Σαν σήμερα, 30/4/2011, πλήρης ημερών και σε ηλικία 89 ετών έφυγε απ’ την ζωή μια εμβληματική μορφή της Εθνικής μας Αντίστασης. Ο Λάκης Σάντας.
Ο άνθρωπος που μαζί με τον Μανώλη Γλέζο κατέβασαν τη Γερμανική σημαία από την Ακρόπολη στις 31 Μάη του 1941.
Το μπλογκ μας κάνει ένα μικρό αφιέρωμα σ’ αυτόν τον ήρωα που η ανταμοιβή του από το μετεμφυλιακό κράτος ήταν φυλακές και εξορίες, όπως και οι υπόλοιποι αγωνιστές της Εθνικής μας αντίστασης.
Το κομμάτιασμα της χιτλερικής σημαίας κατατάραξε τους χιτλερικούς κατακτητές και τους συνεργάτες τους.
Στις 31 Μάη 1941 η γερμανική Κομαντατούρ εξέδωσε την παρακάτω ανακοίνωση:
«Κατά τη νύκτα της 30ης προς την 31η Μαΐου υπεξηρέθη η επί της Ακροπόλεως κυματίζουσα γερμανική πολεμική σημαία παρ' αγνώστων δραστών. Διενεργούνται αυστηραί ανακρίσεις. Οι ένοχοι και οι συνεργοί αυτών θα τιμωρηθώσι διά της ποινής του θανάτου».
Ας αφήσουμε όμως τον ίδιο τον Λάκη Σάντα να μας αφηγηθεί ένα μέρος από την ιστορία του (Το κείμενο είναι από τα αρχεία του Ηλία Πετρόπουλου. Αλλάξαμε μόνο τον τονισμό και την ορθογραφία):
Ο κομμουνιστής Λάκης Σάντας απ’ το 1942 οργανώθηκε στο ΕΑΜ και στην συνέχεια βγαίνει αντάρτης στο βουνό στις γραμμές του ΕΛΑΣ όπου και πολεμάει τον κατακτητή σε πολλές μάχες για να τραυματιστεί το 1944.
Η «τύχη» που του επιφυλάσσουν οι αστικές κυβερνήσεις μετά την απελευθέρωση της χώρας μας από τους Γερμανούς είναι ανάλογη με αυτή που είχαν αρκετοί κομμουνιστές που αντιστάθηκαν ένοπλα στους κατακτητές.
Το 1946 εξορίζεται στην Ικαρία, το 1947 φυλακίζεται στην Ψυττάλεια και το 1948 καταλήγει εξόριστος στη Μακρόνησο.
Από εκεί κατάφερε να ξεφύγει για να καταλήξει στην Ιταλία και στη συνέχεια στον Καναδά, όπου θα ζήσει έως και το 1962. Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1963.
Μπορεί να έφυγε απ’ την ζωή ο Λάκης Σάντας το παράδειγμα του όμως πάντα θα μας εμπνέει.
Ο άνθρωπος που μαζί με τον Μανώλη Γλέζο κατέβασαν τη Γερμανική σημαία από την Ακρόπολη στις 31 Μάη του 1941.
Το μπλογκ μας κάνει ένα μικρό αφιέρωμα σ’ αυτόν τον ήρωα που η ανταμοιβή του από το μετεμφυλιακό κράτος ήταν φυλακές και εξορίες, όπως και οι υπόλοιποι αγωνιστές της Εθνικής μας αντίστασης.
Το κομμάτιασμα της χιτλερικής σημαίας κατατάραξε τους χιτλερικούς κατακτητές και τους συνεργάτες τους.
Στις 31 Μάη 1941 η γερμανική Κομαντατούρ εξέδωσε την παρακάτω ανακοίνωση:
«Κατά τη νύκτα της 30ης προς την 31η Μαΐου υπεξηρέθη η επί της Ακροπόλεως κυματίζουσα γερμανική πολεμική σημαία παρ' αγνώστων δραστών. Διενεργούνται αυστηραί ανακρίσεις. Οι ένοχοι και οι συνεργοί αυτών θα τιμωρηθώσι διά της ποινής του θανάτου».
Ας αφήσουμε όμως τον ίδιο τον Λάκη Σάντα να μας αφηγηθεί ένα μέρος από την ιστορία του (Το κείμενο είναι από τα αρχεία του Ηλία Πετρόπουλου. Αλλάξαμε μόνο τον τονισμό και την ορθογραφία):
Όταν το Μέτωπο της Μακεδονίας έσπασε και η Μπότα των Ναζὶ κατέβαινε και μας πλάκωνε στο στήθος, η πρώτη μου σκέψη ήταν να φύγω με τα υποχωρούντα στρατεύματα για την Αίγυπτο για να συνεχίσω εκεί τον πόλεμο. Λογάριασα όμως χωρίς τα Στούκας τα οποία δεν άφησαν ούτε καρυδότσουφλο στον Σαρωνικό Κόλπο. Κι έτσι ανάμεσα στις φλόγες και στις βόμβες των Στούκας είδα να βυθίζονται οι ελπίδες μου για την Αίγυπτο κι έμεινα.
Μπήκαν στην Αθήνα μας μια Κυριακή κι έστησαν αμέσως την πολεμική τους σημαία σ’ έναν ψηλό κοντό πάνω στα Αθάνατα Μάρμαρα της Ακρόπολης.
Άπειρα μάτια Ελληνικά δάκρυσαν το πρωινό εκείνο, βλέποντας το σύμβολο των Ούννων να λερώνει το μοναδικό μνημείο του πολιτισμού και της λευτεριάς, τον Παρθενώνα.
Ἔτσι δάκρυσαν και τα δικά μου. Μα.... ύστερα τα βλέφαρά μου σφίχτηκαν κι άστραψαν από μια φλόγα που θα μπορούσε να λιώσει και ατσάλι ακόμη, κι ήταν αυτή, η φλόγα της συγκρατημένης λύσσας εναντίον τους. Ήταν η φλόγα που μου έλεγε ότι κάτι πρέπει να τους κάνω. Κάτι μεγάλο κάτι που να τους μαστιγώσει σε εκείνα τα αγέρωχα γουρουνίσια μούτρα τους, κάτι προσβλητικό, κάτι πού να τους κάνει να κατεβάσουν εκείνα τα κρύα γαλανά, χωρίς οίκτο κτηνώδη μάτια τους. Κάτι συμβολικό που να τους χτυπήσει όλους μαζί σαν χώρα, σαν λαό και προπαντός σαν στρατό.
Την ίδια φλόγα είδα τότε στα μάτια πολλών φίλων μου, αλλά προπαντός την διέκρινα και την γνώρισα στα μάτια του Μανώλη του Γλέζου του συμμαθητή μου. Κοιταχτήκαμε στα μάτια και χωρίς κουβέντες συνεννοηθήκαμε. Αρχίσαμε να σκεφτόμαστε τί θα κάναμε. Ἐν τω μεταξύ οι Ναζίδες είχαν αρχίσει επιχειρήσεις εναντίον της Κρήτης.
Πηγαίναμε στο Φάληρο μόνοι μας και μπρος στα αφρισμένα κύματα σκεπτόμαστε τί να τους κάνουμε ακούγοντας από πάνω μας την Λουτβάφφε να μεταφέρει αλεξιπτωτιστές για την Κρήτη.
Ἐν τω μεταξύ οι μέρες περνούσαν. Είχε περάσει ένας μήνας που κατέλαβαν την Αθήνα και η Κρήτη είχε λυγίσει πολεμούσαν ακόμη τα παλληκάρια μας μαζί με τούς εγγλέζους σε μερικά σημεία.
Κι έξαφνα ένα δειλινό πού ήμαστε στο Ζάππειο κι ο ήλιος έγερνε λούζοντας τον ορίζοντα με εκείνα τα χρώματα που μόνο ο Αττικός ουρανός έχει, τα μάτια μας γύρισαν στον βράχο της Ακροπόλεως. Μέσα στο υπέροχο φόντο της δύσης σταθήκαμε και κοιτούσαμε. Και τότε το βλέμμα μας έπεσε πάνω στην Σημαία τους που περήφανα κυμάτιζε ψηλά-ψηλὰ και η βαρειὰ σκιά της πλάκωνε καταθλιπτικά όλη την Αθήνα, όλη την Αττική γη.
Να, τί πρέπει να τους κάνουμε! Ήρθε η σκέψη σαν σπίθα. Να τους την πάρουμε. Να την γκρεμίσουμε και να την ξεσχίσουμε και να πλύνουμε έτσι την βρωμιά απ’ τον ιερό βράχο.
Την είχαν στήσει αυτήν την ίδια την πολεμική τους σημαία οι Ναζὶ θριαμβευτικά ως τότε, στην Βαρσοβία, στην Βιέννη, στην Αμβέρσα, στην Νορβηγία στο Παρίσι και Βελιγράδι και απειλούσαν να την στήσουν σε όλο τον κόσμο τότε....
Δύο παιδιά εμείς, θα προσβάλαμε το φοβερό τότε Γ Ράϊχ.
Και βάλαμε σ’ ενέργεια αμέσως το σχέδιο.
Πήραμε απ’ την Εθνική Βιβλιοθήκη την μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια και διαβάσαμε στην λέξη Ακρόπολις. Εκεί είδαμε όλες τις σπηλιές ή τρύπες που έχει ο βράχος της Ακροπόλεως από την εποχή εκείνη και καταλάβαμε ότι μόνον από ένα σπήλαιο - που είναι στο εσωτερικό του βράχου της Ακρόπολης και λέγεται "Πανδρώσειον άντρον" και στο οποίον κατά την Μυθολογία κατοικούσε ο ιερός όφις της θεάς Αθηνάς και του πήγαιναν οι ιέρειες του Ναού του Παρθενώνα και έτρωγε μελόπιτες στις εορτές των Παναθηναίων - ότι μόνον απ’ αυτήν την τρύπα που έβγαινε σε ένα βάθρο δίπλα στο Ερέχθειο θα μπορούσαμε να ανεβούμε στην Ακρόπολη χωρίς να μας δουν οι Γερμανοί φρουροί.
Την άλλη μέρα κιόλας πήγαμε και ανεβήκαμε σαν επισκέπτες στην Ακρόπολη και είδαμε που ακριβώς είναι αυτή η σπηλιά από την οποία θα ανεβαίναμε την νύκτα.
Πέρασε κι αυτή η μέρα και ήλθε η επομένη η 30η Μαΐου 1941. Είχαμε ακούσει το βράδυ απ’ το Ραδιόφωνο του Λονδίνου που μας είπε ότι η Κρήτη εγκαταλείφτηκε πια.
Πρωί-πρωί οι Ούννοι με τις Εφημερίδες τους και με προκηρύξεις μας ανήγγειλαν γεμάτοι κομπασμό και υπερηφάνεια ότι κατέλαβαν και την τελευταία γωνιά της Ελλάδας την Ηρωική Κρήτη.
Δεν ξέρω τι ήταν εκείνο που ένοιωθα μα μου φαίνεται πως ήταν ένα παράπονο μαζί με δυνατό πυρετό. Περίμενα μ’ αγωνία να βραδιάσει. Επί τέλους βράδιασε. Συναντηθήκαμε με τον Μανώλη και ξεκινήσαμε. Όπλα δεν είχαμε τότε. Είχα πάρει μαζί μου μόνον ένα φαναράκι ηλεκτρικό κι ένα μαχαιράκι.
Φτάσαμε. Κάναμε μια βόλτα στα προπύλαια μέχρι να φτάσει η ώρα 9 1/2 μ.μ. Τότε είδαμε τους Γερμαναράδες να είναι μαζεμένοι μέσα στο δωμάτιο της εισόδου και να πίνουν κρασί και μπύρες έχοντας και μερικές κακές Ελληνίδες απ’ αυτές που πουλάν τον έρωτα τους στα προπύλαια που είχαν το Φρουραρχείο.
Ακούγαμε από μακριά τα κτηνώδη χάχανά τους και τα τραγούδια τους και σφίγγαμε ακόμη περισσότερο τα δόντια μας.
Όταν έφθασε η ώρα, κοιταχθήκαμε. Ίσως να μην ξαναβλέπαμε τον ήλιο ν’ ανατέλλει. Είναι αλήθεια ότι νοιώθαμε ένα δυνατό χτυποκάρδι μα αυτό δεν ακουγόταν παρά έξω. Τα στήθη μας τα Ελληνικά το πνίγανε. Είναι γλυκός ο θάνατος όταν πεθαίνεις για τα ιδανικά σου. Σ’ αυτές τις στιγμές δεν έχεις παρά να θυμηθείς την ιστορία. Να θυμηθείς τον Λεωνίδα στις Θερμοπύλες, να θυμηθείς τον Αθανάσιο Διάκο, ή το Μεσολόγγι ή τον Πόλεμο της Αλβανίας κι είσαι εντάξει.
Σφίξαμε τα χέρια, πηδήξαμε τα σύρματα μπήκαμε ανάμεσα στα δέντρα. Συρθήκαμε με την κοιλιά και φτάσαμε στην Σπηλιά. Μπήκαμε μέσα ψηλαφιστά κρατώντας και την αναπνοή μας ακόμη. Αρχίσαμε να σκαρφαλώνουμε απ’ τα μαδέρια της σκαλωσιάς που είχαν φτιάξει οι Αρχαιολόγοι για ανασκαφές.
Κάτω μας το βάραθρο άνοιγε το μαύρο του στόμα να μας καταπιεί στο πρώτο ξεγλίστρημα. 40 μέτρα κάτω κατέβαινε η σπηλιά και κατόπιν ανοιγόταν το χείλος ενός ξεροπήγαδου άλλα καμιά δεκαριά μέτρα. Σιγά-σιγὰ σκαρφαλώσαμε και κάνοντας μια τελευταία έλξη βγήκαμε στο πάνω βάθρο. Ανεβήκαμε μερικά μαρμάρινα σκαλιά και σηκώσαμε τα κεφάλια μας να δούμε...
Προχωρήσαμε συρτά με την κοιλιά. Μας χώριζαν περίπου 50-60 μέτρα απ’ τον κοντό που είχαν την σημαία τους. Χωριστήκαμε και πηγαίναμε ανάμεσα στα μάρμαρα.
Πετώντας κάθε τόσο πέτρες μήπως ήταν κανένας γερμανός σκοπός κρυμμένος.
Όταν φθάσαμε κοντά στον κοντό, είδαμε την ξύλινη σκοπιά τους. Πετάξαμε πάλι κάνα-δυο πέτρες κι όταν είδαμε ότι ήταν ησυχία σηκωθήκαμε όρθιοι και προχωρήσαμε θαρρετά.
Φθάσαμε στον κοντό. Ψηλά κυμάτιζε η σημαία τους. Λύσαμε το συρματόσχοινο και τραβήξαμε για να την κατεβάσουμε. Μα την είχαν μπλέξει στην κάτω άκρη της με τα τρία συρματόσχοινα που στήριζαν τον κοντό. Κρεμιούμαστε κι οι δύο για να την κατεβάσουμε μα δεν κατέβαινε.
Αρχίσαμε τότε με την σειρά να σκαρφαλώνουμε στον σιδερένιο κοντό για να την φτάσουμε και να την κόψουμε. Μα ήταν 20 μέτρα ο κοντός και λείος κι ήταν αδύνατο να την φτάσουμε. Κουρασμένοι σταθήκαμε για λίγο κι απογοητευτήκαμε, σκεπτόμαστε τί να κάνουμε.
Να φύγουμε χωρίς την σημαία τους λάφυρο, δεν το σκεφτήκαμε ούτε μια στιγμή.
Και μέσα στην ένταση της σκέψης μας, σκεφθήκαμε ότι πρέπει να σπάσουμε τα τρία συρματόσχοινα για να μπορέσουμε να την κατεβάσουμε. Αρχίσαμε τότε με τα χέρια μας, με τα δόντια μας με ότι μπορούσαμε, να προσπαθούμε να ξεκολλήσουμε τα συρματόσχοινα απ’ τους σκουριασμένους χαλκάδες με τους οποίους κρατιόταν στα γύρω μάρμαρα.
Κραυγή ενθουσιασμού μου ξέφυγε όταν έσπασε το πρώτο. Κατόπιν έσπασε και το δεύτερο και μετά το τρίτο. Αμέσως ξεμπλέξαμε τα συρματόσχοινα και τότε το μισητό σύμβολο του φασισμού κατέβηκε. Ήταν μια τεράστια σημαία 4μ. μήκος και 2μ. πλάτος. Στην μέση είχε τον Αγκυλωτό σταυρό και στην επάνω άκρη τον Γοτθικό πολεμικό σταυρό του Κάιζερ.
Με λύσσα την κόψαμε απ’ το συρματόσχοινο και την μαζέψαμε. Σχίσαμε από ένα κομμάτι απ’ τον αγκυλωτό σταυρό. Την υπόλοιπη την κάναμε ρολό και την πήραμε.
Είχαν περάσει 3 ώρες περίπου απ’ την ώρα που είχαμε ξεκινήσει. Το φεγγάρι είχε χαθεί και μαζί μ αυτό και οι οπτασίες των προγόνων μας ευχαριστημένες. Ο αέρας μας δρόσιζε τα φλογισμένα πρόσωπά μας και μας έφερνε από μακριά τα χάχανα των Γερμαναράδων.
" Ἄ! τώρα γελάστε και τραγουδήστε όσο θέλετε, αύριο το πρωί θα τα πούμε" σκέφθηκα.
Κατεβήκαμε απ’ το ίδιο μέρος. Για να την πάρουμε μαζί μας ήταν αδύνατο γιατί η ώρα της κυκλοφορίας είχε περάσει. Τότε αποφασίσαμε να την κρύψουμε μέσα στην ίδια την σπηλιά κάτω στο ξεροπήγαδο. Κατεβήκαμε σιγά-σιγὰ μέχρι κάτω φτάσαμε στο χείλος του ξεροπήγαδου και την πετάξαμε όπως ήταν τυλιγμένη σε μπόγο μέσα. Ακούσαμε τον γδούπο της και ησυχάσαμε.
Ανεβήκαμε πάλι και φύγαμε σιγά-σιγά, πηγαίνοντας σύριζα στον τοίχο και προσέχοντας μην συναντήσουμε καμιά Γερμανική περίπολο.
Όταν βρισκόμαστε στην μέση του δρόμου περίπου για το σπίτι μας, μας σταμάτησε ξαφνικά με το πιστόλι στο χέρι ένας Έλληνας αστυνομικός που φύλαγε σκοπός σ’ ένα δημόσιο ταμείο.
Στην αρχή σκέφθηκα να του επιτεθώ με το μαχαίρι. Αλλά κατόπιν του μιλήσαμε ευγενικά και θαρρετά και του δώσαμε να καταλάβει ότι πρέπει να μας αφήσει να πάμε στα σπίτια μας χωρίς βέβαια να του πούμε τίποτε για το ζήτημα της Σημαίας. Μας άφησε και φύγαμε.
Φτάσαμε στα σπίτια μας καθησυχάσαμε τους δικούς μας που μας περίμεναν γεμάτοι αγωνία μη ξέροντας που ήμαστε. Όλη την νύχτα δεν κοιμήθηκα. Και το πρωί ήρθε ο Μανώλης και ανεβήκαμε στην ταράτσα του σπιτιού μου και κοιτούσαμε την Ακρόπολη.
Μέχρι, της 11 π.μ. της 31ης δεν υπήρχε Σημαία στην Ακρόπολη. Όπως έλεγαν τώρα τελευταία μετά την απελευθέρωση οι Έλληνες φύλακες της Ακρόπολης, η Γερμανική φρουρά η οποία αποτελείτο από 20 περίπου άνδρες τα είχε χάσει.
Πανικός στο Γερμανικό στρατηγείο. Οι κούρσες πήγαιναν κι ερχόταν. Τί έγινε η πολεμική τους σημαία; Ποιός τόλμησε να την πειράξει;
Κατά την 11η ώρα πήγαν και βαλαν μίαν άλλη στη θέση της πιο μικρή.
Με τις απογευματινές Εφημερίδες βροντοφωνήσανε οι Γερμανοί τις κυρώσεις τους. Πήραν τα δακτυλικά μας αποτυπώματα απ’ το σιδερένιο κοντό και μας καταδίκασαν αμέσως με έκτακτο στρατοδικείο σε θάνατο ερήμην (γιατί δεν μας ήξεραν).
Επίσης όλους τους τυχόν συνενόχους μας. Μας επικήρυξαν και με χρηματικό ποσόν. Περιόρισαν τις ώρες κυκλοφορίας των πολιτών και απέλυσαν τον Αρχηγό της Αστυνομίας και τους διοικητές των Αστυνομικών τμημάτων της περιφερείας της Ακρόπολης.
Επίσης συνέλαβαν όλους τους Έλληνες φύλακες της Ακροπόλεως τους οποίους όμως άφησαν ελεύθερους αφού εξέτασαν τα αποτυπώματα τους και τους ανέκριναν, την δε φρουρά τους την καταδίκασαν εις θάνατον και την εκτέλεσαν.
Μου φαίνεται πως βγήκαν λίγο ξινά τα γλέντια των Γερμαναράδων για τον θρίαμβο της Κρήτης….
Αμέσως το νέο διαδόθηκε σαν αστραπή στην Αθήνα και στον Πειραιά και στα Περίχωρα και κατόπιν σ’ ολόκληρη την Ελλάδα. Το Λονδίνο και το Κάιρο την άλλη νύχτα έπλεξαν εγκώμια γι’ αυτό.
Θα νιώσω άραγε άλλη φορά τα συναισθήματα που ένοιωθα εκείνες τις μέρες όταν άκουγα γύρω μου παντού τούς Έλληνες με υπερηφάνεια και ειρωνεία για τους Γερμανούς να μιλούν για το γεγονός αυτό και να το χαρακτηρίζουν παίρνοντας κουράγιο για την αρχή του καινούργιου πόλεμου της αντίστασης; Έβλεπες παντού τον κόσμο να έχει αναθαρρήσει: να περπατάει με ψηλά το κεφάλι ξέροντας καλά ότι το καζάνι άρχισε να βράζει πάλι....
Κι έτσι αρχίσαμε....
Έπειτα από 8 μήνες επεχείρησα, να φύγω για την Αίγυπτο για να πάω στο στρατό να πολεμήσω πιο ενεργά μαζί με τον Μανώλη κι ένα άλλο φίλο μου. Μα ύστερα από προδοσία μας πιασαν οι Γερμανοί. Μας κλείσανε στις φυλακές. Τότε σκέφθηκα ότι αν είχαν την εξυπνάδα να παραβάλλουν τα δακτυλικά μας αποτυπώματα όλα τελείωναν. Αλλά δεν την είχαν ευτυχώς.
Καθίσαμε λίγο καιρό στις φυλακές όπου περάσαμε του κόσμου τα μαρτύρια (Ξύλο ανηλεές σχεδόν καθημερινό ντους με κρύο νερό έξω στο κρύο κ.λπ.) αποτέλεσμα των οποίων ήταν όταν βγήκαμε τον Απρίλιο του 1942 ύστερα από μια αμνηστία που μας συμπεριέλαβε να κάνει ο Μανώλης αιμοπτύσεις.
Μόλις βγήκα απ’ την φυλακή οργανώθηκα για καλά (είχε φουντώσει εν τω μεταξύ το κίνημα της Αντίστασης) κι άρχισα να κάνω χίλιες δουλειές από κόλλημα προκηρύξεων και γράψιμο στον τοίχο μέχρι μεταφορά όπλων και κρύψιμο κ.λπ.
Το καλοκαίρι του 1943 ένας χαφιές των SS με γνώρισε και κουβάλησε αρκετούς από δαύτους να με πιάσουν. Τους ξέφυγα πηδώντας από παράθυρο σε παράθυρο κι από ταράτσα σε ταράτσα και βγήκα στο Αντάρτικο. Κατατάχθηκα στον Ε.Λ.Α.Σ. και τοποθετήθηκα στην Περιοχή Στερεάς Ελλάδας.
Έλαβα μέρος σε αρκετές μάχες παρατάξεως με τους Ναζίδες και σε πολλές επικίνδυνες αποστολές κι εκανόνισα αρκετούς Γερμαναράδες, τραυματίσθηκα δε στο στήθος (αριστερό ημιθωράκιο) πάνω απ’ την καρδιά από τυφλό τραύμα βλήματος.
Αυτή είναι η ιστορία της συμβολής μου στην αντίσταση του λαού μας εν ολίγοις.
Αλλά τι είναι αυτά, μπροστά στις υπέροχες σελίδες που έχει γράψει ο Ελληνικός λαός, στα τέσσερα αυτά χρόνια, της πιο σκληρής και ανελέητης σκλαβιάς, που είδαμε ποτέ στην ιστορία μας;
Κάθε πέτρα, και κάθε αγκωνάρι, κάθε δρόμος και κάθε πεζοδρόμιο έχει γραμμένη επάνω μίαν ολόκληρη ιστορία ηρωισμού και θυσίας για την λευτεριά, από γνωστούς και άγνωστους μάρτυρες, ήρωες, ατσάλινες ψυχές, που ξεψυχάγανε προφέροντας το όνομα της Ελλάδας μας και φωνάζοντας "θάνατος στο φασισμό!!!"
Οι βουνοκορφές πάλι κι οι ράχες, αχολογούν ακόμα απ’ τις κλαγγὲς των όπλων κι απ’ τα κλέφτικα τραγούδια των λεβεντόκορμων ανταρτών και κάθε στενό και κάθε ρέμα μυρίζει μπαρούτι ακόμα, απ’ αυτό που έπεφτε καφτό επάνω στις Γερμανικές φάλαγγες κάθε λεπτό και τους έκανε αλαφιασμένοι να μην ξέρουν από που να φυλαχτούν, νομίζοντας ότι κάθε πεύκο και κάθε έλατο ζωντανεύει κι είναι αντάρτης, εκδικητής!!!
Θα μπορούσα να λέω ολόκληρα μερόνυχτα, είναι τόσα πολλά...
Λάκης Σάντας
Μπήκαν στην Αθήνα μας μια Κυριακή κι έστησαν αμέσως την πολεμική τους σημαία σ’ έναν ψηλό κοντό πάνω στα Αθάνατα Μάρμαρα της Ακρόπολης.
Άπειρα μάτια Ελληνικά δάκρυσαν το πρωινό εκείνο, βλέποντας το σύμβολο των Ούννων να λερώνει το μοναδικό μνημείο του πολιτισμού και της λευτεριάς, τον Παρθενώνα.
Ἔτσι δάκρυσαν και τα δικά μου. Μα.... ύστερα τα βλέφαρά μου σφίχτηκαν κι άστραψαν από μια φλόγα που θα μπορούσε να λιώσει και ατσάλι ακόμη, κι ήταν αυτή, η φλόγα της συγκρατημένης λύσσας εναντίον τους. Ήταν η φλόγα που μου έλεγε ότι κάτι πρέπει να τους κάνω. Κάτι μεγάλο κάτι που να τους μαστιγώσει σε εκείνα τα αγέρωχα γουρουνίσια μούτρα τους, κάτι προσβλητικό, κάτι πού να τους κάνει να κατεβάσουν εκείνα τα κρύα γαλανά, χωρίς οίκτο κτηνώδη μάτια τους. Κάτι συμβολικό που να τους χτυπήσει όλους μαζί σαν χώρα, σαν λαό και προπαντός σαν στρατό.
Την ίδια φλόγα είδα τότε στα μάτια πολλών φίλων μου, αλλά προπαντός την διέκρινα και την γνώρισα στα μάτια του Μανώλη του Γλέζου του συμμαθητή μου. Κοιταχτήκαμε στα μάτια και χωρίς κουβέντες συνεννοηθήκαμε. Αρχίσαμε να σκεφτόμαστε τί θα κάναμε. Ἐν τω μεταξύ οι Ναζίδες είχαν αρχίσει επιχειρήσεις εναντίον της Κρήτης.
Πηγαίναμε στο Φάληρο μόνοι μας και μπρος στα αφρισμένα κύματα σκεπτόμαστε τί να τους κάνουμε ακούγοντας από πάνω μας την Λουτβάφφε να μεταφέρει αλεξιπτωτιστές για την Κρήτη.
Ἐν τω μεταξύ οι μέρες περνούσαν. Είχε περάσει ένας μήνας που κατέλαβαν την Αθήνα και η Κρήτη είχε λυγίσει πολεμούσαν ακόμη τα παλληκάρια μας μαζί με τούς εγγλέζους σε μερικά σημεία.
Κι έξαφνα ένα δειλινό πού ήμαστε στο Ζάππειο κι ο ήλιος έγερνε λούζοντας τον ορίζοντα με εκείνα τα χρώματα που μόνο ο Αττικός ουρανός έχει, τα μάτια μας γύρισαν στον βράχο της Ακροπόλεως. Μέσα στο υπέροχο φόντο της δύσης σταθήκαμε και κοιτούσαμε. Και τότε το βλέμμα μας έπεσε πάνω στην Σημαία τους που περήφανα κυμάτιζε ψηλά-ψηλὰ και η βαρειὰ σκιά της πλάκωνε καταθλιπτικά όλη την Αθήνα, όλη την Αττική γη.
Να, τί πρέπει να τους κάνουμε! Ήρθε η σκέψη σαν σπίθα. Να τους την πάρουμε. Να την γκρεμίσουμε και να την ξεσχίσουμε και να πλύνουμε έτσι την βρωμιά απ’ τον ιερό βράχο.
Την είχαν στήσει αυτήν την ίδια την πολεμική τους σημαία οι Ναζὶ θριαμβευτικά ως τότε, στην Βαρσοβία, στην Βιέννη, στην Αμβέρσα, στην Νορβηγία στο Παρίσι και Βελιγράδι και απειλούσαν να την στήσουν σε όλο τον κόσμο τότε....
Δύο παιδιά εμείς, θα προσβάλαμε το φοβερό τότε Γ Ράϊχ.
Και βάλαμε σ’ ενέργεια αμέσως το σχέδιο.
Πήραμε απ’ την Εθνική Βιβλιοθήκη την μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια και διαβάσαμε στην λέξη Ακρόπολις. Εκεί είδαμε όλες τις σπηλιές ή τρύπες που έχει ο βράχος της Ακροπόλεως από την εποχή εκείνη και καταλάβαμε ότι μόνον από ένα σπήλαιο - που είναι στο εσωτερικό του βράχου της Ακρόπολης και λέγεται "Πανδρώσειον άντρον" και στο οποίον κατά την Μυθολογία κατοικούσε ο ιερός όφις της θεάς Αθηνάς και του πήγαιναν οι ιέρειες του Ναού του Παρθενώνα και έτρωγε μελόπιτες στις εορτές των Παναθηναίων - ότι μόνον απ’ αυτήν την τρύπα που έβγαινε σε ένα βάθρο δίπλα στο Ερέχθειο θα μπορούσαμε να ανεβούμε στην Ακρόπολη χωρίς να μας δουν οι Γερμανοί φρουροί.
Την άλλη μέρα κιόλας πήγαμε και ανεβήκαμε σαν επισκέπτες στην Ακρόπολη και είδαμε που ακριβώς είναι αυτή η σπηλιά από την οποία θα ανεβαίναμε την νύκτα.
Πέρασε κι αυτή η μέρα και ήλθε η επομένη η 30η Μαΐου 1941. Είχαμε ακούσει το βράδυ απ’ το Ραδιόφωνο του Λονδίνου που μας είπε ότι η Κρήτη εγκαταλείφτηκε πια.
Πρωί-πρωί οι Ούννοι με τις Εφημερίδες τους και με προκηρύξεις μας ανήγγειλαν γεμάτοι κομπασμό και υπερηφάνεια ότι κατέλαβαν και την τελευταία γωνιά της Ελλάδας την Ηρωική Κρήτη.
Δεν ξέρω τι ήταν εκείνο που ένοιωθα μα μου φαίνεται πως ήταν ένα παράπονο μαζί με δυνατό πυρετό. Περίμενα μ’ αγωνία να βραδιάσει. Επί τέλους βράδιασε. Συναντηθήκαμε με τον Μανώλη και ξεκινήσαμε. Όπλα δεν είχαμε τότε. Είχα πάρει μαζί μου μόνον ένα φαναράκι ηλεκτρικό κι ένα μαχαιράκι.
Φτάσαμε. Κάναμε μια βόλτα στα προπύλαια μέχρι να φτάσει η ώρα 9 1/2 μ.μ. Τότε είδαμε τους Γερμαναράδες να είναι μαζεμένοι μέσα στο δωμάτιο της εισόδου και να πίνουν κρασί και μπύρες έχοντας και μερικές κακές Ελληνίδες απ’ αυτές που πουλάν τον έρωτα τους στα προπύλαια που είχαν το Φρουραρχείο.
Ακούγαμε από μακριά τα κτηνώδη χάχανά τους και τα τραγούδια τους και σφίγγαμε ακόμη περισσότερο τα δόντια μας.
Όταν έφθασε η ώρα, κοιταχθήκαμε. Ίσως να μην ξαναβλέπαμε τον ήλιο ν’ ανατέλλει. Είναι αλήθεια ότι νοιώθαμε ένα δυνατό χτυποκάρδι μα αυτό δεν ακουγόταν παρά έξω. Τα στήθη μας τα Ελληνικά το πνίγανε. Είναι γλυκός ο θάνατος όταν πεθαίνεις για τα ιδανικά σου. Σ’ αυτές τις στιγμές δεν έχεις παρά να θυμηθείς την ιστορία. Να θυμηθείς τον Λεωνίδα στις Θερμοπύλες, να θυμηθείς τον Αθανάσιο Διάκο, ή το Μεσολόγγι ή τον Πόλεμο της Αλβανίας κι είσαι εντάξει.
Σφίξαμε τα χέρια, πηδήξαμε τα σύρματα μπήκαμε ανάμεσα στα δέντρα. Συρθήκαμε με την κοιλιά και φτάσαμε στην Σπηλιά. Μπήκαμε μέσα ψηλαφιστά κρατώντας και την αναπνοή μας ακόμη. Αρχίσαμε να σκαρφαλώνουμε απ’ τα μαδέρια της σκαλωσιάς που είχαν φτιάξει οι Αρχαιολόγοι για ανασκαφές.
Κάτω μας το βάραθρο άνοιγε το μαύρο του στόμα να μας καταπιεί στο πρώτο ξεγλίστρημα. 40 μέτρα κάτω κατέβαινε η σπηλιά και κατόπιν ανοιγόταν το χείλος ενός ξεροπήγαδου άλλα καμιά δεκαριά μέτρα. Σιγά-σιγὰ σκαρφαλώσαμε και κάνοντας μια τελευταία έλξη βγήκαμε στο πάνω βάθρο. Ανεβήκαμε μερικά μαρμάρινα σκαλιά και σηκώσαμε τα κεφάλια μας να δούμε...
Προχωρήσαμε συρτά με την κοιλιά. Μας χώριζαν περίπου 50-60 μέτρα απ’ τον κοντό που είχαν την σημαία τους. Χωριστήκαμε και πηγαίναμε ανάμεσα στα μάρμαρα.
Πετώντας κάθε τόσο πέτρες μήπως ήταν κανένας γερμανός σκοπός κρυμμένος.
Όταν φθάσαμε κοντά στον κοντό, είδαμε την ξύλινη σκοπιά τους. Πετάξαμε πάλι κάνα-δυο πέτρες κι όταν είδαμε ότι ήταν ησυχία σηκωθήκαμε όρθιοι και προχωρήσαμε θαρρετά.
Φθάσαμε στον κοντό. Ψηλά κυμάτιζε η σημαία τους. Λύσαμε το συρματόσχοινο και τραβήξαμε για να την κατεβάσουμε. Μα την είχαν μπλέξει στην κάτω άκρη της με τα τρία συρματόσχοινα που στήριζαν τον κοντό. Κρεμιούμαστε κι οι δύο για να την κατεβάσουμε μα δεν κατέβαινε.
Αρχίσαμε τότε με την σειρά να σκαρφαλώνουμε στον σιδερένιο κοντό για να την φτάσουμε και να την κόψουμε. Μα ήταν 20 μέτρα ο κοντός και λείος κι ήταν αδύνατο να την φτάσουμε. Κουρασμένοι σταθήκαμε για λίγο κι απογοητευτήκαμε, σκεπτόμαστε τί να κάνουμε.
Να φύγουμε χωρίς την σημαία τους λάφυρο, δεν το σκεφτήκαμε ούτε μια στιγμή.
Και μέσα στην ένταση της σκέψης μας, σκεφθήκαμε ότι πρέπει να σπάσουμε τα τρία συρματόσχοινα για να μπορέσουμε να την κατεβάσουμε. Αρχίσαμε τότε με τα χέρια μας, με τα δόντια μας με ότι μπορούσαμε, να προσπαθούμε να ξεκολλήσουμε τα συρματόσχοινα απ’ τους σκουριασμένους χαλκάδες με τους οποίους κρατιόταν στα γύρω μάρμαρα.
Κραυγή ενθουσιασμού μου ξέφυγε όταν έσπασε το πρώτο. Κατόπιν έσπασε και το δεύτερο και μετά το τρίτο. Αμέσως ξεμπλέξαμε τα συρματόσχοινα και τότε το μισητό σύμβολο του φασισμού κατέβηκε. Ήταν μια τεράστια σημαία 4μ. μήκος και 2μ. πλάτος. Στην μέση είχε τον Αγκυλωτό σταυρό και στην επάνω άκρη τον Γοτθικό πολεμικό σταυρό του Κάιζερ.
Με λύσσα την κόψαμε απ’ το συρματόσχοινο και την μαζέψαμε. Σχίσαμε από ένα κομμάτι απ’ τον αγκυλωτό σταυρό. Την υπόλοιπη την κάναμε ρολό και την πήραμε.
Είχαν περάσει 3 ώρες περίπου απ’ την ώρα που είχαμε ξεκινήσει. Το φεγγάρι είχε χαθεί και μαζί μ αυτό και οι οπτασίες των προγόνων μας ευχαριστημένες. Ο αέρας μας δρόσιζε τα φλογισμένα πρόσωπά μας και μας έφερνε από μακριά τα χάχανα των Γερμαναράδων.
" Ἄ! τώρα γελάστε και τραγουδήστε όσο θέλετε, αύριο το πρωί θα τα πούμε" σκέφθηκα.
Κατεβήκαμε απ’ το ίδιο μέρος. Για να την πάρουμε μαζί μας ήταν αδύνατο γιατί η ώρα της κυκλοφορίας είχε περάσει. Τότε αποφασίσαμε να την κρύψουμε μέσα στην ίδια την σπηλιά κάτω στο ξεροπήγαδο. Κατεβήκαμε σιγά-σιγὰ μέχρι κάτω φτάσαμε στο χείλος του ξεροπήγαδου και την πετάξαμε όπως ήταν τυλιγμένη σε μπόγο μέσα. Ακούσαμε τον γδούπο της και ησυχάσαμε.
Ανεβήκαμε πάλι και φύγαμε σιγά-σιγά, πηγαίνοντας σύριζα στον τοίχο και προσέχοντας μην συναντήσουμε καμιά Γερμανική περίπολο.
Όταν βρισκόμαστε στην μέση του δρόμου περίπου για το σπίτι μας, μας σταμάτησε ξαφνικά με το πιστόλι στο χέρι ένας Έλληνας αστυνομικός που φύλαγε σκοπός σ’ ένα δημόσιο ταμείο.
Στην αρχή σκέφθηκα να του επιτεθώ με το μαχαίρι. Αλλά κατόπιν του μιλήσαμε ευγενικά και θαρρετά και του δώσαμε να καταλάβει ότι πρέπει να μας αφήσει να πάμε στα σπίτια μας χωρίς βέβαια να του πούμε τίποτε για το ζήτημα της Σημαίας. Μας άφησε και φύγαμε.
Φτάσαμε στα σπίτια μας καθησυχάσαμε τους δικούς μας που μας περίμεναν γεμάτοι αγωνία μη ξέροντας που ήμαστε. Όλη την νύχτα δεν κοιμήθηκα. Και το πρωί ήρθε ο Μανώλης και ανεβήκαμε στην ταράτσα του σπιτιού μου και κοιτούσαμε την Ακρόπολη.
Μέχρι, της 11 π.μ. της 31ης δεν υπήρχε Σημαία στην Ακρόπολη. Όπως έλεγαν τώρα τελευταία μετά την απελευθέρωση οι Έλληνες φύλακες της Ακρόπολης, η Γερμανική φρουρά η οποία αποτελείτο από 20 περίπου άνδρες τα είχε χάσει.
Πανικός στο Γερμανικό στρατηγείο. Οι κούρσες πήγαιναν κι ερχόταν. Τί έγινε η πολεμική τους σημαία; Ποιός τόλμησε να την πειράξει;
Κατά την 11η ώρα πήγαν και βαλαν μίαν άλλη στη θέση της πιο μικρή.
Με τις απογευματινές Εφημερίδες βροντοφωνήσανε οι Γερμανοί τις κυρώσεις τους. Πήραν τα δακτυλικά μας αποτυπώματα απ’ το σιδερένιο κοντό και μας καταδίκασαν αμέσως με έκτακτο στρατοδικείο σε θάνατο ερήμην (γιατί δεν μας ήξεραν).
Επίσης όλους τους τυχόν συνενόχους μας. Μας επικήρυξαν και με χρηματικό ποσόν. Περιόρισαν τις ώρες κυκλοφορίας των πολιτών και απέλυσαν τον Αρχηγό της Αστυνομίας και τους διοικητές των Αστυνομικών τμημάτων της περιφερείας της Ακρόπολης.
Επίσης συνέλαβαν όλους τους Έλληνες φύλακες της Ακροπόλεως τους οποίους όμως άφησαν ελεύθερους αφού εξέτασαν τα αποτυπώματα τους και τους ανέκριναν, την δε φρουρά τους την καταδίκασαν εις θάνατον και την εκτέλεσαν.
Μου φαίνεται πως βγήκαν λίγο ξινά τα γλέντια των Γερμαναράδων για τον θρίαμβο της Κρήτης….
Αμέσως το νέο διαδόθηκε σαν αστραπή στην Αθήνα και στον Πειραιά και στα Περίχωρα και κατόπιν σ’ ολόκληρη την Ελλάδα. Το Λονδίνο και το Κάιρο την άλλη νύχτα έπλεξαν εγκώμια γι’ αυτό.
Θα νιώσω άραγε άλλη φορά τα συναισθήματα που ένοιωθα εκείνες τις μέρες όταν άκουγα γύρω μου παντού τούς Έλληνες με υπερηφάνεια και ειρωνεία για τους Γερμανούς να μιλούν για το γεγονός αυτό και να το χαρακτηρίζουν παίρνοντας κουράγιο για την αρχή του καινούργιου πόλεμου της αντίστασης; Έβλεπες παντού τον κόσμο να έχει αναθαρρήσει: να περπατάει με ψηλά το κεφάλι ξέροντας καλά ότι το καζάνι άρχισε να βράζει πάλι....
Κι έτσι αρχίσαμε....
Έπειτα από 8 μήνες επεχείρησα, να φύγω για την Αίγυπτο για να πάω στο στρατό να πολεμήσω πιο ενεργά μαζί με τον Μανώλη κι ένα άλλο φίλο μου. Μα ύστερα από προδοσία μας πιασαν οι Γερμανοί. Μας κλείσανε στις φυλακές. Τότε σκέφθηκα ότι αν είχαν την εξυπνάδα να παραβάλλουν τα δακτυλικά μας αποτυπώματα όλα τελείωναν. Αλλά δεν την είχαν ευτυχώς.
Καθίσαμε λίγο καιρό στις φυλακές όπου περάσαμε του κόσμου τα μαρτύρια (Ξύλο ανηλεές σχεδόν καθημερινό ντους με κρύο νερό έξω στο κρύο κ.λπ.) αποτέλεσμα των οποίων ήταν όταν βγήκαμε τον Απρίλιο του 1942 ύστερα από μια αμνηστία που μας συμπεριέλαβε να κάνει ο Μανώλης αιμοπτύσεις.
Μόλις βγήκα απ’ την φυλακή οργανώθηκα για καλά (είχε φουντώσει εν τω μεταξύ το κίνημα της Αντίστασης) κι άρχισα να κάνω χίλιες δουλειές από κόλλημα προκηρύξεων και γράψιμο στον τοίχο μέχρι μεταφορά όπλων και κρύψιμο κ.λπ.
Το καλοκαίρι του 1943 ένας χαφιές των SS με γνώρισε και κουβάλησε αρκετούς από δαύτους να με πιάσουν. Τους ξέφυγα πηδώντας από παράθυρο σε παράθυρο κι από ταράτσα σε ταράτσα και βγήκα στο Αντάρτικο. Κατατάχθηκα στον Ε.Λ.Α.Σ. και τοποθετήθηκα στην Περιοχή Στερεάς Ελλάδας.
Έλαβα μέρος σε αρκετές μάχες παρατάξεως με τους Ναζίδες και σε πολλές επικίνδυνες αποστολές κι εκανόνισα αρκετούς Γερμαναράδες, τραυματίσθηκα δε στο στήθος (αριστερό ημιθωράκιο) πάνω απ’ την καρδιά από τυφλό τραύμα βλήματος.
Αυτή είναι η ιστορία της συμβολής μου στην αντίσταση του λαού μας εν ολίγοις.
Αλλά τι είναι αυτά, μπροστά στις υπέροχες σελίδες που έχει γράψει ο Ελληνικός λαός, στα τέσσερα αυτά χρόνια, της πιο σκληρής και ανελέητης σκλαβιάς, που είδαμε ποτέ στην ιστορία μας;
Κάθε πέτρα, και κάθε αγκωνάρι, κάθε δρόμος και κάθε πεζοδρόμιο έχει γραμμένη επάνω μίαν ολόκληρη ιστορία ηρωισμού και θυσίας για την λευτεριά, από γνωστούς και άγνωστους μάρτυρες, ήρωες, ατσάλινες ψυχές, που ξεψυχάγανε προφέροντας το όνομα της Ελλάδας μας και φωνάζοντας "θάνατος στο φασισμό!!!"
Οι βουνοκορφές πάλι κι οι ράχες, αχολογούν ακόμα απ’ τις κλαγγὲς των όπλων κι απ’ τα κλέφτικα τραγούδια των λεβεντόκορμων ανταρτών και κάθε στενό και κάθε ρέμα μυρίζει μπαρούτι ακόμα, απ’ αυτό που έπεφτε καφτό επάνω στις Γερμανικές φάλαγγες κάθε λεπτό και τους έκανε αλαφιασμένοι να μην ξέρουν από που να φυλαχτούν, νομίζοντας ότι κάθε πεύκο και κάθε έλατο ζωντανεύει κι είναι αντάρτης, εκδικητής!!!
Θα μπορούσα να λέω ολόκληρα μερόνυχτα, είναι τόσα πολλά...
Λάκης Σάντας
Ο κομμουνιστής Λάκης Σάντας απ’ το 1942 οργανώθηκε στο ΕΑΜ και στην συνέχεια βγαίνει αντάρτης στο βουνό στις γραμμές του ΕΛΑΣ όπου και πολεμάει τον κατακτητή σε πολλές μάχες για να τραυματιστεί το 1944.
Η «τύχη» που του επιφυλάσσουν οι αστικές κυβερνήσεις μετά την απελευθέρωση της χώρας μας από τους Γερμανούς είναι ανάλογη με αυτή που είχαν αρκετοί κομμουνιστές που αντιστάθηκαν ένοπλα στους κατακτητές.
Το 1946 εξορίζεται στην Ικαρία, το 1947 φυλακίζεται στην Ψυττάλεια και το 1948 καταλήγει εξόριστος στη Μακρόνησο.
Από εκεί κατάφερε να ξεφύγει για να καταλήξει στην Ιταλία και στη συνέχεια στον Καναδά, όπου θα ζήσει έως και το 1962. Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1963.
Μπορεί να έφυγε απ’ την ζωή ο Λάκης Σάντας το παράδειγμα του όμως πάντα θα μας εμπνέει.
Δημοσίευση σχολίου