11/02/1959. Ξεκινά στην Αθήνα η δίκη του Μαξ Μέρτεν, του Ναζί εγκληματία πολέμου που υπηρέτησε στη Θεσσαλονίκη τη διετία 1942-1944, ως σύμβουλος της στρατιωτικής διοίκησης της πόλης. Ήταν ο άνθρωπος που υπέγραψε τη μεταφορά των 50.000 Εβραίων της Θεσσαλονίκης στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς, ενώ είχε ευθύνη και για την αρπαγή των περιουσιών τους, που η συνολική τους αξία ξεπερνούσε τα 125.000.000 χρυσά φράγκα. Το Ειδικό Στρατοδικείο Εγκληματιών Πολέμου της Αθήνας καταδικάζει τον Μέρτεν σε 25ετή κάθειρξη.
Έπειτα όμως από πιέσεις της Γερμανίας, η κυβέρνηση Καραμανλή, αφού τροποποίησε τον ισχύοντα νόμο (Ν.Δ. 3933/1959) για τους Γερμανούς υπηκόους που φέρονταν ως εγκληματίες πολέμου, αποφυλάκισε τον Μέρτεν και τον απέλασε στη Γερμανία, με την προϋπόθεση να εκτίσει εκεί την ποινή του. Τα γερμανικά δικαστήρια τελικά απάλλαξαν τελείως τον Μέρτεν «ελλείψει στοιχείων». (Πηγή: Ριζοσπάστης)
Τα παραπάνω ιστορικά γεγονότα όμως, αποτελούν την μια πλευρά της περίπτωσης του εγκληματία πολέμου Μαξ Μέρτεν,
Η άλλη όμως και η πιο ουσιαστική αποκρύπτεται επιμελώς και όχι μόνο από τους ιστορικούς της συντηρητικής παράταξης. Κι αυτή έχει να κάνει με την εμπλοκή του "εθνάρχη" Κωνσταντίνου Καραμανλή - όχι της κυβέρνησης του, αλλά του ίδιου προσωπικά- στο να ξελασπώσει ο Γερμανός εγκληματίας πολέμου.
Κι αυτό γιατί -σύμφωνα με δημοσιεύματα- ο Μέρτεν τον απείλησε ότι θα αποκαλύψει τον ρόλο του Καραμανλή κατά το διάστημα της Γερμανικής κατοχής.
(Είναι μια σελίδα της ιστορίας που ακόμα έχει μείνει σκοτεινή).
Ας τα πιάσουμε όμως τα πράγματα με την σειρά. Το καθεστώς που προέκυψε στην Δυτική Γερμανία μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, ανταμείβοντας τον Μέρτεν για τις "ευδόκιμες υπηρεσίες" που είχε προσφέρει σαν υψηλόβαθμο ναζιστικό στέλεχος του δίνει κρατικά αξιώματα και έτσι βρίσκεται να υπηρετεί σαν επιτελικό στέλεχος στο υπουργείο Δικαιοσύνης της Δυτικής Γερμανίας.
Τον Μάη του 1957, παριστάνοντας τον τουρίστα έρχεται στην Θεσσαλονίκη, κατά μια εκδοχή για να αναζητήσει τον θησαυρό που είχε αρπάξει απ' τον Εβραϊκό πληθυσμό κατά την εποχή της παντοδυναμίας του, και κάπου τον είχε κρύψει μη κατορθώνοντας στην αποχώρηση του να τον μεταφέρει στην πατρίδα του.
Αναγνωρίζεται όμως από κάποια θύματά του, και καταγγέλλεται στον Αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Τούση. Αυτός δίνει εντολή στον Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης, Ταρασουλέα να συλληφθεί ο Μέρτεν και να προφυλακιστεί καθώς εκκρεμούσε εις βάρος του ένταλμα σύλληψης από το 1947 για εγκλήματα πολέμου. Ετσι και έγινε.
Οταν πληροφορείται αυτή την εξέλιξη ο Κων. Καραμανλής, τρελαίνεται. Παίρνει τον Τούση στο τηλέφωνο και τον απειλεί σχεδόν βρίζοντάς τον! Ο Α. Τούσης, κρατά ηρωική στάση κι αρνείται να αποφυλακίσει το χιτλερικό κάθαρμα: «Ό,τι λέει ο νόμος κ. Πρόεδρε», φέρεται να απάντησε στον "εθνάρχη". (Φυσικά ο Τούσης πέφτει σε δυσμένεια και ενώ αναμενόταν η προαγωγή του στη θέση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η κυβέρνηση της ΕΡΕ έβαλε στη θέση του τον αυλόδουλο λεκέ, Κων/νο Κόλλια, μετέπειτα πρωθυπουργό της Χούντας).
Από δω και πέρα θα δώσουμε τον λόγο στον Βασίλη Ραφαηλίδη -μέσα από το βιβλίο του "Ιστορία (κωμικοτραγική) του νεοελληνικού κράτους 1830-1974", να μας μιλήσει περισσότερο γι' αυτή την "σκοτεινή" σελίδα απ' τον πολιτικό βίο του "εθνάρχη¨:
Το σκάνδαλο Μέρτεν
Ο Μαξ Μέρτεν, ανώτερος Γερμανός αξιωματικός, ήταν αυτός που εξόντωσε τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης στη διάρκεια της κατοχής. Μετά τον πόλεμο τον βρίσκουμε ανώτερο υπάλληλο του υπουργείου Δικαιοσύνης (!) στην κυβέρνηση της Βόννης.
Καλυμμένος, λοιπόν, με την ιδιότητα του κρατικού λειτουργού, ξαθαρρεύει και λέει να επισκεφτεί τον τόπο του εγκλήματος, τη Θεσσαλονίκη. Κι έτσι, τον Σεπτέμβριο του 1960 έρχεται στη συμπρωτεύουσα για διακοπές, γνωρίζοντας πως έχει δικαστεί και καταδικαστεί ερήμην από ελληνικό δικαστήριο ως εγκληματίας πολέμου.
Ένα χρόνο πριν, το 1959, ο Καραμανλής διά νόμου έχει αποφανθεί πως οι Γερμανοί εγκληματίες πολέμου που έδρασαν εγκληματικά στην Ελλάδα, δεν πρέπει να δικάζονται στην Ελλάδα αλλά στη Γερμανία. Που έχει σταματήσει προ πολλού να διώκει τα άξια της γερμανικής πατρίδας τέκνα με το επιχείρημα πως δεν υπηρέτησαν τον Χίτλερ τότε αλλά την πατρίδα.
Σου λέει, λοιπόν, ο Μέρτεν, αφού είμαστε πλέον φίλοι με τους Έλληνες, θα επιστρέφω στον τόπο του εγκλήματος ως φίλος.
Ναι, αλλά είχε δικαστεί και καταδικαστεί απ’ την ελληνική δικαιοσύνη πριν απ’ τον κατ’ ουσίαν αμνηστεύοντα τους Γερμανούς εγκληματίες πολέμου νόμο του 1959.
Συνεπώς δεν θα μπορούσε να σταλεί στη Γερμανία να ξαναδικαστεί. Κι έτσι, βάσει του δεδικασμένου, ο πανέντιμος αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ανδρέας Τούσης διατάσσει τη σύλληψη του τουρίστα Μέρτεν, αδιαφορώντας για την ιδιότητά του ως ανωτέρου υπαλλήλου του γερμανικού κράτους.
Του Καραμανλή, του κόβονται τα ποδάρια. Και λέει υποθέτω μέσα του: να γιατί η ελληνική δικαιοσύνη δεν πρέπει να είναι ανεξάρτητη. Ανεξάρτητη δικαιοσύνη σ’ ένα κράτος εξαρτημένο από χίλιες μεριές δε νοείται.
Η βασίλισσα Φρειδερίκη, εγγονή του τελευταίου Γερμανού Κάιζερ (Αυτοκράτορα) και μέλος της νεολαίας του Χίτλερ στα νιάτα της, τρώει τα σίδερα και τελικά πείθει τον Καραμανλή να εκδώσει νομοθετικό διάταγμα διά του οποίου ο Μέρτεν, στις αρχές του 1960 στέλνεται στη Γερμανία να δικαστεί εκεί.
Για να σωθούν τα προσχήματα, οι Γερμανοί στήνουν ένα δικαστήριο-οπερέτα, αλλά ο Μέρτεν δεν είναι απ’ αυτούς που θα μπορούσε να ανεχτεί τη διαπόμπευση, να δικάζεται όψιμα, το 1960, σαν εγκληματίας πολέμου, όντας ανώτερος υπάλληλος της γερμανικής κυβέρνησης.
Κι έτσι, εκεί που ο Καραμανλής νόμιζε πως ξέμπλεξε με τον Μέρτεν, μπλέκει χειρότερα. Γιατί ο Μέρτεν κατονομάζει σα συνεργάτες του στην κατεχόμενη Ελλάδα τον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή, τον υπουργό Εσωτερικών Δημήτριο Μακρή, τη σύζυγό του Δοξούλα Λεοντίδου και τον υπουργό Εθνικής Αμύνης Γεώργιο θεμελή.
Ο Μέρτεν λέει πως έχει φωτογραφίες που αποδεικνύνουν τους ισχυρισμούς του.
Αλλά ύστερα από ταχύτατες ενέργειες της ελληνικής διπλωματίας, οι φωτογραφίες εξαφανίζονται και ο Μέρτεν απαλλάσσεται των κατηγοριών, χάρη στον θρασύτατο εκβιασμό...
Σ' όλη αυτή την υπόθεση τα ερωτηματικά μέχρι σήμερα εξακολουθούν να είναι πάρα πολλά. Σε μια προσπάθεια να προσεγγίσουμε ακόμα περισσότερο αυτό το θέμα, παραθέτουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Γιάννη Κάτρη «Η άνοδος του νεοφασισμού στην Ελλάδα», εκδόσεις Παπαζήσης
Η μεταπολεμική Ελλάδα δεν έδειξε υπερβολική αυστηρότητα στους Γερμανούς εγκληματίες πολέμου. Παρά το γεγονός ότι η χώρα υπέστη τρομακτικές θυσίες σε αίμα και αγαθά (οι νεκροί υπολογίσθηκαν σε 490.000 και οι υλικές ζημίες στα 28% του εθνικού πλούτου), ελάχιστοι από τους δήμιους και τους συνεργάτες τους καταδικάστηκαν. Και αυτοί σε ποινές φυλακίσεως. Πολύ σύντομα αμνηστεύθηκαν.
Ανάλογη ευμενή μεταχείριση είχε και ο Μαξ Μέρτεν. Είχε στην πλάτη του κάποια ερήμην ελληνική καταδίκη, αλλ’ αυτό δεν τον εμπόδιζε να ζει αξιοπρεπώς στη Μπον και να κατέχει υψηλή διοικητική θέση στο υπουργείο Δικαιοσύνης της Ομοσπονδιακής Γερμανίας.
Με τον αέρα που του έδινε η κυβερνητική του ιδιότητα δεν δίστασε το καλοκαίρι του 1959 να διαλέξει για τις διακοπές του τη Θεσσαλονίκη, με την οποία τον έδεναν τόσες και τόσες αναμνήσεις …
Η κυβέρνηση Καραμανλή δεν ενοχλήθηκε από την τουριστική παρουσία του δήμιου των Εβραίων. Αλλά ο αρχηγός του Γραφείου Διώξεως Εγκληματιών Πολέμου αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ανδρέας Τούσης, ένας δικαστικός με υψηλό αίσθημα ευθύνης και εθνικής συνειδήσεως, εξέδωκε ένταλμα συλλήψεως του Μέρτεν.
Ο Μαξ Μέρτεν κλείστηκε στις φυλακές.
Σάλος στην Αθήνα. Αλλά μεγαλύτερος σάλος στην Μπον, όπου η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση επενέβη, όχι για να ζητήσει το φάκελο των εγκλημάτων του Μέρτεν και να τον απομακρύνει – τουλάχιστον – από την υπεύθυνη κυβερνητική θέση που κατείχε, αλλά για να αξιώσει την άμεση απελευθέρωσή του.
Ο Γερμανός πρεσβευτής ανεβοκατέβαινε μέρα – νύχτα τις σκάλες του υπουργείου Εξωτερικών και του πρωθυπουργικού γραφείου. Τα ανάκτορα, υποκινηθέντα από τον δραστήριο πρεσβευτή, επέδειξαν συγκινητικό ενδιαφέρον για τον ταλαιπωρούμενο στις άθλιες ελληνικές φυλακές Γερμανό αξιωματούχο.
Η βασίλισσα Φρειδερίκη, εγγονή του τελευταίου Γερμανού αυτοκράτορα και δραστήριο μέλος της χιτλερικής νεολαίας, έγινε έξω φρενών. Ώστε έτσι εννοεί ο κύριος αντεισαγγελεύς την καλλιέργεια των πολιτιστικών και εμπορικών σχέσεων με τη Γερμανία; Με το βρυκολάκιασμα του ξεχασμένου παρελθόντος θ’ αναπτυχθεί ο ελληνικός τουρισμός;
Η κυβέρνηση Καραμανλή δεν χρειαζότανε και μεγάλη πίεση για να δώσει άφεση αμαρτιών στο Μέρτεν… Ο υπουργός της Δικαιοσύνης κατέθεσε στη Βουλή ένα νομοσχέδιο, που ικανοποιούσε απόλυτα την αξίωση της Μπον. Αλλά στο μεταξύ είχε ξεσπάσει εσωτερικός σάλος.
Ο αντικυβερνητικός τύπος δεν άφησε ανεκμετάλλευτη την ευκαιρία. Τα εγκλήματα του Μέρτεν ξαναζωντάνεψαν στις στήλες των εφημερίδων. Η αντιπολίτευση στη Βουλή σφυροκοπούσε την κυβέρνηση. Οι οργανώσεις των θυμάτων της κατοχής εξέδωκαν έντονα ψηφίσματα διαμαρτυρίας. ελληνικής και της διεθνούς κοινής γνώμης η κυβέρνησις κατέληξε σε μια μέση λύση.
Με το νομοθετικό διάταγμα 4016/1959 «περί εκκαθαρίσεως του θέματος των εγκληματιών πολέμου» η Ελλάδα παραιτήθηκε από το δικαίωμα εκδικάσεως περιπτώσεων που αφορούσαν ναζί εγκληματίες πολέμου. Οι περιπτώσεις αυτές μεταβιβάσθηκαν στις αρχές της Μπον.
Από το νομοθετικό όμως «συγχωροχάρτι» εξαιρέθηκαν - με επιμονή της αντιπολιτεύσεως - οι περιπτώσεις για τις οποίες υπήρχε το δεδικασμένο. Ο Μαξ Μέρτεν θα συνέχιζε να κάνει τις διακοπές του στις ελληνικές φυλακές.
Η μικρή αυτή νίκη της ηθικής και του δικαίου αποδείχτηκε πρόσκαιρη. Ούτε η γερμανική κυβέρνηση, ούτε η Φρειδερίκη εγκατέλειψαν τον αγώνα. Και τελικά επέβαλαν τη θέλησή τους.
Στις αρχές του 1960 με νέο νομοθετικό διάταγμα και αφού τονίστηκε μελοδραματικά στη Βουλή η ανάγκη να θυσιασθούν οι θλιβερές αναμνήσεις της κατοχής, χάριν της ελληνογερμανικής φιλίας, ο δήμιος των Εβραίων αφέθηκε ελεύθερος.
Την ίδια μέρα έπαιρνε το αεροπλάνο για τη Μπον.
Άνθρωποι όμως σαν τον Μέρτεν δεν είναι ανοικτίρμονες μόνο στα αθώα θύματά τους. Τιμωρούν εξίσου σκληρά και τους φίλους τους εκείνους, που προς στιγμήν έστω φάνηκαν να τους απαρνούνται.
Όταν γύρισε στην πατρίδα του ο Μέρτεν, σύμφωνα με τη συμφωνία Αθηνών – Μπον, έπρεπε - για να τηρηθούν οι τύποι - να περάσει από ένα γερμανικό δικαστήριο. Και τότε έσκασε η μπόμπα.
Και ήρθε στην επιφάνεια μια από τις αποπνικτικώτερες ηθικές αναθυμιάσεις.
Με υπόμνημα που κατέθεσε στο δικαστήριο ο Μαξ Μέρτεν, εξιστορώντας τη δραστηριότητά του στην Ελλάδα κατά την κατοχή, ανέφερε έναν αριθμό συνεργατών του. Ανάμεσα σ’ αυτούς:
α) ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής,
β) ο υπουργός Εσωτερικών Δημήτριος Μακρής (πρώτος από αριστερά στη φωτογραφία),
γ) ο υφυπουργός Εθνικής Αμύνης Γεώργιος Θεμελής,
δ) η σύζυγος του Δ. Μακρή Δοξούλα Λεοντίδου (οικογενειακό όνομα).
Η καταγγελία του Μέρτεν, πλαισιωμένη από σχετικά άρθρα του «Σπήγκελ» (28 Σεπτ. 1960) και της «Ηχώ του Αμβούργου», είχε στην ερεθισμένη ελληνική κοινή γνώμη εκρηκτικούς αντίκτυπους.
Ο ευρωπαϊκός τύπος (εν μέρει και ο αμερικανικός) ασχολήθηκαν επί εβδομάδες με τη νέα τροπή που πήρε η υπόθεση Μέρτεν. Και βέβαια οι υπεύθυνοι για τα ελληνικά θέματα κύκλοι του Σταίητ Ντιπάρτμεντ δεν έλαμπαν από ευδαιμονία…
Η ηγεσία της ελληνικής δεξιάς, το χαϊδεμένο παιδί της αμερικανικής πολιτικής και του NATO, να γίνεται ο στόχος της λάσπης που εκτοξεύει ένας εγκληματίας πολέμου;
Ένας υπάλληλος της αμερικανικής πρεσβείας που ρωτήθηκε αρνήθηκε να κάνει οποιοδήποτε σχόλιο. Είπε όμως χαρακτηριστικά ότι η αλληλογραφία με την Ουάσιγκτον για την υπόθεση Μέρτεν ήταν μάλλον ογκώδης.
Εύλογο είναι το ερώτημα: Πρέπει να θεωρηθεί αξιόπιστη η καταγγελία ενός ατόμου σαν τον Μέρτεν; Τι αποδεικτικά στοιχεία προσκόμισε για να κάνει πιστευτή την καταγγελία του; Με βάση την αρχή ότι είναι προτιμότερο να διαφύγει ένας ένοχος παρά να καταδικασθεί ένας αθώος (και η Ιστορία δικάζει και καταδικάζει αυστηρότερα από τη Δικαιοσύνη) ερευνήθηκαν όλα τα στοιχεία της υποθέσεως Μέρτεν. Από την έρευνα προέκυψαν τα εξής:
Η καταγγελία για το πρόσωπο του Κωνσταντίνου Καραμανλή μένει αναπόδεικτη και προφανώς είναι ψευδής. Για όλους όμως τούς άλλους υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ενοχής.
Ο Δημήτριος Μακρής, ο πανίσχυρος και δυναμικός υπουργός των Εσωτερικών ζούσε στη Θεσσαλονίκη κατά την κατοχή και ασκούσε το επάγγελμα του δικηγόρου. Σύμφωνα με αξιόπιστες μαρτυρίες ο Μακρής υπεράσπιζε στα γερμανικά στρατοδικεία κατηγορούμενους Έλληνες πολίτες. Αυτή η εξαιρετικά προσοδοφόρα δραστηριότητα δεν μπορεί να θεωρηθεί ιδιαίτερα τιμητική. Είναι πασίγνωστο ότι μόνον εκείνοι που είχαν συναλλακτικούς δεσμούς με τον κατακτητή μπορούσαν ν’ αποτολμήσουν εμφάνιση συνηγόρου στα θηριώδη γερμανικά στρατοδικεία.
Για τη σύζυγό του Δοξούλα προσκομίστηκαν στοιχεία ότι επί κατοχής υπηρετούσε στη γερμανική διοίκηση ως γραμματεύς του Μαξ Μέρτεν. Σε κάποια μάλιστα επέτειο πρόσφερε στον προϊστάμενό της ως δώρο ένα λεύκωμα με αναμνηστικές φωτογραφίες.
Τέλος, για τον υφυπουργό Εθνικής Αμύνης Θεμελή έγινε γνωστό (το παραδέχθηκε και ο ίδιος) ότι στην κατοχή είχε διορισθεί από τη γερμανική διοίκηση Νομάρχης. Δεν χωρεί καμιά αμφιβολία ότι στις διοικητικές αυτές θέσεις οι Χιτλερικοί δεν τοποθετούσαν παρά μόνο στενούς και δοκιμασμένους συνεργάτες τους.
Το οπλοστάσιο του Μέρτεν, ως εδώ, δεν φαίνεται απρόσβλητο. Αλλά η συνέχεια που πήρε η υπόθεση επιβάρυνε καταθλιπτικά τη θέση των κατηγορηθέντων.
Η ελληνική κυβέρνηση έσπευσε να διαψεύσει την καταγγελία του Μέρτεν. Αλλά η διάψευση δεν περιείχε ούτε ένα τεκμήριο που ν’ αναιρεί την ουσία της κατηγορίας. Για λόγους συμπαραστάσεως - κατόπιν διπλωματικών συνεννοήσεων, στις οποίες αναμίχθηκε και η Ουάσιγκτον - δημοσιεύτηκε και μια ανακοίνωση της γερμανικής κυβερνήσεως (28 Σεπτ.1960). Αλλά το ηθικό και πολιτικό πρόβλημα που έφερε στην επιφάνεια ο Μέρτεν παρέμεινε ανοικτό.
Ένας μόνο δρόμος, ίσιος, τίμιος και καθαρός, υπήρχε για να ξεκαθαρίσει η βρώμικη υπόθεση: Η παραίτηση των Καραμανλή, Μακρή, Θεμελή από την κυβέρνηση και η προσφυγή αυτών, ως ιδιωτών, στη γερμανική Δικαιοσύνη. Αν ο Μέρτεν δεν απεδείκνυε την ακρίβεια των καταγγελιών του οι συκοφαντημένοι ηγέτες της δεξιάς θα είχαν αποπλύνει το στίγμα της κατηγορίας και θα επέστρεφαν θριαμβευτές…
Δεν ακολούθησαν όμως αυτόν τον δρόμο, παρά το γεγονός ότι τους τον υπέδειξε η αντιπολίτευση.
Αντί να παραιτηθούν και να προσφύγουν στα γερμανικά δικαστήρια οι Μακρής και Θεμελής κατέθεσαν μηνύσεις εναντίον του Μέρτεν στα ελληνικά δικαστήρια…(Ο Καραμανλής δεν έκανε ούτε αυτό. Δικαιολογούμενος εξήγησε ότι η ελληνικά δικαστική κρίση για τους Μακρή - Θεμελή θα έκρινε αυτόματα και τη δική του περίπτωση). Η οδός που επέλεξαν οι κατηγορηθέντες θα άφηνε - όπως και άφησε - αξεκαθάριστο το ηθικό τους πρόβλημα.
Ο λόγος ήταν ότι δεν υπήρχε τρόπος εξαναγκασμού του Μέρτεν να προσέλθει στα ελληνικά δικαστήρια. Δεν είχε παραφρονήσει ο Μέρτεν να ξανάρθει στην Ελλάδα ως κατηγορούμενος και ν’ αντιμετωπίσει δύο πανίσχυρους υπουργούς (και από τα παρασκήνια τον ίδιο τον πρωθυπουργό).
Και φυσικά δεν ήρθε. Και το θέμα δεν ξεκαθαρίσθηκε. Το στίγμα έμεινε. Οι κατηγορηθέντες δεν ετόλμησαν ν’ αντιμετωπίσουν τον Μέρτεν (στα γερμανικά δικαστήρια), κατεχόμενοι από κάποιο πλέγμα και φοβούμενοι (ή μάλλον γνωρίζοντες) ότι οι εφεδρείες του Μέρτεν θα τους συνέτριβαν.
Εγράφη, άλλωστε, στον γερμανικό Τύπο, χωρίς να διαψευσθεί, ότι ο Μέρτεν διέθετε φωτογραφικό υλικό, ικανό να τινάξει στον αέρα όχι μόνο τα κατονομασθέντα πρόσωπα, αλλά ευρύτερο κύκλο προσωπικοτήτων της δεξιάς.
Με αυτά τα δεδομένα η κρίση της ιστορίας είναι εξουθενωτική για τρία τουλάχιστον πρόσωπα της υποθέσεως Μέρτεν (ζεύγος Μακρή και Θεμελή), όταν μάλιστα υπομνησθεί ότι η πολιτεία είχε εμπιστευτεί στο μεν Μακρή την εσωτερική ασφάλεια, στον δε Θεμελή τη διοίκηση των ενόπλων δυνάμεων της χώρας.
Ως προς τον Καραμανλή η περίπτωσή του είναι διαφορετική. Προσωπικά ο τότε πρωθυπουργός, φαίνεται από τα γεγονότα αμέτοχος των κατηγοριών. Γιατί όμως ακολούθησε τακτική που άφησε τη σκιά της υποψίας να πλανάται; Η μόνη εξήγηση πηγάζει από το γεγονός ότι ο Καραμανλής δεν ήταν μόνο πρωθυπουργός. Ήταν και αρχηγός της δεξιάς και επί πλέον εκλεκτός της βασιλικής και αμερικανικής ευνοίας. Ποιο το κέρδος αν εξασφάλιζε τη δικαστική πιστοποίηση της προσωπικής του αθωότητας και άφηνε κηλιδωμένη - με δικαστική απόφαση - την πολιτική παράταξη, της οποίας ήταν ο αναγνωρισμένος αρχηγός; Ακόμη και αν δεχτούμε ότι ο κάπως παρορμητικός χαρακτήρας του τον έσπρωχνε στο σωστό δρόμο, οι πολλαπλές εξαρτήσεις του από την ξένη κηδεμονία και από το παλάτι όρθωναν μπροστά του ανυπέρβλητο φράγμα. Ο Καραμανλής ακολούθησε τακτική συγκαλύψεως. Για να σωθεί η υπόληψη της δεξιάς (και των προστατών της) έπρεπε τα πειστήρια του εγκλήματος να εξαφανισθούν. Και το επέτυχε με την αποφασιστική συνδρομή της γερμανικής κυβερνήσεως.
Έπειτα από χρόνια ο Θωμάς Υψηλάντης, που ήταν - την εποχή του σκανδάλου Μέρτεν - πρεσβευτής στην Μπον, απεκάλυψε μερικές δραματικές πτυχές από την ελληνογερμανική διακυβερνητική επιχείρηση για την απόσπαση των πολύτιμων πειστηρίων από τα χέρια του Μαξ Μέρτεν.
Τελικά, όλα «πήγαν καλά». Ο Μέρτεν περί τα μέσα Νοεμβρίου 1960 παρέδωσε το φωτογραφικό οπλοστάσιό του. Στην Αθήνα, όταν ελήφθη το σχετικό τηλεγράφημα, πολλές καρδιές ξανάρχισαν να χτυπούν με τον κανονικό τους ρυθμό…
Το βαρύ απειλητικό σύννεφο Μέρτεν είχε διαλυθεί. Η ειδυλλιακή ζωή του κατεστημένου θα συνεχιζόταν αδιατάρακτη.
Ανάλογη ευμενή μεταχείριση είχε και ο Μαξ Μέρτεν. Είχε στην πλάτη του κάποια ερήμην ελληνική καταδίκη, αλλ’ αυτό δεν τον εμπόδιζε να ζει αξιοπρεπώς στη Μπον και να κατέχει υψηλή διοικητική θέση στο υπουργείο Δικαιοσύνης της Ομοσπονδιακής Γερμανίας.
Με τον αέρα που του έδινε η κυβερνητική του ιδιότητα δεν δίστασε το καλοκαίρι του 1959 να διαλέξει για τις διακοπές του τη Θεσσαλονίκη, με την οποία τον έδεναν τόσες και τόσες αναμνήσεις …
Η κυβέρνηση Καραμανλή δεν ενοχλήθηκε από την τουριστική παρουσία του δήμιου των Εβραίων. Αλλά ο αρχηγός του Γραφείου Διώξεως Εγκληματιών Πολέμου αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ανδρέας Τούσης, ένας δικαστικός με υψηλό αίσθημα ευθύνης και εθνικής συνειδήσεως, εξέδωκε ένταλμα συλλήψεως του Μέρτεν.
Ο Μαξ Μέρτεν κλείστηκε στις φυλακές.
Σάλος στην Αθήνα. Αλλά μεγαλύτερος σάλος στην Μπον, όπου η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση επενέβη, όχι για να ζητήσει το φάκελο των εγκλημάτων του Μέρτεν και να τον απομακρύνει – τουλάχιστον – από την υπεύθυνη κυβερνητική θέση που κατείχε, αλλά για να αξιώσει την άμεση απελευθέρωσή του.
Ο Γερμανός πρεσβευτής ανεβοκατέβαινε μέρα – νύχτα τις σκάλες του υπουργείου Εξωτερικών και του πρωθυπουργικού γραφείου. Τα ανάκτορα, υποκινηθέντα από τον δραστήριο πρεσβευτή, επέδειξαν συγκινητικό ενδιαφέρον για τον ταλαιπωρούμενο στις άθλιες ελληνικές φυλακές Γερμανό αξιωματούχο.
Η βασίλισσα Φρειδερίκη, εγγονή του τελευταίου Γερμανού αυτοκράτορα και δραστήριο μέλος της χιτλερικής νεολαίας, έγινε έξω φρενών. Ώστε έτσι εννοεί ο κύριος αντεισαγγελεύς την καλλιέργεια των πολιτιστικών και εμπορικών σχέσεων με τη Γερμανία; Με το βρυκολάκιασμα του ξεχασμένου παρελθόντος θ’ αναπτυχθεί ο ελληνικός τουρισμός;
Η κυβέρνηση Καραμανλή δεν χρειαζότανε και μεγάλη πίεση για να δώσει άφεση αμαρτιών στο Μέρτεν… Ο υπουργός της Δικαιοσύνης κατέθεσε στη Βουλή ένα νομοσχέδιο, που ικανοποιούσε απόλυτα την αξίωση της Μπον. Αλλά στο μεταξύ είχε ξεσπάσει εσωτερικός σάλος.
Ο αντικυβερνητικός τύπος δεν άφησε ανεκμετάλλευτη την ευκαιρία. Τα εγκλήματα του Μέρτεν ξαναζωντάνεψαν στις στήλες των εφημερίδων. Η αντιπολίτευση στη Βουλή σφυροκοπούσε την κυβέρνηση. Οι οργανώσεις των θυμάτων της κατοχής εξέδωκαν έντονα ψηφίσματα διαμαρτυρίας. ελληνικής και της διεθνούς κοινής γνώμης η κυβέρνησις κατέληξε σε μια μέση λύση.
Με το νομοθετικό διάταγμα 4016/1959 «περί εκκαθαρίσεως του θέματος των εγκληματιών πολέμου» η Ελλάδα παραιτήθηκε από το δικαίωμα εκδικάσεως περιπτώσεων που αφορούσαν ναζί εγκληματίες πολέμου. Οι περιπτώσεις αυτές μεταβιβάσθηκαν στις αρχές της Μπον.
Από το νομοθετικό όμως «συγχωροχάρτι» εξαιρέθηκαν - με επιμονή της αντιπολιτεύσεως - οι περιπτώσεις για τις οποίες υπήρχε το δεδικασμένο. Ο Μαξ Μέρτεν θα συνέχιζε να κάνει τις διακοπές του στις ελληνικές φυλακές.
Η μικρή αυτή νίκη της ηθικής και του δικαίου αποδείχτηκε πρόσκαιρη. Ούτε η γερμανική κυβέρνηση, ούτε η Φρειδερίκη εγκατέλειψαν τον αγώνα. Και τελικά επέβαλαν τη θέλησή τους.
Στις αρχές του 1960 με νέο νομοθετικό διάταγμα και αφού τονίστηκε μελοδραματικά στη Βουλή η ανάγκη να θυσιασθούν οι θλιβερές αναμνήσεις της κατοχής, χάριν της ελληνογερμανικής φιλίας, ο δήμιος των Εβραίων αφέθηκε ελεύθερος.
Την ίδια μέρα έπαιρνε το αεροπλάνο για τη Μπον.
Άνθρωποι όμως σαν τον Μέρτεν δεν είναι ανοικτίρμονες μόνο στα αθώα θύματά τους. Τιμωρούν εξίσου σκληρά και τους φίλους τους εκείνους, που προς στιγμήν έστω φάνηκαν να τους απαρνούνται.
Όταν γύρισε στην πατρίδα του ο Μέρτεν, σύμφωνα με τη συμφωνία Αθηνών – Μπον, έπρεπε - για να τηρηθούν οι τύποι - να περάσει από ένα γερμανικό δικαστήριο. Και τότε έσκασε η μπόμπα.
Και ήρθε στην επιφάνεια μια από τις αποπνικτικώτερες ηθικές αναθυμιάσεις.
Με υπόμνημα που κατέθεσε στο δικαστήριο ο Μαξ Μέρτεν, εξιστορώντας τη δραστηριότητά του στην Ελλάδα κατά την κατοχή, ανέφερε έναν αριθμό συνεργατών του. Ανάμεσα σ’ αυτούς:
α) ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής,
β) ο υπουργός Εσωτερικών Δημήτριος Μακρής (πρώτος από αριστερά στη φωτογραφία),
γ) ο υφυπουργός Εθνικής Αμύνης Γεώργιος Θεμελής,
δ) η σύζυγος του Δ. Μακρή Δοξούλα Λεοντίδου (οικογενειακό όνομα).
Η καταγγελία του Μέρτεν, πλαισιωμένη από σχετικά άρθρα του «Σπήγκελ» (28 Σεπτ. 1960) και της «Ηχώ του Αμβούργου», είχε στην ερεθισμένη ελληνική κοινή γνώμη εκρηκτικούς αντίκτυπους.
Ο ευρωπαϊκός τύπος (εν μέρει και ο αμερικανικός) ασχολήθηκαν επί εβδομάδες με τη νέα τροπή που πήρε η υπόθεση Μέρτεν. Και βέβαια οι υπεύθυνοι για τα ελληνικά θέματα κύκλοι του Σταίητ Ντιπάρτμεντ δεν έλαμπαν από ευδαιμονία…
Η ηγεσία της ελληνικής δεξιάς, το χαϊδεμένο παιδί της αμερικανικής πολιτικής και του NATO, να γίνεται ο στόχος της λάσπης που εκτοξεύει ένας εγκληματίας πολέμου;
Ένας υπάλληλος της αμερικανικής πρεσβείας που ρωτήθηκε αρνήθηκε να κάνει οποιοδήποτε σχόλιο. Είπε όμως χαρακτηριστικά ότι η αλληλογραφία με την Ουάσιγκτον για την υπόθεση Μέρτεν ήταν μάλλον ογκώδης.
Εύλογο είναι το ερώτημα: Πρέπει να θεωρηθεί αξιόπιστη η καταγγελία ενός ατόμου σαν τον Μέρτεν; Τι αποδεικτικά στοιχεία προσκόμισε για να κάνει πιστευτή την καταγγελία του; Με βάση την αρχή ότι είναι προτιμότερο να διαφύγει ένας ένοχος παρά να καταδικασθεί ένας αθώος (και η Ιστορία δικάζει και καταδικάζει αυστηρότερα από τη Δικαιοσύνη) ερευνήθηκαν όλα τα στοιχεία της υποθέσεως Μέρτεν. Από την έρευνα προέκυψαν τα εξής:
Η καταγγελία για το πρόσωπο του Κωνσταντίνου Καραμανλή μένει αναπόδεικτη και προφανώς είναι ψευδής. Για όλους όμως τούς άλλους υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ενοχής.
Ο Δημήτριος Μακρής, ο πανίσχυρος και δυναμικός υπουργός των Εσωτερικών ζούσε στη Θεσσαλονίκη κατά την κατοχή και ασκούσε το επάγγελμα του δικηγόρου. Σύμφωνα με αξιόπιστες μαρτυρίες ο Μακρής υπεράσπιζε στα γερμανικά στρατοδικεία κατηγορούμενους Έλληνες πολίτες. Αυτή η εξαιρετικά προσοδοφόρα δραστηριότητα δεν μπορεί να θεωρηθεί ιδιαίτερα τιμητική. Είναι πασίγνωστο ότι μόνον εκείνοι που είχαν συναλλακτικούς δεσμούς με τον κατακτητή μπορούσαν ν’ αποτολμήσουν εμφάνιση συνηγόρου στα θηριώδη γερμανικά στρατοδικεία.
Για τη σύζυγό του Δοξούλα προσκομίστηκαν στοιχεία ότι επί κατοχής υπηρετούσε στη γερμανική διοίκηση ως γραμματεύς του Μαξ Μέρτεν. Σε κάποια μάλιστα επέτειο πρόσφερε στον προϊστάμενό της ως δώρο ένα λεύκωμα με αναμνηστικές φωτογραφίες.
Τέλος, για τον υφυπουργό Εθνικής Αμύνης Θεμελή έγινε γνωστό (το παραδέχθηκε και ο ίδιος) ότι στην κατοχή είχε διορισθεί από τη γερμανική διοίκηση Νομάρχης. Δεν χωρεί καμιά αμφιβολία ότι στις διοικητικές αυτές θέσεις οι Χιτλερικοί δεν τοποθετούσαν παρά μόνο στενούς και δοκιμασμένους συνεργάτες τους.
Το οπλοστάσιο του Μέρτεν, ως εδώ, δεν φαίνεται απρόσβλητο. Αλλά η συνέχεια που πήρε η υπόθεση επιβάρυνε καταθλιπτικά τη θέση των κατηγορηθέντων.
Η ελληνική κυβέρνηση έσπευσε να διαψεύσει την καταγγελία του Μέρτεν. Αλλά η διάψευση δεν περιείχε ούτε ένα τεκμήριο που ν’ αναιρεί την ουσία της κατηγορίας. Για λόγους συμπαραστάσεως - κατόπιν διπλωματικών συνεννοήσεων, στις οποίες αναμίχθηκε και η Ουάσιγκτον - δημοσιεύτηκε και μια ανακοίνωση της γερμανικής κυβερνήσεως (28 Σεπτ.1960). Αλλά το ηθικό και πολιτικό πρόβλημα που έφερε στην επιφάνεια ο Μέρτεν παρέμεινε ανοικτό.
Ένας μόνο δρόμος, ίσιος, τίμιος και καθαρός, υπήρχε για να ξεκαθαρίσει η βρώμικη υπόθεση: Η παραίτηση των Καραμανλή, Μακρή, Θεμελή από την κυβέρνηση και η προσφυγή αυτών, ως ιδιωτών, στη γερμανική Δικαιοσύνη. Αν ο Μέρτεν δεν απεδείκνυε την ακρίβεια των καταγγελιών του οι συκοφαντημένοι ηγέτες της δεξιάς θα είχαν αποπλύνει το στίγμα της κατηγορίας και θα επέστρεφαν θριαμβευτές…
Δεν ακολούθησαν όμως αυτόν τον δρόμο, παρά το γεγονός ότι τους τον υπέδειξε η αντιπολίτευση.
Αντί να παραιτηθούν και να προσφύγουν στα γερμανικά δικαστήρια οι Μακρής και Θεμελής κατέθεσαν μηνύσεις εναντίον του Μέρτεν στα ελληνικά δικαστήρια…(Ο Καραμανλής δεν έκανε ούτε αυτό. Δικαιολογούμενος εξήγησε ότι η ελληνικά δικαστική κρίση για τους Μακρή - Θεμελή θα έκρινε αυτόματα και τη δική του περίπτωση). Η οδός που επέλεξαν οι κατηγορηθέντες θα άφηνε - όπως και άφησε - αξεκαθάριστο το ηθικό τους πρόβλημα.
Ο λόγος ήταν ότι δεν υπήρχε τρόπος εξαναγκασμού του Μέρτεν να προσέλθει στα ελληνικά δικαστήρια. Δεν είχε παραφρονήσει ο Μέρτεν να ξανάρθει στην Ελλάδα ως κατηγορούμενος και ν’ αντιμετωπίσει δύο πανίσχυρους υπουργούς (και από τα παρασκήνια τον ίδιο τον πρωθυπουργό).
Και φυσικά δεν ήρθε. Και το θέμα δεν ξεκαθαρίσθηκε. Το στίγμα έμεινε. Οι κατηγορηθέντες δεν ετόλμησαν ν’ αντιμετωπίσουν τον Μέρτεν (στα γερμανικά δικαστήρια), κατεχόμενοι από κάποιο πλέγμα και φοβούμενοι (ή μάλλον γνωρίζοντες) ότι οι εφεδρείες του Μέρτεν θα τους συνέτριβαν.
Εγράφη, άλλωστε, στον γερμανικό Τύπο, χωρίς να διαψευσθεί, ότι ο Μέρτεν διέθετε φωτογραφικό υλικό, ικανό να τινάξει στον αέρα όχι μόνο τα κατονομασθέντα πρόσωπα, αλλά ευρύτερο κύκλο προσωπικοτήτων της δεξιάς.
Με αυτά τα δεδομένα η κρίση της ιστορίας είναι εξουθενωτική για τρία τουλάχιστον πρόσωπα της υποθέσεως Μέρτεν (ζεύγος Μακρή και Θεμελή), όταν μάλιστα υπομνησθεί ότι η πολιτεία είχε εμπιστευτεί στο μεν Μακρή την εσωτερική ασφάλεια, στον δε Θεμελή τη διοίκηση των ενόπλων δυνάμεων της χώρας.
Ως προς τον Καραμανλή η περίπτωσή του είναι διαφορετική. Προσωπικά ο τότε πρωθυπουργός, φαίνεται από τα γεγονότα αμέτοχος των κατηγοριών. Γιατί όμως ακολούθησε τακτική που άφησε τη σκιά της υποψίας να πλανάται; Η μόνη εξήγηση πηγάζει από το γεγονός ότι ο Καραμανλής δεν ήταν μόνο πρωθυπουργός. Ήταν και αρχηγός της δεξιάς και επί πλέον εκλεκτός της βασιλικής και αμερικανικής ευνοίας. Ποιο το κέρδος αν εξασφάλιζε τη δικαστική πιστοποίηση της προσωπικής του αθωότητας και άφηνε κηλιδωμένη - με δικαστική απόφαση - την πολιτική παράταξη, της οποίας ήταν ο αναγνωρισμένος αρχηγός; Ακόμη και αν δεχτούμε ότι ο κάπως παρορμητικός χαρακτήρας του τον έσπρωχνε στο σωστό δρόμο, οι πολλαπλές εξαρτήσεις του από την ξένη κηδεμονία και από το παλάτι όρθωναν μπροστά του ανυπέρβλητο φράγμα. Ο Καραμανλής ακολούθησε τακτική συγκαλύψεως. Για να σωθεί η υπόληψη της δεξιάς (και των προστατών της) έπρεπε τα πειστήρια του εγκλήματος να εξαφανισθούν. Και το επέτυχε με την αποφασιστική συνδρομή της γερμανικής κυβερνήσεως.
Έπειτα από χρόνια ο Θωμάς Υψηλάντης, που ήταν - την εποχή του σκανδάλου Μέρτεν - πρεσβευτής στην Μπον, απεκάλυψε μερικές δραματικές πτυχές από την ελληνογερμανική διακυβερνητική επιχείρηση για την απόσπαση των πολύτιμων πειστηρίων από τα χέρια του Μαξ Μέρτεν.
Τελικά, όλα «πήγαν καλά». Ο Μέρτεν περί τα μέσα Νοεμβρίου 1960 παρέδωσε το φωτογραφικό οπλοστάσιό του. Στην Αθήνα, όταν ελήφθη το σχετικό τηλεγράφημα, πολλές καρδιές ξανάρχισαν να χτυπούν με τον κανονικό τους ρυθμό…
Το βαρύ απειλητικό σύννεφο Μέρτεν είχε διαλυθεί. Η ειδυλλιακή ζωή του κατεστημένου θα συνεχιζόταν αδιατάρακτη.
Δημοσίευση σχολίου