Του Γ.Γ
Σαν σήμερα πριν ένα ακριβώς ένα χρόνο αποχαιρετήσαμε με πολιτική κηδεία στο Α’ Νεκροταφείο της Αθήνας, μια ευγενική μορφή, ίσως τον πιο γνήσιο επαναστάτη που έχω γνωρίσει στην ζωή μου. Τον Χρήστο Τσιγαρίδα Στην μνήμη του παραθέτω ένα κείμενο του.
Σαν σήμερα πριν ένα ακριβώς ένα χρόνο αποχαιρετήσαμε με πολιτική κηδεία στο Α’ Νεκροταφείο της Αθήνας, μια ευγενική μορφή, ίσως τον πιο γνήσιο επαναστάτη που έχω γνωρίσει στην ζωή μου. Τον Χρήστο Τσιγαρίδα Στην μνήμη του παραθέτω ένα κείμενο του.
«Οταν ανέλαβα την πολιτική ευθύνη της συμμετοχής μου στον ΕΛΑ, αρκετοί αναρωτήθηκαν γιατί το έκανα. Oι περισσότεροι αναρωτήθηκαν καλοπροαίρετα, ακόμα και η οικογένεια μου και σχεδόν το σύνολο των γνωστών μου. Ελεγαν: “δικαστήριο είναι, μπορεί να αθωωθείς“.
Αυτή η τοποθέτηση είχε προσωπικά κίνητρα.
Αγνοούσαν ή ήθελαν να αγνοούν την πολιτική πραγματικότητα.. (…)
Είχα αποφασίσει να αναλάβω την πολιτική ευθύνη. Το είχα ήδη ανακοινώσει στην οικογένειά μου, για να την προετοιμάσω για τη θύελλα που έρχεται. Η απόφασή μου αυτή ήταν προϊόν μιας εσωτερικής διαδικασίας.
Ηταν μια ώριμη απόφαση. Κάθε άτομο δεν έχει απλώς δικαίωμα, αλλά έχει υποχρέωση να πράξει ανάλογα με τις ηθικές του αξίες. Και οι δικές μου ηθικές αξίες, ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνομαι τα καθήκοντα ενός κομμουνιστή, μου επέβαλαν να ενεργήσω έτσι. Το γιατί είναι αυτονόητο.
Υπήρχε ένα κλίμα. Κλίμα όχι μόνο τρομολαγνείας και τρομοϋστερίας, αλλά και απαξίωσης των οργανώσεων του ένοπλου και συνολικά της επαναστατικής Αριστεράς. Oι επαναστατικές οργανώσεις παρουσιάζονταν σαν μαφιόζικες συμμορίες, που διέπρατταν εγκλήματα σε βάρος του λαού μας. Τα μέλη τους παρουσιάζονταν σαν γκάνγκστερ. Διακυβεύονταν, λοιπόν, πράγματα πολύ πιο σημαντικά από την προσωπική μου ελευθερία.
Η συνείδησή μου δεν μου επέτρεπε να μην υπερασπιστώ την επαναστατική τιμή του ΕΛΑ, της οργάνωσής μου.
Στον κυρίαρχο λόγο, στα μυθεύματα των διάφορων συγγραφέων της δεκάρας, που τους έγραφε τα βιβλία η ίδια η Αντιτρομοκρατική, στα κοράκια των ΜΜΕ που έκραζαν ανενόχλητα, έπρεπε να υπάρξει αντίλογος.
Ταυτόχρονα, έπρεπε να σταλεί το μήνυμα σε όλο τον κόσμο, που είχε περάσει από τον ΕΛΑ ή συμμετείχε στον ευρύτερο επαναστατικό χώρο μέσα στον οποίο κινούνταν ο ΕΛΑ, ότι τα μέλη του ΕΛΑ δεν αφήνουν την οργάνωσή τους ανυπεράσπιστη. Κι επίσης, ότι τα μέλη του ΕΛΑ ξέρουν να σφραγίζουν το στόμα τους και να μη καταδίδουν ή εμπλέκουν άλλους ανθρώπους.
Αυτά τα διλήμματα μπήκαν μπροστά μου, μήνες πριν τη σύλληψή μου και έδωσα την απάντηση που η προσωπική μου ηθική και η επαναστατική μου συνείδηση μου επέβαλαν: Αν με συλλάβουν, θα αναλάβω την πολιτική ευθύνη της συμμετοχής μου, για να μπορέσω να υπερασπιστώ δημόσια την ιστορία του ΕΛΑ και να μην αφήσω να πετιέται στα σκυλιά και να σπιλώνεται η τιμή και το μεγαλείο των δολοφονημένων συντρόφων μου, του Χρήστου Κασίμη και του Χρήστου Τσουτσουβή.
Υστερα από μισό αιώνα πολιτικής δράσης ως κομμουνιστής, αισθάνθηκα ότι αυτό είναι το χρέος μου και έτσι έπραξα».
Αυτή η τοποθέτηση είχε προσωπικά κίνητρα.
Αγνοούσαν ή ήθελαν να αγνοούν την πολιτική πραγματικότητα.. (…)
Είχα αποφασίσει να αναλάβω την πολιτική ευθύνη. Το είχα ήδη ανακοινώσει στην οικογένειά μου, για να την προετοιμάσω για τη θύελλα που έρχεται. Η απόφασή μου αυτή ήταν προϊόν μιας εσωτερικής διαδικασίας.
Ηταν μια ώριμη απόφαση. Κάθε άτομο δεν έχει απλώς δικαίωμα, αλλά έχει υποχρέωση να πράξει ανάλογα με τις ηθικές του αξίες. Και οι δικές μου ηθικές αξίες, ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνομαι τα καθήκοντα ενός κομμουνιστή, μου επέβαλαν να ενεργήσω έτσι. Το γιατί είναι αυτονόητο.
Υπήρχε ένα κλίμα. Κλίμα όχι μόνο τρομολαγνείας και τρομοϋστερίας, αλλά και απαξίωσης των οργανώσεων του ένοπλου και συνολικά της επαναστατικής Αριστεράς. Oι επαναστατικές οργανώσεις παρουσιάζονταν σαν μαφιόζικες συμμορίες, που διέπρατταν εγκλήματα σε βάρος του λαού μας. Τα μέλη τους παρουσιάζονταν σαν γκάνγκστερ. Διακυβεύονταν, λοιπόν, πράγματα πολύ πιο σημαντικά από την προσωπική μου ελευθερία.
Η συνείδησή μου δεν μου επέτρεπε να μην υπερασπιστώ την επαναστατική τιμή του ΕΛΑ, της οργάνωσής μου.
Στον κυρίαρχο λόγο, στα μυθεύματα των διάφορων συγγραφέων της δεκάρας, που τους έγραφε τα βιβλία η ίδια η Αντιτρομοκρατική, στα κοράκια των ΜΜΕ που έκραζαν ανενόχλητα, έπρεπε να υπάρξει αντίλογος.
Ταυτόχρονα, έπρεπε να σταλεί το μήνυμα σε όλο τον κόσμο, που είχε περάσει από τον ΕΛΑ ή συμμετείχε στον ευρύτερο επαναστατικό χώρο μέσα στον οποίο κινούνταν ο ΕΛΑ, ότι τα μέλη του ΕΛΑ δεν αφήνουν την οργάνωσή τους ανυπεράσπιστη. Κι επίσης, ότι τα μέλη του ΕΛΑ ξέρουν να σφραγίζουν το στόμα τους και να μη καταδίδουν ή εμπλέκουν άλλους ανθρώπους.
Αυτά τα διλήμματα μπήκαν μπροστά μου, μήνες πριν τη σύλληψή μου και έδωσα την απάντηση που η προσωπική μου ηθική και η επαναστατική μου συνείδηση μου επέβαλαν: Αν με συλλάβουν, θα αναλάβω την πολιτική ευθύνη της συμμετοχής μου, για να μπορέσω να υπερασπιστώ δημόσια την ιστορία του ΕΛΑ και να μην αφήσω να πετιέται στα σκυλιά και να σπιλώνεται η τιμή και το μεγαλείο των δολοφονημένων συντρόφων μου, του Χρήστου Κασίμη και του Χρήστου Τσουτσουβή.
Υστερα από μισό αιώνα πολιτικής δράσης ως κομμουνιστής, αισθάνθηκα ότι αυτό είναι το χρέος μου και έτσι έπραξα».
Δημοσίευση σχολίου