυτό το ρόλο, αλλά θα ήταν λάθος να ερμηνευθεί αυτό σαν σημάδι ικανοποίησής της από την παρούσα κατάσταση πραγμάτων. Ιδιαίτερα με την οικονομική ύφεση που αντιμετωπίζουμε σήμερα, υπάρχει σε μεγάλο βαθμό αποξένωση, απογοήτευση και οργή. Ο σημαντικότερος λόγος που οι άνθρωποι είναι τόσο παθητικοί είναι το γεγονός ότι δε βλέπουν τρόπο, με τον οποίο να μπορέσουν να επιφέρουν μια σημαντική αλλαγή, η οποία να οδηγήσει σε ένα καλύτερο μέλλον. Άπαξ και εμφανιστεί αυτή η ελπίδα, η παρούσα κατάσταση μπορεί να ανατραπεί γρήγορα.

Είναι πιθανό η οικονομική κρίση να διαβρώσει περαιτέρω την εμπιστοσύνη των ανθρώπων στα υπάρχοντα πολιτικά κόμματα, τα οποία στηρίζουν την παρούσα κατάσταση και να οδηγήσει σε ένα ανώτερο επίπεδο υποστήριξης ριζοσπαστικών εναλλακτικών, τόσο της δεξιάς όσο και της αριστεράς. Αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιο πως μόνον η αριστερά θα το καρπωθεί. Αν η εμπειρία της ύφεσης του ’30 έχει να μας διδάξει κάτι, ο κίνδυνος να αναπτυχθεί μια εθνικιστική, ρατσιστική και ακροδεξιά αντίδραση είναι υπαρκτός. Υπάρχουν ενδείξεις σε όλη την Ευρώπη.[6] Η προοπτική του σοσιαλισμού είναι ακόμα μακρινή.

Παρόμοια πράγματα ισχύουν για την κατάσταση σε άλλα μέρη του πλανήτη. Η θεωρία πως η τεράστια συσσώρευση πλούτου που προέκυψε από την παγκοσμιοποίηση του εμπορίου και της φούσκας των τελευταίων 30 χρόνων θα ευνοούσε και τα κατώτερα στρώματα αποδείχθηκε απατηλή. Αντιθέτως, το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών αυξήθηκε δραματικά, όχι μόνο σε κράτη όπως οι ΗΠΑ και η Βρετανία, αλλά παγκοσμίως. Σε μεγάλες περιοχές της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής ενδημούν τα πιο φριχτά επίπεδα φτώχειας και εξαθλίωσης, και όμως προς το παρόν δεν υπάρχουν σημάδια ανάδειξης επαναστατικών δυνάμεων. Ποιος αμφιβάλλει, όμως, ότι οι συνθήκες για επαναστατικά κινήματα είναι υπαρκτές και ότι αυτά θα αναδειχθούν όταν προκύψουν οι κατάλληλες πολιτικές συνθήκες;

Στα όψιμα βιομηχανοποιημένα κράτη της Ασίας, η κατάσταση είναι ίσως και πάλι διαφορετική. Η Κίνα, και πρόσφατα η Ινδία, εκβιομηχανίζονται σε πρωτόγνωρο επίπεδο. Οι διαδικασίες που προέκυψαν στην Βρετανία του 19ου αιώνα και που ο Μαρξ αναλύει στο Κεφάλαιο, επαναλαμβάνονται σε μεγάλη κλίμακα και με αυξημένο ρυθμό. Οι άνθρωποι συσσωρεύονται στις πόλεις εγκαταλείποντας την ύπαιθρο, με στόχο να δουλέψουν στα καινούρια εργοστάσια που μόλις αναδείχθηκαν. Ο πιο ακραίος πλούτος συμβιώνει με την πιο ακραία φτώχεια. Η Κίνα είναι τώρα το κέντρο της μεγαλύτερης συγκέντρωσης βιομηχανικών εργατών στον κόσμο. Αν αυτές οι συνθήκες θα οδηγήσουν στη δημιουργία μιας στρατευμένης εργατικής τάξης στην Ασία, όπως έγινε στη Βρετανία, μένει να το δούμε. Υπήρξαν πρόσφατα κάποια σημάδια εργατικής αναταραχής, αλλά είναι πολύ νωρίς για να συμπεράνει κανείς πού θα οδηγήσουν.[7]

Η ιδέα του σοσιαλισμού

Η παρούσα κρίση έφερε το καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα στο χείλος της κατάρρευσης. Απέδειξε πως η ελεύθερη αγορά είναι μια ασταθής και δυσλειτουργική βάση για την οικονομική ζωή. Με αυτή την έννοια, επιβεβαίωσε τη μαρξιστική κριτική στον καπιταλισμό. Δεν υπάρχουν ακόμα σημάδια από τις δυνάμεις, που ο Μαρξ πίστευε πως θα αναδεικνύονταν για να προκαλέσουν την ανατροπή και την υπέρβαση του καπιταλισμού. Παρά ταύτα, η κρίση επανέφερε στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα των εναλλακτικών απέναντι στον καπιταλισμό.

Η αποτυχία της αγοράς ανάγκασε τις κυβερνήσεις να αναλάβουν μεγάλο μέρος της διαχείρισης των τραπεζών και ένα σημαντικό ρόλο στην οικονομία. Τώρα τα κρίσιμα ερωτήματα είναι: τι θα έπρεπε να κάνουν (-με;) με τα καινούρια προνόμια και δυνάμεις; Τι είδους χρηματοπιστωτικό και οικονομικό σύστημα θέλουμε; Είναι χάρη στις απαντήσεις που έδωσε σε αυτά τα ερωτήματα, αλλά και για την κριτική του στον καπιταλισμό, που ο Μαρξ είναι σημαντικός και επίκαιρος σήμερα.

Ακόμα και τα μέτρα που πήραν οι κυβερνήσεις ως τώρα περιγράφηκαν σαν «σοσιαλιστικά» από συνηγόρους της ελεύθερης αγοράς στις ΗΠΑ.[8] Υπάρχει μικρή δόση αλήθειας σε αυτή την περιγραφή. Η κρατική ιδιοκτησία και ο έλεγχος του χρηματοπιστωτικού συστήματος και άλλων μεγάλων επιχειρήσεων είναι αναγκαίες συνθήκες για το σοσιαλισμό, υπό τον όρο πως αυτές οι επιχειρήσεις θα αποσπασθούν από τα χέρια των ιδιωτών και οι λειτουργίες τους θα τεθούν υπό κοινωνικό έλεγχο.

Παρόλα αυτά, όσα συνέβησαν μέχρι τώρα –ακόμα και όταν επρόκειτο για πλήρη κρατική ιδιοκτησία- δεν θα έπρεπε να συγχέονται με τον σοσιαλισμό, όπως τον αντιλαμβανόταν ο Μαρξ. Αυτά τα μέτρα δεν ελήφθησαν προς όφελος των εργαζόμενων ή της κοινωνίας ως συνόλου. Ο πρωταρχικός τους στόχος ήταν να σωθούν οι τράπεζες και άλλοι τομείς του συστήματος από την κατάρρευση. Η πρόθεση είναι να επιστραφούν στον ιδιωτικό τομέα και την ελεύθερη αγορά, μόλις οι συνθήκες το επιτρέψουν, και να μην προκύψει τίποτα εν τω μεταξύ που θα θέσει σε κίνδυνο αυτό το στόχο.

Ο σοσιαλισμός είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Αφορά κάτι παραπάνω από κρατική ιδιοκτησία. Αφορά μια σχεδιασμένη οικονομία, που λειτουργεί προς το συμφέρον της κοινότητας και κυρίως των εργαζομένων. Ο σοσιαλισμός προϋποθέτει μια οικονομία ελεγχόμενη όχι από εξωτερικές και ανεξέλεγκτες οικονομικές δυνάμεις, αλλά συνειδητά προγραμματισμένη –μια οικονομία που λειτουργεί για το καλό όλων και όχι για τα κέρδη των λίγων.

Με σημερινούς όρους, αντί να διοχετεύονται αφειδώς χρήματα στις τράπεζες, αυτό σημαίνει, για παράδειγμα, επενδύσεις σε νοσοκομεία, σχολεία, κοινωνικές κατοικίες, μέσα μεταφοράς και άλλες απαραίτητες υποδομές, και πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση του οικολογικού προβλήματος. [9] Τέτοιες επενδύσεις θα γίνονταν για το καλό της κοινότητας και όχι για τη διάσωση της ελεύθερης αγοράς.

Επί πλέον, για τον Μαρξ, ο έλεγχος και ο σχεδιασμός της οικονομίας, καθώς και η λειτουργία της για κοινωνικούς σκοπούς αντί για τα ιδιωτικά κέρδη, είναι μόνο τα πρώτα βήματα προς μια πλήρως σοσιαλιστική κοινωνία. Στην τελική φάση, οραματίζεται ένα ανώτερο επίπεδο, στο οποίο ο εξωτερικός μηχανισμός της αγοράς δεν τίθεται απλά σε πλήρη έλεγχο (σ.σ. βασικά η "αγορά" θα πρέπει να έχει εξαλειφθεί και πιο πριν - τέλος πάντων), αλλά εξαλείφεται εντελώς, και η κοινωνία διέπεται από την αρχή «από τον καθένα σύμφωνα με τις ικανότητές τους, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του!»[10].

Αυτή είναι μια απόμακρη προοπτική. Παρόλα αυτά, είναι μια ζωτικά σημαντική ιδέα που πρέπει να διατηρηθεί ζωντανή. Γιατί μια από τις πιο σημαντικές οπτικές του Μαρξ είναι ότι ο καπιταλισμός δεν είναι μια αναπόδραστη αναγκαιότητα, αλλά ένα περιορισμένο και ιδιαίτερο στάδιο της ιστορικής ανάπτυξης. Η κοινωνία και η οικονομία χρειάζεται να καθορίζονται όχι από τον εχθρικό και εξωγενή μηχανισμό της αγοράς. Ο καπιταλισμός γεννήθηκε σε μια συγκεκριμένη εποχή, έχει μια ιστορία ζωής, και είναι πιθανό να αποτελέσει ένα αυξανόμενο εμπόδιο στην πλήρη αξιοποίηση των παραγωγικών μας δυνάμεων. Ο Μαρξ οραματίζεται ότι θα αντικατασταθεί τελικά από μια εθελοντική και συνεργατική οργάνωση της κοινωνικής και οικονομικής ζωής, στην οποία αγαθά και υπηρεσίες θα διανέμονται ανάλογα με τις ανάγκες και όχι ανάλογα με τη δυνατότητα πληρωμής, και ότι οι άνθρωποι θα συνεισφέρουν την εργατική τους δύναμη για να τα παράγουν οικειοθελώς και όχι μόνο επειδή πληρώνονται για να το κάνουν. Μια καλύτερη εναλλακτική από τον καπιταλισμό είναι εφικτή.

Αναδημοσίευση από το "αριστερό βήμα"

Μοιράσου το :

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © ΒΑΘΥ ΚΟΚΚΙΝΟ
Powered by Blogger