Οσο κι αν ακούγεται παράδοξο, το ρεμπέτικο τραγούδι ακόμα χάνει σημαντικούς ανθρώπους του. Γιατί ο Μπάμπης Γκολές, που έφυγε στις 11 Ιανουάριου, του 2015 δεν ήταν απλά άλλος ένας τραγουδιστής που τραγουδούσε ρεμπέτικα τραγούδια.
Από τη μέρα που τον γνώρισα, την εποχή της λεγάμενης αναβίωσης του ρεμπέτικου, είχα την αίσθηση ότι ήταν άνθρωπος από άλλη εποχή, ότι ήταν ένας ρεμπέτης που είχε απομείνει, αγέραστος, από τη δεκαετία του 1930.
Ένας άνθρωπος που ο χαρακτήρας του, η συμπεριφορά και ο τρόπος ζωής του ήταν εκείνου του σιναφιού. Όχι επιτηδευμένα, αυθεντικά. Την εποχή της αναβίωσης, που σκάει κάπου στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1970, οι μουσικοί και τραγουδιστές, που έχουν πιάσει τους μπαγλαμάδες και τα μπουζούκια και μέρα-νύχτα προσπαθούν να μάθουν τραγούδια ακούγοντας δίσκους και κασέτες, είναι στην πλειονότητά τους νέοι, φοιτητές και εργαζόμενοι, που ο τρόπος ζωής τους δεν έχει καμία σχέση με τη ζωή του Ρούκουνα και της Γεωργακοπούλου.
Kαι είναι σύνηθες το φαινόμενο, η διαφορά αυτή να καλύπτεται από μία εξωτερική εμφάνιση που παραπέμπει στους παλιούς, με μουστάκια, καβουράκια, πλατύγυρα καπέλα και άλλα ενδυματολογικά αξεσουάρ. Μια εξωτερική εικόνα που ενισχύεται από τις θεατρικές, κινηματογραφικές και τηλεοπτικές αναπαραστάσεις της εποχής του ρεμπέτικου, όπως το «Μινόρε της Αυγής» του Φώτη Μεσθεναίου και του Βαγγέλη Γκούφα, το «Ρεμπέτικο» του Κώστα Φέρρη και το «Αμάν Αμήν» του Σταύρου Ξαρχάκου.
Ο Μπάμπης Γκολές δεν χρειάζεται κανένα αξεσουάρ, ούτε εντάσσεται σε κάποιο στυλ. Θα μπορούσε άνετα να είναι στην «Πειραιώτικη τετράδα» χωρίς να θεωρείται εξωσχολικός. Και ήταν εξίσου αυθεντικός στον τρόπο και το ύφος που τραγουδούσε. Ακόμα και το μπάντζο που χρησιμοποιούσε τον διαχώριζε από τους άλλους μουσικούς και τραγουδιστές.
Και με όλη αυτή την ανθρωπολογική και καλλιτεχνική οντότητα επανέφερε στο προσκήνιο με τον ιδανικότερο τρόπο πάρα πολλά από τα αριστουργήματα του ρεμπέτικου, επηρεάζοντας τους νεότερους καλλιτέχνες του είδους σαν ένα μέτρο στο τι είναι και πώς παίζεται ένα ρεμπέτικο τραγούδι. Τόσο ταυτισμένος ήταν, χωρίς να προσπαθεί να αντιγράψει σαν καρμπόν, με ένα φυσικό τρόπο, με το ρεμπέτικο τραγούδι και τους δημιουργούς του. Γι’ αυτό, ίσως έχει και ένα ιδιαίτερο συμβολισμό ότι απεβίωσε στα 68 του, ανάμεσα στον Μάρκο Βαμβακάρη που έφυγε στα 67 και τον Βασίλη Τσιτσάνη στα 69!
Από τις συνεργασίες μας, ξεχωρίζω τη συμμετοχή του στην πρώτη συναυλία που οργάνωσε το «ντέφι» στο θέατρο Λυκαβηττού, το 1982, δίπλα στον Πάνο Γαβαλά και τη Ρία Κούρτη, τη Γλυκερία, τον Νίκο Παπάζογλου, τον Δημήτρη Κοντογιάννη και άλλους καλλιτέχνες που πρωτοστάτησαν στο ισχυρό ρεύμα του λαϊκού τραγουδιού που, και με τη δική μας συμβολή, διαπέρασε ευχάριστα και δημιουργικά την κοινωνία.
Επίσης, δέκα χρόνια αργότερα, στη συναυλία για το ρεμπέτικο τραγούδι, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων «Μέρες Μουσικής 1922-1992» που οργανώσαμε στο θέατρο Παλλάς, ο Μπάμπης Γκολές τραγούδησε μαζί με τον Γιώργη Ξηντάρη και τον Αγάθωνα Ιακωβίδη, δηλαδή ένας Πατρινός με ένα Σκοπελίτη και ένα Θεσσαλονικιό, το περίφημο κωνσταντινουπολίτικο τραγούδι «ΤικΤακ Τίκι Τίκι Τακ κάνει η καρδιά μου...», το οποίο ηχογραφήσαμε και κυκλοφορήσαμε σε δίσκο, για να ξανατραγουδηθεί από τη Γλυκερία και να γίνει απαραίτητο στο ρεπερτόριο κάθε μουσικού, τραγουδιστή και κομπανίας στα μαγαζιά και τις συναυλίες.
Ένα τραγούδι που το βρήκα στη συλλογή του Παναγιώτη Κουνάδη όταν το ζήτησε ο Αργύρης Μπακιρτζής για να το ερμηνεύσει με τους Χειμερινούς Κολυμβητές. Και ο Κουνάδης ήταν ο άνθρωπος που τροφοδοτούσε τον Γκολέ με διαμάντια τα οποία διάλεγε με γνώση από την τεράστια συλλογή του με δίσκους 78 στροφών.
Τραγούδια που έφερνε ξανά στην επικαιρότητα ο Μπάμπης και τα αναδείκνυε με τις εξαιρετικές ερμηνείες του, όπως τη «Γυφτοπούλα στο χαμάμ» του Μπάτη, την οποία επίσης είχε υιοθετήσει η Γλυκερία κάνοντάς την, με την πιο μαζική απήχηση που είχε η ίδια, μια τεράστια επιτυχία, με πωλήσεις και εισιτήρια συναυλιών στα δέκα πιο εμπορικά όλων των εποχών. Αλλά και πολλά άλλα τραγούδια από το ρεπερτόριο του Μπάμπη που δεν είχαν μεγάλη εμπορική «τύχη», είναι υποδειγματικά τραγουδισμένα, σαν το θαυμάσιο «Πού να βρω γυναίκα να σου μοιάζει» του Νταλγκά που κυκλοφόρησε σε δίσκο βινιλίου μέσα σε ένα πολύ όμορφα σχεδιασμένο εξώφυλλο του Δημήτρη Αρβανίτη.
Όσα προανέφερα, είναι ενδεικτικά της σπουδαίας παρουσίας και επιρροής του Μπάμπη Γκολέ, ενός μάλλον περιθωριακού τύπου, όχι μόνο στην αναβίωση του ρεμπέτικου, στην οποία πρωτοστάτησε, αλλά και στη γενικότερη τροπή του λαϊκού τραγουδιού στη συναρπαστική δεκαετία του 1980.
Δεν ξέρω εάν μ’ αυτή την απώλεια κλείνει ένας μεγάλος κύκλος ούτε τι μας επιφυλάσσει το μέλλον. Ξέρω, όμως, ότι ο Μπάμπης Γκολές σημάδεψε τη ζωή μας και τα γούστα μας με τρόπο ανεξίτηλο. Κι αυτό θα συνεχίσου με να του χρωστάμε και εν τη απουσία του.
Δημοσίευση σχολίου