Η Αλίκη Τσουκαλά ήταν ένα πανέξυπνο, όμορφο και γεμάτο ζωή κορίτσι. Τρυφερή, με σπάνιες ευαισθησίες. Στα χνάρια του πατέρα της, τον οποίο θαύμαζε, η Αλίκη μελετούσε ακατάπαυστα λογοτεχνία, ποίηση, ιστορία, ήταν δε και η ίδια ένα πολλά υποσχόμενο συγγραφικό ταλέντο. Παράλληλα διαπρέπει στις σπουδές της, λατρεύει παθολογικά τη μουσική, παίζει πιάνο.
Οι κοινωνικές της αναζητήσεις βρίσκουν διέξοδο στην ΕΑΜική Αντίσταση. Από μικρή εντάσσεται στην ΕΠΟΝ! Η Αλίκη αποτελεί υπόδειγμα αγωνίστριας, είναι «πρώτη στα μαθήματα και πρώτη στον αγώνα» δίνοντας ανελλιπώς το παρόν της σε όλες τις μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις εναντίον του φασίστα κατακτητή. Κατόπιν, στην περίοδο του Εμφυλίου, κυνηγημένη πλέον, συνεχίζει την αγωνιστική δραστηριότητά της αποσπώντας το θαυμασμό και την εκτίμηση όλων των συντρόφων της για την ανιδιοτελή της προσήλωση στο κίνημα, μα και για την συγκινητική της τόλμη.
Το 1949 η Αλίκη συλλαμβάνεται μαζί με άλλους αγωνιστές με τη συνήθη κατηγορία ότι αποτελούσαν ανατρεπτική ομάδα κατά του καθεστώτος. Ανάμεσά τους βρίσκεται και ο ίδιος ο πατέρας της, ο καλός του φίλος Τάκης Φίτσος και άλλοι επώνυμοι Αθηναίοι.
Οι συλληφθέντες πλην του Γ. Τσουκαλά θα υποστούν τα πιο άγρια βασανιστήρια μέσα στα αστυνομικά μπουντρούμια. Κάποιοι εξ' αυτών εκπαραθυρώνονται από την Ασφάλεια η οποία κατά την προσφιλή τακτική της τούς παρουσιάζει τάχα ως "αυτοκτονήσαντες"!
Οι υπόλοιποι οδηγούνται στο στρατοδικείο. Η θανατική καταδίκη τους είναι κάτι παραπάνω από βέβαιη.
Η Αλίκη με πρωτοφανή λεβεντιά και αξιοπρέπεια αντέχει όλα τα μαρτύρια, στέκεται αλύγιστη! Ο πατέρας της όμως επιλέγει μια εντελώς διαφορετική στάση: παραδίδεται αμαχητί στο φόβο. 'Έτσι υποτάσσεται και σκύβει στην εξουσία. Νομίζει ότι αν δεχθεί να αποκηρύξει τις ιδέες του, αν συνεργαστεί με το κράτος και "μιλήσει", έτσι όπως θα του ανέθεταν οι αρχές, εναντίον των πρώην συντρόφων του ανάμεσα στους οποίους βρισκόταν και η ίδια του η κόρη, πως θα τύχει διαφορετικής μεταχείρισης τόσο ο ίδιος όσο και η Αλίκη. Πράττοντας κατ' αυτό τον τρόπο, ο Γ. Τσουκαλάς θα αναιρέσει τον ίδιο του τον εαυτό και θα σκοτώσει μόνος του την ψυχή του και το αλλοτινό έντιμο παρελθόν του.
Στη διάρκεια της δίκης (15 Μάρτη ως 5 Απρίλη 1949) και στη δίνη μίας άνευ όρων απόγνωσης θα γυρνά μέσα στο στρατοδικείο με ένα ευαγγέλιο στο χέρι και θα παριστάνει τον τρελό προσπαθώντας να σώσει την κόρη του. Ταπεινώνεται, αυτοεξευτελίζεται, μετατρέπεται σε ένα ηθικό ράκος.
Η Αλίκη όμως ήταν πλασμένη από τα ανθεκτικά υλικά των ηρώων. Δεν ακολουθεί τον ταπεινωτικό δρόμο του πατέρα της, αλλά επιλέγει τη στάση της τιμής, της αξιοπρέπειας και της υπερηφάνειας. Δεν δέχεται να διαχωριστεί από τους συντρόφους της, αρνείται να καταδώσει και δεν αποκηρύσσει τα πιστεύω της. Στην απολογία της ενώπιον του θανατοδικείου η ευαισθησία της γίνεται πύρινο ξίφος στην καρδιά του μοναρχοφασιστικού κράτους. Με συγκινητικό και συνάμα παλικαρίσιο τρόπο υπερασπίζεται τη λαϊκή υπόθεση και το δίκαιο του αγώνα για λευτεριά και ανεξαρτησία. Η γενναία απολογία της καθηλώνει τους πάντες, ακόμη και τους στρατοδίκες. Το μόνο που βρίσκει να πει ο πρόεδρος του στρατοδικείου Καρράς είναι: «κάνε μας μίαν προφορικήν δήλωσιν αποκηρύξεως και είσαι ελεύθερη να συνεχίσεις τας σπουδάς σου». Εκείνη ακριβώς την τραγική στιγμή που μια λέξη μόνο, θα μπορούσε να πάρει την Αλίκη από την αγκαλιά του θανάτου και να την οδηγήσει ξανά στη Ζωή, ο πατέρας της πέφτει γονατιστός μπροστά της ζητώντας της να υπακούσει στον πρόεδρο του στρατοδικείου. Μία σκηνή που αναμφίβολα θυμίζει αρχαία τραγωδία.
Πώς να ένιωσε άραγε αυτή η ακατάβλητη αγωνίστρια; Όταν πέρα από τον προσωπικό της Γολγοθά, έβλεπε τον ίδιο της τον πατέρα, τον παλιό αγωνιστή και κάποτε σεβαστό ίνδαλμά της, να καταρρακώνεται με τέτοιο τρόπο και παράλληλα να επιζητεί και από την ίδια να ακολουθήσει το δικό του ηθικό ξεπεσμό;
Ίσως οι στίχοι της Ρίτας Μπούμη – Παπά από το προαναφερόμενο ποίημα να μας δίνουν μια απάντηση για τα βαθύτερα ανομολόγητα συναισθήματα της Αλίκης:
«Κι έχω πατέρα ποιητή
που προσκυνά το στέφανο του μάρτυρα που φόρεσα
κι ακοίμητο καντήλι ανάβει
μπρος στη φωτογραφία μου που τη στολίζει μ’ άνθη
κι ακόμα μου ζητά γονατιστός συγνώμη
γιατί μπόρεσε κι έζησε.
Σαν με γεννούσε έψελνε αγροτικά εμβατήρια
με μακριά μαλλιά στον άνεμο δοσμένα,
αυτός με δίδαξε τη μουσική να κυνηγώ
να ντύνομαι με πράσινες ελπίδες.
Πώς να προδώσω
την ομορφιά που μου ‘δωσε ο πατέρας
πως ν’ απιστήσω στη θρησκεία που διάλεξα
λουτρό να κάνω μες στο ψέμα
πώς να κυλήσω μες στη λάσπη
την εικοσάχρονη καρδιά μου»
Η Αλίκη στάθηκε ολόρθη υψώνοντας το δικό της «ΟΧΙ»! Κοιτώντας θαρραλέα τους στρατοδίκες της είπε: «Μονάχα δήλωση ότι αποκηρύσσω τον πατέρα μου και όχι τις ιδέες μου, μπορώ να σας υπογράψω»!!! Η ηρωίδα είχε ήδη επιλέξει έναν περήφανο θάνατο παρά μια ατιμωτική "ζωή". Η απόφαση του στρατοδικείου για την Αλίκη ήταν ότι «αποβαίνει επιβλαβής δια την πατρίδα» και καταδικάζεται… «δις εις θάνατον»!!!
Εκτελέστηκε σε ηλικία μόλις 21 χρονών στο νεκροταφείο του Αϊ Γιάννη στη Χαλκίδα τα ξημερώματα της 16ης Απρίλη 1949, μετά από μια κατάπτυστη δίκη-σκευωρία με την οποία καταδικάστηκε σε θάνατο για «συμμετοχή σε παράνομη κομμουνιστική οργάνωση με σκοπό την ανατροπή του καθεστώτος»!
Μετά την εκτέλεση της Αλίκης, ο πατέρας της θα αφεθεί ελεύθερος. Είναι όμως πλέον ηθικά νεκρός!
Απόσπασμα από προηγούμενη ανάρτηση μας του συντρόφου Δημήτρη Δαμασκηνού
Δημοσίευση σχολίου