Οι εξαγγελίες του Αλέξη Τσίπρα το απόγευμα του Σαββάτου από το βήμα της ΔΕΘ αποτυπώνουν τα όρια συνολικά της Αριστεράς, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο.
Δεν θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά τα προτάγματα του ΣΥΡΙΖΑ, αν λάβουμε υπόψιν την κατάσταση που επικρατεί στην κοινωνία και στο λαϊκό κίνημα. Μοιάζει αναπόφευκτο, μέσα σε αυτά τα πλαίσια, οι προσδοκίες του να εξαντλούνται σε ένα κλασικό σοσιαλδημοκρατικού τύπου πρόγραμμα θέσεων και διαχείρισης. Σε ποιο, εξάλλου, καίριο σημείο του πλανήτη- έπειτα από την κεφαλαιοκρατική επανένωση του κόσμου πριν από 25 χρόνια- κατόρθωσε η Αριστερά να γίνει πλειοψηφική με πούρες κομμουνιστικές προγραμματικές θέσεις, και όχι με το minimum αναγκαίο: Δηλαδή καθαρά αντινεοφιλελεύθερα- προοδευτικά προγράμματα διακυβέρνησης;
Ο συσχετισμός του ΣΥΡΙΖΑ με το ΠΑΣΟΚ του 1981 είναι άτοπος, στον βαθμό που κάποιος έχει στοιχειώδη συναίσθηση των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών του τότε και του σήμερα. Το ΠΑΣΟΚ εξέφραζε ένα μαζικό λαϊκό κίνημα και ένα σαφέστατα πιο δυναμικό πλαίσιο ταξικής αναδιανομής προς τα κάτω. Εξέφραζε, επίσης, (και αυτό είναι το πλέον βασικό) ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα αναδιάρθρωσης και ανασυγκρότησης του ελληνικού καπιταλισμού. Με σύμμαχο, ασφαλώς, την αστική τάξη και ακριβώς στην κατεύθυνση της παραγωγικής, ιδεολογικής, και καταναλωτικής ενσωμάτωσης στο σύστημα των πλατιών στρωμάτων που συγκροτούσε ο κόσμος και το στελεχικό δυναμικό της Αριστεράς και η κοινωνία των εργαζομένων αντίστοιχα. Οπότε, είναι άδικοι και άγονοι οι όποιοι συσχετισμοί, ακόμα και εάν το ΠΑΣΟΚ του 1981 ήταν μια πολιτική δύναμη που ολοφάνερα κινούνταν σε αρκετά πιο αριστερές θέσεις τόσο όσον αφορά το οικονομικό, όσο και το ιδεολογικό εποικοδόμημα του νεοελληνικού κοινωνικού σχηματισμού.
Ο αποδιαρθρωμένος, χρεοκοπημένος και ενεχυριασμένος ελληνικός σημερινός καπιταλισμός δεν θα μπορούσε (ακόμα και εάν θα το ήθελε) να σκαρώσει ένα νέο ΠΑΣΟΚ στο σήμερα, και αυτό είναι ακόμα πιο φανερό παρακολουθώντας την χυδαία ενδοτικότητα και εθνική μειοδοσία που εκπέμπει, για παράδειγμα, μέσω μιας οποιασδήποτε ειδησεογραφικής εκπομπής.
Αλλά το ζήτημα δεν είναι αυτό. Στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, εξάλλου, υπάρχουν αρκετά θετικά ταξικά χαρακτηριστικά- έστω και εάν η ηγεμονία των συμφερόντων της μεσαίας τάξης σε αυτό είναι ακλόνητη: Σχετική αναδιανομή πλούτου (μέσα από την αλλαγή του φορολογικού συστήματος και την αναπροσαρμογή των μισθών και συντάξεων), προστασία των εργασιακών σχέσεων, επαναθεμελίωση της αναγκαιότητας για δημόσια υγεία, παιδεία, πρόνοια, προσπάθεια για συγκρότηση ορισμένων δημοκρατικών θεσμών ελέγχου από τα κάτω, κάποια προσπάθεια για καθυπόταξη της ανεξέλεγκτης εξουσίας του χρηματιστικού κεφαλαίου εις βάρος της πραγματικής οικονομίας και της κοινωνίας.
Θα μπορούσε ο ΣΥΡΙΖΑ, ή οποιοδήποτε άλλος σχηματισμός της Αριστεράς, να διαμορφώσει ένα πιο προωθητικό σχέδιο εξουσίας πάνω σε μια σαφέστατα ταξική βάση υπέρ του κόσμου της παραγωγικής εργασίας; Οπωσδήποτε, ναι. Αλλά το ερώτημα δεν είναι γιατί δεν το εκφράζει ο ΣΥΡΙΖΑ αυτό το σχέδιο. Το βασικό ερώτημα είναι γιατί δεν μπορεί να το παράξει η ίδια η κοινωνία των εργαζομένων και η ίδια η Αριστερά. Αν δεν θεωρήσει κανείς έτσι τα πράγματα, τότε ξεκόβει με αφάνταστη και επιπόλαια αβελτηρία από έναν σημαντικό δεσμό: Την αναγκαία και αυτονόητη αλληλεπίδραση των σχηματισμών της Αριστεράς με την κοινωνία- και ειδικότερα με τα κοινωνικά στρώματα που έχει κληθεί (εν είδη κληρονομιάς περισσότερο) να εκφράσει. Εδώ είναι που τα πράγματα δυσκολεύουν, αλλά και θέτουν, επίσης, τα δικά τους όρια.
Πάνω σε αυτό το ερώτημα χρειάζεται να απαντήσει μια σύγχρονη επαναστατική θεωρία και πράξη. Οι αφορισμοί περί πουλημένων και ρεφορμιστών είναι δύο φορές άσκοποι και προβληματικοί εφόσον δεν πατάνε πάνω σε μια ήδη πραγματικά διαμορφωμένη ταξική-κοινωνική πλατφόρμα. Πολύ περισσότερο, επιπλέον, εφόσον μια τέτοια στάση εδράζεται σε θέσεις που κυμαίνονται από πολιτικό αναχωρητισμό, μετάθεση του ζητήματος της επανάστασης στην δευτέρα παρουσία των κλασικών του μαρξισμού (οπότε καταντά εσχατολογία), ή ενός ανερμάτιστου εμπειρισμού που στραγγαλίζει τις αναλύσεις και τις δράσεις της Αριστεράς.
Για αυτό τον λόγο είναι σημαντικό να ξεδιαλύνει κανείς ότι η σοσιαλδημοκρατία όπου παραπέμπει σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ δεν σκοπεύει (δεν μπορεί, άλλωστε, κιόλας) να χειραγωγήσει τον λαό λοξοδρομώντας τον από την επαναστατική του διαδρομή (καθώς ήτανε πάντα ο ρόλος της σοσιαλδημοκρατίας διεθνώς σε όλο το πρώτο μισό του 20ου αιώνα τουλάχιστον), αλλά παραπέμπει σε κάτι άλλο, που δεν παύει να είναι ακόμα θλιβερότερο: Είναι αυτή η ίδια η σοσιαλδημοκρατία ότι περισσότερο μπορεί με τα τωρινά δεδομένα να σηκώσει στις πλάτες της η εργατική τάξη. Το πρόβλημα, οπότε, είναι βαθύτερο και οπωσδήποτε πιο πολυεπίπεδο.
Δύο παραμένουν, ωστόσο, τα βασικότερα προβλήματα που ανακύπτουν από τις προγραμματικές θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Και που, σαφώς, δεν έχουν να κάνουν με το ύφος ή με την τάδε ή την δείνα λέξη που χρησιμοποιεί ο πρόεδρος του (μιας και, πολύ συχνά, παρατηρείται η κριτική να επικεντρώνεται σε τέτοια θέματα).
Το πρώτο είναι ότι από το πρόγραμμα αυτό λείπει ολοκληρωτικά μια σαφή τοποθέτηση για το είδος της παραγωγικής ανασυγκρότησης της οικονομίας. Πολύ σωστά, καθώς ειπώθηκε, η οικονομία δεν είναι στατική, αλλά έχει μια δυναμική, μπορεί από μόνη της δηλαδή να δημιουργήσουμε πλούτο αντί να στηρίζεται στα δάνεια και στους εξωτερικούς της πάτρωνες. Η οριοθέτηση από ποιά κοινωνικά στρώματα, και με ποιου είδους εργασία, με ποιο διαρθρωτικό πλάνο, θα παραχθεί όμως μένει μετέωρη- και αυτονόητα αυτό συνεπάγεται ότι μένει εξίσου μετέωρη και η αναπόφευκτη βαθιά αναδιάρθρωση που αυτή η ανασυγκρότηση θα επιφέρει (πρέπει να επιφέρει) σε όλα τα επίπεδα, και εις βάρος άλλων κοινωνικών διαστρωματώσεων: Σε ταξικό, οικονομικό, καταναλωτικό, πολιτιστικό επίπεδο.
Το δεύτερο, άρρηκτα δεμένο με το πρώτο, είναι ποια μπορεί να είναι η θέση ενός τέτοιου νέου κοινωνικοοικονομικού εγχειρήματος εν μέσω των δεδομένων διεθνών εξελίξεων. Ποια θα είναι η θέση, με λίγα λόγια, της Ελλάδας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας και υπό ποιες διεθνείς συμμαχίες θα κληθεί να την διαχειριστεί μια αυριανή κυβέρνηση της Αριστεράς; Αυτό το ερώτημα είναι ακόμα πιο κρίσιμο καθώς φαίνεται δεδομένη η παγίδευση της στρατηγικής του ευρωγερμανικού ιμπεριαλισμού εν μέσω των αντιφάσεων του χαρακτήρα της ευρωζώνης από την μια και των αμερικανοκινέζικων αλληλοσυμπληρώσεων/αλληλοσυγκρούσεων από την άλλη, καθώς επίσης ο κόσμος συνολικά (και ακόμα περισσότερο η γεωγραφική περιοχή που περικυκλώνει την Ελλάδα) εισέρχεται σε μια νέα φάση ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, όπου τα υποκινούμενα πραξικοπήματα, οι στρατιωτικοπολιτικές επεμβάσεις και οι εμφύλιοι πόλεμοι μπαίνουν στην ημερήσια διάταξη σαν την νέα κανονικότητα με την οποία, και μόνο, λύνονται αυτοί οι ανταγωνισμοί.
Από πολλές απόψεις, οι λαοί όλης της περιοχής αντιμετωπίζουν ένα ευρύ φάσμα και μια υπάρχουσα πραγματικότητα απειλών και φασιστικών κινδύνων: Το φάσμα της κοινωνικής αποδιάρθρωσης και χρεοκοπίας μπλέκει αξεδιάλυτα με την ωμή πραγματικότητα του πολέμου και του απόλυτου φασισμού. Άλλοι λαοί πληρώνουν την αντίθεση τους στο κυρίαρχο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό μπλοκ εξουσίας με πόλεμο και άλλοι με φτώχεια και με φασισμό.
Όπως και να έχει, καθώς το είπε και ο Φιντέλ Κάστρο: Ή θα θριαμβεύσουν οι λαοί, ή θα θριαμβεύσουν οι καταστροφείς τους.
Για τίποτε λιγότερο από αυτό δεν αρκεί να είναι σίγουρος κανείς.
Ανδρέας Μπεντεβής, στέλεχος του ΕΑΜ
Δημοσίευση σχολίου