Του Γιώργου Κ. Καββαδία*
Μόλις την Πέμπτη 17/10/2019 σε συνέντευξή της στον τηλεοπτικό σταθμό Οpen η Υφυποργός Παιδείας Σ. Ζαχαράκη δήλωσε: «Θα ξεκινήσουμε από την αξιολόγηση της σχολικής μονάδας, σε δεύτερο χρόνο θα πάμε στα πρόσωπα και είναι πολύ πιο αποδεκτή σε όλη την εκπαιδευτική κοινότητα αυτή η ιδέα της αξιολόγησης που στο παρελθόν μπορεί να είχε συναντήσει αντίσταση».
Παράλληλα εξήγγειλε ότι το νομοθετικό πλαίσιο για την αξιολόγηση θα κατατεθεί κατά το τέλος του 2019 ή προς τις αρχές του 2020. Ακολουθώντας τη «γραμμή» των υπουργών των κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ δήλωσε ότι η αξιολόγηση δεν θα έχει «τιμωρητικό» χαρακτήρα, αλλά θα πραγματοποιηθεί για την ενίσχυση των αδυναμιών του συστήματος. Μάλιστα, τόνισε πως η αξιολόγηση θα βασιστεί στην επιμόρφωση.
Την κατεύθυνση αυτή είχε χαράξει από το καλοκαίρι η υπουργός Παιδείας: «Η αξιολόγηση θα ξεκινήσει από τη σχολική μονάδα την ίδια. Η αξιολόγηση αυτή θα γίνει και από εκπαιδευτικούς και από γονείς και από μαθητές. Μετά, σε επόμενο στάδιο, θα περάσουμε σε αξιολόγηση των εκπαιδευτικών». Ν. Κεραμέως, ΥΠΑΙΘ, συνέντευξη στον ΣΚΑΙ, 6- 6 – 2019
Τις «μεγάλες τομές» στην εκπαίδευση που δεν μπόρεσαν να υλοποιήσουν οι κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ θα επιδιώξει να υλοποιήσει η κυβέρνηση της ΝΔ. Πολλές από αυτές περιλαμβάνονται στο Πολυνομοσχέδιο για την Παιδεία το οποίο αναμένεται να παρουσιάσει, μέσα στο Φθινόπωρο, το αργότερο Δεκέμβρη, το Υπουργείο Παιδείας.
Η επιλογή νέων στελεχών για τις Διευθύνσεις Εκπαίδευσης, η κατάργηση των Περιφερειακών Κέντρων Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού (ΠΕΚΕΣ) και των Συντονιστών, η επαναφορά (μετά από κρίση) των Σχολικών Συμβούλων με νέες αρμοδιότητες, η επιλογή – κρίση των πάνω από 10.000 διευθυντών σχολικών μονάδων και κυρίως η αξιολόγηση των 127.000 μονίμων εκπαιδευτικών (αξιολογικό θεσμικό πλαίσιο) καταλαμβάνουν τα περισσότερα άρθρα του Πολυνομοσχεδίου.
Παρά τους ευφημισμούς και τις αγιογραφικές διακηρύξεις των εκάστοτε κυβερνήσεων η αυτοαξιολόγηση /αξιολόγηση, όπου και αν εφαρμόστηκε και παρά την επένδυση με χίλιες δυο «αθώες» έννοιες συνδέθηκε με ένα ασφυκτικό σύστημα αξιολόγησης που αποτελεί κεντρικό μηχανισμό ανατροπής εργασιακών σχέσεων, ιδεολογικής χειραγώγησης και κατηγοριοποίησης σχολείων εκπαιδευτικών και μαθητών, εργαλείο βαθμολογικής- μισθολογικής καθήλωσης και απολύσεων. Στο ίδιο μήκος κύματος και οι διακηρύξεις τόσο της προηγούμενης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, όσο και της σημερινής της ΝΔ ευθυγαμμιζόμενες με τις κατευθύνσεις ΟΟΣΑ – ΔΝΤ και ΕΕ.
Άλλωστε διαχρονικά σε κάθε κυβερνητική μεταρρύθμιση/ απορρύθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης η αξιολόγηση αποτελεί το μαγικό ραβδί, το φετίχ για την «αναβάθμιση» και «βελτίωση της ποιότητάς» της. Χαρακτηριστικό το απόσπασμα της ΥΠΑΙΘ Ν.Κεραμέως από τις προγραμματικές δηλώσεις στη Βουλή: «Προωθούμε ένα σύστημα αξιολόγησης, ξεκινώντας από τις σχολικές μονάδες και προχωρώντας στους εκπαιδευτικούς, με αποκλειστικό στόχο την επιβράβευση των εκπαιδευτικών και τη βελτίωσή τους μέσω επιμόρφωσης».
Η σημερινή κυβέρνηση της ΝΔ επιδιώκει να υλοποιήσει ένα πρόγραμμα ακραία νεοφιλελεύθερο, ευθυγραμμισμένο με τις επιταγές του ΣΕΒ και τις εκθέσεις του ΟΟΣΑ, με κατεύθυνση την προώθηση του Ιδιωτικού έναντι του Δημοσίου στην Εκπαίδευση. Ένα πρόγραμμα που συνδέεται άρρηκτα και ολοκληρώνει το θεσμικό πλαίσιο της προηγούμενης κυβέρνησης, της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.
Με την Υπουργική Απόφαση 1816 /ΓΔ4 εξειδικεύοντας τον ν. 4547/18 για τις νέες εκπαιδευτικές δομές η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ στόχευε να εμπεδώσει ακόμη περισσότερο την ιεραρχία, τον διοικητισμό και τον τεχνοκρατισμό, δημιουργώντας μια σειρά από ιεραρχικά διαμορφωμένα διοικητικά όργανα με στόχο την επιτήρηση και τον πειθαρχικό έλεγχο των συλλόγων διδασκόντων και κάθε μεμονωμένου εκπαιδευτικού. Ένα πανοπτικό μοντέλο που όλοι ελέγχουν όλους μέσα από άκρως ιεραρχικές και εξουσιαστικές σχέσεις.
Αυτό φυσικά εναρμονίζεται με τις κατευθύνσεις του προγράμματος της ΝΔ για την Παιδεία:
* Αξιολόγηση των εκπαιδευτικών μονάδων από τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς, τους γονείς και τους μαθητές με χρήση ηλεκτρονικών ερωτηματολογίων. Δημιουργία δεικτών με βάση τα αποτελέσματα. (Υπογραμμίσεις δικές μας)
* Αξιολόγηση εκπαιδευτικών. Σύνδεση της αξιολόγησης με την επιμόρφωση.
* Ο καθορισμός των κριτηρίων και η αποτίμηση των αποτελεσμάτων θα γίνεται από την Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.
* Σύστημα επιλογής στελεχών εκπαίδευσης βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων (επάρκεια - κατάρτιση, προϋπηρεσία, ψηφιακές δεξιότητες, αποτελέσματα αξιολόγησης, συνέντευξη από συμβούλιο επιλογής κτλ.)
* Επιλογή ανώτατων στελεχών εκπαίδευσης με διαδικασία ΑΣΕΠ.
* Επαναφορά του θεσμού των Σχολικών Συμβούλων.
* Απελευθέρωση του σχολείου από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό του υπουργείου Παιδείας.
* Σε διοικητικό – οικονομικό πεδίο: δημιουργία ολιγομελούς οργάνου υποστήριξης (διευθυντές, εκπρόσωπος αυτοδιοίκησης, κηδεμόνες, μαθητές) για τη λειτουργία του σχολείου και τη διαχείριση πρόσθετων πόρων επιπλέον της κρατικής χρηματοδότησης.
* Σε παιδαγωγικό πεδίο: ελευθερία στον εκπαιδευτικό μέσα στην τάξη.
* Ενισχυμένος ρόλος του διευθυντή του σχολείου.
Εξειδικεύοντας τις παραπάνω κατευθύνσεις η ΥΠΑΙΘ Ν. Κεραμέως στις 26.08.2019 σε συνέντευξη που παραχώρησε στα Παραπολιτικά τόνιζε: «Θα ξεκινήσουμε από την αξιολόγηση της σχολικής μονάδας, για να προχωρήσουμε εν συνεχεία στην αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Στόχος μας είναι η αξιολόγηση να συνδέεται με την αντιμετώπιση αδυναμιών σε επίπεδο σχολικής μονάδας, αλλά και με την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών και ως εκ τούτου, να είναι εστιασμένη στις ανάγκες τους. Επιδίωξή μας είναι να επενδύσουμε στον εκπαιδευτικό, να του δείξουμε ακόμα μεγαλύτερη εμπιστοσύνη και να του δώσουμε περισσότερη ελευθερία. Ο καθορισμός των κριτηρίων και η αποτίμηση των αποτελεσμάτων της αξιολόγησης θα γίνεται από την Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, η οποία και θα ενισχυθεί ουσιαστικά. Στόχος της αξιολόγησης εκπαιδευτικών θα είναι η επιβράβευση των αρίστων και η παροχή κινήτρων, μέσω επιμόρφωσης, σε όσους δεν αποδίδουν ακόμη επαρκώς». (Υπογραμμίσεις δικές μας)
Είναι φανερό ότι η ΝΔ υιοθετεί την αγιογραφία και το εφυολόγημα της κυβλερνησης ΣΥΡΙΖΑ για «μη τιμωρητική» αξιολόγηση και τη συνδέει με την «επιμόρφωση». Η αλήθεια είναι ότι η αξιολόγηση στην εκπαίδευση είναι το στρατηγικό εργαλείο για την ένταση του καθεστώτος χειραγώγησης και ομηρίας των εκπαιδευτικών και δραστικής ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων.
Σε αυτή την κατεύθυνση οι δηλώσεις Χατζιδάκη (25/8/2019) αναφορικά με το πρόγραμμα της ΝΔ για την παιδεία: «Να γίνει αξιολόγηση σχολικών μονάδων κι από εκεί θα ξεκινήσουμε. Θα υπάρχει ιστοσελίδα στο Υπουργείο που θα είναι οργανωμένη και στην πρώτη φάση η αξιολόγηση θα γίνεται από τους ενδιαφερόμενους, δηλαδή τους γονείς. Η αξιολόγηση δεν είναι μπαμπούλας. Με αυτόν τον τρόπο θα παίρνουμε αίσθηση των γονιών για το πως τους φαίνεται το σχολείο των παιδιών τους. Είναι έντιμο και διαφανές. Δεν είναι δική μας πατέντα, γίνεται και στο εξωτερικό».
Η κυβέρνηση της ΝΔ αντιγράφει παρωχημένα και αποτυχημένα αγγλοσαξωνικά συστήματα. Στην Αγγλία, όπου όλα τα state-funded και αρκετά independent σχολεία λαμβάνουν ανατροφοδότηση από τον Ofsted (Office for Standards in Education, in Children’s Services and Skills) - τον οργανισμό που έχει ως σκοπό την επιθεώρηση των σχολείων - και κατατάσσονται σε αντίστοιχη κατηγορία. Ο Ofsted κατατάσσει μια σχολική μονάδα σε μια εκ των τεσσάρων κατηγοριών: Outstanding, Good, Requires Improvement και Inadequate. Ο γονέας έχει πρόσβαση στην ιστοσελίδα όπου απεικονίζεται η κατάταξη των σχολικών μονάδων και έχοντάς την ως κριτήριο, λαμβάνει την απόφαση πού θα φοιτήσει το παιδί του.
Πριν από λίγους μήνες, μεγάλη δημοσιότητα πήρε η προσπάθεια του ακροδεξιού κόμματος της Γερμανίας, ΑfD, να ξεκινήσει μια πλατφόρμα, στην οποία να μπορούν γονείς και μαθητές, ακόμα και ανώνυμα, να αναφέρουν με καταστάσεις και πρόσωπα τα όσα γίνονται και λέγονται μέσα στα σχολεία. Ουσιαστικά επρόκειτο για ένα είδος “πλατφόρμας – καταδότη” και μάλιστα στο όνομα της δημοκρατίας, αφού με βάση τους σχεδιαστές δεν είναι τίποτα άλλο από μια πλατφόρμα δημοκρατίας με στόχο την εγγύηση της αντικειμενικότητας και της αμεροληψίας στα σχολεία.
Παράλληλα, στις αρχές του χρόνου στη χώρα μας εμφανίστηκε και μπήκε σε λειτουργία (από άγνωστο προς το παρόν ιδιωτικό φορέα), η πρώτη ψηφιακή πλατφόρμα αξιολόγησης σχολικών μονάδων. Η βαθμολογία με αστεράκια αλλά και τα ελάχιστα, ως τώρα, σχόλια των χρηστών της πλατφόρμας, παραπέμπουν σε αντίστοιχες βαθμολογίες κινηματογραφικών ταινιών, airbnb διαμερισμάτων και ξενοδοχείων.
Ουσιαστικά αυτό που προτείνεται είναι ένα ευέλικτο σχολείο, και ως προς το πρόγραμμα σπουδών και ως προς τον καθορισμό του μαθητών και του διδακτικού προσωπικού, καθώς και της χρηματοδότησης. Ιδιαίτερη έμφαση δίνει η έκθεση του ΟΟΣΑ στην κρατική επιχορήγηση των ιδιωτικών σχολείων με τη μορφή κουπονιών (voucher), στην οποία εστιάζει ως έναν τρόπο επέκτασης της ιδέας της επιλογής σχολείου στον γενικότερο πληθυσμό και της προώθησης του ανταγωνισμού μεταξύ των σχολείων.
Τα αποτελέσματα στις Αγγλοσαξωνικές χώρες είναι άκρως αποκαρδιωτικά. Τα τελευταία χρόνια η εκπαίδευση χάνει όλο και μεγαλύτερο αριθμό εκπαιδευτικών οι οποίοι γονατίζουν κάτω από τις υπέρογκες απαιτήσεις, τις συνεχείς αξιολογήσεις, την μόνιμη πίεση να ανταποκριθούν οι μαθητές τους στα κριτήρια που τίθενται σε συνδυασμό με τη σταθερή μείωση πόρων και τους χαμηλούς μισθούς.
Την ίδια στιγμή το ποσοστό σχολικής διαρροής σκαρφαλώνει επικίνδυνα με έναν στους πέντε μαθητές να εγκαταλείπουν το σχολείο πριν τα 16 τους χρόνια μην μπορώντας να ανταποκριθούν στα υψηλά στάνταρ που θέτει το εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο δεν έχει πια ως στόχο την μόρφωση όλων, αλλά την εξασφάλιση του σχολείου ως οικονομικού οργανισμού σε ένα σύστημα άκρατου εκπαιδευτικού καπιταλισμού και νεοφιλελευθερισμού.
Είναι προφανές ότι τα συστήματα ελεύθερης πρόσβασης και οι αξιολογικές πλατφόρμες σχολείων έχουν οδηγήσει σε κοινωνικό διαχωρισμό και κατηγοριοποίηση σχολεία και μαθητές, με βάση κοινωνικο -οικονομικά και πολιτισμικά κριτήρια.
«Η Παιδεία μας έχει ανάγκη από πιο αυτόνομα και δημιουργικά σχολεία. Με πολύ μεγαλύτερη ελευθερία στην οργάνωση, τη διαχείριση πόρων, την επιλογή διδακτικού προσωπικού, την κατάρτιση προγράμματος σπουδών. Να ξεφύγουμε επιτέλους από την τυραννία του ωρολόγιου προγράμματος. Με αξιολόγηση παντού(…)».
Κ. Μητσοτάκης, Ομιλια στη ΔΕΘ, Σεπτέμβρης 2018
Το παραπάνω απόσπασμα – σκονάκι οδηγιών ΟΟΣΑ ΚΑΙ ΣΕΒ επαναλαμβάνεται διαρκώς τα τελευταία χρόνια από το στόμα του σημερινού πρωθυπουργού. Η αυτονομία της σχολικής μονάδας σημαίνει την αποκοπή του δημόσιου σχολείου από την κρατική χρηματοδότηση και τη μετατροπή του σε εμπορευματοποιημένη και ιδιωτικοποιημένη ζώνη.
Άμεσος στόχος, που αποκρύπτεται επιμελώς, είναι καταρχήν η εξεύρεση πόρων για την εκπαίδευση έξω από τον κρατικό προϋπολογισμό. Αυτό οδηγεί στην προσαρμογή του επιπέδου της παρεχόμενης εκπαίδευσης, στις οικονομικές δυνατότητες της τοπικής κοινωνίας, ενώ ταυτόχρονα μειώνει ακόμη πιο πολύ την κρατική επιχορήγηση και καταργεί σταδιακά τον όποιο ενιαίο και δωρεάν χαρακτήρα της εκπαίδευσης. Δηλαδή, ανοίγει διάπλατα τις πόρτες για ένα πιο φτωχό και διαφοροποιημένο περιεχόμενο σπουδών και αναλυτικό πρόγραμμα (ιδιωτικοποίηση - κατηγοριοποίηση σχολείων και εκπαιδευτικών).
Η επιδιωκόμενη οργανωτική αναδιάρθρωση του εκπαιδευτικού συστήματος με θεσμούς διοικητικής αποσυγκέντρωσης που δε θίγουν ουσιαστικά τον συγκεντρωτικό διοικητικό μηχανισμό της εκπαίδευσης, αλλά τον αποσυμπυκνώνουν προβάλλοντας μια ψευδή αποκέντρωση επιδιώκει την απαλλαγή του αστικού κράτους από τα βάρος των κρατικών δαπανών για την εκπαίδευση. Η «αυτονομία» δεν αποσκοπεί σε μια ανοιχτή, ελεύθερη, εκπαιδευτική διαδικασία, ούτε στο «άνοιγμα του σχολείου στην κοινωνία». Η εκπαίδευση παραμένει αλυσοδεμένη στο άρμα της εξυπηρέτησης των συμφερόντων των κυρίαρχων τάξεων υπό τον κεντρικό έλεγχο της κυβερνητικής εξουσίας . Κάτω από την ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού σχεδιάζεται και υλοποιείται μια εκπαιδευτική πολιτική σύμφωνα με την οποία το σχολείο λειτουργεί με τα βασικά χαρακτηριστικά μιας ανταγωνιστικής επιχείρησης, μετατρέποντας ουσιαστικά τη γνώση σε εμπόρευμα.
Πριν λίγο καιρό ο ίδιος ο Μητσοτάκης από το βήμα του 10ου Συνεδρίου του κόμματός του ήταν σαφής για το πώς εννοεί τη δική του μεταρρύθμιση στον χώρο της Παιδείας: «Μία Παιδεία βασισμένη στον υγιή ανταγωνισμό μεταξύ πολλαπλών επιλογών, με γνώμονα πάντα την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, σκεπτόμενοι πρώτα απ’ όλα τους μαθητές, τους πραγματικούς πελάτες της Παιδείας». (Υπογραμμίσεις δικές μας).
Για τον πρωθυπουργό Κ. Μητσοτάκη και τους θιασώτες του νεοφιλελευθερισμού οι μαθητές είναι οι πελάτες των σχολείων. Δεν υπάρχει πιο χαρακτηριστική φράση δυσφήμισης της εκπαίδευσης, όταν ο μαθητής μετατρέπεται σε καταναλωτή και πελάτη, όταν η μόρφωση υποβαθμίζεται σε αγοραία διαδικασία και εμπόρευμα.
Η σύνδεση με την αγορά εργασίας επιτυγχάνεται με τη συμμετοχή των Κοινωνικών Εταίρων στο σχεδιασμό των προγραμμάτων σπουδών, με την ενίσχυση της μαθητείας και της πρακτικής άσκησης, με εκπαιδευτές της επαγγελματικής κατάρτισης που προέρχονται από την αγορά εργασίας και είναι καταξιωμένα στελέχη της αγοράς, με την ανάπτυξη συνεργειών με φορείς, οργανισμούς και εργοδότες σε τοπικό επίπεδο, με τη δημιουργία «ζώνης επιχειρηματικότητας και καινοτομίας» που συνδέει την εκπαιδευτική μονάδα με τις τοπικές επιχειρήσεις.
Η διεθνής εμπειρία έχει αποδείξει ότι η εφαρμογή της αυτοαξιολόγησης – αξιολόγησης οδήγησε παντού σε κατηγοριοποίηση και κλείσιμο σχολείων, στην λειτουργία των σχολικών μονάδων με όρους ανταγωνισμού και επιχειρηματικότητας. Κατέστρεψε το δημόσιο σχολείο και τα μορφωτικά και εργασιακά δικαιώματα, άνοιξε τον δρόμο για την είσοδο γονέων και δήμων σε αυτό, με ρόλο επόπτη του εκπαιδευτικού έργου.
Η λεγόμενη αυτονομία της σχολικής μονάδας, η διαφοροποίηση στο ίδιο το περιεχόμενο του σχολείου, η μετατροπή των σχολείων σε οικονομικές μονάδες που θα προσπαθούν να εξασφαλίσουν το «ψωμί» τους μόνες τους (προφανώς από τους γονείς ή από κάποιους χορηγούς), η λεγόμενη «ελεύθερη επιλογή» του διδακτικού προσωπικού (που σημαίνει εδραίωση μηχανισμών ρουσφετιού), μαζί με την ενίσχυση του ρόλου της γονεϊκής επιλογής, της δυνατότητας δηλαδή των γονιών να επιλέξουν σχολείο, αποτελούν τη «χημεία» της αποδόμησης του δημόσιου χαρακτήρα του εκπαιδευτικού συστήματος.
Αποτέλεσμα της αξιολόγησης των σχολείων με βάση τις επιδόσεις των μαθητών, είναι και η διαφοροποίηση των προγραμμάτων τους. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Μ. Βρετανίας, όπου τα «καλά» σχολεία, διαφοροποιούνται από το αναλυτικό πρόγραμμα που ισχύει σε εθνική κλίμακα (national curriculum), ώστε να επιλέγουν οι μαθητές να κάνουν τις επιλογές μαθημάτων. Στις ΗΠΑ κυριαρχεί η λογική της περικοπής «δευτερευόντων μαθημάτων», όπως θεωρούν την αισθητική και τη φυσική αγωγή, προκειμένου να βρεθεί χρόνος για τη βελτίωση των επιδόσεων των μαθητών στα «προτυποποιημένα» τεστ γλωσσικών μαθημάτων. Σε όλες τις χώρες, η αξιολόγηση συνδέεται με τη δημιουργία σχολείων πολλών ταχυτήτων, όπου τελικά είναι η ταξική προέλευση και οι οικονομικές δυνατότητες των μαθητών καθορίζουν τις επιδόσεις και τη σχολική τους πορεία.
Η κυβέρνηση έχει όσον αφορά την εφαρμογή της αυτοαξιολόγησης/ αξιολόγησης έχει σύμμαχο τη γραφειοκρατία του εκπαιδευτικού κινήματος, την πλειοψηφίας της ΔΟΕ και της ΟΛΜΕ. Η ΔΟΕ διακηρύττει: «Θα πρέπει να αξιολογούνται όλοι οι παράγοντες και συντελεστές της εκπαιδευτικής λειτουργίας (Υπουργείο Παιδείας, υπηρεσίες και δομές της εκπαίδευσης, υλικοτεχνική υποδομή, υποστηρικτικές δομές, αναλυτικά προγράμματα, βιβλία, διοικητικό και εποπτικό δυναμικό, σχολικές μονάδες, μαθητές και εκπαιδευτικοί κλπ.) στο πλαίσιο ενός ενιαίου συστήματος αλληλοϋποστηριζόμενων και αλληλοεξαρτώμενων διαδικασιών .. Είμαστε υπέρ ενός συστήματος αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου και του εκπαιδευτικού, που θα έχει ως στόχο την αναβάθμιση της εκπαίδευσης, που θα αναγάγει τη σχολική μονάδα σε χώρο προσφοράς και δημιουργίας».
Από την πλευρά της η πλειοψηφία της ΟΛΜΕ απορρίπτει μετά βδελυγμίας την πρόταση για απεργία – αποχή από κάθε διαδικασία αξιολόγησης και ας έχει ψηφιστεί από 40 ΕΛΜΕ της χώρας, ΣΥΝΕΚ και ΔΑΚΕ χέρι – χέρι στο δρόμο της υποταγής και της αποδοχής της αυτοαξιολόγησης/ αξιολόγησης ακυρώνοντας πραξικοπηματικά αντίθετες θέσεις του κλάδου των καθηγητών.
Οι δυνάμεις του υποταγμένου συνδικαλισμού διαγράφουν με μια μονοκοντυλιά όλους τους σκληρούς και νικηφόρους αγώνες που έχει δώσει το εκπαιδευτικό κίνημα εδώ και 37χρόνια, αγώνες που έχουν μπλοκάρει όλες τις προσπάθειες να περάσει η αξιολόγηση.
Το εκπαιδευτικό κίνημα οφείλει να αντισταθεί με προσανατολισμό την ανατροπή των αντιεκπαιδευτικών αναδιαρθρώσεων και της πολιτικής κυβέρνησης - Ε.Ε. - Ο.Ο.Σ.Α. Να διεκδικήσει παράλληλα την κατάργηση του νόμου για τις νέες δομές και όλο το θεσμικό πλαίσιο της αξιολόγησης. Να προβάλει το αίτημα: Όχι στην αξιολόγηση – αυτοαξιολόγηση. Παιδαγωγική ελευθερία και δημοκρατία στο σχολείο.
Να συμβάλουμε στη διαμόρφωση ενός μορφωτικού κοινωνικού κινήματος που θα διεκδικεί έναν «άλλο» ρόλο για τον εκπαιδευτικό και την εκπαίδευση. Έχουμε πρόταση – όχι για να εξωραϊσουμε την αξιολόγηση - και όραμα για ένα άλλο σχολείο που να χωρά όλα τα παιδιά χωρίς φραγμούς και διακρίσεις και αυτό δεν μπορεί παρά να συνδέεται με αιτήματα που δεν ενσωματώνονται και δεν εξωραϊζουν το καπιταλιστικό σύστημα, αλλά συνδέονται άρρηκτα με τον αγώνα για μια «άλλη» κοινωνία.
*Ο Γιώργος Κ. Καββαδίας είναι φιλόλογος, μέλος της ΣΕ του περιοδικού «Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης» και του Εκπαιδευτικού Ομίλου.
Μόλις την Πέμπτη 17/10/2019 σε συνέντευξή της στον τηλεοπτικό σταθμό Οpen η Υφυποργός Παιδείας Σ. Ζαχαράκη δήλωσε: «Θα ξεκινήσουμε από την αξιολόγηση της σχολικής μονάδας, σε δεύτερο χρόνο θα πάμε στα πρόσωπα και είναι πολύ πιο αποδεκτή σε όλη την εκπαιδευτική κοινότητα αυτή η ιδέα της αξιολόγησης που στο παρελθόν μπορεί να είχε συναντήσει αντίσταση».
Παράλληλα εξήγγειλε ότι το νομοθετικό πλαίσιο για την αξιολόγηση θα κατατεθεί κατά το τέλος του 2019 ή προς τις αρχές του 2020. Ακολουθώντας τη «γραμμή» των υπουργών των κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ δήλωσε ότι η αξιολόγηση δεν θα έχει «τιμωρητικό» χαρακτήρα, αλλά θα πραγματοποιηθεί για την ενίσχυση των αδυναμιών του συστήματος. Μάλιστα, τόνισε πως η αξιολόγηση θα βασιστεί στην επιμόρφωση.
Την κατεύθυνση αυτή είχε χαράξει από το καλοκαίρι η υπουργός Παιδείας: «Η αξιολόγηση θα ξεκινήσει από τη σχολική μονάδα την ίδια. Η αξιολόγηση αυτή θα γίνει και από εκπαιδευτικούς και από γονείς και από μαθητές. Μετά, σε επόμενο στάδιο, θα περάσουμε σε αξιολόγηση των εκπαιδευτικών». Ν. Κεραμέως, ΥΠΑΙΘ, συνέντευξη στον ΣΚΑΙ, 6- 6 – 2019
Τις «μεγάλες τομές» στην εκπαίδευση που δεν μπόρεσαν να υλοποιήσουν οι κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ θα επιδιώξει να υλοποιήσει η κυβέρνηση της ΝΔ. Πολλές από αυτές περιλαμβάνονται στο Πολυνομοσχέδιο για την Παιδεία το οποίο αναμένεται να παρουσιάσει, μέσα στο Φθινόπωρο, το αργότερο Δεκέμβρη, το Υπουργείο Παιδείας.
Η επιλογή νέων στελεχών για τις Διευθύνσεις Εκπαίδευσης, η κατάργηση των Περιφερειακών Κέντρων Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού (ΠΕΚΕΣ) και των Συντονιστών, η επαναφορά (μετά από κρίση) των Σχολικών Συμβούλων με νέες αρμοδιότητες, η επιλογή – κρίση των πάνω από 10.000 διευθυντών σχολικών μονάδων και κυρίως η αξιολόγηση των 127.000 μονίμων εκπαιδευτικών (αξιολογικό θεσμικό πλαίσιο) καταλαμβάνουν τα περισσότερα άρθρα του Πολυνομοσχεδίου.
Κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ: αξιολόγηση με βάση τις κατευθύνσεις ΟΟΣΑ – ΔΝΤ και ΕΕ
Παρά τους ευφημισμούς και τις αγιογραφικές διακηρύξεις των εκάστοτε κυβερνήσεων η αυτοαξιολόγηση /αξιολόγηση, όπου και αν εφαρμόστηκε και παρά την επένδυση με χίλιες δυο «αθώες» έννοιες συνδέθηκε με ένα ασφυκτικό σύστημα αξιολόγησης που αποτελεί κεντρικό μηχανισμό ανατροπής εργασιακών σχέσεων, ιδεολογικής χειραγώγησης και κατηγοριοποίησης σχολείων εκπαιδευτικών και μαθητών, εργαλείο βαθμολογικής- μισθολογικής καθήλωσης και απολύσεων. Στο ίδιο μήκος κύματος και οι διακηρύξεις τόσο της προηγούμενης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, όσο και της σημερινής της ΝΔ ευθυγαμμιζόμενες με τις κατευθύνσεις ΟΟΣΑ – ΔΝΤ και ΕΕ.
Άλλωστε διαχρονικά σε κάθε κυβερνητική μεταρρύθμιση/ απορρύθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης η αξιολόγηση αποτελεί το μαγικό ραβδί, το φετίχ για την «αναβάθμιση» και «βελτίωση της ποιότητάς» της. Χαρακτηριστικό το απόσπασμα της ΥΠΑΙΘ Ν.Κεραμέως από τις προγραμματικές δηλώσεις στη Βουλή: «Προωθούμε ένα σύστημα αξιολόγησης, ξεκινώντας από τις σχολικές μονάδες και προχωρώντας στους εκπαιδευτικούς, με αποκλειστικό στόχο την επιβράβευση των εκπαιδευτικών και τη βελτίωσή τους μέσω επιμόρφωσης».
Η σημερινή κυβέρνηση της ΝΔ επιδιώκει να υλοποιήσει ένα πρόγραμμα ακραία νεοφιλελεύθερο, ευθυγραμμισμένο με τις επιταγές του ΣΕΒ και τις εκθέσεις του ΟΟΣΑ, με κατεύθυνση την προώθηση του Ιδιωτικού έναντι του Δημοσίου στην Εκπαίδευση. Ένα πρόγραμμα που συνδέεται άρρηκτα και ολοκληρώνει το θεσμικό πλαίσιο της προηγούμενης κυβέρνησης, της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.
Με την Υπουργική Απόφαση 1816 /ΓΔ4 εξειδικεύοντας τον ν. 4547/18 για τις νέες εκπαιδευτικές δομές η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ στόχευε να εμπεδώσει ακόμη περισσότερο την ιεραρχία, τον διοικητισμό και τον τεχνοκρατισμό, δημιουργώντας μια σειρά από ιεραρχικά διαμορφωμένα διοικητικά όργανα με στόχο την επιτήρηση και τον πειθαρχικό έλεγχο των συλλόγων διδασκόντων και κάθε μεμονωμένου εκπαιδευτικού. Ένα πανοπτικό μοντέλο που όλοι ελέγχουν όλους μέσα από άκρως ιεραρχικές και εξουσιαστικές σχέσεις.
Αυτό φυσικά εναρμονίζεται με τις κατευθύνσεις του προγράμματος της ΝΔ για την Παιδεία:
* Αξιολόγηση των εκπαιδευτικών μονάδων από τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς, τους γονείς και τους μαθητές με χρήση ηλεκτρονικών ερωτηματολογίων. Δημιουργία δεικτών με βάση τα αποτελέσματα. (Υπογραμμίσεις δικές μας)
* Αξιολόγηση εκπαιδευτικών. Σύνδεση της αξιολόγησης με την επιμόρφωση.
* Ο καθορισμός των κριτηρίων και η αποτίμηση των αποτελεσμάτων θα γίνεται από την Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.
* Σύστημα επιλογής στελεχών εκπαίδευσης βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων (επάρκεια - κατάρτιση, προϋπηρεσία, ψηφιακές δεξιότητες, αποτελέσματα αξιολόγησης, συνέντευξη από συμβούλιο επιλογής κτλ.)
* Επιλογή ανώτατων στελεχών εκπαίδευσης με διαδικασία ΑΣΕΠ.
* Επαναφορά του θεσμού των Σχολικών Συμβούλων.
* Απελευθέρωση του σχολείου από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό του υπουργείου Παιδείας.
* Σε διοικητικό – οικονομικό πεδίο: δημιουργία ολιγομελούς οργάνου υποστήριξης (διευθυντές, εκπρόσωπος αυτοδιοίκησης, κηδεμόνες, μαθητές) για τη λειτουργία του σχολείου και τη διαχείριση πρόσθετων πόρων επιπλέον της κρατικής χρηματοδότησης.
* Σε παιδαγωγικό πεδίο: ελευθερία στον εκπαιδευτικό μέσα στην τάξη.
* Ενισχυμένος ρόλος του διευθυντή του σχολείου.
Εξειδικεύοντας τις παραπάνω κατευθύνσεις η ΥΠΑΙΘ Ν. Κεραμέως στις 26.08.2019 σε συνέντευξη που παραχώρησε στα Παραπολιτικά τόνιζε: «Θα ξεκινήσουμε από την αξιολόγηση της σχολικής μονάδας, για να προχωρήσουμε εν συνεχεία στην αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Στόχος μας είναι η αξιολόγηση να συνδέεται με την αντιμετώπιση αδυναμιών σε επίπεδο σχολικής μονάδας, αλλά και με την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών και ως εκ τούτου, να είναι εστιασμένη στις ανάγκες τους. Επιδίωξή μας είναι να επενδύσουμε στον εκπαιδευτικό, να του δείξουμε ακόμα μεγαλύτερη εμπιστοσύνη και να του δώσουμε περισσότερη ελευθερία. Ο καθορισμός των κριτηρίων και η αποτίμηση των αποτελεσμάτων της αξιολόγησης θα γίνεται από την Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, η οποία και θα ενισχυθεί ουσιαστικά. Στόχος της αξιολόγησης εκπαιδευτικών θα είναι η επιβράβευση των αρίστων και η παροχή κινήτρων, μέσω επιμόρφωσης, σε όσους δεν αποδίδουν ακόμη επαρκώς». (Υπογραμμίσεις δικές μας)
Είναι φανερό ότι η ΝΔ υιοθετεί την αγιογραφία και το εφυολόγημα της κυβλερνησης ΣΥΡΙΖΑ για «μη τιμωρητική» αξιολόγηση και τη συνδέει με την «επιμόρφωση». Η αλήθεια είναι ότι η αξιολόγηση στην εκπαίδευση είναι το στρατηγικό εργαλείο για την ένταση του καθεστώτος χειραγώγησης και ομηρίας των εκπαιδευτικών και δραστικής ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων.
Περί πλατφόρμας αξιολόγησης
Σε αυτή την κατεύθυνση οι δηλώσεις Χατζιδάκη (25/8/2019) αναφορικά με το πρόγραμμα της ΝΔ για την παιδεία: «Να γίνει αξιολόγηση σχολικών μονάδων κι από εκεί θα ξεκινήσουμε. Θα υπάρχει ιστοσελίδα στο Υπουργείο που θα είναι οργανωμένη και στην πρώτη φάση η αξιολόγηση θα γίνεται από τους ενδιαφερόμενους, δηλαδή τους γονείς. Η αξιολόγηση δεν είναι μπαμπούλας. Με αυτόν τον τρόπο θα παίρνουμε αίσθηση των γονιών για το πως τους φαίνεται το σχολείο των παιδιών τους. Είναι έντιμο και διαφανές. Δεν είναι δική μας πατέντα, γίνεται και στο εξωτερικό».
Η κυβέρνηση της ΝΔ αντιγράφει παρωχημένα και αποτυχημένα αγγλοσαξωνικά συστήματα. Στην Αγγλία, όπου όλα τα state-funded και αρκετά independent σχολεία λαμβάνουν ανατροφοδότηση από τον Ofsted (Office for Standards in Education, in Children’s Services and Skills) - τον οργανισμό που έχει ως σκοπό την επιθεώρηση των σχολείων - και κατατάσσονται σε αντίστοιχη κατηγορία. Ο Ofsted κατατάσσει μια σχολική μονάδα σε μια εκ των τεσσάρων κατηγοριών: Outstanding, Good, Requires Improvement και Inadequate. Ο γονέας έχει πρόσβαση στην ιστοσελίδα όπου απεικονίζεται η κατάταξη των σχολικών μονάδων και έχοντάς την ως κριτήριο, λαμβάνει την απόφαση πού θα φοιτήσει το παιδί του.
Πριν από λίγους μήνες, μεγάλη δημοσιότητα πήρε η προσπάθεια του ακροδεξιού κόμματος της Γερμανίας, ΑfD, να ξεκινήσει μια πλατφόρμα, στην οποία να μπορούν γονείς και μαθητές, ακόμα και ανώνυμα, να αναφέρουν με καταστάσεις και πρόσωπα τα όσα γίνονται και λέγονται μέσα στα σχολεία. Ουσιαστικά επρόκειτο για ένα είδος “πλατφόρμας – καταδότη” και μάλιστα στο όνομα της δημοκρατίας, αφού με βάση τους σχεδιαστές δεν είναι τίποτα άλλο από μια πλατφόρμα δημοκρατίας με στόχο την εγγύηση της αντικειμενικότητας και της αμεροληψίας στα σχολεία.
Παράλληλα, στις αρχές του χρόνου στη χώρα μας εμφανίστηκε και μπήκε σε λειτουργία (από άγνωστο προς το παρόν ιδιωτικό φορέα), η πρώτη ψηφιακή πλατφόρμα αξιολόγησης σχολικών μονάδων. Η βαθμολογία με αστεράκια αλλά και τα ελάχιστα, ως τώρα, σχόλια των χρηστών της πλατφόρμας, παραπέμπουν σε αντίστοιχες βαθμολογίες κινηματογραφικών ταινιών, airbnb διαμερισμάτων και ξενοδοχείων.
Ουσιαστικά αυτό που προτείνεται είναι ένα ευέλικτο σχολείο, και ως προς το πρόγραμμα σπουδών και ως προς τον καθορισμό του μαθητών και του διδακτικού προσωπικού, καθώς και της χρηματοδότησης. Ιδιαίτερη έμφαση δίνει η έκθεση του ΟΟΣΑ στην κρατική επιχορήγηση των ιδιωτικών σχολείων με τη μορφή κουπονιών (voucher), στην οποία εστιάζει ως έναν τρόπο επέκτασης της ιδέας της επιλογής σχολείου στον γενικότερο πληθυσμό και της προώθησης του ανταγωνισμού μεταξύ των σχολείων.
Τα αποτελέσματα στις Αγγλοσαξωνικές χώρες είναι άκρως αποκαρδιωτικά. Τα τελευταία χρόνια η εκπαίδευση χάνει όλο και μεγαλύτερο αριθμό εκπαιδευτικών οι οποίοι γονατίζουν κάτω από τις υπέρογκες απαιτήσεις, τις συνεχείς αξιολογήσεις, την μόνιμη πίεση να ανταποκριθούν οι μαθητές τους στα κριτήρια που τίθενται σε συνδυασμό με τη σταθερή μείωση πόρων και τους χαμηλούς μισθούς.
Την ίδια στιγμή το ποσοστό σχολικής διαρροής σκαρφαλώνει επικίνδυνα με έναν στους πέντε μαθητές να εγκαταλείπουν το σχολείο πριν τα 16 τους χρόνια μην μπορώντας να ανταποκριθούν στα υψηλά στάνταρ που θέτει το εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο δεν έχει πια ως στόχο την μόρφωση όλων, αλλά την εξασφάλιση του σχολείου ως οικονομικού οργανισμού σε ένα σύστημα άκρατου εκπαιδευτικού καπιταλισμού και νεοφιλελευθερισμού.
Είναι προφανές ότι τα συστήματα ελεύθερης πρόσβασης και οι αξιολογικές πλατφόρμες σχολείων έχουν οδηγήσει σε κοινωνικό διαχωρισμό και κατηγοριοποίηση σχολεία και μαθητές, με βάση κοινωνικο -οικονομικά και πολιτισμικά κριτήρια.
Οι εταιρείες ante portas: Αυτονομία – επιλογή σχολείου – χορηγοί
«Η Παιδεία μας έχει ανάγκη από πιο αυτόνομα και δημιουργικά σχολεία. Με πολύ μεγαλύτερη ελευθερία στην οργάνωση, τη διαχείριση πόρων, την επιλογή διδακτικού προσωπικού, την κατάρτιση προγράμματος σπουδών. Να ξεφύγουμε επιτέλους από την τυραννία του ωρολόγιου προγράμματος. Με αξιολόγηση παντού(…)».
Κ. Μητσοτάκης, Ομιλια στη ΔΕΘ, Σεπτέμβρης 2018
Το παραπάνω απόσπασμα – σκονάκι οδηγιών ΟΟΣΑ ΚΑΙ ΣΕΒ επαναλαμβάνεται διαρκώς τα τελευταία χρόνια από το στόμα του σημερινού πρωθυπουργού. Η αυτονομία της σχολικής μονάδας σημαίνει την αποκοπή του δημόσιου σχολείου από την κρατική χρηματοδότηση και τη μετατροπή του σε εμπορευματοποιημένη και ιδιωτικοποιημένη ζώνη.
Άμεσος στόχος, που αποκρύπτεται επιμελώς, είναι καταρχήν η εξεύρεση πόρων για την εκπαίδευση έξω από τον κρατικό προϋπολογισμό. Αυτό οδηγεί στην προσαρμογή του επιπέδου της παρεχόμενης εκπαίδευσης, στις οικονομικές δυνατότητες της τοπικής κοινωνίας, ενώ ταυτόχρονα μειώνει ακόμη πιο πολύ την κρατική επιχορήγηση και καταργεί σταδιακά τον όποιο ενιαίο και δωρεάν χαρακτήρα της εκπαίδευσης. Δηλαδή, ανοίγει διάπλατα τις πόρτες για ένα πιο φτωχό και διαφοροποιημένο περιεχόμενο σπουδών και αναλυτικό πρόγραμμα (ιδιωτικοποίηση - κατηγοριοποίηση σχολείων και εκπαιδευτικών).
Η επιδιωκόμενη οργανωτική αναδιάρθρωση του εκπαιδευτικού συστήματος με θεσμούς διοικητικής αποσυγκέντρωσης που δε θίγουν ουσιαστικά τον συγκεντρωτικό διοικητικό μηχανισμό της εκπαίδευσης, αλλά τον αποσυμπυκνώνουν προβάλλοντας μια ψευδή αποκέντρωση επιδιώκει την απαλλαγή του αστικού κράτους από τα βάρος των κρατικών δαπανών για την εκπαίδευση. Η «αυτονομία» δεν αποσκοπεί σε μια ανοιχτή, ελεύθερη, εκπαιδευτική διαδικασία, ούτε στο «άνοιγμα του σχολείου στην κοινωνία». Η εκπαίδευση παραμένει αλυσοδεμένη στο άρμα της εξυπηρέτησης των συμφερόντων των κυρίαρχων τάξεων υπό τον κεντρικό έλεγχο της κυβερνητικής εξουσίας . Κάτω από την ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού σχεδιάζεται και υλοποιείται μια εκπαιδευτική πολιτική σύμφωνα με την οποία το σχολείο λειτουργεί με τα βασικά χαρακτηριστικά μιας ανταγωνιστικής επιχείρησης, μετατρέποντας ουσιαστικά τη γνώση σε εμπόρευμα.
Πριν λίγο καιρό ο ίδιος ο Μητσοτάκης από το βήμα του 10ου Συνεδρίου του κόμματός του ήταν σαφής για το πώς εννοεί τη δική του μεταρρύθμιση στον χώρο της Παιδείας: «Μία Παιδεία βασισμένη στον υγιή ανταγωνισμό μεταξύ πολλαπλών επιλογών, με γνώμονα πάντα την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, σκεπτόμενοι πρώτα απ’ όλα τους μαθητές, τους πραγματικούς πελάτες της Παιδείας». (Υπογραμμίσεις δικές μας).
Για τον πρωθυπουργό Κ. Μητσοτάκη και τους θιασώτες του νεοφιλελευθερισμού οι μαθητές είναι οι πελάτες των σχολείων. Δεν υπάρχει πιο χαρακτηριστική φράση δυσφήμισης της εκπαίδευσης, όταν ο μαθητής μετατρέπεται σε καταναλωτή και πελάτη, όταν η μόρφωση υποβαθμίζεται σε αγοραία διαδικασία και εμπόρευμα.
Η σύνδεση με την αγορά εργασίας επιτυγχάνεται με τη συμμετοχή των Κοινωνικών Εταίρων στο σχεδιασμό των προγραμμάτων σπουδών, με την ενίσχυση της μαθητείας και της πρακτικής άσκησης, με εκπαιδευτές της επαγγελματικής κατάρτισης που προέρχονται από την αγορά εργασίας και είναι καταξιωμένα στελέχη της αγοράς, με την ανάπτυξη συνεργειών με φορείς, οργανισμούς και εργοδότες σε τοπικό επίπεδο, με τη δημιουργία «ζώνης επιχειρηματικότητας και καινοτομίας» που συνδέει την εκπαιδευτική μονάδα με τις τοπικές επιχειρήσεις.
Η διεθνής εμπειρία έχει αποδείξει ότι η εφαρμογή της αυτοαξιολόγησης – αξιολόγησης οδήγησε παντού σε κατηγοριοποίηση και κλείσιμο σχολείων, στην λειτουργία των σχολικών μονάδων με όρους ανταγωνισμού και επιχειρηματικότητας. Κατέστρεψε το δημόσιο σχολείο και τα μορφωτικά και εργασιακά δικαιώματα, άνοιξε τον δρόμο για την είσοδο γονέων και δήμων σε αυτό, με ρόλο επόπτη του εκπαιδευτικού έργου.
Η λεγόμενη αυτονομία της σχολικής μονάδας, η διαφοροποίηση στο ίδιο το περιεχόμενο του σχολείου, η μετατροπή των σχολείων σε οικονομικές μονάδες που θα προσπαθούν να εξασφαλίσουν το «ψωμί» τους μόνες τους (προφανώς από τους γονείς ή από κάποιους χορηγούς), η λεγόμενη «ελεύθερη επιλογή» του διδακτικού προσωπικού (που σημαίνει εδραίωση μηχανισμών ρουσφετιού), μαζί με την ενίσχυση του ρόλου της γονεϊκής επιλογής, της δυνατότητας δηλαδή των γονιών να επιλέξουν σχολείο, αποτελούν τη «χημεία» της αποδόμησης του δημόσιου χαρακτήρα του εκπαιδευτικού συστήματος.
Αποτέλεσμα της αξιολόγησης των σχολείων με βάση τις επιδόσεις των μαθητών, είναι και η διαφοροποίηση των προγραμμάτων τους. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Μ. Βρετανίας, όπου τα «καλά» σχολεία, διαφοροποιούνται από το αναλυτικό πρόγραμμα που ισχύει σε εθνική κλίμακα (national curriculum), ώστε να επιλέγουν οι μαθητές να κάνουν τις επιλογές μαθημάτων. Στις ΗΠΑ κυριαρχεί η λογική της περικοπής «δευτερευόντων μαθημάτων», όπως θεωρούν την αισθητική και τη φυσική αγωγή, προκειμένου να βρεθεί χρόνος για τη βελτίωση των επιδόσεων των μαθητών στα «προτυποποιημένα» τεστ γλωσσικών μαθημάτων. Σε όλες τις χώρες, η αξιολόγηση συνδέεται με τη δημιουργία σχολείων πολλών ταχυτήτων, όπου τελικά είναι η ταξική προέλευση και οι οικονομικές δυνατότητες των μαθητών καθορίζουν τις επιδόσεις και τη σχολική τους πορεία.
Συλλογικότητα – Αντίσταση
Η κυβέρνηση έχει όσον αφορά την εφαρμογή της αυτοαξιολόγησης/ αξιολόγησης έχει σύμμαχο τη γραφειοκρατία του εκπαιδευτικού κινήματος, την πλειοψηφίας της ΔΟΕ και της ΟΛΜΕ. Η ΔΟΕ διακηρύττει: «Θα πρέπει να αξιολογούνται όλοι οι παράγοντες και συντελεστές της εκπαιδευτικής λειτουργίας (Υπουργείο Παιδείας, υπηρεσίες και δομές της εκπαίδευσης, υλικοτεχνική υποδομή, υποστηρικτικές δομές, αναλυτικά προγράμματα, βιβλία, διοικητικό και εποπτικό δυναμικό, σχολικές μονάδες, μαθητές και εκπαιδευτικοί κλπ.) στο πλαίσιο ενός ενιαίου συστήματος αλληλοϋποστηριζόμενων και αλληλοεξαρτώμενων διαδικασιών .. Είμαστε υπέρ ενός συστήματος αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου και του εκπαιδευτικού, που θα έχει ως στόχο την αναβάθμιση της εκπαίδευσης, που θα αναγάγει τη σχολική μονάδα σε χώρο προσφοράς και δημιουργίας».
Από την πλευρά της η πλειοψηφία της ΟΛΜΕ απορρίπτει μετά βδελυγμίας την πρόταση για απεργία – αποχή από κάθε διαδικασία αξιολόγησης και ας έχει ψηφιστεί από 40 ΕΛΜΕ της χώρας, ΣΥΝΕΚ και ΔΑΚΕ χέρι – χέρι στο δρόμο της υποταγής και της αποδοχής της αυτοαξιολόγησης/ αξιολόγησης ακυρώνοντας πραξικοπηματικά αντίθετες θέσεις του κλάδου των καθηγητών.
Οι δυνάμεις του υποταγμένου συνδικαλισμού διαγράφουν με μια μονοκοντυλιά όλους τους σκληρούς και νικηφόρους αγώνες που έχει δώσει το εκπαιδευτικό κίνημα εδώ και 37χρόνια, αγώνες που έχουν μπλοκάρει όλες τις προσπάθειες να περάσει η αξιολόγηση.
Το εκπαιδευτικό κίνημα οφείλει να αντισταθεί με προσανατολισμό την ανατροπή των αντιεκπαιδευτικών αναδιαρθρώσεων και της πολιτικής κυβέρνησης - Ε.Ε. - Ο.Ο.Σ.Α. Να διεκδικήσει παράλληλα την κατάργηση του νόμου για τις νέες δομές και όλο το θεσμικό πλαίσιο της αξιολόγησης. Να προβάλει το αίτημα: Όχι στην αξιολόγηση – αυτοαξιολόγηση. Παιδαγωγική ελευθερία και δημοκρατία στο σχολείο.
Να συμβάλουμε στη διαμόρφωση ενός μορφωτικού κοινωνικού κινήματος που θα διεκδικεί έναν «άλλο» ρόλο για τον εκπαιδευτικό και την εκπαίδευση. Έχουμε πρόταση – όχι για να εξωραϊσουμε την αξιολόγηση - και όραμα για ένα άλλο σχολείο που να χωρά όλα τα παιδιά χωρίς φραγμούς και διακρίσεις και αυτό δεν μπορεί παρά να συνδέεται με αιτήματα που δεν ενσωματώνονται και δεν εξωραϊζουν το καπιταλιστικό σύστημα, αλλά συνδέονται άρρηκτα με τον αγώνα για μια «άλλη» κοινωνία.
*Ο Γιώργος Κ. Καββαδίας είναι φιλόλογος, μέλος της ΣΕ του περιοδικού «Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης» και του Εκπαιδευτικού Ομίλου.
+ σχόλια + 1 σχόλια
Αυτά, σύντροφε Γιώργο, ας τα δουν οι συνάδελφοί σου οι εκπαιδευτικοί, που στη μεγάλη τους πλειοψηφία έχουν πάρει διαζύγιο από πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες, ενώ στις εκλογές των ΕΛΜΕ-ΔΟΕ ψηφίζουν ΔΑΚΕ. Μεταξύ μας λοιπόν, τέτοιοι που είναι καλά να πάθουν!
Δημοσίευση σχολίου