Όπως σημειώνει ο συγγραφέας πρόκειται για το πρώτο βιβλίο του στο οποίο η πόλη δεν παρουσιάζεται με θετική ματιά. Εδώ φωτίζεται η σκοτεινή πλευρά της, η παραβατική. Και έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς συμπληρώνει την εικόνα που έχουμε για την παλιά Αθήνα, δηλαδή της χρονικής περιόδου 1832-1940. Η νοσταλγία άλλωστε δημιουργεί διάφορες παρεξηγήσεις σχετικά με ένα παρελθόν που συχνά υπάρχει μόνο στο συλλογικό φαντασιακό.
Μαθαίνουμε ότι τον καιρό του πρώτου αστυνομικού διευθυντή των Αθηνών, Δημήτρη Μπαϊρακτάρη (γνωστός για τον πόλεμο που είχε ανοίξει στους κουτσαβάκηδες), οι μικροαπατεώνες ασχολιόνταν με ό,τι τους τύχαινε. Ψείριζαν πορτοφόλια, μπούκαραν από τα παράθυρα των σπιτιών και έκλεβαν ρούχα από τις ντουλάπες ή ασπρόρουχα από τις μπουγάδες (με τη μέθοδο της πετονιάς). Στο ξέσπασμα του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου ήδη υπήρχε έτοιμη πιάτσα, η οποία απασχολούσε με τα κατορθώματά της τους έντιμους νοικοκυραίους μέσα από τις σελίδες των εφημερίδων. Οι πορτοφολάδες, οι λαχανάδες και οι παντουφλάδες ενδημούσαν στην αγορά, στις ουρές του τραμ και στα πανηγύρια ενώ όταν οι λωποδύτες άρχισαν να οργανώνονται πιο «επαγγελματικά» νοίκιαζαν αστυνομική προστασία για συγκεκριμένες ώρες σε συγκεκριμένα πόστα – η Ομόνοια ήταν ένα από αυτά.
O Θωμάς Σιταράς ανατρέχει στον Τύπο της εποχής και χαρτογραφεί την Αθήνα
των μικροαπατεώνων μέσα από έναν ωραίο ρέοντα λόγο που φλερτάρει
επιτυχημένα με το χιούμορ. Κλεφτοκοτάδες, παλτοκλέφτες, μπουγαδοκλέφτες,
καρσιλαματζήδες, παπατζήδες, ψυχικάρηδες, κελεπουρτζήδες, ρουλετατζήδες
ήταν τόσο επινοητικοί στην απάτη ώστε σε κάνουν να μένεις με το στόμα
ανοιχτό.
Μεταξύ των περιπτώσεων που καταγράφονται στο αστυνομικό δελτίο είναι κι εκείνη του Ψευτοθόδωρου, ο οποίος πούλησε –σύμφωνα με τα ανέκδοτα της συγκεκριμένης περιόδου– τουλάχιστον τρεις φορές τα βασιλικά ανάκτορα. Από τις σελίδες παρελαύνει και ο Σπύρος Βαφειαδάκης ή Στραβοπόδης και ο Γεώργιος Αληφαρμάκης ή Ποντικομαμής ή Τσίτουρης ή Φάπας ή Κατραπακέας ή Μπομπότας ή Σκαθάρης ή Μπαζίνας ή Γαρούφαλος ή Γιασεμής που αρκούν τα εκλεκτά παρατσούκλια του για να καταλάβουμε ότι μάλλον δεν άφησε εποχή για τα γαλλικά και το πιάνο του. Τα πράγματα σοβαρεύουν όταν το βιβλίο περνάει στις περιπτώσεις των τοκογλύφων και τη δράση τους εναντίον ανθρώπων που βρίσκονταν σε ανάγκη, με αποτέλεσμα να χάνονται ακόμη και περιουσίες.
Από την πλούσια δράση των απατεώνων δεν θα μπορούσε να μην προκύψει η σχετική αργκό. Από την «Εσπερινή» του 1928 αλιεύει ο Θωμάς Σιταράς το παρακάτω σχόλιο που αφορά την εισαγωγή στην καθομιλουμένη της λέξης «λοβιτούρα»: «Είναι η νέα λέξις, η οποία θα γίνη, φαίνεται, της μόδας, μετά τας χθεσινάς αποκαλύψεις μιας εφημερίδας εις βάρος κάποιου ο οποίος εις τας επιστολάς του μετεχειρίσθη την ρουμανικήν λέξιν “Λοβιτούρα”, αντί της ελληνικής “μπάζας”». Σύμφωνα με το δημοσίευμα η νέα λέξη όπως τη μεταχειρίζονται οι πολίτες δεν σημαίνει ακριβώς εκείνο που εννοούν οι Ρουμάνοι. Ωστόσο, όπως διευκρινίζεται, η λέξη: «Είναι αρκετά εύηχος, αρκετά χαρακτηριστική και αρκετά ωραία, ώστε να αντικαταστήσει τις “μανούβρες” και τις “τζιριτζάντζουλες”, λέξεις αι οποίαι επάληωσαν πλέον».
Δημοσίευση σχολίου