Οι σύντροφοι (1962), του Μάριο Μονιτσέλι την Κυριακή 22 Ιανουαρίου στην αίθουσα του ΤΕΕ
Ο πολιτιστικός σύλλογος “ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΤΕΧΝΩΝ” συνεχίζοντας αυτόν τον χειμώνα το “ΠΑΝΟΡΑΜΑ ΙΤΑΛΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ”
θα προβάλει την Κυριακή, 22 Ιανουαρίου 2017 στις 20.00μ.μ. στην αίθουσα ορόφου του Τ.Ε.Ε. Δυτικής Κρήτης (Νεάρχου 23, είσοδος από
Γιαμπουδάκη) την ταινία του Μάριο Μονιτσέλι Οι σύντροφοι/ I Gompagni
(1962).
Λίγα λόγια για την ταινία: Τορίνο, τέλη του 19ου αιώνα. Οι εργάτες
μια υφαντουργίας που δουλεύουν σαν σκλάβοι 13 ώρες τη μέρα, μετά από ένα
σοβαρό εργατικό ατύχημα, εξεγείρονται ενάντια στις άθλιες εργασιακές
συνθήκες ζητώντας μείωση του ωραρίου κατά μία ώρα. Οι διαμαρτυρίες δεν
έχουν αποτέλεσμα, αλλά όταν φτάνει από τη Γένοβα σε ρόλο καθοδηγητή, ο
καταζητούμενος από τη αστυνομία ως ταραξίας, καθηγητής Σινιγκάλια,
υποκινεί, οργανώνει και πείθει τους εργάτες ν’ αρχίσουν απεργία
διαρκείας. Τα αφεντικά απαντούν φέρνοντας ένα τρένο γεμάτο με
απεργοσπάστες, αλλά τότε τα πράγματα αγριεύουν και στα επεισόδια που
ακολουθούν ένας εργάτης χάνει τη ζωή του. Η απεργία συνεχίζεται, όμως
κάποια στιγμή οι απεργοί, εξαντλημένοι ηθικά και οικονομικά, είναι
έτοιμοι να υποχωρήσουν. Ο καθηγητής όμως, που έχει κρυφτεί για να μην
συλληφθεί, εμφανίζεται και βγάζει έναν πύρινο λόγο που ενθουσιάζει τους
απεργούς, οι οποίοι επιχειρούν να καταλάβουν το εργοστάσιο. Τότε η
αστυνομία, που την έχουν καλέσει τα αφεντικά, καθώς τα πράγματα έχουν
πάρει μια άσχημη τροπή γι’ αυτούς, ανοίγει πυρ εν ψυχρώ, ενάντια στο
πλήθος…
Η ταινία, μια από τις λιγότερο γνωστές της τεράστιας φιλμογραφίας του
πατριάρχη της ιταλικής κωμωδίας Μάριο Μονιτσέλι, είναι μια από τις
πρώτες στο ιταλικό σινεμά που θίγουν το θέμα της γέννησης του ιταλικού
εργατικού κινήματος και των αγώνων του. Οι σύντροφοι είναι μια θεαματική
τοιχογραφία, μια ταινία πολυφωνική με κεντρικό ήρωα ουσιαστικά το
συλλογικό υποκείμενο της εργατικής τάξης. Μέσα από τις πολλές μικρές
ιστορίες των αντι-ηρωικών χαρακτήρων της, οι οποίες διαπλέκονται με
μαεστρία στο σενάριο των Άτζε και Σκαρπέλι (υποψήφιο για Όσκαρ
πρωτότυπου σεναρίου), η ταινία χωρίς μεγαλοστομία και αριστερές
αγιογραφίες, αναπαριστά με ρεαλιστική δύναμη το κλίμα και το πνεύμα μιας
ολόκληρης εποχής. Ο Μονιτσέλι δεν αφαιρεί από την ιστορία το ειρωνικό
του βλέμμα, καθώς καταγράφει τη δυναμική των ανθρώπινων σχέσεων
ισορροπώντας έξοχα ανάμεσα στο ιστορικό δράμα και την ανθρώπινη κωμωδία.
Αυτή η εισαγωγή των κωμικών στοιχείων ίσως να είναι και η αιτία της
μεγάλης εμπορικής αποτυχίας της ταινίας όταν προβλήθηκε, ενώ και η
αντιμετώπισή της από την κριτική ήταν ανάλογη. Το γεγονός πίκρανε τον
δημιουργό της, καθότι "Οι σύντροφοι" υπήρξαν μια από τις πιο αγαπημένες
του ταινίες. Λέει ο ίδιος: «Οι αστοί την απαξίωσαν γιατί έδειχνε
απεργίες και οι πολιτικοποιημένοι εργάτες γιατί θεώρησαν ότι το
ειρωνικό της στοιχείο θα τους έδειχνε κάπως γελοίους, πράγμα που δεν
είναι σε καμιά περίπτωση αληθές». Σήμερα η ταινία θεωρείται ένα αρχέτυπο
των ταινιών ιστορικού-πολιτικού ρεύματος, μιας από τις κυρίαρχες τάσεις
του ιταλικού κινηματογράφου της δεκαετίας του ‘60.
Η ιταλική κωμωδία (και ο Μάριο Μονιτσέλι)
του Θόδωρου Σούμα
O Μάριο Μονιτσέλι (Mario Monicelli) και ο Έτορε Σκόλα (Ettore Scola),
οι πιο πολιτικοποιημένοι σκηνοθέτες της ιταλικής κωμωδίας, υποστήριξαν
πως η ιταλική κωμωδία υπήρξε ο καθρέφτης της χώρας σε εξέλιξη,
συντελώντας στο να εκπέσουν στη συνείδηση του θεατή προκαταλήψεις,
ταμπού και γερασμένοι θεσμοί (π.χ. οι νόμοι κατά του διαζυγίου). Οι
Λουίτζι Κομεντσίνι (Luigi Comencini) και Αλμπέρτο Λατουάντα (Alberto
Latουtuada) υποστήριξαν την άποψη πως το ανοιχτά στρατευμένο φιλμ (και
την εποχή εκείνη, στην Ιταλία, υπήρχαν αρκετά τέτοια) δεν αλλάζει τις
ιδέες των θεατών· πως οι ταινίες πολεμικής και καταδίκης δεν κατορθώνουν
να μεταδώσουν τις θέσεις τους παρά μόνο στους ήδη μυημένους. Οι άμεσοι
εξορκισμοί των τρωτών της κοινωνίας, ακριβώς επειδή είναι άμεσοι,
αποτυχαίνουν. Το κωμικό φώτισμα, η ταραχή της συγκίνησης, οδηγούν στη
συμμετοχή του θεατή και στη διαθεσιμότητά του έναντι των νέων ιδεών. Και
μ’ αυτόν τον τρόπο, γίνεται αποδεκτή και δικαιώνεται η κοινωνική
κριτική που επιτελούν οι ταινίες τους.
Η ιταλική κωμωδία, αρχικά, δεν κρινόταν ικανή να αποτελέσει μέρος του «κινηματογράφου των δημιουργών», που κρατούσε τα σκήπτρα, για πολύ καιρό, στις αξιολογήσεις των κριτικών και θεωρητικών του σινεμά. Κατά συνέπεια, οι σκηνοθέτες των ιταλικών κωμωδιών κατατάσσονταν, αδίκως, στους ελάσσονες, στους ανεπαρκείς να χαρακτηρισθούν σκηνοθέτες «δημιουργοί» (κάτι που αποδείχθηκε λάθος για τους Ντίνο Ρίζι (Dino Risi), Λουίτζι Κομεντσίνι, Μάριο Μονιτσέλι, Έτορε Σκόλα, Αλμπέρτο Λατουάντα) και συνακόλουθα, όλα τους τα φιλμ στοιβάζονταν μαζί στη δεύτερη γραμμή…
Πρώτοι οι γάλλοι κριτικοί (και όχι οι ιταλοί) διείδαν το μεγάλο
δυναμικό και τις δυνατότητες της ιταλικής κωμωδίας. Η ιταλική κωμωδία
αποτελεί έναν καθρέφτη των μεταλλαγών, χρόνο με χρόνο, στα ήθη, τον
τρόπο ζωής, τους θεσμούς και τις συμπεριφορές της ιταλικής κοινωνίας.
Καθρέφτη κριτικό, που επιτελεί μια συνεχή έρευνα, αλλά και που
ταυτόχρονα συμμετέχει στις ηθικές και ιδεολογικές αντιφάσεις των Ιταλών,
ιδίως των μεσαίων τάξεων, προς τις οποίες στρέφει κύρια την προσοχή
του. Η ιταλική κωμωδία, διευκολύνοντας την ταύτιση του θεατή με τους
γεμάτους ελαττώματα και πονηριές ήρωές της, τον ωθεί να κρίνει τους
ομοίους του και τις συνθήκες ζωής τους, και άρα να αντιμετωπίσει κριτικά
τη δική του υπόσταση και θέση μέσα στην κοινωνία, αναγνωρίζοντας στις
ταινίες τη γύρω του πραγματικότητα, δίχως οδύνη. (Ή μήπως, ενδεχομένως,
μέσα από την ταύτιση και το χιούμορ, ο θεατής καταλήγει στην αποδοχή
αυτής της γελοίας, αλλά κοντινής πραγματικότητας, μιας και τα
μειονεκτήματά του έχουν γίνει πιο αστεία και άρα πιο εύπεπτα,
ωραιοποιημένα αντικείμενα διασκέδασης και συγκατάβασης;).
Τα φιλμ του Μάριο Μονιτσέλι, κατά κανόνα, προτείνουν μια συγκεκριμένη
θέση, γύρω από την οποία είναι οικοδομημένα, κατ’ αντιδιαστολή με τη
συνήθη κατεύθυνση των ιταλικών κωμωδιών. Η άμεση κοινωνική κριτική και η
ιδεολογική στράτευση αποτελούν επαναλαμβανόμενα μοτίβα του έργου του,
όμως τα έργα του δεν παραμερίζουν τους άλλους αγαπημένους του θεματικούς
άξονες: Τον έντονα και διάχυτα παρόντα θάνατο, το μοτίβο της φιλίας,
που ταξιδεύει πάντα στα πελάγη της αντρικής θεώρησης του κόσμου, το θέμα
της ομάδας με τα μεγαλεπήβολα σχέδια που αποτυχαίνουν παρασέρνοντας
μαζί τους τον κεντρικό ήρωα ή τον αρχηγό· τα αμυδρά ίχνη τρέλας που
διακρίνουν τους ήρωές του· τον εξοβελισμό της γυναίκας από το επίκεντρο
της κοινωνικής ζωής και της μυθοπλασίας· την αναπαράσταση της Ιταλίδας
με σταθερά χαρακτηριστικά της ζωής της, την καταπίεση, την σεξουαλική
εκμετάλλευση, τη λατρεία της κατανάλωσης, τον αποκλεισμό από τα κοινά
και τον περιορισμό στη συζυγική εστία.
Στον Μάριο Μονιτσέλι, το πρόβλημα της σχέσης ταύτισης θεατή-ηρώων
αποτελεί αντικείμενο επεξεργασίας σε αρκετές ταινίες του, τον Ανθρωπάκο
(Un borghese piccolo piccolo, 1977), το Θέλουμε τους συνταγματάρχες
(Vogliamo i colonnelli, 1973), το Έλα στο σπίτι να γνωρίσεις τη γυναίκα
μου (Romanzo Popolare, 1974), κ.α. Στον Ανθρωπάκο, ο Μονιτσέλι έπλασε
τον ήρωά του έτσι ώστε ο θεατής να αναγνωρίζει σ’ αυτόν τον εαυτό του,
χρησιμοποιώντας τον δημοφιλέστατο, λαϊκό κωμικό Αλμπέρτο Σόρντι. Αλλά
μέσα από την τρομερή, αιματηρή συσσώρευση βίας, έβαλε έναν φραγμό στη
διαδικασία ταύτισης του θεατή με τον -ως εκείνη τη στιγμή- κοινό
ανθρωπάκο.
Στον Ανθρωπάκο, σε όλο το πρώτο μέρος, μέχρι τον τυχαίο φόνο του
μονάκριβου γιου του «ανθρωπάκου», του δημόσιου υπαλλήλου που υποδύεται ο
Σόρντι, βρισκόμαστε στα τυπικά πλαίσια της ιταλικής κωμωδίας που ασκεί
κοινωνική κριτική. Η αστεία σχέση αγάπης και κανακέματος του αργόστροφου
γιου από τον καταφερτζή πατέρα, οι μουχλιασμένοι μοχλοί του
γραφειοκρατικού κρατικού μηχανισμού, οι κωμικές σκηνές ανάμεσα στο
αντρόγυνο (Σόρντι και Σέλει Ουίντερς), είναι μοτίβα κωμωδίας που
σατιρίζει τα τρωτά και παράδοξα της ιταλικής κοινωνίας. Με τον
αναπάντεχο φόνο του γιου, η ταινία γίνεται οικογενειακό δράμα,
μελόδραμα. Ο Μονιτσέλι καταφέρνει να δώσει στο μελόδραμα μια δική του
δυναμική, για παράδειγμα στη σκηνή με τα στοιβαγμένα φέρετρα στον
ασφυχτικά κλειστό χώρο του νεκροταφείου. Επίσης, το μαύρο χιούμορ
επεμβαίνει σαν ανάσα στην βαριά δραματικότητα. Κατόπιν, όμως, περνάμε σε
ένα άλλο είδος του κλασικού σινεμά, το αστυνομικό. Η αφήγηση αποκτά νέα
ελατήρια και σασπένς. Ακολουθεί νέα στροφή, αυτή τη φορά μέσα από την
υπέρμετρη βία του πατέρα ενάντια στον δολοφόνο του γιού. Έτσι το φιλμ
γίνεται ταυτόχρονα τραγωδία, φιλμ τρόμου, ταινία σκληρής κοινωνικής
κριτικής, μα και ψυχολογικής ανάλυσης (της αδυσώπητης, παθολογικής
αγάπης του πατέρα προς τον γιο).
H σύνθεση του κωμικού με το δραματικό και το πικρό, εγκαινιάζεται ήδη
στα παλιότερα φιλμ του Μονιτσέλι, Σύντροφος (I compagni, 1963), Ο
μεγάλος πόλεμος (La grande guerra, 1960), Ο κλέψας του κλέψαντος (I
soliti ignoti, 1959), και συνεχίζεται με τη μορφή του πικρόχολου χιούμορ
στο Έλα να γνωρίσεις τη γυναίκα μου, το Οι εντιμότατοι φίλοι μου (Amici
miei, 1975), Εντιμότατοι φίλοι μου 2 (Amici miei, ato II, 1983) και
Μοντέρνα τέρατα (I nuovi monstri, 1978). Στον Ανθρωπάκο, όμως, η μίξη
αυτή στηρίζεται πάνω σε ρήξεις, που αλλάζουν την ατμόσφαιρα, σε ρητές,
απότομες καμπές που αναχρωματίζουν τους προγενέστερους τόνους (γι’αυτό ο
Μονιτσέλι χαρακτηρίζει την ταινία “τάφο της κωμωδίας α λα ιταλικά”).
Στους Εντιμότατους φίλους μου, τον γενικό τόνο δίνουν οι χοντρές, παιδιάστικες κι αναρχικές πλάκες της τρελοπαρέας που δουλεύει τους πάντες και τα πάντα… Υπάρχει, όμως, κι η ύπαρξη του λόγου off του αφηγητή της ιστορίας των πλακατζήδων, του Περότζι (Φιλίπ Νουαρέ), μια φωνή αυτεπίγνωσης και μια μεταφορά του λόγου του νεκρού, πλέον, σεναριογράφου της ταινίας Πιέτρο Τζέρμι, που όπως κι ο αφηγητής στο φιλμ, πεθαίνει κι αυτός λίγο πριν γραφτεί το τέλος της ιστορίας… Αλλά κι εδώ, η όποια δραματική κατάσταση αναιρείται από ένα απροσδόκητο κωμικό εύρημα, που κάνει το δράμα να ξεφουσκώσει καταλήγοντας σε ένα αιχμηρό αστείο, π.χ. με την επανεμφάνιση του Μπερνάρ Μπλιέ στην κηδεία του.
Παρομοίως, στο Έλα στο σπίτι να γνωρίσεις τη γυναίκα μου, ο κεντρικός
ήρωας που υποδύεται ο Τονιάτσι, σχολιάζει τη ζωή του, μετατρέποντάς την
σε κρινόμενο φιλμ, σταματάει την αφήγηση και φωνάζει «η μουβιόλα να
γυρίσει προς τα πίσω», προστάζοντας το «σταμάτημα της κινηματογραφικής
εικόνας». Έτσι σκάβει, πάλι, ένα ρήγμα ανάμεσα σ’ εμάς και την εικόνα (τη
ζωή του ήρωα στο φιλμ). Μ’αυτό τον τρόπο, ο ίδιος ο ήρωας
αναδιπλασιάζει, παίζει το ρόλο του δημιουργού-σκηνοθέτη, και αποκαλύπτει
στα μάτια μας την κινηματογραφική ψευδαίσθηση. Τα στοιχεία της ταινίας
του Μονιτσέλι συγγενεύουν με τις μορφές και τα στερεότυπα του
φωτορομάντζου, των λαϊκών περιοδικών και του αισθηματικού φιλμ.
Ο Μονιτσέλι έφυγε από τη ζωή βίαια και τραγικά στα τέλη του Νοέμβρη
του 2010, αυτοκτονώντας σε βαθειά γεράματα, επειδή έπαθε καρκίνο του
προστάτη. Πήδηξε από τον δέκατο όροφο κτιρίου σε ηλικία 95 ετών…
Δημοσίευση σχολίου