Έχασα μια πατρίδα και δε με νοιάζει,
τα νιάτα μου πέρασαν σαν αστραπή μέσα σε μάχες, εξορίες και φυλακές,
αλλά ο τελικός απολογισμός με γεμίζει περηφάνια. Και ζω έντονα γιατί
όλες μου οι ενέργειες, όλα μου τα όνειρα, όλες μου οι λαχτάρες, είναι
γεμάτα από την παρουσία αυτού που μου λείπει: του Σέρχιο Λέιβα, το φίλου
μου, του συντρόφου μου, του αδελφού μου. [σ. 181]
Το απόσπασμα είναι ενδεικτικό της
«δοκιμιακής» – μη μυθοπλαστικής γραφής αλλά και της ευρύτερης
κοσμοθεωρίας του Σεπούλβεδα, συνεπώς και της γενικότερης θεματολογίας
της συγκεκριμένης συλλογής: οι κοινωνικοί αγώνες στέκουν δίπλα στις
σπουδαίες προσωπικές σχέσεις, καθώς αμφότερα, άρρηκτα μεταξύ τους
δεμένα, πλέκουν τη ζωή του ίδιου και των συντρόφων του. Το κομμάτι
προέρχεται από το κείμενο Σύντομη ιστορία ενός άξιου ανθρώπου,
από το οποίο και κλέψαμε τη φράση του τίτλου μας – το βίαιο
καλειδοσκόπιο της μνήμης ενεργοποιείται βέβαια με την επέτειο των
τριάντα χρόνων «από το φασιστικό στρατιωτικό πραξικόπημα που σκότωσε για
πάντα την χιλιανή δημοκρατία».
Ο Σεπούλβεδα ήταν 23 χρονών τη βροχερή 11η
Σεπτεμβρίου 1973 και σήμερα γράφει εν θερμώ, στα 53 του πλέον,
κοιτάζοντας για άλλη μια φορά τον κατάλογο των απωλειών του: εκεί πρώτος
πρώτος βρίσκεται ο φίλος του Σέρχιο Λέιβα. Μαζί διέσχισαν την έρημο
Ατακάμα στην καρότσα ενός καμιονιού, μιλώντας για το μέλλον που θα
έφτιαχναν μόλις γίνονταν πολίτες μιας ελεύθερης ηπείρου. Ο ίδιος ο
Βίκτορ Χάρα, ο μέγας ραψωδός του χιλιανού έπους του είχε εκφράσει την
στενοχώρια του γιατί ο Λέιβα δεν ηχογραφούσε τα τραγούδια του παρά άφηνε
το ταλέντο του μέσα στο τσαλακωμένο τετράδιο που κουβαλούσε πάντα μαζί
του. Αλλά ο Λέιβα είχε και γι’ αυτό απάντηση: πρώτα θα έφτιαχνε μια
χαρούμενη όπερα όπου δεν θα υπήρχε λύπη ή στεναγμός.
Την
ημέρα του πραξικοπήματος άρπαξε απ’ τους στρατιωτικούς ένα
πεντακοσαράκι Φίατ αρματωμένο με πυροβόλα κι απ’ την ανοιχτή του στέγη
τους σημάδευε με το μυδραλιοβόλο. Πολέμησε για πέντε μέρες, πήδηξε το
φράχτη της αργεντινής πρεσβείας όπου κατάσχεσε τις τεράστιες ποσότητες
χρημάτων που είδε με μεγάλη έκπληξη στα χέρια των συντρόφων του,
ξαναβγήκε στους αγώνες του δρόμου και όταν ετοιμαζόταν να πηδήξει έναν
ακόμα φράχτη τον σημάδεψε ο χωροφύλακας Βιγιάλμπα. Μη στενοχωριέσαι αδελφέ, του είπε ο Λέιβα, χωρίς να χάσει το χαμόγελό του, πυροβολείς και την κάνεις.
Χρόνια αργότερα ο Σεπούλβεδα συνάντησε τον χωροφύλακα για να του πει
ότι εκείνος σκότωσε τον αδελφό του. O στρατιώτης ήταν ένα ερείπιο – δυο
χρόνια μετά την δολοφονία είχε χάσει το μυαλό του και διώχθηκε απ’ το
σώμα.
Πού είναι η Λατινική
Αμερική; Μη ψάχνετε στους σχολικούς χάρτες, αλλά στην αθέατη περιοχή των
μεγάλων λησμονημένων που, εκτός απ’ τα ισπανικά και τα πορτογαλικά, μιλούν χίλιες άλλες γλώσσες. Πού είναι η Λατινική Αμερική; Μη ψάχνετε στην
υδρόγειο σφαίρα, αλλά στη σφαίρα της αβεβαιότητας. […] Αυτή η άλλη
στεριά βροντοφώναζε πως υπήρχε χώρος για τους πάντες, αλλά δεν μπορούσε
να προβλέψει πως αυτοί οι «πάντες» εποφθαλμιούσαν τον δικό της χώρο. [σ. 10-11]
Στη διάρκεια των χιλίων ημερών της
κυβέρνησης του Αγιέντε και του συλλογικού ονείρου, γράφει ο Σεπούλβεδα,
«ανακαλύψαμε τον άλλον, αυτόν που ήταν εδώ πριν από μας, τους
Λατινοαμερικανούς, κι επιστρέψαμε στους μαπούτσε [αυτόχθονες της Χιλής]
ένα μέρος απ’ την κλεμμένη γη τους». Ο συγγραφέας προβληματίζεται για
την «αβέβαιη» πατρίδα της Λατινικής Αμερικής, της οποίας έχουν κλέψει
ακόμα και το όνομά της και αναρωτιέται αν μπορεί να υπάρξει μόνο ως
επικράτεια «αποκλεισμών, απειλών, διαφθοράς, εισβολών, στρατιωτικών και
τραπεζικών πραξικοπημάτων, διαρπαγών και καπιταλιστικού κυνισμού».
Οι
σημειώσεις εν καιρώ πολέμου (δηλαδή σε κάθε χρόνο κι εποχή) γράφτηκαν
σε τρία μαύρα σημειωματάρια moleskin από τον Ιανουάριο του 2002 ως τον
Ιανουάριο του 2004 και διατρέχουν ολόκληρο το σύμπαν του Σεπούλβεδα, από
την εξέγερση των ιθαγενών του Τσιάπας («Δεν εξεγέρθηκαν για να
καταλάβουν την εξουσία, αλλά για να πουν: υπάρχουμε») και το
παλαιστινιακό ζήτημα μέχρι την κινηματογραφική ταινία που γύρισε κάτω
απ’ τη βροχή αλλά και τον εκτυφλωτικό ήλιο των Άνδεων, με τρία βαγόνια
επιβατηγού τρένου ως καμαρίνια, δυο φορτηγά ως τροχήλατα κελιά που και
τους φίλους που έπαυαν να είναι φίλοι και άρχισαν να γίνονται ένα μέρος
της ιστορίας του, της φρικτής ιστορίας τόσων χιλιανών … [Nowhere, 2001,
βασισμένη σε δικό του διήγημα].
Ο Σεπούλβεδα διαπιστώνει πως τα
μεγαλύτερα θύματα των πολέμων δεν φορούν στολές και δεν ανήκουν σε καμία
από τις αντιμαχόμενες πλευρές και πως το πρόβλημα των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων κατάντησε να λύνεται με …αποζημιώσεις, ενώ βλέποντας στις
ΗΠΑ να έχουν
εξαφανιστεί οι φωτογραφίες των νεκρών που απανθρακώθηκαν στην ιρακινή
έρημος κατά την επιχείρηση «Θύελλα της ερήμου» αλλά και γενικότερα οι
εικόνες από τους πολέμους του Βιετνάμ και του Αφγανιστάν να μην υπάρχουν
σε κανένα αρχείου του Τύπου και να έχουν σβηστεί από το διαδίκτυο,
είναι πλέον απόλυτος: η μοίρα των νεκρών είναι η μοναξιά και η λήθη.
Στο κάτω κάτω γι’ αυτό γράφω: για να γνωρίζομαι με ομοιοπαθείς.
Ο
λόγος και η γραφή έχουν βέβαια κυρίαρχη θέση στις σκέψεις του Χιλιανού,
που ομολογεί για άλλη μια φορά πως δεν μπορεί να έχει άλλη πατρίδα από
τη γλώσσα του, καθώς οι λέξεις «πατρίδα», «κοιτίδα», «γενέτειρα», ή είναι συνώνυμα ενός τόπου γιορτινού και χαρούμενου, ή μια σειρά φθόγγων χωρίς νόημα. Τα λόγια και ο λόγος αναφέρονται στην κοινοτοπία και το μπανάλ του σύγχρονου λόγου, ένα μπανάλ που τείνει να διαστρέφει το πραγματικό βάρος
των λέξεων γιατί αισθάνεται την απειλή της τάξης που εγκαθιστούν οι
λέξεις, καθώς και του κατ’ εξοχήν καρπού τους, του Λόγου, που
μας φυλάει απ’ το να πέσουμε στην άβυσσο, μας βοηθάει να είμαστε
γενναίοι μπροστά στις αντιξοότητες και να δυσπιστούμε στον πρώτο κανάγια
που προσπαθεί να μας πουλήσει φύκια για μεταξωτές κορδέλες.
Στις Μνήμες ισπανικών εξομολογείται
πως για τον ίδιο δεν υπάρχει μεγαλύτερη γιορτή από μια σύναξη
ισπανόφωνων που μαζεύονται απ’ όλες τις γωνιές του πλανήτη. Το να
διαπιστώνεις ότι ο ανεξάντλητος γλωσσικός τους θησαυρός έδεσε μια χαρά
με τις σύγχρονες πραγματικότητες και η ενσωμάτωση ακόμα και αμερινδικών εκφράσεων, του γεννά την ευτυχή αίσθηση πως ανήκει σε μια κουλτούρα που δεν τη βρίσκεις στα μουσεία, αλλά σε μια κουλτούρα του σήμερα, που διαμορφώνεται κάθε μέρα, κάθε ώρα, σε μια εξαίσια, αέναη συγκολλητική διαδικασία. [σ. 19-23]
Ένα δισέλιδο κείμενο αφιερώνεται στον
Ρομπέρτο Μπολάνιο και στα συναισθήματά του στο άκουσμα της είδησης του
θανάτου του. Εδώ αντιδιαστέλλεται ο πρόωρα χαμένος συγγραφέας που έφτασε
στο σημείο να παραδεχτεί μια επώδυνη αλήθεια πως δεν έλαβε ποτέ μέρος
φανερά, πανηγυρικά, στους αγώνες που έδωσε η γενιά του για αλλαγή της
χιλιανής κοινωνίας με τον «μεγάλο προβοκάτορα» Χ.Λ. Μπόρχες. Και το πιο
προσωπικό κομμάτι του τόμου (Παιδικά χρόνια) διασώζει τα λόγια του ετοιμοθάνατου παππού του προς τον ίδιο: Μη
στενοχωριέσαι. Όταν ήμουν στη φυλακή της Αλμερίας, ορκίστηκα να ζήσω,
όχι για να δω τον θρίαμβο της κοινωνικής επανάστασης αλλά για να διαβάσω
τον Κιχώτη στα εγγόνια μου. Κράτησα τον όρκο μου και θέλω να κάνεις κι εσύ το ίδιο. [σ. 220]
Εκδ. Opera, 2004, μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης, σελ. 245, με δεκασέλιδες σημειώσεις [Luis Sepúlveda, Moleskin, 2004]
Δημοσίευση σχολίου