Ο Έλληνας θεατρικός συγγραφέας, στιχουργός, σεναριογράφος, δημοσιογράφος Ιάκωβος Καμπανέλλης (1921-2011) με το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, σχεδίαζε μαζί μ' ένα φίλο του να καταφύγουν στη Μέση Ανατολή. Επειδή το χρηματικό ποσό που χρειάζονταν ήταν υπέρογκο, αποφασίσαν να περάσουν στην Ελβετία μέσω Αυστρίας. Στην διαδρομή από Βιέννη προς Ελβετία σε έναν έλεγχο συνελήφθησαν στο Ίνσμπρουκ. Ο Καμπανέλλης μεταφέρθηκε στην Βιέννη για ανάκριση και κατέληξε στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως και εξοντώσεως Μαουτχάουζεν.
Κρατούμενοι του Μάουτχάουζεν φωτογραφίζονται τη στιγμή της απελευθέρωσής τους (5 του Μάη 1945)
Εκεί παρέμεινε ως τις 5 Μαΐου 1945, όταν το στρατόπεδο απελευθερώθηκε από τον αμερικανικό στρατό. Οι συγκρατούμενοι του, χίλιοι εκατό Έλληνες και Ελληνοεβραίοι, τον εξέλεξαν αντιπρόσωπο τους στη Διεθνή επιτροπή που φροντίζει για την ανάρρωση και την επιστροφή τους στην πατρίδα.
Η εμπειρία «του επιζώντος» –που αποτελεί ταυτόχρονα μαρτυρία της ναζιστικής θηριωδίας αλλά και έναν ύμνο στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια– αποτυπώθηκε στο ομώνυμο αφηγηματικό έργο (από όπου και τα αποσπάσματα), καθώς και σε έναν κύκλο τραγουδιών που μελοποιήθηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη το 1966.
Ο ίδιος ο Ιάκωβος Καμπανέλλης στο κείμενο του για το χρονικό Μαουτχάουζεν, γραμμένο το 1963 αναφέρει τα εξης:
"Στο Ες – Ες Στρατόπεδο Συγκεντρώσεως του Μαουτχάουζεν έμεινα κρατούμενος απ’ το καλοκαίρι του 1943 μέχρι το τέλος του πολέμου. Έχουν περάσει είκοσι χρόνια από τότε και μόνο τώρα νιώθω σε θέση να θίξω και να καταγράψω το μέρος αυτό της ζωής μου και της ζωής τόσων άλλων. Σήμερα που βλέπω τη «συνάντηση» του «παρελθόντος» με το παρόν, ξεκαθαρίζουν στη σκέψη μου γεγονότα που δεν είχα καταλάβει. Ίσως να τα κατάλαβα τώρα.
Οι σελίδες αυτές αρχίζουν με την απελευθέρωση του Μαουτχάουζεν, στις 5 Μαΐου 1945.
Με γυρίσματα προς τα πίσω ξαναζωντανεύει η εποχή όπου το Μαουτχάουζεν ήταν Ες-Ες Στρατόπεδο Συγκεντρώσεως και Εξοντώσεως. SS Konzentrazion und Vernichtungs Lager.
Η αφήγηση παρακολουθεί τους απελευθερωμένους ως την ημέρα που πήραν το δρόμο για νέα τους ζωή, στη μεταπολεμική Ευρώπη.
Το «Μαουτχάουζεν» είναι μια "αληθινή" ιστορία, όπως την ξανάζησα τις ώρες που ξανάβλεπα παλιές σημειώσεις και προσπαθούσα να τη "θυμηθώ". [Ιάκωβος Καμπανέλλης, Μαουτχάουζεν, εκδ. Κέδρος 2011 (24η έκδοση, συμπληρωμένη), σελ. 9].
Οι σελίδες αυτές αρχίζουν με την απελευθέρωση του Μαουτχάουζεν, στις 5 Μαΐου 1945.
Με γυρίσματα προς τα πίσω ξαναζωντανεύει η εποχή όπου το Μαουτχάουζεν ήταν Ες-Ες Στρατόπεδο Συγκεντρώσεως και Εξοντώσεως. SS Konzentrazion und Vernichtungs Lager.
Η αφήγηση παρακολουθεί τους απελευθερωμένους ως την ημέρα που πήραν το δρόμο για νέα τους ζωή, στη μεταπολεμική Ευρώπη.
Το «Μαουτχάουζεν» είναι μια "αληθινή" ιστορία, όπως την ξανάζησα τις ώρες που ξανάβλεπα παλιές σημειώσεις και προσπαθούσα να τη "θυμηθώ". [Ιάκωβος Καμπανέλλης, Μαουτχάουζεν, εκδ. Κέδρος 2011 (24η έκδοση, συμπληρωμένη), σελ. 9].
Mikis Theodorakis: The Ballad of Mauthausen & Farantouri's Cycle - Maria Farantouri (Audio video)
Περίληψη: Βρισκόμαστε στις 5 Μαΐου του 1945. Τα συμμαχικά στρατεύματα έχουν ήδη εισέλθει στην Αυστρία και απελευθερώνουν το στρατόπεδο του Μαουτχάουζεν...
Τους Αμερικάνους στρατιώτες της 31ης Τεθωρακισμένης Στρατιάς τους υποδέχονται περίπου 140.000 αποστεωμένοι όμηροι, περιχαρείς για την ανέλπιστη σωτηρία τους από τα νύχια της ναζιστικής θηριωδίας! Είναι ένα ποσοστό 1/9 που είχε γλυτώσει...
Ανάμεσά τους κι ο νεαρός τότε Ιάκωβος Καμπανέλλης!
Εβραίοι, Ισπανοί, Σοβιετικοί, Ισπανοί, Τσέχοι, Έλληνες γίνονται μια αγκαλιά, πανηγυρίζοντας την επιβίωσή τους, καθώς οι Αμερικάνοι στρατιωτικοί επιχειρούν να περιθάλψουν τους αρρώστους και να οργανώσουν τους επιζήσαντες σε ομάδες, ώστε να δρομολογηθεί η επιστροφή κάθε εθνικότητας στην πατρίδα της!
Ωσπου να οργανωθούν οι αποστολές για κάθε χώρα, οι όμηροι αναγκάζονται να συνυπάρξουν στο απελευθερωμένο πλέον στρατόπεδο, "συναρμολογώντας" από την αρχή τα κομμάτια της ψυχής τους και ανακτώντας την ιδιότητα του ελεύθερου πολίτη. Έτσι ενώνονται πλήθος ετερόκλητων ανθρώπων, που, πληγωμένοι όλοι τους, μοιράζονται αναμνήσεις και περιστατικά από τη φριχτή τριετία τους στο Μαουτχάουζεν και τα χέρια των Ες Ες.
Ο Αντώνης του Λατομείου, οι δραπέτες της Παράγκας 20, οι Ισπανοί Δημοκράτες όμηροι -"δωράκι" του Δικτάτορα Φράνκο στο Μαουτχάουζεν του "συμμάχου" Χίτλερ-, η κρυφή εβραϊκή σύναξη, η αλληλεγγύη των Ρώσων και πληθώρα προσώπων παρελαύνουν σε ένα σκηνικό φρίκης 3 περίπου χρόνων!
Τώρα, οι επιζήσαντες (απελευθερωμένοι) όμηροι καλούνται να συνυπάρξουν με τις μνήμες και με την μικροκοινωνία των "αθώων" Αυστριακών αγροτών γύρω από το στρατόπεδο, οι οποίοι θα τους επιφυλάξουν δυσάρεστες εκπλήξεις και μια γνώση οδυνηρή.
Στα μάτια του αναγνώστη λοιπόν παρελαύνουν στιγμιότυπα ασύλληπτης βαρβαρότητας, χωρίς την παρηγορητική ψευδαίσθηση ότι ανήκουν στη μυθοπλασία. Είναι όλα αλήθεια.
Το εκπληκτικό αυτό τρίμηνο, μέχρι την επιστροφή του στην Ελλάδα, ο νεαρός Ιάκωβος θα αποκτήσει έναν φίλο- στοχαστή, θα αισθανθεί το σφιχταγκάλιασμα των εθνών κάτω από τον πόθο της ειρήνης, ενώ θα αισθανθεί το σκίρτημα του έρωτα να επιστρέφει σαρωτικό, στα μάτια μιας παράξενης Εβραιολιθουανής, της νεαρής Γιαννίνα Ρίμκουτι.
Θα αντέξουν οι επιζήσαντες κάτω από την απόλυτη γνώση της ανθρώπινης σκληρότητας;
Θα καταφέρουν άραγε να χτίσουν ξανά μέσα από τα ερείπια μια νέα εποχή ευτυχίας και συναδέλφωσης; Πότε η Ανθρωπότητα θα πετύχει επιτέλους το "Ποτέ Ξανά;"
Η νέα "φουρνιά" των κρατουμένων οδηγείται στα κολαστήρια του Μαουτχάουζεν
Μια πολιτεία με θανατηφόρα σύνορα...
Ταξιδεύουμε από τα χαράματα μέσα σε φορτηγά βαγόνια. Είναι θεοσκότεινα. Οι πιο πολλοί έχουμε κιόλας περάσει σαράντα μέρες στην απομόνωση και τέσσερις μήνες σ’ ένα μικρό στρατόπεδο κοντά στο Ζίμερινγκ. Ήταν κι ένας Εβραίος εκεί. Οι Ες-Ες σχηματίζανε έναν ανοιχτό κύκλο γύρω του και φωνάζανε: "Μπάλα". Ο Εβραίος άρχιζε να τρέμει απ’ τον έναν στον άλλο κι αυτοί τον κλοτσούσαν στα πόδια, στην κοιλιά, στα πλευρά, στο κεφάλι. Το ποδόσφαιρο σταματούσε όταν η "μπάλα" έμενε ασάλευτη πάνω σε λάσπη από χώμα και αίμα.
Όταν βαρέθηκαν να παίζουν κάθε μέρα το ίδιο παιχνίδι, τον πνίξανε σ’ ένα ρέμα που κυλούσαν μέσα οι οχετοί.
Το τρένο που μας πάει σταματά σε πολλούς σταθμούς. Τ' άλλα βαγόνια είναι κανονικά. Απ’ το ίδιο τρένο ταξιδιώτες κατεβαίνουν. Άλλοι ανεβαίνουν. Σωπαίνουμε και κολλάμε τα αυτιά στα τοιχώματα.
Ακούμε τέτοιες κουβέντες:
Μια γυναίκα: "Να πεις στην Έλγκα να μη στεναχωριέται για την ομπρέλα..."
Ένας άντρας: "Πήρα τα ρέστα μου απ’ το μπαρ; Α, ναι εδώ είναι!"
Άλλος άντρας: "Έχετε άλλα πράγματα;"
Άλλος άντρας: "Αυτά είναι όλα, ευχαριστώ".
Άλλος άντρας: "Εγώ κύριέ μου! Το όνομά μου είναι Γκάντερτ... Καλό σας ταξίδι..."
Άλλη γυναίκα: "Χέλμουτ, μη με γελάσεις..."
Άντρας: Κουταμάρες, την Κυριακή θα είμαι πίσω..."
Ακούμε τα παραγγέλματα και τη σφυρίχτρα του κάθε σταθμάρχη, αλλά ούτε που είμαστε καταλαβαίνουμε, ούτε που πάμε. Σταματάμε πάλι.
Ξεκλειδώνουν τις συρτές πόρτες και τις ανοίγουν. Είναι μέρα ακόμα. Ο ήλιος πέφτει καταπρόσωπο και μας στραβώνει. Όμως καλύτερα έτσι. Ο σταθμός είναι μικρός, επαρχιακός, με δέντρα, μπλοκαρισμένος από Ες-Ες. Ο αξιωματικός τους παρακαλεί τους ταξιδιώτες που κατεβαίνουν να περάσουν γρήγορα. Παρακαλεί κι αυτούς που είναι να μπουν στο τραίνο να περιμένουν λίγο.
Η παραλαβή μας από τους Ες-Ες του Μαουτχάουζεν γίνεται ονομαστικά. Ταυτόχρονα μπαίνουμε στη γραμμή πέντε-πέντε. Οι ταξιδιώτες που είναι στην πλατφόρμα και στα βαγόνια δεν μας πολυπροσέχουν. Ούτε οι σιδηροδρομικοί. Ένας μάλιστα ελεγκτής έχει καθίσει στη σκάλα, ανοίγει το "θερμός" και πίνει καφέ. Αυτά μας φαίνονται σαν "καλά σημάδια". Η ελπίδα πιάνει να ριζώνει. Τη βοηθά κι ο απογευματινός ήλιος κι ένα τεράστιο γελαστό πρόσωπο σε μια διαφήμιση μπύρας που μας κλείνει πονηρά το μάτι. Ο διπλανός μου ψιθυρίζει: "φαίνεται πως θα δουλέψουμε στο χωριό".
Άλλος λέει: "το πολύ-πολύ στα χωράφια". Κι ύστερα άλλος: "οι Γάλλοι αιχμάλωτοι που δουλεύουνε στα χωράφια περνάνε καλά. Πολλοί το σκάνε".
Παίρνουμε το δρόμο του χωριού. Δεξιά κι αριστερά σπίτια. Λοξοκοιτούμε στα παράθυρα και βλέπουμε τα έπιπλα που είναι μέσα. "Καλά σημάδια".
Ένας άντρας ανεβασμένος σε μια καρέκλα βάφει τα παραθυρόφυλλα. Μια γυναίκα ακουμπά στο παράθυρο. Μαθήτριες περνάνε με ποδήλατα. Σταματούν. Τις ακούμε που κάτι λένε στα πεταχτά με τους Ες-Ες. Κάτι "για το έργο που ‘χει απόψε ο κινηματογράφος". Εμείς δεν μπορούμε να μιλήσουμε μεταξύ μας, όμως συνεννοούμαστε κι έτσι... "Καλά σημάδια, καλά σημάδια".
Ο δρόμος περνά ανάμεσα σε μαγαζιά. Γυναίκες και άντρες κάνουν τα ψώνια τους. Οι πιο πολλοί χαιρετιούνται με τους Ες-Ες. Από ένα κουρείο βγαίνει κάποιος με τη σαπουνάδα στα μούτρα και λέει στον Ες-Ες αξιωματικό που υπόγραφε την παραλαβή μας: "Να μην ξεχάσεις ώρα εννέα απόψε, σπίτι, μαζί με την Άννυ. Σύμφωνοι;"
"Θα ναι παντρεμένος", σκεφτόμαστε όλοι. "Άννυ θα ναι η γυναίκα του. Μπορεί να χει και παιδιά. Καλά σημάδια".
Φτάνουμε σε μια πλατεία. Αριστερά κυλά ο θόλος ο Δούναβης. Σ’ ένα στύλο είναι ένα πανό από λαμαρίνα: Ένα κεφάλι με κράνος φράζει το στόμα με το δάχτυλο κι από κάτω γράφει: Μάθε να σιωπάς χωρίς να σπας.
Μόλις περνάμε την πλατεία ο αξιωματικός φωνάζει "αλτ". Ένα κουβάρι μαλλί κυλάει ανάμεσα στα πόδια της πεντάδας που είναι μπροστά μου. Ο Ες-Ες σηκώνει το πόδι του και κοπανά πολλές φορές με το τακούνι της μπότας τα δάχτυλα αυτών που πάτησαν το κουβάρι. Το σηκώνει και, τυλίγοντάς το, πλησιάζει στην πόρτα ενός φούρνου και το δίνει σε μια γυναίκα που στέκει εκεί.
"Εμπρός... μαρς". Τα σπίτια σιγά σιγά αραιώνουν, μπαίνουμε σ’ ένα πλατύ χωματόδρομο ανάμεσα στα χτήματα. Ο ήλιος έχει κατέβει, κάνει ψύχρα. Κάπου-κάπου βόδια μουκανίζουν. Αρχίζει η ερημιά. Δε βλέπουμε πια σπίτια. Ούτε ακούμε μουκανίσματα. Σ’ άλλο στύλο, άλλο πανό από λαμαρίνα:
"Μην προχωράτε πέρα απ’ αυτό το σημείο.
Οι παραβάται συλλαμβάνονται. Εις περίπτωσιν
αποπείρας διαφυγής, εκτελούνται επί τόπου".
Λίγο πιο πέρα ένας εσταυρωμένος απ’ αυτούς που φυλάνε τα σταυροδρόμια στη Γερμανία. Δίπλα, μια δεκαριά μπιτόνια για γάλα.
"Αλτ!..." Δεξιά κι αριστερά φυλάκια. Στη μέση μπάρα για τα τροχοφόρα. Πάνω η επιγραφή:
Ες-Ες. Στρατόπεδο συγκεντρώσεως Μαουτχάουζεν.
Απ’ τα πλευρά κάθε φυλάκιου φράχτης από πυκνή σειρά συρματοπλέγματα. Ψηλός ως τρία μέτρα, φεύγει και χάνεται μέσα στο δάσος και στη νύχτα που έχει πια έρθει.
Δεν έχουμε πια ψευδαισθήσεις. Στο βάθος βλέπουμε το "Μαουτχάουζεν" καθισμένο σαν κάστρο στην κορφή του λόφου. Μια μακριά σειρά ηλεκτρικοί γλόμποι δείχνουν το δρόμο. Όσο πλησιάζουμε, οι λεπτομέρειες φανερώνονται. Ψηλό πέτρινο τείχος. Συρματόπλεγμα στη ράχη με ηλεκτρικούς μονωτήρες. Ψηλοί πέτρινοι πύργοι με πολυβόλα. Το σήμα "νεκροκεφαλή" στην κορφή της στέγης. Μια καμινάδα που βγάζει φωτιά. Τιναχτή φωτιά έτσι όπως στα διυλιστήρια πετρελαίου.
Ο αέρας μυρίζει καμένο κρέας... προσέχουμε πως το χαλίκι του δρόμου είναι ανάμιχτο με αποκαΐδια. Ανάμεσά τους βλέπουμε κομμάτια κόκαλα. Κανείς δε μιλά... Ποιος τολμά να πει: "Έχεις ακούσει πως απ’ τους ανθρώπους βγάζουν σαπούνι κι άλλα χημικά προϊόντα;"
Έχουμε φτάσει στον περιφερειακό δρόμο. Δεξιά μας παράγκες με βεράντες και πρασιές. Ες-Ες στρατιώτες κάθονται στα πεζούλια.
Αριστερά ένα γήπεδο ποδοσφαίρου χαραγμένο με άσπρες γραμμές. Δίπλα μια σειρά παράγκες φραγμένες με συρματόπλεγμα. Πάλι ηλεκτρικοί μονωτήρες. Επιγραφή: Νοσοκομείον.
Ανηφορίζουμε προς την κεντρική πύλη. Ο δρόμος εδώ είναι γεμάτος πινακίδες:
Ταχυδρομείον.
Λέσχη αξιωματικών.
Εστιατόριον.
Οδοντιατρείον.
Ιατρείον.
Διεύθυνσις Υποχρεωτικής Εργασίας.
Πολιτική διεύθυνσις.
Κομμαντατούρ.
Η πύλη ανοίγει. Είναι δίφυλλη. Ως τρία μέτρα το κάθε φύλλο. Από πίσω δύο πύργοι με πολυβόλα.
Στο κεφάλι της πύλης μια ειδοποίηση:
Αρμπάιτ Μαχτ Φράι.
Προσπαθούμε να τη διαβάσουμε και να τη μεταφράσουμε. Όσοι καταλαβαίνουν τι λέει το ψιθυρίζουν στον διπλανό τους... "αρμπάιτ" θα πει "δουλειά", "μαχτ" θα πει "κάνει", "φράι" θα πει "ελεύθερος"...
"Η εργασία απελευθερώνει"... Τι να σημαινει όμως; Είναι γερμανικό ρητό; Είναι ειδοποίηση; Είναι υπόσχεση; [Ιάκωβος Καμπανέλλης, Μαουτχάουζεν, εκδ. Κέδρος 2011 (24η έκδοση, συμπληρωμένη), σελ. 65-71].
[...] Ένα βράδυ το στρατόπεδο απ’ άκρη σ’ άκρη μιλούσε για τον Έλληνα που δούλευε στο συνεργείο των τιμωρημένων. Τα νέα τά ’φεραν αυτοί που δούλευαν στο λατομείο κι είδαν από κοντά τι έγινε. Όταν το προσκλητήριο τελείωσε κι οι κρατούμενοι γύρισαν στις παράγκες, ο ένας τα είπε στον άλλον. Ο άλλος έτρεξε να τα πει στην παρέα του. Η παρέα σκόρπισε να μοιράσει τα νέα στις παράγκες. Οι παράγκες αδειάσανε, οι κρατούμενοι μαζεύτηκαν στους δρόμους να τα κουβεντιάσουν.
Τέτοια νέα αναταράζανε το Μαουτχάουζεν. Ήταν σα μια κρυφή διανομή ελευθερίας. Εμείς μάθαμε "τι έγινε" από τους Σέρβους μιναδόρους που μέναμε μαζί στην ίδια παράγκα. Ήταν μετά από το μεσημεριανό φαΐ. Ο Ες-Ες επικεφαλής του συνεργείου των τιμωρημένων είχε ώς εκείνη την ώρα ξεκάμει δεκαεφτά Εβραίους και Ρώσους αιχμαλώτους πολέμου. Μόλις κάποιος παραπατούσε, έβαζε τους άλλους να τον σύρουνε στα συρματοπλέγματα του φράχτη. Εκεί ο Ες-Ες τον έχωνε ανάμεσα στο φράχτη και τον πυροβολούσε.
Ύστερα έγραφε σ’ ένα μπλοκ: "Ο υπ’ αριθ. 137.566 κρατούμενος αποπειραθείς να δραπετεύσει εξετελέσθη επί τόπου". Αυτή τη σημείωση την κρατούσε για τη βραδινή αναφορά. Έγραφε, όμως, άλλη μια και την καρφίτσωνε πάνω στον σκοτωμένο: "Μόνο η πειθαρχία οδηγεί στην ελευθερία". Σ’ ένα ανέβασμα της σκάλας, ένας Εβραίος παραπατά. Ο Αντώνης τού ’καμε νόημα να πλησιάσει. Ο Εβραίος πλησίασε κι ο Αντώνης κράτησε το δικό του αγκωνάρι με το δεξιό και με τ’ αριστερό ανασήκωσε το αγκωνάρι του Εβραίου. Όμως αυτό έγινε κοντά στη μέση της σκάλας. Έμενε ακόμα πολύ ανέβασμα.
Ο Ες-Ες τους είδε και τους χώρισε. Διάταξε τον Εβραίο να τρέξει. Αυτός ανέβηκε λίγα σκαλοπάτια, ύστερα άφησε την πέτρα να πέσει και γονάτισε στο σκαλί. Ο Ες-Ες τον πλησίασε και του είπε ν’ ανοίξει το στόμα. Ο Εβραίος άνοιξε το στόμα. Ο Ες-Ες έβγαλε το περίστροφο, τό ’χωσε στο στόμα του Εβραίου και πυροβόλησε.Ύστερα γύρισε προς τον Αντώνη και στύλωσε τα μάτια πάνω του. Ο Αντώνης τον κοίταξε άφοβα, έπειτα πλησίασε στο νεκρό, φορτώθηκε και το δεύτερο αγκωνάρι και συνέχισε ν’ανεβαίνει τη σκάλα. Ο Ες-Ες πάγωσε. Δεν είπε τίποτα, δεν έκαμε τίποτα. Όταν όμως ξαναγύρισαν στο λατομείο, για να ξαναφορτωθούν αγκωνάρια ο Ες-Ες φώναξε τον Αντώνη να πάει κοντά.
Άρχισε να βολταρίζει σα μανιακός ανάμεσα στις πέτρες και να ψάχνει. Βρήκε ένα αγκωνάρι διπλό από τ’ άλλα, τό ’δειξε στον Αντώνη και είπε: "Αυτό είναι δικό σου". Ο Αντώνης κοίταξε τ’ αγκωνάρι, ύστερα τον Ες-Ες, ύστερα τα σκόρπια αγκωνάρια γύρω γύρω. Όλοι οι άλλοι κάνανε πως δεν βλέπανε, πως δεν ακούγανε... Στο Μαουτχάουζεν το "ένας για όλους και όλοι για έναν" ήτανε νόμος. Τρέμανε για το τι θά ’βγαινε από τούτο το μπλέξιμο.
Κρατούμενοι στο Μαουτχάουζεν το 1942 μεταφέρουν αγκωνάρια μεγάλες πέτρες
(Todesstiege) από το λατομείο Wiener Graben στο στρατόπεδο συγκέντρωσης
του Μαουτχάουζεν.
Αυτός ο Έλληνας πήγαινε φιρί φιρί... Ο Ες-Ες είχε κιόλας βγάλει το περίστροφό του απ’ τη θήκη, τό ’τριβε νευρικά στο παντελόνι του κι ετοιμαζόταν. Ο Αντώνης σταμάτησε μπροστά σ’ ένα αγκωνάρι, ακόμα πιο μεγάλο από κείνο που του διάλεξε ο Ες-Ες.- Αυτό είναι το δικό μου, είπε. Και το φορτώθηκε. Σ’ όλους τους δρόμους που κάνανε ώς το βράδυ, σ’ όλα τα κουβαλήματα ώσπου σήμανε ηώρα για μέσα, ο Αντώνης διάλεγε και φορτωνόταν τα πιο βαριά αγκωνάρια.Ο Αντώνης δεν πολυμιλούσε γι’ αυτή την ιστορία, βαριότανε. Κι όταν κανείς ερχόταν να τον δει και να του πιάσει κουβέντα, έπαιρνε το ψωμί ή το τσιγάρο που του φέρνανε κι ύστερα έλεγε: "Άι παράτα μας τώρα... Παρτί... Ράους... Τι το κάναμε δω, θέατρο;".
[...] Άλλοτε πάλι αναρωτιόμασταν "πώς και τη γλίτωσες, ρε Αντώνη, πώς δε σε σκότωσε που τον ρεζίλεψες!". Ο Αντώνης τότε μας εξηγούσε πως "από κείνη τη στιγμή ο Ες-Ες κάτι έπαθε, χάλασε το μηχανάκι του. Τό ’χω παρατηρήσει αυτό... Άμα χαλάσει το μηχανάκι τους, κλάψ’ τους".
— Ποιο μηχανάκι;
— Όλοι αυτοί έχουν ένα μηχανάκι μέσα στο κεφάλι που τους το βάζουν στη σχολή των Ες-Ες. Τους ανοίγουν το κρανίο και τους βάζουν μέσα το μηχανάκι πού ’χει εφεύρει ο Χίτλερ.
— Και τι δουλειά κάνει αυτό το μηχανάκι; Ξαναρωτούσαμε.
—Τους κάνει ανάποδους, συνέχιζε ο Αντώνης. Ας πούμε, το κανονικό είναι να χαίρεσαι άμα ο άλλος είναι πονόψυχος ή άμα ο άλλος δε φοβάται. Είδατε όμως ποτέ σας κανέναν Ες- Ες να μη σκυλιάσει άμα δει έναν κρατούμενο να βοηθά τον άλλο; Αν τύχει πια και κανείς να δείξει πως δεν τους φοβάται, ούτε ψύλλος στον κόρφο του!... Να τι κάνει το μηχανάκι!... Τους βγάζει απ’ το κανονικό!
—Ναι, βρε Αντώνη, λέγαμε, αλλά εσένα πώς σου τη χάρισε;
—Αφού σας είπα, χάλασε το μηχανάκι, κι άμα χαλάσει, κλάψ’ τους! [Ιάκωβος Καμπανέλλης, Μαουτχάουζεν, εκδ. Κέδρος 2011 (24η έκδοση, συμπληρωμένη), σελ. 185-188].
[...] Τον καιρό εκείνο, κάθε Κυριακή που δε δουλεύαμε στέκαμε ώρες ολόκληρες και κοιτάζαμε τις γυναίκες που και κείνες βγαίναν απ' τ' αντίσκηνα και μας κοιτάζανε. Η απόσταση που μας χώριζε ήταν μεγάλη. Είναι ζήτημα αν θα μπορούσαμε να συνεννοηθούμε κι αν ακόμη φωνάζαμε. Κάτι τέτοιο φυσικά κανείς δεν ξεθάρρευε να το δοκιμάσει. Ούτε χρειαζόταν. Αυτό το σιωπηλό αλληλοκοίταγμα που περνούσε δυο φράχτες από συρματόπλεγμα δεν είχε ανάγκη από μιλιά. Ήταν οι ώρες του έρωτα στο Μαουτχάουζεν.
Όμως σκέψου... Αυτές οι γυναίκες κι αυτοί οι άντρες που αλληλοκοιτάζονταν σιωπηλά επί ώρες ατελείωτες ήταν ντυμένοι με τα ίδια ριγωτά, ξεθωριασμένα, χιλιοφορεμένα ρούχα του κάτεργου. Τα σώματά τους ήταν πετσί και κόκαλο, τα μαγουλά του ς ρουφηγμένα και μαλλιαρά απ' την αβιταμίνωση. Τα μαλλιά κουρεμένα με μια λουρίδα ξυρισμένη στη μέση, απ' το κούτελο ως το σβέρκο. Μόνο τα μάτια ήταν πιο μεγάλα και πιο βαθιά από άλλοτε για να χωράει ο φόβος. Το ηλεκτροφόρο με το ρεύμα υψηλής τάσης και το συρματόπλεγμα με τις σκοπιές δεν ήταν μια απλή τεχνική εγκατάσταση, ένας αδιάβατος φράχτης. Εδώ μια διαταγή όριζε να χωριστεί τελεσίδικα τ' αρσενικό απ' το θηλυκό. Μια διαταγή σε μέγεθος μοίρας. Μια διάσπαση του αιωνίου ζεύγους. Ένα παραφύση κόψιμο των απ ό ουρανό και γη ταγμένων να «έσονται εις σάρκαν μίαν".
Η ζωή έσπασε, η φύση είχε δολοφονηθεί. Μέσα στο φαΐ ρίχνανε φάρμακα. Οι γυναίκες δε νιώθανε πια γυναίκες. Τα σημάδια του μήνα είχανε χαθεί. Οι άντρες είχαν σακατευτεί, ούτε στύσεις, ούτε ονειρώξεις, τα σώματα δείχνανε νεκρωμένα.
Κι όμως αυτές οι Κυριακές ήταν οι μέρες του έρωτα στο Μαουτχάουζεν. [Ιάκωβος Καμπανέλλης, Μαουτχάουζεν, εκδ. Κέδρος 2011 (24η έκδοση, συμπληρωμένη), σελ. 307-309].
Η πύλη του κολαστηρίου του Μαουτχάουζεν: Το Στρατόπεδο συγκέντρωσης Μαουτχάουζεν–Γκούζεν (γερμ. Konzentrationlager (KZ) Mauthausen – Gusen) ήταν Ναζιστικό στρατόπεδο που κατασκευάστηκε στην Αυστρία κυρίως για την κράτηση και την καταναγκαστική εργασία κοινωνικών ομάδων που ήταν αντίθετες στο Ναζιστικό καθεστώς, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι σε αυτό δεν γίνονταν ατομικές και ομαδικές εκτελέσεις κρατουμένων. Από την ίδρυση μέχρι την απελευθέρωσή του υπολογίζεται ότι σε αυτό βρήκαν τον θάνατο περίπου 100.000 άτομα.
Ιάκωβος Καμπανέλλης - Μαουτχάουζεν
Δημοσίευση σχολίου