«Στις 20 Μαρτίου, η παραπαίουσα Ελλάδα επιστρέφει στις 20 Φεβρουαρίου, όχι με τη συμφωνία του Βαρουφάκη, αλλά του Τσίπρα»
Πρώτο, ο πρωθυπουργός ζήτησε τη συνάντηση ορισμένων ηγετών της Ευρωπαϊκής Ένωσης με βασική επιδίωξη να επιτύχει μέσω μιας “πολιτικής συμφωνίας” αύξηση της ρευστότητας σε ευρώ λόγω της απελπιστικής κατάστασης που έχει δημιουργηθεί στη χώρα.
Επιστρέφει έχοντας συναινέσει σε ένα κείμενο που δε μετακινεί , όπως διατυπώθηκε από τους επικεφαλής της Κομισιόν, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Eurogroup, τις απαιτήσεις της τρόικας ούτε κατά ένα χιλιοστό. Καμία μετακίνηση -- ούτε στη ρευστότητα που εξαρτάται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ούτε σε σχέση με το υπόλοιπο των 7,2 δισ. ευρώ από το χρηματοδοτικό πρόγραμμα της τρόικας, και ιδιαίτερα όσον αφορά την άμεση καταβολή στην Ελλάδα του 1,8 δισ. ευρώ των κερδών που αποκόμισε η Ευρωζώνη από τα ελληνικά ομόλογα. Τα 2 δισ. που ανακοίνωσε ο Γιουνκέρ, ποσό μικρότερο από το αναγκαίο για την κάλυψη του κενού στις προβλέψεις του προϋπολογισμού, δεν είναι άμεσα αποδόσιμα για την εκτόνωση της οξείας έλλειψης ρευστότητας, πέρα από το ότι είναι αμφίβολο ότι θα δοθούν, εφόσον το πρόγραμμα της Κομισιόν, από το οποίο θα προέλθουν, δεν υφίσταται καν ακόμα.
Δεύτερο, η συνάντηση αυτή, προκειμένου να αυξηθεί η ρευστότητα από τη μεριά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας – είτε με την αποδοχή των ελληνικών ομολόγων ως εγγυήσεων, είτε με την αύξηση της επείγουσας ρευστότητας προς τις ελληνικές τράπεζες, είτε με το πράσινο φως για έκδοση μεγαλύτερης ποσότητας εντόκων γραμματίων του ελληνικού Δημοσίου –, έθεσε ως όρο για την Ελλάδα την υποβολή και θετική αξιολόγηση των «μεταρρυθμίσεων» και των μνημονιακών δημοσιονομικών μέτρων που απαιτεί η τρόικα. Επιβεβαιώνει και νομιμοποιεί, συνεπώς, σε επίπεδο ηγετών τη χρησιμοποίηση της ρευστότητας ως κεντρικού μηχανισμού εκβιασμών εις βάρος της Ελλάδας. Αυτό έγινε στην Κύπρο. Αυτό τόνιζε με σαφήνεια το Σχέδιο Β, ότι θα συμβεί αμέσως μετά τις εκλογές.
Τρίτο, η συνάντηση αυτή επιβεβαιώνει ότι οι δημοσιονομικές συντεταγμένες της χώρας διαμορφώνονται από το πλαίσιο που είχε επιβληθεί από τη δανειακή σύμβαση και τις αποφάσεις του Eurogroup κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης από τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Η δυνατότητα της ελληνικής κυβέρνησης να κάνει τις «δικές της» τροποποιήσεις στα μέτρα που απαιτούνται, χωρίς όμως καμία ελάφρυνση του δημοσιονομικού βάρους για τη χώρα μας, προβάλλεται ως επιτυχία από τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, δεν αποτελεί όμως τίποτε διαφορετικό από τη μέθοδο των «ισοδύναμων μέτρων» που είχε δεχθεί η τρόικα και για την κυβέρνηση Σαμαρά και από ανάλογες τακτικές που εφαρμόστηκαν στην Ιρλανδία και την Πορτογαλία.
Τέταρτο, η ανακοίνωση της χθεσινής συνάντησης δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να παραπέμπει στις υποχρεώσεις της Ελλάδας όπως ορίστηκαν από το Eurogroup πριν ακριβώς από ένα μήνα, με τις οποίες είχε συμφωνήσει ο Γ. Βαρουφάκης. Οι διαφορές είναι δύο. Αφ' ενός σήμερα δεν είναι 20 Φεβρουαρίου, αλλά 20 Μαρτίου: ένα μήνα τώρα η Ελλάδα παραπαίει, δεν έχει πυξίδα, άγεται και φέρεται από τους δανειστές, η οικονομία δέχεται νέα πλήγματα, οι μεγάλες πληγές της ανεργίας, της φτώχειας, της στασιμότητας αντί να επουλωθούν, οξύνονται. Αφ' ετέρου: το κείμενο του Eurogroup του περασμένου μήνα, στο οποίο οι μετέχοντες στη χθεσινή σύσκεψη επιβεβαίωσαν την προσήλωσή τους, και μεταξύ αυτών και ο Έλληνας πρωθυπουργός, και είχε συγκεντρώσει θύελλα διαμαρτυριών μέσα στους ίδιους τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, δεν έχει πια μόνο τη συναίνεση Βαρουφάκη, αλλά και τη συναίνεση του κ. Τσίπρα. Τώρα η επιστροφή των κλιμακίων της τρόικα στα υπουργεία, υπό τον ευφημισμό των «τεχνικών κλιμακίων των θεσμών», έχει την άμεση συναίνεση όχι μόνο του υπουργού Οικονομικών, αλλά και του πρωθυπουργού. Το ίδιο ισχύει και για την υποχρέωση της χώρας να δώσει κατάλογο μνημονιακών μέτρων (“μεταρρυθμίσεων”) μέχρι το τέλος Απριλίου, όπως και για το δικαίωμα των ξένων να «αξιολογούν» την ελληνική οικονομία και να υπαγορεύουν την πορεία της.
Πέμπτο, η κυβέρνηση, όλες τις ημέρες που προηγήθηκαν της συνάντησης, είχε μόνιμο μοτίβο ότι «κάποιοι στην Ευρωζώνη επιχειρούν να υπονομεύσουν τη συμφωνία του Φεβρουαρίου”. Στη χθεσινή σύσκεψη αποδείχθηκε το ακριβώς αντίθετο: η επιμονή της Ευρωζώνης να εφαρμόσει κατά γράμμα τη συμφωνία αυτή, επιβάλλοντας σε μια νέα κυβέρνηση, με αντιμνημονιακή εμφάνιση, να εφαρμόσει όλα τα εργαλεία των μνημονιακών πολιτικών. Χτες επιβεβαιώθηκε πανηγυρικά ότι δεν είναι το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης του Σεπτέμβρη, αλλά η απόφαση των Βρυξελλών του Φλεβάρη που θα καθορίσει την πορεία της ελληνικής οικονομίας στο επόμενο διάστημα με τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Η κυβέρνηση έχει την υποχρέωση τουλάχιστον να θέσει προς συζήτηση και ψήφιση από τη Βουλή τις συμφωνίες που συνάπτει, τις δεσμεύσεις που αναλαμβάνει, εφόσον αναστέλλει το πρόγραμμα με βάση το οποίο εκλέχτηκε. Αλλιώς η δημοκρατία την οποία τόσο πολύ επικαλείται στα ευρωπαϊκά φόρα ευτελίζεται στο εσωτερικό της χώρας με τον ίδιο τρόπο που γινόταν και επί συγκυβέρνησης ΝΔ – ΠΑΣΟΚ.
Έκτο, αυτό που έχει κατεπείγουσα ανάγκη, άμεσα, η Ελλάδα είναι να απελευθερωθεί από την παγίδα της έλλειψης ρευστότητας που την αιχμαλωτίζει, την ακινητοποιεί και την καθιστά θήραμα των δανειστών. Υπάρχει τρόπος. Η άμεση παύση πληρωμών προς τους δανειστές που θα της εξασφαλίσει μια σωτήρια δημοσιονομική ανάσα, η προσφυγή στο εθνικό νόμισμα που θα της δώσει τη δυνατότητα να εφαρμόσει μια δυναμική αντιυφεσιακή πολιτική χωρίς πληθωριστικούς κινδύνους, ο προσωρινός έλεγχος στην κίνηση κεφαλαίων που θα σταματήσει την καθημερινή αιμορραγία του πιστωτικού συστήματος. Έτσι θα δημιουργηθούν οι όροι για την εφαρμογή ενός δυναμικού προγράμματος για την απασχόληση, την παραγωγική ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας, με βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του κόσμου της εργασίας. Το Σχέδιο Β καλεί όλες τις δυνάμεις, όλους τους πολίτες που συμμερίζονται αυτή την άποψη, συμπεριλαμβανομένων όσων έχουν παρόμοιες απόψεις και στήριξαν ΣΥΡΙΖΑ, να συμπαραταχθούμε σε αυτούς τους σημαντικούς και εντελώς εφικτούς στόχους.
Σχέδιο Β - 20.3.15
Πρώτο, ο πρωθυπουργός ζήτησε τη συνάντηση ορισμένων ηγετών της Ευρωπαϊκής Ένωσης με βασική επιδίωξη να επιτύχει μέσω μιας “πολιτικής συμφωνίας” αύξηση της ρευστότητας σε ευρώ λόγω της απελπιστικής κατάστασης που έχει δημιουργηθεί στη χώρα.
Επιστρέφει έχοντας συναινέσει σε ένα κείμενο που δε μετακινεί , όπως διατυπώθηκε από τους επικεφαλής της Κομισιόν, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Eurogroup, τις απαιτήσεις της τρόικας ούτε κατά ένα χιλιοστό. Καμία μετακίνηση -- ούτε στη ρευστότητα που εξαρτάται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ούτε σε σχέση με το υπόλοιπο των 7,2 δισ. ευρώ από το χρηματοδοτικό πρόγραμμα της τρόικας, και ιδιαίτερα όσον αφορά την άμεση καταβολή στην Ελλάδα του 1,8 δισ. ευρώ των κερδών που αποκόμισε η Ευρωζώνη από τα ελληνικά ομόλογα. Τα 2 δισ. που ανακοίνωσε ο Γιουνκέρ, ποσό μικρότερο από το αναγκαίο για την κάλυψη του κενού στις προβλέψεις του προϋπολογισμού, δεν είναι άμεσα αποδόσιμα για την εκτόνωση της οξείας έλλειψης ρευστότητας, πέρα από το ότι είναι αμφίβολο ότι θα δοθούν, εφόσον το πρόγραμμα της Κομισιόν, από το οποίο θα προέλθουν, δεν υφίσταται καν ακόμα.
Δεύτερο, η συνάντηση αυτή, προκειμένου να αυξηθεί η ρευστότητα από τη μεριά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας – είτε με την αποδοχή των ελληνικών ομολόγων ως εγγυήσεων, είτε με την αύξηση της επείγουσας ρευστότητας προς τις ελληνικές τράπεζες, είτε με το πράσινο φως για έκδοση μεγαλύτερης ποσότητας εντόκων γραμματίων του ελληνικού Δημοσίου –, έθεσε ως όρο για την Ελλάδα την υποβολή και θετική αξιολόγηση των «μεταρρυθμίσεων» και των μνημονιακών δημοσιονομικών μέτρων που απαιτεί η τρόικα. Επιβεβαιώνει και νομιμοποιεί, συνεπώς, σε επίπεδο ηγετών τη χρησιμοποίηση της ρευστότητας ως κεντρικού μηχανισμού εκβιασμών εις βάρος της Ελλάδας. Αυτό έγινε στην Κύπρο. Αυτό τόνιζε με σαφήνεια το Σχέδιο Β, ότι θα συμβεί αμέσως μετά τις εκλογές.
Τρίτο, η συνάντηση αυτή επιβεβαιώνει ότι οι δημοσιονομικές συντεταγμένες της χώρας διαμορφώνονται από το πλαίσιο που είχε επιβληθεί από τη δανειακή σύμβαση και τις αποφάσεις του Eurogroup κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης από τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Η δυνατότητα της ελληνικής κυβέρνησης να κάνει τις «δικές της» τροποποιήσεις στα μέτρα που απαιτούνται, χωρίς όμως καμία ελάφρυνση του δημοσιονομικού βάρους για τη χώρα μας, προβάλλεται ως επιτυχία από τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, δεν αποτελεί όμως τίποτε διαφορετικό από τη μέθοδο των «ισοδύναμων μέτρων» που είχε δεχθεί η τρόικα και για την κυβέρνηση Σαμαρά και από ανάλογες τακτικές που εφαρμόστηκαν στην Ιρλανδία και την Πορτογαλία.
Τέταρτο, η ανακοίνωση της χθεσινής συνάντησης δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να παραπέμπει στις υποχρεώσεις της Ελλάδας όπως ορίστηκαν από το Eurogroup πριν ακριβώς από ένα μήνα, με τις οποίες είχε συμφωνήσει ο Γ. Βαρουφάκης. Οι διαφορές είναι δύο. Αφ' ενός σήμερα δεν είναι 20 Φεβρουαρίου, αλλά 20 Μαρτίου: ένα μήνα τώρα η Ελλάδα παραπαίει, δεν έχει πυξίδα, άγεται και φέρεται από τους δανειστές, η οικονομία δέχεται νέα πλήγματα, οι μεγάλες πληγές της ανεργίας, της φτώχειας, της στασιμότητας αντί να επουλωθούν, οξύνονται. Αφ' ετέρου: το κείμενο του Eurogroup του περασμένου μήνα, στο οποίο οι μετέχοντες στη χθεσινή σύσκεψη επιβεβαίωσαν την προσήλωσή τους, και μεταξύ αυτών και ο Έλληνας πρωθυπουργός, και είχε συγκεντρώσει θύελλα διαμαρτυριών μέσα στους ίδιους τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, δεν έχει πια μόνο τη συναίνεση Βαρουφάκη, αλλά και τη συναίνεση του κ. Τσίπρα. Τώρα η επιστροφή των κλιμακίων της τρόικα στα υπουργεία, υπό τον ευφημισμό των «τεχνικών κλιμακίων των θεσμών», έχει την άμεση συναίνεση όχι μόνο του υπουργού Οικονομικών, αλλά και του πρωθυπουργού. Το ίδιο ισχύει και για την υποχρέωση της χώρας να δώσει κατάλογο μνημονιακών μέτρων (“μεταρρυθμίσεων”) μέχρι το τέλος Απριλίου, όπως και για το δικαίωμα των ξένων να «αξιολογούν» την ελληνική οικονομία και να υπαγορεύουν την πορεία της.
Πέμπτο, η κυβέρνηση, όλες τις ημέρες που προηγήθηκαν της συνάντησης, είχε μόνιμο μοτίβο ότι «κάποιοι στην Ευρωζώνη επιχειρούν να υπονομεύσουν τη συμφωνία του Φεβρουαρίου”. Στη χθεσινή σύσκεψη αποδείχθηκε το ακριβώς αντίθετο: η επιμονή της Ευρωζώνης να εφαρμόσει κατά γράμμα τη συμφωνία αυτή, επιβάλλοντας σε μια νέα κυβέρνηση, με αντιμνημονιακή εμφάνιση, να εφαρμόσει όλα τα εργαλεία των μνημονιακών πολιτικών. Χτες επιβεβαιώθηκε πανηγυρικά ότι δεν είναι το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης του Σεπτέμβρη, αλλά η απόφαση των Βρυξελλών του Φλεβάρη που θα καθορίσει την πορεία της ελληνικής οικονομίας στο επόμενο διάστημα με τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Η κυβέρνηση έχει την υποχρέωση τουλάχιστον να θέσει προς συζήτηση και ψήφιση από τη Βουλή τις συμφωνίες που συνάπτει, τις δεσμεύσεις που αναλαμβάνει, εφόσον αναστέλλει το πρόγραμμα με βάση το οποίο εκλέχτηκε. Αλλιώς η δημοκρατία την οποία τόσο πολύ επικαλείται στα ευρωπαϊκά φόρα ευτελίζεται στο εσωτερικό της χώρας με τον ίδιο τρόπο που γινόταν και επί συγκυβέρνησης ΝΔ – ΠΑΣΟΚ.
Έκτο, αυτό που έχει κατεπείγουσα ανάγκη, άμεσα, η Ελλάδα είναι να απελευθερωθεί από την παγίδα της έλλειψης ρευστότητας που την αιχμαλωτίζει, την ακινητοποιεί και την καθιστά θήραμα των δανειστών. Υπάρχει τρόπος. Η άμεση παύση πληρωμών προς τους δανειστές που θα της εξασφαλίσει μια σωτήρια δημοσιονομική ανάσα, η προσφυγή στο εθνικό νόμισμα που θα της δώσει τη δυνατότητα να εφαρμόσει μια δυναμική αντιυφεσιακή πολιτική χωρίς πληθωριστικούς κινδύνους, ο προσωρινός έλεγχος στην κίνηση κεφαλαίων που θα σταματήσει την καθημερινή αιμορραγία του πιστωτικού συστήματος. Έτσι θα δημιουργηθούν οι όροι για την εφαρμογή ενός δυναμικού προγράμματος για την απασχόληση, την παραγωγική ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας, με βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του κόσμου της εργασίας. Το Σχέδιο Β καλεί όλες τις δυνάμεις, όλους τους πολίτες που συμμερίζονται αυτή την άποψη, συμπεριλαμβανομένων όσων έχουν παρόμοιες απόψεις και στήριξαν ΣΥΡΙΖΑ, να συμπαραταχθούμε σε αυτούς τους σημαντικούς και εντελώς εφικτούς στόχους.
Σχέδιο Β - 20.3.15
+ σχόλια + 1 σχόλια
καταλαβα! στο τελος θα ισχυσει το σχεδιο Γαμμα?
Δημοσίευση σχολίου