Δημοσιεύουμε σήμερα την εισήγηση του Νίκου Χουρδάκη, ποιητή, ψυχολόγου, ψυχαναλυτικού ψυχοθεραπευτή για το βιβλίο του Δημήτρη Δαμασκηνού: "Τα πλοία άραξαν στην όχθη της καρδιάς μας. Ένα δοκίμιο-μελέτη για τη ζωή και το έργο του Μενέλαου Λουντέμη". Διαβάστηκε
στην εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου στα Χανιά, την
Τετάρτη 3 Μαΐου 2017 που έγινε
στην κατάμεστη αυλή του πολύ όμορφου καφέ: “Villa Des Arts” (Βίλα των Τεχνών).
ΓΙΑ
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ:
Τα πλοία άραξαν στην όχθη της καρδιάς μας. Ένα δοκίμιο-μελέτη για τη ζωή και το έργο του Μενέλαου Λουντέμη, εκδ. Ραδάμανθυς,
Χανιά 2017, αριθ. σελ. 472+ 22 άνευ αριθ. (με εργογραφία, ενδεικτική βιβλιογραφία,
ντοκιμαντέρ, δικτυογραφία, αρθογραφία στα ελληνικά).
του Νίκου Χουρδάκη,
ποιητή και
ψυχολόγου-ψυχαναλυτικού ψυχοθεραπευτή
1. ΠΡΟΟΙΜΙΟ
Το βιβλίο που παρουσιάζουμε, απόψε εδώ, το λέω από την αρχή, αν και δεν είναι δόκιμο, είναι ένα βιβλίο αναφοράς, είναι ό,τι πιο σημαντικό θα μπορούσαμε να περιμένουμε για να τιμηθεί η λογοτεχνική προσφορά του Μενέλαου Λουντέμη (1912-1977) και ειδικότερα για να τιμηθεί η τεσσαρακονταετία της εκδημίας του.
Ο Δημήτρης Δαμασκηνός συνέγραψε μια εργασία
στην οποία παρακολουθεί βιογραφικά τη διαδρομή του Λουντέμη από τα πρώτα χρόνια
του ως τη δύση της ζωής του. Αξιοποιεί με λογισμό το έργο και την υποδοχή που έλαβε
αυτό από την κριτική και την κοινωνία. Αξιοποιεί την εργογραφία του Λουντέμη
και τη βιβλιογραφία, τις μαρτυρίες και ό,τι άλλο αναφέρεται σ’ αυτόν με τρόπο λίαν
διαφωτιστικό, διδασκαλικό θα τον
χαρακτήριζα βάζοντας, ηθελημένα ή άθελα του, την ιδιότητα του μέσα σ' αυτό, το
λειτούργημα του θα ταίριαζε καλύτερα. Να είναι δηλαδή καθηγητής, ήτοι καθοδηγητής
μας στη γνωριμία και γνώση της προσωπικότητας και του έργου ενός πολύ σημαντικού
Έλληνα συγγραφέα του 20ου αιώνα. Κάτι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό αυτής
της μέριμνας του για τον αναγνώστη είναι οι αλλεπάλληλες ερμηνευτικές σημειώσεις
γύρω από λέξεις ή πραγματολογικά στοιχειά (κυρίως ιστορικά), ώστε να έχουμε απρόσκοπτη
πρόσβαση, στην πρόσληψη των αναφερόμενων. Είναι η δυναμική του διδασκάλου που χαρακτηρίζει
το σύγγραμμα του, αλλά και η αφηγηματική δεξιότητα του ιστορικού, μιας και αυτή
είναι η ειδικότητα που έλαβε στη διάρκεια των πανεπιστημιακών σπουδών του.
Σημειώνω ότι οι σελίδες οι αφιερωμένες στην
Κατοχή (σσ. 78-84), την Αντίσταση (σσ. 121-146) και τον Δεκέμβρη του ‘44 (σσ.
149-178) με αφορμή τo
βιβλίο του Λουντέμη O Μεγάλος Δεκέμβρης (1945) είναι ιδιαίτερα σημαντικές όχι
γιατί περιέχουν κάποιο πρωτογενές υλικό, αλλά γιατί συνοψίζουν με απλότητα και
ακρίβεια χιλιάδες άλλες σχετικές σελίδες. Με λίγα λόγια και έγκυρη
βιβλιογραφική τεκμηρίωση, ο Δημήτρης, συνοψίζει τα γεγονότα και προβάλλει
υποδειγματικά τα αίτια τους και τις συνέπειες τους επιμερισμένες στον
λογοτεχνικό ήρωα του, δηλαδή τον Λουντέμη. Ο Δημήτρης έχει ξεκάθαρο τρόπο
σκέψης που αποτυπώνεται σε μια λαγαρή δημοτική γλώσσα με πολλά ουσιαστικά και
κυριολεξίες χωρίς ίχνη διανοουμενισμού ή ελιτισμού. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει
και με σελίδες τις αφιερωμένες στον Εμφύλιο και την πρώτη μετεμφυλιακή περίοδο
ως την πολιτική μετανάστευση του Λουντέμη και την αφαίρεση της υπηκοότητας του
απ΄ το ταξικό κράτος της Ελλάδας.
Μα είναι και κάτι άλλο, πιθανόν, το πιο
σημαντικό που διαπερνά το σύγγραμμα του: είναι το «αίσθημα δικαίου», που τον παρακινεί,
γιατί μόνο ένα τέτοιο αίσθημα θα έκανε έναν μελετητή να αφιερώσει περί τα έξη χρόνια
εργασίας για ένα συγγραφέα που δε σου εξασφαλίζει μια προβεβλημένη θέση στους λογίους
της ακαδημαϊκής ή ευρύτερης διανοητικής αγοράς.
Έξη χρόνια να αφιερώσεις για έναν «παρωχημένο»
ή έστω για έναν μη «επίκαιρο» με τη σημασία, μάλλον, του επικαιρικού αυτού
δηλαδή που δεν προορίζεται για να αντέξει στο χρόνο 1;
Δεν τ’ αφιέρωνες καλύτερα σε κάποιον σαν τον Χωμενίδη, τη Σώτη Τριανταφύλλου ή τον
Τατσόπουλο ή τ’ άλλα εδώδιμα άνθη της αγοράς όπως την Κική Δημουλά ή τον Βέλτσο;
Όλες/-ους αυτούς τους «αλαλάζοντες» και
«δήθεν», που κατακλύζουν το διανοητικό εποικοδόμημα της εγχώριας ταξικής πραγματικότητας;
Στον Λουντέμη διέθεσες, Δημήτρη, τις αρετές σου;
Ναι, σ’ αυτόν τις διέθεσες, γιατί πρόκειται
για έναν σημαντικό συγγραφέα, σάρκα από τη σάρκα και αίμα από το αίμα του δραματικού
λαού μας, των μεροκαματιάρηδων, των ξωμάχων, των ανθρώπων δίχως αύριο, των
αδούλωτων και των περήφανων ανδρών και γυναικών του λαού μας, όπως αυτοί εκδήλωσαν
την παρουσία τους στη διαδρομή του περασμένου αιώνα και, ιδιαίτερα, στα χρόνια
της Κατοχής και της Αντίστασης, του ματωμένου Δεκέμβρη, του Εμφυλίου, των δικαστηρίων
και των στρατοπέδων εξορίας, της πολιτικής προσφυγιάς.
2.
ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ ΚΑΙ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ: ΒΡΑΧΕΙΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ
Όταν μιλάμε για τον Λουντέμη, μιλάμε, όπως
γνωρίζετε, για τον πιο πολυδιαβασμένο, στον τόπο μας, μαζί με τον Νίκο Καζαντζάκη
Έλληνα συγγραφέα, του 20ού αιώνα. Οι δυο τους βέβαια, μεταξύ τους,
δεν έχουν και πολλά να μοιραστούν: ούτε στην ίδια γενιά ανήκαν, ούτε οι οικογενειακές,
πνευματικές και βιοτικές ανησυχίες τους ήταν παρεμφερείς, καίτοι κι οι δυο τους
πέρασαν μεγάλα διαστήματα βιοτικών στερήσεων. Μόνο που ο ένας τα πέρασε από επιλογή,
ενώ ο άλλος από αντικειμενική ανάγκη. Ο ένας ήταν πολυσπουδασμένος και από
επιλογή ταξιδευτής, ένας δια βίου περιπλανώμενος στις ιλιγγιώδεις διαδρομές
μεταξύ γης και ουρανού, μεταξύ ιδέας, ιστορίας και συγκυρίας, ενώ ο άλλος μόλις
κατόρθωσε να φτάσει ως την τετάρτη γυμνασίου πριν τον αποβάλουν απ’ όλα τα γυμνάσια
της χώρας.
Αν ο ένας εντυπωσιάζει για τις πνευματικές
αναβάσεις και εκλεκτικές συνθέσεις του, για τα νιτσεϊκής καταγωγής «υπεράνθρωπα» κατορθώματα
και τις κουζουλάδες των ηρώων του, ο άλλος ήταν, κυριολεκτικά, ένας «ταπεινός
και καταφρονεμένος», συγκεντρωμένος απόλυτα στην επίγεια συνθήκη που του επέβαλε
η φτώχια του που τον οδηγούσε, πριν λάμψει το συγγραφικό ταλέντο του, στην «χαμοζωή»,
στην επικράτεια της αλητείας ή της λούμπεν διαβίωσης. Υπήρξε ένας αληθινός αγυιόπαις.
Όμως παρά τις αποκλίσεις τους διαθέτουν το συγκρίσιμο
χάρισμα να είναι συγγραφείς με μεγάλες αφηγηματικές δεξιότητες, από την άποψη
της σύνθεσης συναρπαστικών ιστοριών, οι οποίες αισθητοποιούνται από ήρωες και αντιήρωες,
δευτεραγωνιστές και κομπάρσους με ακρίβεια και προσοχή πλασμένους. Κι οι δυο
τους μιλούν «σαν παραμυθάδες» και βρίσκουν
εντυπωσιακή αναγνωστική πρόσληψη. Το σημείο αυτό αξίζει να προσεχτεί. Θα είναι πιστεύω
χρήσιμο να γίνει μια συγκριτική ανάλυση των ποιητικών
δόμων τους (μορφές, σχήματα, λεκτικοί τρόποι, σύμβολα, αρχέτυπα κ.λπ.) που
χρησιμοποιούν οι δυο αυτοί συγγραφείς για να πετύχουν την πρωτιά που τους αποδίδεται,
να είναι δηλαδή οι πιο πολυδιαβασμένοι
εγχώριοι συγγραφείς στην Ελλάδα.
Η επιβράβευση, τώρα, του Λουντέμη γι’ αυτή
του την πρωτιά είναι ότι: «κανένα
αφιέρωμα ή επετειακή εκδήλωση, όπως αναφέρει ο Δαμασκηνός (σ. 17), δεν έχει –
μέχρι σήμερα – προγραμματιστεί, ενώ η αποκαθήλωση του συγγραφέα απ’ το λογοτεχνικό
Παρνασσό ως «ξεπερασμένου», αποτυπώνεται και από το γεγονός πως στα σχολικά
βιβλία του Γυμνασίου και του Λυκείου δεν υπάρχει ούτε μια σελίδα από το
πολυσχιδές έργο του. Για τον Λουντέμη απουσιάζει επίσης οποιαδήποτε αναφορά σε αρκετές
δημοφιλείς γραμματολογίες της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας, σαν να μην υπήρξε
ποτέ ο λογοτέχνης ή σαν να μην αξίζει η συνεισφορά του στα ελληνικά γράμματα
ούτε την δημόσια απόρριψη ή αποκήρυξη…»
3. ΚΑΠΟΙΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΤΟΥ ΛΟΥΝΤΕΜΗ
Όπως
αφήνει να φανεί ο Δαμασκηνός το λογοτεχνικό
έργο του Λουντέμη διαρθρώνεται σε δυο βασικές περιόδους την πρώτη, που περιλαμβάνει
τις συλλογές διηγημάτων: Τα πλοία δεν άραξαν
(1938) και Περιμένοντας το ουράνιο τόξο
(1940) καθώς και ό,τι άλλο είχε δημοσιεύσει στη δεκαετία του ‘30 και τη δεύτερη,
που αρχίζει με το αμήχανο φιλοσοφικό
μυθιστόρημα Έκσταση (1943) και συνεχίζεται
με άλλα μυθιστορήματα όπως Καληνύχτα ζωή
(1946) και Συννεφιάζει (1946), για να
κορυφωθεί στα μυθιστορήματα ορόσημα του: Ένα
παιδί μετράει τ’ άστρα (1957), Οι κερασιές θ’ ανθίσουν και φέτος, Οδός αβύσσου αριθμός μηδέν (1962), Το ρολόι του κόσμου χτυπά μεσάνυχτα (1963)
και ν’ απολήξει με την ολοκλήρωση του βίου, έχοντας ενσωματώσει στη διαδρομή,
στην εργογραφία του και άλλα λογοτεχνικά
είδη όπως ποιητικά και θεατρικά έργα, βιογραφίες, παιδικά, μεταφράσεις και το
πολιτικό δοκίμιο/μαρτυρία όπως προαναφέραμε Ο
Μεγάλος Δεκέμβρης.
Προφανώς αυτή η δεύτερη, η μακροχρόνια περίοδος
μπορεί να επιμεριστεί σε ξεχωριστές ενότητες ανάλογες με τα ιστορικά γεγονότα,
τη βιογραφική διαδρομή και, κυρίως, το έργο/ τα έργα που καταθέτει ο συγγραφέας,
καθώς ταυτίζει πια τη δράση του με την πορεία της Αριστεράς και του Κινήματος
που εμπνέει και καθοδηγεί αυτή και γίνεται κι αυτός μαζί με εκατοντάδες και χιλιάδες
άλλους αριστερούς (και όχι μόνο) αγωνιστές θύματα των διώξεων του εμφυλιακού
και μετεμφυλιακού κράτους, των επικουρούμενων από τους αγγλοαμερικάνους, νικητών.
Στη συνέχεια στη βάση αυτής της αχνής σύνοψης θα αναφέρω κάποιες
σκέψεις, που έκανα κατά την ανάγνωση, σχετικά με την ποιητική του Λουντέμη, διευκρινίζοντας ότι με τον όρο ποιητική εννοείται γενικά η θεωρία, η τεχνική
και οι κανόνες κατασκευής, σύνθεσης, συγκρότησης ενός πνευματικού,
καλλιτεχνικού προϊόντος και ειδικότερα ενός λογοτεχνικού έργου. Ο όρος, όπως θα
γνωρίζετε, αντλεί την καταγωγή του από τ’ ομώνυμο σύγγραμμα του μεγάλου Αριστοτέλη
και γνωρίζει στη σύγχρονη εποχή, από το 19ο αιώνα ως τις μέρες μας,
μεγάλη απήχηση στους λόγιους και στους ειδήμονες των φιλολογικών, λογοτεχνικών,
πολιτισμικών σπουδών.
Η πρώιμη ποιητική του Λουντέμη, αναμφίβολα,
εδράζεται σε συγγραφείς όπως ο Κνουντ Χάμσουν (1859-1952) και, ίσως, εγγύτερα ο
Παναίτ Ιστράτι (1884-1935), δηλαδή σε δυο ξεχωριστούς αντιπροσώπους της
λογοτεχνικής μορφής που ήκμασε στη διάρκεια του 19ου και των πρώτων
τριών δεκαετιών του 20ου αιώνα στην Ευρώπη -ιδιαίτερα στις χώρες του
Βορρά- και αποκαλείται «αλητογραφία» με ομόλογη μορφή τη λούμπεν (υποκοσμιακή) και συγγενή την
προλεταριακή λογοτεχνία.
Σχετικά με τη δεύτερη υπάρχουν σημαντικές
διαφορές, αν και οι συνθήκες εξαθλίωσης των λογοτεχνικών προσώπων μοιάζουν. Οι ήρωες
της προλεταριακής λογοτεχνίας δουλεύουν σε φάμπρικες ως εργάτες, είναι πραγματικοί
ήρωες, ενώ στην αλητογραφία είναι μάλλον αντιήρωες καθώς περιπλανιούνται δεξιά
κι αριστερά χωρίς μια σταθερή εργασία ή κοινωνική, πολιτική αναφορά. Μιλώ λίαν επιγραμματικά, αν και τα θέματα
αυτά τυγχάνουν περισπούδαστων ενασχολήσεων από δόκιμους κριτικούς και μελετητές. Ο Δημήτρης στην ενότητα της εργασίας του «Τα πλοία
δεν άραξαν» (σσ. 33-66) μας διαφωτίζει επί του ζητήματος με σαφή τρόπο, αξιοποιώντας
ουσιαστικά (και όχι σχολαστικά) τη σχετική βιβλιογραφία.
Οι αλητογράφοι συγγραφείς διεκτραγωδούν ή
απλά περιγράφουν «τα έπη και τα ήθη» λογοτεχνικών πρόσωπων, που συχνά
ταυτίζονται με το δικό τους υποκείμενο στην αναζήτηση τροφής, ενδυμάτων,
υπνωτηρίων για να περάσουν τη συνήθως παγωμένη νύχτα κ.λπ. προκειμένου να
επιβιώσουν σε συνθήκες ακραίας κοινωνικής κατάπτωσης. Ο πλέον αντιπροσωπευτικός
συγγραφέας αυτής της μορφής εγχώρια αναδείχτηκε ο Δημοσθένης
Βουτυράς και ακολούθησε ο Πέτρος Πικρός και οι δυο με καταγωγή απ’ την Κωνσταντινούπολη.
Η αλητογραφική περίοδος του Λουντέμη ταυτίζεται
με την προπολεμική ζωή του και βρήκε κριτική και αναγνωστική απήχηση τέτοια
ώστε να λάβει για το πρώτο του βιβλίο Τα
πλοία που δεν άραξαν κρατικό βραβείο,
το 1938.
Εισάγοντας την λέξη Λουντέμης στο διαδίκτυο
βρίσκουμε εκατοντάδες ιστοσελίδες σχετικές, σε κάποιες από τις οποίες καταχωρείται
σα συγγραφέας που ανήκει στη σχολή του σοσιαλιστικού ρεαλισμού και σε άλλες σα
συγγραφέας της μεσοπολεμικής υποκοσμιακής λογοτεχνίας, τις επιρροές της οποίας δεν θα
αποβάλει στο μετέπειτα έργο του αλλά και θα τις συνθέσει με την ιστορική
εμπειρία του πολέμου και του μεσοπολέμου στη δίνη της ελλαδικής
πραγματικότητας.
Τι ήταν τελικά ο Λουντέμης; Εκτιμώ ότι υπάρχει
αρκετό ενδιαφέρον στο ερώτημα. Το ΚΚΕ δεν τον αποδέχτηκε νομίζω ποτέ σαν ένα δικό
του συγγραφέα, όπως έγινε με άλλους προγενέστερους, ομήλικους ή μεταγενέστερους
αυτού. Μεταπολιτευτικά μάλιστα του δόθηκε ο χαρακτηρισμός «κομμουνιστής πολυτελείας»,
όπως αναφέρεται σε επιφυλλίδα με ίδιο τίτλο, στο Ριζοσπάστη, στις
16 Δεκέμβρη 1975 και υπογραφή Σ. Στην επιφυλλίδα αναφέρονται και άλλες βαριές κατηγορίες,
πιθανόν, και σαν ένα είδος εκδίκησης στην απόφαση του στα γεγονότα του ‘68, που οδήγησαν στη διάσπαση,
να ταχθεί με την πλευρά των «αναθεωρητών».
Πριν από τέσσερα χρόνια όμως αυτός ο ψόγος έμμεσα, τουλάχιστον, αναιρέθηκε
αν λάβουμε υπόψη το άρθρο του Ηρακλή Κακαβάνη, στο Ριζοσπάστη (βλ. ένθετο Επτά μέρες
μαζί, με τίτλο «Μενέλαος Λουντέμης. Επίκαιρο όσο ποτέ το ’’Συννεφιάζει’’», 19
Μαΐ 2013, σελ. 3).
Ο ελληνικός σοσιαλιστικός ρεαλισμός έχει,
προφανώς, αντιστοιχία με το επίσημο δόγμα, που καθιερώθηκε από τον Αντρέι
Ζντάνοφ, το 1934 στη Σοβιετική Ένωση κι έθετε τη λογοτεχνία και τις άλλες
μορφές τέχνης ως στόχο «όχι μόνο να αποκαλύπτει την αλήθεια για τη σημερινή
ζωή, αλλά και να οργανώνει τις διαθέσεις για την επαναστατική αλλαγή της» 2.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τις αρχές του
σοσιαλιστικού ρεαλισμού τα πρότυπα των ηρώων της λογοτεχνίας πρέπει να είναι
άνθρωποι που θυσιάστηκαν στον αγώνα υπερασπιζόμενοι τα συμφέροντα του προλεταριάτου
και της οικοδόμησης της σοσιαλιστικής κοινωνίας.
Οι συνθήκες εξαθλίωσης της εργατιάς, της
αγροτιάς και της επαναστατικής διανόησης πρέπει να απεικονίζονται με ρεαλιστική
ακρίβεια. Οι αισθητικές φιοριτούρες δεν έχουν καμιά αντικειμενική αξία, αν το μήνυμα
ενός έργου δεν είναι προς το συμφέρον των λαϊκών τάξεων για έμπνευση, μόρφωση,
και ψυχαγωγία με την κυριολεκτική σημασία της λέξης. Τα λόγια πρέπει να είναι απλά
και τα νοήματα άμεσα. Επίσης, πρέπει ν’ απεικονίζονται με ρεαλισμό οι συνθήκες
των κατασταλτικών μηχανισμών εναντίον του επαναστατικού κινήματος και να δείχνονται
με ακρίβεια οι μέθοδοι των κατασταλτικών μηχανισμών που χρησιμοποιεί το κράτος
των καπιταλιστών, για να διαιωνίζει τη διάρκεια του. Όμως ο ρεαλισμός πρέπει να συμπληρώνεται πάντα
μ’ ένα επαναστατικό (ηθικό) κρεσέντο, ώστε το λογοτεχνικό έργο να επιδρά στις
συνειδήσεις και να στηρίζει τα φρονήματα.
Όσοι αγωνιστές θυσιάστηκαν πρέπει να
υμνηθούν, να περιβληθούν «με το έπαινο του μάρτυρα» και οι πράξεις τους να
γίνουν παραδείγματα προς μίμηση· παράλληλα μέσα από τη θυσία τους να
καταγγελθεί ο ταξικός εχθρός, «ο καπιταλίστας εκμεταλλευτής», που δεν ορρωδεί
προ ουδενός, προκείμενου να διαφυλάξει την ιδιοτελή εξουσία του, στη βάση του
δόγματος της «εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο».
Την περίοδο που στη Σοβιετική Ένωση και στα άλλα ομόλογα
κράτη ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός αποτελούσε το επίσημο
καλλιτεχνικό δόγμα, στο Δυτικό κόσμο κυριαρχούσε ο μοντερνισμός με τις
πολυειδείς εκφάνσεις του που καθιστούν τη λογοτεχνία και τις άλλες μορφές
τέχνης, συχνά, ένα γριφώδες γεγονός που απευθύνεται σε κλειστές ομάδες ειδημόνων
που δεν τους συγκινούν συνήθως οι αντικειμενικές αναφορές ή περιγραφές. Μέσα
από τη λογοτεχνία γίνεται μια συστηματική προώθηση ατομικιστικών αντιλήψεων υπό
την έννοια, ότι το ανθρώπινο υποκείμενο διαθέτει, τάχα, μιαν αχαλίνωτη ελευθερία
και αποτελεί τη διατράνωση κάθε βιοθεωρητικής αναζήτησης και στόχευσης. Το άτομο όχι η κοινωνία.
Η οργή, ο φόβος, η απόγνωση, η περηφάνια,
το πνεύμα αυτοθυσίας, ο έρωτας που είναι μια συχνή σταθερά στα έργα του διατυπωμένα
σε ρέοντα λαϊκό ή και ιδιωματικό λόγο, διανθισμένα με καταγγελτικά, ειρωνικά
και άλλα σχήματα, με περίτεχνα ρητά και μεταφορικά νοήματα δημιουργούν συνθήκες άμεσης πρόσληψης χωρίς
διανοητικά παιγνίδια. Εργάζεται πάνω στην συναισθηματική πρόσληψη και όχι τόσο στην λογική,
αντικειμενική, περισπούδαστη επεξεργασία των ενδοκειμενικών αναφορών όπως π.χ. έκανε
ο Φλομπέρ, για να θυμηθούμε τον μεγάλο μάστορα και γενάρχη του είδους ή ίσως όπως
κάνει ο Μιχαήλ Σολόχοφ (1905-1984) στον Ήρεμο
Ντον ή Η μοίρα ενός ανθρώπου για
αν πάρουμε ένα κλασικό παράδειγμα μεταπολεμικού σοβιετικού σοσιαλιστικού
ρεαλισμού ή όπως κάνει ο Μάξιμ Γκόρκι (1868- 1936) στη Μάνα για να υπομνήσουμε τον milior fabro της σοβιετικής λογοτεχνίας. Όχι ότι οι προαναφερθέντες
δεν απασχολούνται με τα συναισθήματα των ηρώων τους, ασχολούνται και τα
αναδεικνύουν με σπουδή αλλά τα συναισθήματα δεν υποτάσσουν τη λογική τους, η οποία
καταξιώνεται στο βαθμό της επιτυχίας, της νίκης του σοσιαλισμού που συνυφαίνεται με την ενεργητική υπεράσπιση
του. Δεν κρύβουν ότι η λογοτεχνία τους
είναι ταξική, αλλά από την πλευρά των προλετάριων, από την πλευρά των κομμουνιστών.
Με τα λόγια του Ζντάνοφ:
Στον Λουντέμη αυτή η ιδεολογική λογική, η στρατηγική πρόταξη της κομματικής λογοτεχνίας δεν έγινε αποδεκτή. Είναι χαρακτηριστικός σχετικά ένας διάλογος που αναφέρει στον Κονταρομάχο. Διάλογος που διεξήχθη ανάμεσα τον ίδιο και στον σπουδαίο Βάρναλη (1884-1974) στην προσωπικότητα του οποίου είναι αφιερωμένο το βιβλίο.«Η λογοτεχνία πρέπει να γίνει κομματική. Σε αντιπαράθεση με τα αστικά ήθη, [...], σε αντιπαράθεση με τον αστικό λογοτεχνικό καριερισμό και ατομικισμό, [...] πρέπει να αναδείξει την αρχή της κομματικής λογοτεχνίας, να αναπτύξει την αρχή αυτή και να την κάνει πράξη στη ζωή σε όσο τον δυνατόν πιο πλήρη και ολοκληρωμένη μορφή» 4.
Ο Λουντέμης αν και έχει σαφή αναφορά σε λογοτεχνικά, ιδεολογικά και αξιακά πρότυπα, που τα βρίσκουμε και σε άλλους πολλούς ή λίγους εξακολουθεί να αντιστέκεται στις μορφολογικές κατατάξεις, η ποιητική του φωνάζει, αλλά ο θόρυβος των συνθηκών όπου ζούμε τη σκεπάζει. Αν και όλα στο έργο του είναι διάφανα, παρά ταύτα, κατά ένα τρόπο παραμένουν «λουντεμικά», όπως αντίστοιχα στον Καζαντζάκη είναι «καζαντζακικά» και στον Παπαδιαμάντη «παπαδιαμαντικά». Γιατί κάθε σπουδαίος λογοτέχνης διαμορφώνει, τελικά, μια δική του επικράτεια με σαφή σύνορα στο corpus της λογοτεχνίας κι ο Λουντέμης τα ’χει χαράξει ανεξίτηλα.« — Δάσκαλε, ποιος απ’ τούς ρεαλισμούς είναι ο αληθινός και ποιον πρέπει ν’ αγκαλιάσουμε εμείς;
— Γιατί, πόσοι είναι οι ρεαλισμοί;
— Ξέρω 'γω… Είναι τόσοι πολλοί [....] Εσύ σε ποιον πιστεύεις; Ποιος είν’ ο καλύτερος;
— Ρώτα τους νουνούς τους. Εγώ δεν ήμουν στα βαφτίσια τους. Ρεαλισμός. Ένα τραίνο περνάει βέβαια από διάφορους σταθμούς, αλλά δεν παίρνει και τ’ όνομα του κάθε σταθμού που περνάει. Ρεαλιστικά έτρωγε κι ο Σωκράτης που έτρωγε με τα δάχτυλα, ρεαλιστικά τρώει κι ο Βέης που τρώει με το πηρούνι. Ε, τι θα πούμε τώρα; Ότι ο Σωκράτης ήταν «ρεαλιστής των δαχτύλων» κι ο Βέης «ρεαλιστής του πιρουνιού»;
— Ναι, έλα όμως που το είπε ο Ζντάνωφ.
— Κι εσύ; Μ’ ένα «ωφ» που βάζεις νομίζεις πως ξοφλάς. Άμα πάρεις έναν όρο έτοιμο δε θα τον αξιοποιήσεις ποτέ γιατί ποτέ δε θα τον καταλάβεις. Αντίς να μου τσαμπούνας ότι ο τάδε ρεαλισμός είναι αυτό κι αυτό, καλύτερα βρες μόνος σου αυτό που είναι κι ύστερα δος του όνομα. ..»
Η υδατογραμμή που βρήκε, κάποτε, ο Λουντέμης
βλέποντας τα πλοία να ταξιδεύουν ήταν κλειστή για να επιτραπεί ν΄ αράξουν σε
λιμάνια, σήμερα η ακτογραμμή μοιάζει ανοιχτή έτσι που να επιτρέπεται στα πλοία όχι
μόνο ν’ αράζουν σε λιμάνια, αλλά ακόμα και στις όχθες της
καρδιάς μας, όπως προβάλει στον συγκινητικό τίτλο της άψογης κριτικής εργασίας
του ο αγαπητός Δημήτρης. Τον ευχαριστώ για τη δαψιλή του πρόταση να με
προσκαλέσει ως έναν εκ των ομιλητών της εκδήλωσης και ευχαριστώ και σας
για την ακρόαση σας.
Νίκος
Ι. Χουρδάκης, ποιητής,
ψυχολόγος-ψυχαναλυτικός
ψυχοθεραπευτής
Σημειώσεις-Παραπομπές
1. Βλ. Αγγέλα Καστρινάκη, Αλέξης
Πανσέληνος, «Μενέλαος Λουντέμης –Επίκαιρος ή παρωχημένος;», Καθημερινή, 03/05/2015.
2. Βλ. Ελένης Μηλιαρονικολάκη-Γιάννη
Σκαρπερού, «Για το σοσιαλιστικό ρεαλισμό», Κομμουνιστική
Επιθεώρηση, τεύχ. 6, 2010.
3. Παρίσης Ιωάννης-Παρίσης Νικήτας, Λεξικό λογοτεχνικών όρων, Οργανισμός
Εκδόσεων Διδακτικών Βιβλίων, Αθήνα 2000, σελ. 160.
4. Βλ. «Εισήγηση του σ. Ζντάνοφ για τα
περιοδικά "Αστέρι"’ και "Λένινγκραντ"», στην ιστοσελίδα: samizdatproject.blogspot.com
(Πρόσληψη 20/4/2017).
Μαρία Μαθιουδάκη: Ο ιδιότυπος ρεαλισμός της γραφής του Μ. Λουντέμη συνυπάρχει με την πιο τρυφερή λυρική διάθεση
Φωτορεπορτάζ για την παρουσίαση του βιβλίου στα Χανιά, Τετάρτη 03-05-2017
Χανιώτικα Νέα: ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΗΜΗΤΡΗ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟ. Μελέτη για τον Μενέλαο Λουντέμη. Παρουσιάστηκε στα Χανιά
Δημοσίευση σχολίου