«Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία...
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία».
"Πρέβεζα" - Κώστας Καρυωτάκης
Σαν σήμερα στις 21 Ιούλη 1928 φεύγει απ’ την ζωή ο διεθνώς αναγνωρισμένος ποιητής και πεζογράφος Κώστας Καρυωτάκης. Αφησε πίσω του όμως ένα έργο που εξακολουθεί να διδάσκεται σε αρκετά Πανεπιστήμια της Ελλάδας και του εξωτερικού, ενώ τα δημιουργήματά του έχουν μεταφραστεί σε δεκάδες ξένες γλώσσες.
O Κώστας Καρυωτάκης γεννήθηκε στις 30 του Οκτώβρη του 1896 στην Τρίπολη στο σπίτι της μητέρας του Αικατερίνης (Κατίγκως) Σκάγιαννη. Είχε ακόμη έναν αδελφό, τον Θάνο, που γεννήθηκε το 1899 και σταδιοδρόμησε ως τραπεζικός υπάλληλος και μια αδελφή ένα χρόνο μεγαλύτερή του, τη Νίτσα, που παντρεύτηκε το δικηγόρο Παναγιώτη Νικολετόπουλο. «Ο ίδιος ήταν κοντός, αδύνατος, ένα λυμφατικό αγοράκι», θα γράψει η Λιλή Ζωγράφου, «που δε θύμιζε σε τίποτα τα γεροδεμένα κι όμορφα αδέλφια του, δίνοντας την εντύπωση ενός μάλλον κουτούτσικου παιδιού. Το ντροπαλό και λιγομίλητο παιδί γίνεται ο δειλός και χωρίς σιγουριά άντρας».
Το επάγγελμα του πατέρα του Γεώργιου Καρυωτάκη – πολιτικός μηχανικός του Υπουργείου Δημοσίων Έργων – τον ανάγκασε να ζήσει σε διάφορες επαρχιακές πόλεις, όταν εκείνος έπαιρνε μεταθέσεις ως νομομηχανικός. Έτσι έζησε κατά καιρούς στη Λευκάδα, την Κεφαλονιά, την Καλαμάτα, την Πάτρα, την Αθήνα, μα και στα Χανιά. Στην κρητική πρωτεύουσα -τα Χανιά- έζησε τον περισσότερο καιρό, εκεί τελείωσε το Γυμνάσιο κι εκεί περνούσε τα καλοκαίρια του ως φοιτητής.
Ο Καρυωτάκης στα Χανιά δεν έκανε πολλές παρέες, ήταν ένα παιδί δειλό, ασθενικό και πάντα φοβισμένο. Δεν τον “έπαιζαν” οι συμμαθητές του, τον φώναζαν “γέρο” και τον απέφευγαν συστηματικά: «Όσο είναι μικρός, λοιπόν, ο Καρυωτάκης, τα παιδιά τον αποφεύγουν. Δε θα τρέξει, δε θα ξεφωνίσει, δε θα ξεκαρδιστεί. Περήφανος και τρομοκρατημένος, ίσως, να καταλαγιάσει φυλακίζοντας μέσα του ένα σμάρι πουλιά που λαχταρούν να ορμήσουν στο πανηγύρι του σούρουπου», θα γράψει με τρυφερότητα και λυρισμό για τον ποιητή η Λιλή Ζωγράφου. «Ο λιγοστός αυθορμητισμός, που πιθανόν να του άφησε η “αυστηρή ανατροφή”, θα ξεψυχήσει στην αμείλικτη και άκαρδη αδιαφορία των συνομηλίκων του».
Είναι αυτή η σκληρότητα των συμμαθητών του που τον έκανε να ζει, σχεδόν, μόνος του στα Χανιά, με συντροφιά τη μελαγχολία του, προσπαθώντας ν” αντλήσει από μέσα του τη δύναμη της παρηγοριάς, μελετώντας αδιάκοπα, ώστε με την πνευματική του ανωτερότητα, ν” αντιδράσει στην πληκτική αδιαφορία που τον κύκλωνε. Έτσι, όντας γεννημένος ποιητής, ρίχτηκε με πάθος να δημιουργήσει μια γενναία ξεχωριστή πραγματοποίηση, μια καινούρια ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία...
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία».
"Πρέβεζα" - Κώστας Καρυωτάκης
Σαν σήμερα στις 21 Ιούλη 1928 φεύγει απ’ την ζωή ο διεθνώς αναγνωρισμένος ποιητής και πεζογράφος Κώστας Καρυωτάκης. Αφησε πίσω του όμως ένα έργο που εξακολουθεί να διδάσκεται σε αρκετά Πανεπιστήμια της Ελλάδας και του εξωτερικού, ενώ τα δημιουργήματά του έχουν μεταφραστεί σε δεκάδες ξένες γλώσσες.
O Κώστας Καρυωτάκης γεννήθηκε στις 30 του Οκτώβρη του 1896 στην Τρίπολη στο σπίτι της μητέρας του Αικατερίνης (Κατίγκως) Σκάγιαννη. Είχε ακόμη έναν αδελφό, τον Θάνο, που γεννήθηκε το 1899 και σταδιοδρόμησε ως τραπεζικός υπάλληλος και μια αδελφή ένα χρόνο μεγαλύτερή του, τη Νίτσα, που παντρεύτηκε το δικηγόρο Παναγιώτη Νικολετόπουλο. «Ο ίδιος ήταν κοντός, αδύνατος, ένα λυμφατικό αγοράκι», θα γράψει η Λιλή Ζωγράφου, «που δε θύμιζε σε τίποτα τα γεροδεμένα κι όμορφα αδέλφια του, δίνοντας την εντύπωση ενός μάλλον κουτούτσικου παιδιού. Το ντροπαλό και λιγομίλητο παιδί γίνεται ο δειλός και χωρίς σιγουριά άντρας».
Το επάγγελμα του πατέρα του Γεώργιου Καρυωτάκη – πολιτικός μηχανικός του Υπουργείου Δημοσίων Έργων – τον ανάγκασε να ζήσει σε διάφορες επαρχιακές πόλεις, όταν εκείνος έπαιρνε μεταθέσεις ως νομομηχανικός. Έτσι έζησε κατά καιρούς στη Λευκάδα, την Κεφαλονιά, την Καλαμάτα, την Πάτρα, την Αθήνα, μα και στα Χανιά. Στην κρητική πρωτεύουσα -τα Χανιά- έζησε τον περισσότερο καιρό, εκεί τελείωσε το Γυμνάσιο κι εκεί περνούσε τα καλοκαίρια του ως φοιτητής.
Ο Καρυωτάκης στα Χανιά δεν έκανε πολλές παρέες, ήταν ένα παιδί δειλό, ασθενικό και πάντα φοβισμένο. Δεν τον “έπαιζαν” οι συμμαθητές του, τον φώναζαν “γέρο” και τον απέφευγαν συστηματικά: «Όσο είναι μικρός, λοιπόν, ο Καρυωτάκης, τα παιδιά τον αποφεύγουν. Δε θα τρέξει, δε θα ξεφωνίσει, δε θα ξεκαρδιστεί. Περήφανος και τρομοκρατημένος, ίσως, να καταλαγιάσει φυλακίζοντας μέσα του ένα σμάρι πουλιά που λαχταρούν να ορμήσουν στο πανηγύρι του σούρουπου», θα γράψει με τρυφερότητα και λυρισμό για τον ποιητή η Λιλή Ζωγράφου. «Ο λιγοστός αυθορμητισμός, που πιθανόν να του άφησε η “αυστηρή ανατροφή”, θα ξεψυχήσει στην αμείλικτη και άκαρδη αδιαφορία των συνομηλίκων του».
Είναι αυτή η σκληρότητα των συμμαθητών του που τον έκανε να ζει, σχεδόν, μόνος του στα Χανιά, με συντροφιά τη μελαγχολία του, προσπαθώντας ν” αντλήσει από μέσα του τη δύναμη της παρηγοριάς, μελετώντας αδιάκοπα, ώστε με την πνευματική του ανωτερότητα, ν” αντιδράσει στην πληκτική αδιαφορία που τον κύκλωνε. Έτσι, όντας γεννημένος ποιητής, ρίχτηκε με πάθος να δημιουργήσει μια γενναία ξεχωριστή πραγματοποίηση, μια καινούρια ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Δημοσίευση σχολίου