Είναι γνωστή η διαχρονική τακτική του αστικού κράτους να δολοφονεί πολιτικούς του αντιπάλους και να ισχυρίζεται μετά ότι αυτοί "αυτοκτόνησαν".
Η πρόσφατη ιστορία μας είναι γεμάτη με παρόμοιες περιπτώσεις (Μαλτέζος, Μαρουκάκης, Βαλιανάτος, Λασκαρίδης κ.α).
Η τελευταία κρατική δολοφονία που παρουσιάστηκε από τους ασφαλίτες σαν αυτοκτονία ήταν του αναρχικού Χριστόφορου Μαρίνου.
Συνέβησαν σαν σήμερα, 23 Ιούλη του 1996. Ο αναρχικός που βρισκόταν σε καμπίνα του πλοίου "Πήγασος" το οποίο ερχόταν από τις Κυκλάδες δέχτηκε την "επίσκεψη" ΕΚΑΜιτών που τον δολοφόνησαν εν ψυχρώ.
Δεν θα αναφερθούμε στην γενικότερη πορεία στο αναρχικό κίνημα που είχε ο Χρ. Μαρίνος.
Απλώς θυμίζουμε ότι ήταν ενεργό μέλος στην τότε Ένωση Αναρχικών, ενώ το 1987 είχε την μεγαλύτερη τραγική εμπειρία του με τις αστυνομικές αρχές όταν είδε τον σύντροφο του Μιχάλη Πρέκα να πέφτει νεκρό από τις σφαίρες μπάτσου της "αντιτρομοκρατικής" μετά το επεισόδιο που ακολούθησε στην αποτυχημένη προσπάθεια τους να "απαλλοτριώσουν" ασύρματο από μπατσάδικο.
Η δολοφονία του Μαρίνου και η στάση που κράτησαν απέναντι σ΄αυτό το κρατικό έγκλημα ορισμένοι αναρχικοί, συντάραξε το όποιο αναρχικό κίνημα υπήρχε αυτή την εποχή και δεν δημιούργησε μόνο προστριβές ανάμεσα στους αναρχικούς, αλλά διέλυσε οργανώσεις και προσωπικές φιλίες.
Εμείς θεωρήσαμε μια καλή και ουσιαστική τοποθέτηση γ' αυτό το γεγονός ένα κείμενο που υπογράφουν "δυο σύντροφοι" και δημοσιεύτηκε τον Γενάρη του \97 στο περιοδικό "Κύκλος της Φωτιάς". Αν και είναι πολύ μεγάλο αξίζει να διαβαστεί:
Η πρόσφατη ιστορία μας είναι γεμάτη με παρόμοιες περιπτώσεις (Μαλτέζος, Μαρουκάκης, Βαλιανάτος, Λασκαρίδης κ.α).
Η τελευταία κρατική δολοφονία που παρουσιάστηκε από τους ασφαλίτες σαν αυτοκτονία ήταν του αναρχικού Χριστόφορου Μαρίνου.
Συνέβησαν σαν σήμερα, 23 Ιούλη του 1996. Ο αναρχικός που βρισκόταν σε καμπίνα του πλοίου "Πήγασος" το οποίο ερχόταν από τις Κυκλάδες δέχτηκε την "επίσκεψη" ΕΚΑΜιτών που τον δολοφόνησαν εν ψυχρώ.
Δεν θα αναφερθούμε στην γενικότερη πορεία στο αναρχικό κίνημα που είχε ο Χρ. Μαρίνος.
Απλώς θυμίζουμε ότι ήταν ενεργό μέλος στην τότε Ένωση Αναρχικών, ενώ το 1987 είχε την μεγαλύτερη τραγική εμπειρία του με τις αστυνομικές αρχές όταν είδε τον σύντροφο του Μιχάλη Πρέκα να πέφτει νεκρό από τις σφαίρες μπάτσου της "αντιτρομοκρατικής" μετά το επεισόδιο που ακολούθησε στην αποτυχημένη προσπάθεια τους να "απαλλοτριώσουν" ασύρματο από μπατσάδικο.
Η δολοφονία του Μαρίνου και η στάση που κράτησαν απέναντι σ΄αυτό το κρατικό έγκλημα ορισμένοι αναρχικοί, συντάραξε το όποιο αναρχικό κίνημα υπήρχε αυτή την εποχή και δεν δημιούργησε μόνο προστριβές ανάμεσα στους αναρχικούς, αλλά διέλυσε οργανώσεις και προσωπικές φιλίες.
Εμείς θεωρήσαμε μια καλή και ουσιαστική τοποθέτηση γ' αυτό το γεγονός ένα κείμενο που υπογράφουν "δυο σύντροφοι" και δημοσιεύτηκε τον Γενάρη του \97 στο περιοδικό "Κύκλος της Φωτιάς". Αν και είναι πολύ μεγάλο αξίζει να διαβαστεί:
Εν πάση περιπτώσει, ένας παράνομος δεν μπορεί να συναναστρέφεται έντιμους ανθρώπους και συνεπώς δεν θα πρέπει να παραξενευτούμε ιδιαίτερα αν γνωρίσει βίαιο και μυστηριώδη θάνατο
Οταν το κράτος δολοφονεί, αποκαλύπτει μια κύρια όψη του κοινωνικού του ρόλου, τη βασικότερη συνιστώσα -πολιτικά και φιλοσοφικά- της συνύπαρξης σε μια κοινωνία υπόδουλη στην κρατική εξουσία: την αποκλειστικότητα στη διαχείριση του θανάτου.
Αυτό αποτελεί τη ραχοκοκαλιά του ¨κοινωνικού συμβολαίου", του ιδεολογικού υπόβαθρου που εδώ και αιώνες στηρίζεται στο ψέμα της κρατικής αναγκαιότητας, το οποίο ισχυρίζεται πως οι άνθρωποι στην φυσική τους κατάσταση αποτελούν ένα θανατηφόρο πλήθος, έναν απολίτιστο όχλο, που μόνο ένας ισχυρός μηχανισμός μπορεί να δαμάσει, ο οποίος θα επιβάλει τη ζωή, "εξημερώνοντας" το θάνατο.
Κατά την ίδια θεωρία, οι άνθρωποι συνυπάρχουν για τον ίδιο λόγο για τον οποίο μάχονται ο ένας τον άλλο, δηλαδή την αστείρευτη δίψα για ισχύ που σβήνει μόνο με το θάνατο. Ετσι το συμβόλαιο αυτό "έχει σα σκοπό τη συντήρηση της ζωής των συμβαλλόμενων και όποιος αποδέχεται αυτό το σκοπό αποδέχεται και τα μέσα". (Ρουσσώ).
Οταν το κράτος δολοφονεί, ασκεί το ύψιστο δικαίωμα της ύπαρξης του, την επιβολή της ισχύος του ακόμα και με το θάνατο. Κάθε δικαίωμα εξάλλου υφίσταται μόνο όταν ασκείται.
Οι ανταγωνισμοί στο εσωτερικό της κοινωνίας, προωθούνται, διογκώνονται και κατασκευάζονται στο βαθμό που εξυπηρετούν το κράτος να παρεμβαίνει παραδειγματικά, προβάλλοντας τον ρόλο ως ο διαμεσολαβητής σε κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα, νομιμοποιούμενος και σαν αποκλειστικός τιμωρός που δικαιούται να σκοτώνει επικαλούμενος την κοινωνική ασφάλεια.
Οταν δολοφονεί χωρίς να πλήττεται η αξιοπιστία του, αποκτά νέα δύναμη, αφού με την επικρότηση ή την ανοχή της κοινωνίας, νομιμοποιείται για ακόμα μια φορά η ύπαρξη του.
Κανένα κράτος σε καμιά μορφή του ιστορικά, δεν έχει ηθικούς ενδοιασμούς να δολοφονεί τους εχθρούς του. Επιβάλλεται απλώς να μετράει της αντοχές της κοινωνίας και τ' αντανακλαστικά της, τους κραδασμούς που γεννά κάθε κρατική δολοφονία.
Οταν ο εχθρός του είναι φανερά απαξιωμένος από το φυσικό - κοινωνικό του χώρο, τότε γίνεται εύκολη λεία. Σκοτώνοντας, το κράτος αποκτά ζωτικότητα, η οποία είναι τόσο μεγαλύτερη, όσο μικρότερη είναι η αντίδραση της κοινωνίας στο γεγονός.
"... Τόσο ταυτίστηκαν με τους ... δολοφόνους, ώστε έσπευσαν αυτοστιγμή να τους προσφέρουν τις δικαιολογίες τους, ν' αποδώσουν στο θύμα όλα τα ψεγάδια που, με τον ένα ή τον άλλον τρόπο, θα έπρεπε ν' αρκούν για να δικαιολογήσουν πλήρως το τέλος του" G. D
Μια τέτοια μοναδική ευκαιρία δόθηκε στο κράτος το καλοκαίρι του '96 για να επιτύχει χωρίς αντίδραση την δολοφονία του αναρχικού Χριστόφορου Μαρίνου. Η υποβολιμαία ("δεν ήθελε να τον δώσει, αλλά ύστερα μεταπείστηκε"!) στάση ενός "αναρχικού" η οποία αποτέλεσε την κορυφή του ζοφερού παγόβουνου κάτω από την θολή επιφάνεια των συγκεχυμένων γεγονότων υπήρξε πολύτιμη σ' αυτό για τους δήμιους της εξουσίας: έδωσε το έρισμα για να παρουσιαστεί ο Μαρίνος σαν εγκληματοποιημένος, απαξιωμένος και απόβλητος από τους ίδιους τους αναρχικούς -και μάλιστα τους "φίλους" του-και έγινε το εγκυρότατο άλλοθι για να φανεί "νομιμοποιημένος" ο θάνατος του ως ένα είδος "θείας δίκης".
Πότε άλλοτε είδαμε να δίνεται τόση δημόσια έμφαση, από τους ίδιους τους κρατικούς φρουρούς, στο κύρος και στην αξιοπιστία ενός αναρχικού όπως τον Ιούλη του 96;
Η δολοφονία του Χριστόφορου δεν ήταν ένα μη υπολογίσιμο γεγονός για τους αναρχικούς αλλά και για μεγάλο μέρος της κοινωνίας, αφού μια σφαίρα στο κεφάλι ενός αναρχικού είναι πάντα "ένα μήνυμα με πολλούς αποδέκτες".
Το κράτος με την δολοφονία αυτή, όχι μόνο επιβεβαίωσε με αίμα, για άλλη μια φορά, το εξουσιαστικό κύρος του, αλλά στιγμάτισε αναπάντητα και την έναρξη μιας νέας περιόδου κοινωνικού πολέμου.
Οι εκλογές που έγιναν δύο μήνες αργότερα και που έπαιξαν τον ρόλο ενός εκβιαστικού λαϊκού δημοψηφίσματος στην προελαύνουσα καπιταλιστική αναδιάρθρωση, επικύρωσαν μια κυβέρνηση-δολοφόνο να προχωρήσει το έργο της όλο και πιο ωμής εκμετάλλευσης και καταπίεσης, της κατά μέτωπο επίθεσης στο σύνολο των καταπιεσμένων, έχοντας ήδη δώσει και ένα παραδειγματικό μήνυμα στην κοινωνία, για την ικανότητά της να χειρίζεται τις υποθέσεις της με τους δηλωμένους εχθρούς του κράτους.
Μέσα από την επικείμενη όξυνση του κοινωνικού πολέμου, κάθε εξεγερμένος του παρόντος και του μέλλοντος απαιτείται να βάζει εγγύηση, στη μάχη με τους μηχανισμούς της εξουσίας, ακόμα και την ίδια του την ζωή, με αυξημένο τον κίνδυνο να την χάσει, ιδίως όταν απουσιάζει παντελώς η αλληλεγγύη μεταξύ των αγωνιστών.
Εχουν περάσει ήδη έξι μήνες απ' την "αυτοκτονία" του Μαρίνου μέσα στα χέρια των Ειδικών Δυνάμεων της αστυνομίας, απ' την στιγμή που το κράτος -για πρώτη φορά στα χρονικά του αναρχικού κινήματος, αυτής της χώρας τουλάχιστον- ανέπτυξε και ολοκλήρωσε μία δολοφονική επιχείρηση, αξιοποιώντας παράλληλα και τις συνέπειες από τις οριακές διαφορές ανάμεσα σε ορισμένους αναρχικούς.
Ο Μαρίνος όμως συνεχίζει να δέχεται έναν συγκαλυμμένο πόλεμο απαξίωσης, με φορείς τον ατυχή "συνοδό" του, ο οποίος "τέθηκε στη διάθεση των αρχών" και μερικούς που του συμπαραστάθηκαν σαν "έτοιμοι από καιρό".
Φαίνεται ότι όσο πιο πολύ απαξιωθεί ο Μαρίνος τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες να δικαιολογηθούν τα αδικαιολόγητα μιας απαράδεκτης στάσης έναντι του κράτους καθώς και να αποσιωπηθούν ή να συσκοτιστούν όλα όσα σχετικά διαδραματίστηκαν στο παρασκήνιο του "χώρου". (Πριν την δολοφονία στο "Πήγασος" στις 23 Ιούλη και ακόμα πιο πριν από το "συμβάν" στα γραφεία του ΠΑΣΟΚ στις 5 Ιούλη).
Και σ' αυτό το παρασκηνιακό περιβάλλον απ' το οποίο και πήγασε, είναι που ταιριάζει με ακρίβεια ο νεοεισαχθείς όρος της "ομερτά".
"Μπορούμε να δούμε πόσο η δολοφονία αυτή έχει δικαιολογήσει απόλυτα την περιφρόνηση, που έθρεφε από καιρό το θύμα γι΄αυτούς τους κύκλους" G.D
Η δολοφονία ενός αναρχικού από το κράτος είναι έτσι κι αλλιώς ένα γεγονός τομή, που αφήνει μεγάλο και βαθύ σημάδι σε όλο τον αγώνα. Οταν δε, συνοδεύεται από μια σειρά καταστάσεις στο ημίφως της "αλήθειας" μερικών αναρχικών -σε ότι αφορά τόσο τις συμπεριφορές μεταξύ τους όσο και έναντι του κράτους- και όταν οι ίδιοι ερμηνεύουν και δικαιώνουν κατά βούληση τις καταστάσεις καιροσκοπισμού, τυχοδιωκτισμού και αμοραλισμού όπου εμπλέκονται, μιλώντας στο όνομα -και στο βάρος τελικά- όλων των αναρχικών, ρίχνοντας ταυτόχρονα όλο το ανάθεμα στον Μαρίνο -στον οποίο μέχρι πρότινος επιδαψίλευαν τιμές-, τότε οι διαστάσεις που παίρνει η ιστορία γίνονται πολύ μεγαλύτερες, τερατώδεις.
Πολλά πράγματα άλλαξαν πλέον άρδην και ίσως πολλοί που βρέθηκαν άκριτα να εμπλέκονται στις πτυχές αυτής της ιστορίας, δεν είχαν και δεν έχουν αντιληφθεί ακόμα τα συνολικά μεγέθη της. Μπορεί, ιδωμένο αποσπασματικά να φαίνεται πως αποτελεί μια μόνο στιγμή στην πορεία μας. Οι συνέπειες όμως απ' οτιδήποτε σημαντικό ζούμε, έχουν τη δύναμη να καθορίζουν αυτή την πορεία.
Η δολοφονία του Μαρίνου και όσα την συνόδεψαν, όσο και αν απομακρύνονται χρονικά, συνεχίζουν να αποτελούν καταστάσεις ενεργές με καταλυτικές συνέπειες ακόμα και αν αυτές ακολουθούν αφανείς διαδικασίες.
Τα ράκη επιχειρηματολογίας ου χρησιμοποιούν για να σωθεί το "αγωνιστικό προφίλ" ενός αναρχικού, ο οποίος με την στάση του έναντι των αρχών οδηγήθηκε σε ηθική και πολιτική αυτοχειρία, δεν οφείλονται απλώς στην φιλική συμπάθεια προς το πρόσωπο του δεδομένο ότι εξακολουθεί να βρίσκεται προφυλακισμένος.
Αυτοί που εκτέθηκαν τελικά σε απόπειρες πολιτικής συμπαράστασης προκειμένου να ανάγουν την υπόθεση σε ένα ακόμη "ζήτημα αλληλεγγύης του ευρύτερου ανατρεπτικού κινήματος" (!) το έκαναν αποενοχοχοποιώντας απερίσκεπτα την ιδέα της συνεργασίας με το κράτος, περνώντας αβασάνιστα πάνω από την διαρκή απαξίωση του αποδιοπομπαίου Μαρίνου, και αναζητώντας μάταια κάποιο δυσεύρετο αντιστασιακό πρόταγμα στην "ξεκάθαρη" στάση ενός αναρχικού ... αυτόπτη μάρτυρα.
Οι εξελίξεις στην πορεία του αγώνα δεν καθορίζονται από αφηρημένες αντικειμενικές συνθήκες που οδηγούν αναπόφευκτα σε κάτι νομοτελειακό, σ' ένα εκ των προτέρων δομημένο αποτέλεσμα, αλλά απ' τα ίδια τα υποκείμενα που ενεργούν αποφασιστικά σ' αυτές τις εξελίξεις ανάλογα με την βαρύτητα των πράξεων τους μέσα σε μια αλληλουχία συγκρούσεων και συμβιβασμών. Πράξεις, περισσότερο ή λιγότερο συνειδητές, που ως πυξίδα δείχνουν κάθε φορά την κατεύθυνση που μπορεί να οδηγηθούν τα πράγματα.
Κάθε σύντροφος στον αγώνα είχε πάντοτε και τη δυνατότητα, αλλά και την ευθύνη να υπερασπιστεί τον εαυτό του έναντι του κράτους, διαχειριζόμενος από αλλότριες προς αυτόν καταστάσεις που θα του αποδιδόταν για να ενοχοποιηθεί.
Η αυθόρμητη όμως και καίρια μαρτυρική κατάθεση στους μηχανισμούς του κράτους ενός αναρχικού σε ρόλο "αυτόπτη" για να "ελαφρύνει" τη θέση του -οι οποίοι και βέβαια τον χρησιμοποίησαν αμέσως "σαν άλλοθι για τις εγκληματικές τους ευθύνες στο θάνατο του Χριστόφορου- και η αποδοχή (δια μέσου των εφημερίδων) αυτής της στάσης ως υποδειγματικής και εξ' ονόματος της "τιμής και της αξιοπρέπειας" (!) των αναρχικών (για να χρεωθούν προφανώς όλοι μαζί την ευθύνη), καθώς επίσης και η συνακόλουθη σύγχυση, η σιωπηρή "ουδετερότητα" μπροστά στην δολοφονία, και η νεφελώδης συζήτηση για το ... αν ήταν δολοφονία ή μήπως "αυτοκτονία", είχαν αναπόφευκτα ένα αρνητικό βάρος επάνω σε πολλά πράγματα (όπως οι συνειδήσεις, οι σχέσεις, οι αξίες και τα συναισθήματα) που δοκιμάζονταν και έπαιρναν μέρα τη μέρα μια κατεύθυνση προς το χειρότερο.
Τελικά οι πιο σταθερές αξίες ενός αγώνα, δικακυβεύονται μπροστά στη δίνη των προσωπικών αδιεξόδων και των σκοπιμοτήτων, όταν όποιος δεν έχει μάθει να ζυγίζει τις δυνάμεις του και μετρά τα βήματά του, βρεθεί αντιμέτωπος με το ανυπολόγιστο κόστος τους.
Περιέχουν όμως και κάτι από τη χριστιανική μοιρολατρία οι καταστάσεις αυτές που βγάζουν μόνο μάρτυρες μέσα στην οδύνη, αλλά ποτέ δεν βγάζουν κανένα εξεγερμένο μέσα στην πράξη. Οπως συμβαίνει σε κάθε μάρτυρα, έτσι και αυτοί που ορίζουν τους εαυτούς τους σαν θύματα των άλλων, αναγνωρίζουν στον κόσμο την πηγή της δυστυχίας τους και είναι πολύ δύσκολο να κάνουν κάποια αυτοκριτική βρίσκοντας τα κίνητρα που προσφέρει η ζωή, για να διεξάγουν έναν ειλικρινή αγώνα για την ελευθερία.
Η παρακμή αυτή δεν είναι ποτέ δυνατόν να καλυφθεί πίσω από το μανδύα μιας ηθικολογίας που ταυτίζεται με την ηθική της κοινωνικής υποδούλωσης η οποία αποκηρύττει κάθε παραβατικότητα, εξιδανικεύει κάθε μορφή συντήρησης και επιβίωσης -που μόνο την νομιμότητα διαφυλάττει-, καθιστώντας επιτρεπτή την συνοδοιπορία με τους δεσμοφύλακες της ζωής μας.
Δεν είναι απαραίτητο η συνέχεια να είναι μια επανάληψη των ίδιων φαινομένων, αν και οι παγιωμένες πια νοοτροπίες που τα προκαλούν έχουν στοιχειώσει ανάμεσα μας.
Μπροστά στην ηγεμονική διάθεση ή την ανάγκη της όποιας "αγωνιστικής" επιβίωσης, μπορεί να δούμε δημόσια ν' απαξιώνονται, ν' αποκηρύττονται και άρα, άμεσα ή έμμεσα, να καταδιώκονται σύντροφοι για αντιλήψεις ή πρακτικές "αντικειμενικά" μη αρεστές.
Αυτή την τακτική φαίνεται ν' ακολουθούν κι οι λάτρεις "της μέσης συνείδησης του κινήματος" (!) ή αλλιώς μιας αυτάρεσκης μετριότητας. Αυτό απαιτεί τον κατακερματισμό και την ομοιομορφία και επιτυγχάνεται απομονώνοντας οτιδήποτε εξέχει του σχηματισμού. Τη συνέχεια μπορεί να την αναλάβει το ίδιο το κράτος.
Η αποκήρυξη και ο εξοστρακισμός συντρόφων αρμόζει άλλωστε στους χώρους ή στις δομές όπου δεσπόζει ο συγκεντρωτισμός και η καπηλεία του αγώνα.
Ο αγώνας δεν μπορεί να είναι το άλλοθι στα αδιέξοδα που οδηγούνται ορισμένοι από μόνοι τους, πολύ περισσότερο δεν μπορεί να γίνεται άλλοθι για απαράδεκτες συμπεριφορές. η "πολιτική" στήριξη τέτοιων καταστάσεων που εμπεριέχουν κάθε άλλο παρά προτάγματα αντίστασης και εξέγερσης δεν μπορεί να ονομαστεί αλληλεγγύη, αφού ούτε η αμοιβαιότητα ούτε κανένα άλλο στοιχείο αυτής της έννοιας υπάρχει σε τέτοιες περιπτώσεις.
Η αλληλεγγύη υποδηλώνει την εγγύηση που ο ένας αποτελεί για τον άλλο. Στις σχέσεις που υπάρχει μεσολαβητής δεν μπορεί να υπάρξει αλληλεγγύη ανάμεσα στα δυο μέρη αφού μόνο ο μεσολαβητής εγγυάται τη συνύπαρξη.
Ετσι η αλληλεγγύη δεν μπορεί παρά να ισχύει σε σχέσεις αυτοοργανωμένες, καθοριζόμενες άμεσα από τα ίδια υποκείμενα που τις δημιουργούν.
Σε μια κοινωνία που η μεσολάβηση σε κάθε πεδίο της ανθρώπινης δραστηριότητας, από τη γέννηση ως το θάνατο, είναι θεσμοθετημένη και απαράβατη στην υπό κρατική εξουσία κοινωνική συνύπαρξη, η αλληλεγγύη γεννιέται και υπάρχει μόνο μεταξύ αυτών που πολεμούν για τον επαναστατικό σκοπό του αυτοκαθορισμού τους και πραγματώνεται στους κόλπους των αγώνων για την κοινωνική απελευθέρωση.
Κάθε μορφή αντίστασης που έχει τη δύναμη να πλήττει την κρατική εξουσία, δημιουργεί αλληλέγγυα σχέση με κάθε άλλο μέτωπο του κοινωνικού πεδίου. Η αλληλεγγύη αναπτύσσεται μέσα στους αγώνες και μόνο κατά την διάρκεια που πραγματώνονται, ακόμα και αν οι αγώνες αυτοί δεν συναντιούνται άμεσα, αλλά από διαφορετικά σημεία του κοινωνικού πεδίου, βάλλουν ενάντια στον ίδιο εχθρό, το κράτος.
Από τη φύση της λοιπόν η αλληλεγγύη δεν μπορεί παρά να αποτελεί μια εχθρική από τον υπάρχοντα κόσμο συνιστώσα του αγώνα. Οταν απουσιάζει το κοινωνικό πρόταγμα, οι σχέσεις δομούνται στη βάση αξιών της κυρίαρχης πραγματικότητας, όχι όμως της αλληλεγγύης. Η χρήση της έννοιας αυτής σε σχέσεις άσχετες με τον αγώνα, έχει σαν αποτέλεσμα ν' αλλοιώνεται και να προσβάλλεται ο επαναστατικός αυτός τρόπος κοινωνικότητας, αφού αποξενώνεται από την ανατρεπτική του φύση.
Ούτε η αλληλεγγύη ούτε ο ίδιος ο αγώνας μπορούν να υπηρετούν ζητήματα υποχρέωσης ή σύνδρομα ενοχής. Το χρέος που ο καθένας έχει πρώτα απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό, να προχωρά διαρκών στη δύσβατη, αλλά συγχρόνως ωραία πορεία της αντίστασης.
Διανύουμε μια περίοδο έτσι κι αλλιώς δύσκολη. Οι εκπρόσωποι της εξουσίας έχουν χαρακτηρίσει τη εποχή αυτή που τα πάντα αποδιαρθρώνονται για να χτιστούν εκ νέου περίοδο "δημιουργικής καταστροφής".
Ο όρος αυτός που τα αφεντικά ιδιοποιούνται από τον αναρχικό αγώνα -για να χαρακτηρίσουν τα δικά τους σχέδια για το πέρασμα από την "παλιά" σε μια "νέα κοινωνική τάξη πραγμάτων", κατονομάζει τη σφοδρή σύγκρουση που πραγματώνεται ήδη από χρόνια με διαρκώς αυξανόμενη ένταση, ανάμεσα στα δύο αντίπαλα στρατόπεδα του κοινωνικού πολέμου: τους καταπιεζόμενους και την εξουσία των ηγετικών ομάδων του κόσμου.
Μια τέτοια εποχή δεν μπορεί παρά να γεννά διαρκώς εκπλήξεις, αφού "κυριαρχούν οι θεωρίες που αποκαλύπτουν τους ανθρώπους και τους ωθούν σε καθοριστικές αποφάσεις τόσο τους δυνατούς, όσο και τους αδύνατους" (Νίτσε_.
Οι κοινωνικές αντιστάσεις που ήδη υπάρχουν κι αυτές που πρόκειται να εμφανιστούν, διαμορφώνουν ένα όλο και πιο εύφορο έδαφος για ν' αναδιοργανωθούμε και να επιχειρήσουμε τις νέες μας επιθέσεις.
Μ' αυτό τον τρόπο εξάλλου μπορούμε να απαντήσουμε αποφασιστικά για τους νεκρούς του κοινωνικού πολέμου.
"Ολα τα ρολόγια δείχνουν τους ανέμους που θα 'τουν"
ΔΥΟ ΣΥΝΤΡΟΦΟΙ
Γενάρης '97
Guy Debord
Οταν το κράτος δολοφονεί, αποκαλύπτει μια κύρια όψη του κοινωνικού του ρόλου, τη βασικότερη συνιστώσα -πολιτικά και φιλοσοφικά- της συνύπαρξης σε μια κοινωνία υπόδουλη στην κρατική εξουσία: την αποκλειστικότητα στη διαχείριση του θανάτου.
Αυτό αποτελεί τη ραχοκοκαλιά του ¨κοινωνικού συμβολαίου", του ιδεολογικού υπόβαθρου που εδώ και αιώνες στηρίζεται στο ψέμα της κρατικής αναγκαιότητας, το οποίο ισχυρίζεται πως οι άνθρωποι στην φυσική τους κατάσταση αποτελούν ένα θανατηφόρο πλήθος, έναν απολίτιστο όχλο, που μόνο ένας ισχυρός μηχανισμός μπορεί να δαμάσει, ο οποίος θα επιβάλει τη ζωή, "εξημερώνοντας" το θάνατο.
Κατά την ίδια θεωρία, οι άνθρωποι συνυπάρχουν για τον ίδιο λόγο για τον οποίο μάχονται ο ένας τον άλλο, δηλαδή την αστείρευτη δίψα για ισχύ που σβήνει μόνο με το θάνατο. Ετσι το συμβόλαιο αυτό "έχει σα σκοπό τη συντήρηση της ζωής των συμβαλλόμενων και όποιος αποδέχεται αυτό το σκοπό αποδέχεται και τα μέσα". (Ρουσσώ).
Οταν το κράτος δολοφονεί, ασκεί το ύψιστο δικαίωμα της ύπαρξης του, την επιβολή της ισχύος του ακόμα και με το θάνατο. Κάθε δικαίωμα εξάλλου υφίσταται μόνο όταν ασκείται.
Οι ανταγωνισμοί στο εσωτερικό της κοινωνίας, προωθούνται, διογκώνονται και κατασκευάζονται στο βαθμό που εξυπηρετούν το κράτος να παρεμβαίνει παραδειγματικά, προβάλλοντας τον ρόλο ως ο διαμεσολαβητής σε κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα, νομιμοποιούμενος και σαν αποκλειστικός τιμωρός που δικαιούται να σκοτώνει επικαλούμενος την κοινωνική ασφάλεια.
Οταν δολοφονεί χωρίς να πλήττεται η αξιοπιστία του, αποκτά νέα δύναμη, αφού με την επικρότηση ή την ανοχή της κοινωνίας, νομιμοποιείται για ακόμα μια φορά η ύπαρξη του.
Κανένα κράτος σε καμιά μορφή του ιστορικά, δεν έχει ηθικούς ενδοιασμούς να δολοφονεί τους εχθρούς του. Επιβάλλεται απλώς να μετράει της αντοχές της κοινωνίας και τ' αντανακλαστικά της, τους κραδασμούς που γεννά κάθε κρατική δολοφονία.
Οταν ο εχθρός του είναι φανερά απαξιωμένος από το φυσικό - κοινωνικό του χώρο, τότε γίνεται εύκολη λεία. Σκοτώνοντας, το κράτος αποκτά ζωτικότητα, η οποία είναι τόσο μεγαλύτερη, όσο μικρότερη είναι η αντίδραση της κοινωνίας στο γεγονός.
"... Τόσο ταυτίστηκαν με τους ... δολοφόνους, ώστε έσπευσαν αυτοστιγμή να τους προσφέρουν τις δικαιολογίες τους, ν' αποδώσουν στο θύμα όλα τα ψεγάδια που, με τον ένα ή τον άλλον τρόπο, θα έπρεπε ν' αρκούν για να δικαιολογήσουν πλήρως το τέλος του" G. D
Μια τέτοια μοναδική ευκαιρία δόθηκε στο κράτος το καλοκαίρι του '96 για να επιτύχει χωρίς αντίδραση την δολοφονία του αναρχικού Χριστόφορου Μαρίνου. Η υποβολιμαία ("δεν ήθελε να τον δώσει, αλλά ύστερα μεταπείστηκε"!) στάση ενός "αναρχικού" η οποία αποτέλεσε την κορυφή του ζοφερού παγόβουνου κάτω από την θολή επιφάνεια των συγκεχυμένων γεγονότων υπήρξε πολύτιμη σ' αυτό για τους δήμιους της εξουσίας: έδωσε το έρισμα για να παρουσιαστεί ο Μαρίνος σαν εγκληματοποιημένος, απαξιωμένος και απόβλητος από τους ίδιους τους αναρχικούς -και μάλιστα τους "φίλους" του-και έγινε το εγκυρότατο άλλοθι για να φανεί "νομιμοποιημένος" ο θάνατος του ως ένα είδος "θείας δίκης".
Πότε άλλοτε είδαμε να δίνεται τόση δημόσια έμφαση, από τους ίδιους τους κρατικούς φρουρούς, στο κύρος και στην αξιοπιστία ενός αναρχικού όπως τον Ιούλη του 96;
Η δολοφονία του Χριστόφορου δεν ήταν ένα μη υπολογίσιμο γεγονός για τους αναρχικούς αλλά και για μεγάλο μέρος της κοινωνίας, αφού μια σφαίρα στο κεφάλι ενός αναρχικού είναι πάντα "ένα μήνυμα με πολλούς αποδέκτες".
Το κράτος με την δολοφονία αυτή, όχι μόνο επιβεβαίωσε με αίμα, για άλλη μια φορά, το εξουσιαστικό κύρος του, αλλά στιγμάτισε αναπάντητα και την έναρξη μιας νέας περιόδου κοινωνικού πολέμου.
Οι εκλογές που έγιναν δύο μήνες αργότερα και που έπαιξαν τον ρόλο ενός εκβιαστικού λαϊκού δημοψηφίσματος στην προελαύνουσα καπιταλιστική αναδιάρθρωση, επικύρωσαν μια κυβέρνηση-δολοφόνο να προχωρήσει το έργο της όλο και πιο ωμής εκμετάλλευσης και καταπίεσης, της κατά μέτωπο επίθεσης στο σύνολο των καταπιεσμένων, έχοντας ήδη δώσει και ένα παραδειγματικό μήνυμα στην κοινωνία, για την ικανότητά της να χειρίζεται τις υποθέσεις της με τους δηλωμένους εχθρούς του κράτους.
Μέσα από την επικείμενη όξυνση του κοινωνικού πολέμου, κάθε εξεγερμένος του παρόντος και του μέλλοντος απαιτείται να βάζει εγγύηση, στη μάχη με τους μηχανισμούς της εξουσίας, ακόμα και την ίδια του την ζωή, με αυξημένο τον κίνδυνο να την χάσει, ιδίως όταν απουσιάζει παντελώς η αλληλεγγύη μεταξύ των αγωνιστών.
Εχουν περάσει ήδη έξι μήνες απ' την "αυτοκτονία" του Μαρίνου μέσα στα χέρια των Ειδικών Δυνάμεων της αστυνομίας, απ' την στιγμή που το κράτος -για πρώτη φορά στα χρονικά του αναρχικού κινήματος, αυτής της χώρας τουλάχιστον- ανέπτυξε και ολοκλήρωσε μία δολοφονική επιχείρηση, αξιοποιώντας παράλληλα και τις συνέπειες από τις οριακές διαφορές ανάμεσα σε ορισμένους αναρχικούς.
Ο Μαρίνος όμως συνεχίζει να δέχεται έναν συγκαλυμμένο πόλεμο απαξίωσης, με φορείς τον ατυχή "συνοδό" του, ο οποίος "τέθηκε στη διάθεση των αρχών" και μερικούς που του συμπαραστάθηκαν σαν "έτοιμοι από καιρό".
Φαίνεται ότι όσο πιο πολύ απαξιωθεί ο Μαρίνος τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες να δικαιολογηθούν τα αδικαιολόγητα μιας απαράδεκτης στάσης έναντι του κράτους καθώς και να αποσιωπηθούν ή να συσκοτιστούν όλα όσα σχετικά διαδραματίστηκαν στο παρασκήνιο του "χώρου". (Πριν την δολοφονία στο "Πήγασος" στις 23 Ιούλη και ακόμα πιο πριν από το "συμβάν" στα γραφεία του ΠΑΣΟΚ στις 5 Ιούλη).
Και σ' αυτό το παρασκηνιακό περιβάλλον απ' το οποίο και πήγασε, είναι που ταιριάζει με ακρίβεια ο νεοεισαχθείς όρος της "ομερτά".
"Μπορούμε να δούμε πόσο η δολοφονία αυτή έχει δικαιολογήσει απόλυτα την περιφρόνηση, που έθρεφε από καιρό το θύμα γι΄αυτούς τους κύκλους" G.D
Η δολοφονία ενός αναρχικού από το κράτος είναι έτσι κι αλλιώς ένα γεγονός τομή, που αφήνει μεγάλο και βαθύ σημάδι σε όλο τον αγώνα. Οταν δε, συνοδεύεται από μια σειρά καταστάσεις στο ημίφως της "αλήθειας" μερικών αναρχικών -σε ότι αφορά τόσο τις συμπεριφορές μεταξύ τους όσο και έναντι του κράτους- και όταν οι ίδιοι ερμηνεύουν και δικαιώνουν κατά βούληση τις καταστάσεις καιροσκοπισμού, τυχοδιωκτισμού και αμοραλισμού όπου εμπλέκονται, μιλώντας στο όνομα -και στο βάρος τελικά- όλων των αναρχικών, ρίχνοντας ταυτόχρονα όλο το ανάθεμα στον Μαρίνο -στον οποίο μέχρι πρότινος επιδαψίλευαν τιμές-, τότε οι διαστάσεις που παίρνει η ιστορία γίνονται πολύ μεγαλύτερες, τερατώδεις.
Πολλά πράγματα άλλαξαν πλέον άρδην και ίσως πολλοί που βρέθηκαν άκριτα να εμπλέκονται στις πτυχές αυτής της ιστορίας, δεν είχαν και δεν έχουν αντιληφθεί ακόμα τα συνολικά μεγέθη της. Μπορεί, ιδωμένο αποσπασματικά να φαίνεται πως αποτελεί μια μόνο στιγμή στην πορεία μας. Οι συνέπειες όμως απ' οτιδήποτε σημαντικό ζούμε, έχουν τη δύναμη να καθορίζουν αυτή την πορεία.
Η δολοφονία του Μαρίνου και όσα την συνόδεψαν, όσο και αν απομακρύνονται χρονικά, συνεχίζουν να αποτελούν καταστάσεις ενεργές με καταλυτικές συνέπειες ακόμα και αν αυτές ακολουθούν αφανείς διαδικασίες.
Τα ράκη επιχειρηματολογίας ου χρησιμοποιούν για να σωθεί το "αγωνιστικό προφίλ" ενός αναρχικού, ο οποίος με την στάση του έναντι των αρχών οδηγήθηκε σε ηθική και πολιτική αυτοχειρία, δεν οφείλονται απλώς στην φιλική συμπάθεια προς το πρόσωπο του δεδομένο ότι εξακολουθεί να βρίσκεται προφυλακισμένος.
Αυτοί που εκτέθηκαν τελικά σε απόπειρες πολιτικής συμπαράστασης προκειμένου να ανάγουν την υπόθεση σε ένα ακόμη "ζήτημα αλληλεγγύης του ευρύτερου ανατρεπτικού κινήματος" (!) το έκαναν αποενοχοχοποιώντας απερίσκεπτα την ιδέα της συνεργασίας με το κράτος, περνώντας αβασάνιστα πάνω από την διαρκή απαξίωση του αποδιοπομπαίου Μαρίνου, και αναζητώντας μάταια κάποιο δυσεύρετο αντιστασιακό πρόταγμα στην "ξεκάθαρη" στάση ενός αναρχικού ... αυτόπτη μάρτυρα.
Οι εξελίξεις στην πορεία του αγώνα δεν καθορίζονται από αφηρημένες αντικειμενικές συνθήκες που οδηγούν αναπόφευκτα σε κάτι νομοτελειακό, σ' ένα εκ των προτέρων δομημένο αποτέλεσμα, αλλά απ' τα ίδια τα υποκείμενα που ενεργούν αποφασιστικά σ' αυτές τις εξελίξεις ανάλογα με την βαρύτητα των πράξεων τους μέσα σε μια αλληλουχία συγκρούσεων και συμβιβασμών. Πράξεις, περισσότερο ή λιγότερο συνειδητές, που ως πυξίδα δείχνουν κάθε φορά την κατεύθυνση που μπορεί να οδηγηθούν τα πράγματα.
Κάθε σύντροφος στον αγώνα είχε πάντοτε και τη δυνατότητα, αλλά και την ευθύνη να υπερασπιστεί τον εαυτό του έναντι του κράτους, διαχειριζόμενος από αλλότριες προς αυτόν καταστάσεις που θα του αποδιδόταν για να ενοχοποιηθεί.
Η αυθόρμητη όμως και καίρια μαρτυρική κατάθεση στους μηχανισμούς του κράτους ενός αναρχικού σε ρόλο "αυτόπτη" για να "ελαφρύνει" τη θέση του -οι οποίοι και βέβαια τον χρησιμοποίησαν αμέσως "σαν άλλοθι για τις εγκληματικές τους ευθύνες στο θάνατο του Χριστόφορου- και η αποδοχή (δια μέσου των εφημερίδων) αυτής της στάσης ως υποδειγματικής και εξ' ονόματος της "τιμής και της αξιοπρέπειας" (!) των αναρχικών (για να χρεωθούν προφανώς όλοι μαζί την ευθύνη), καθώς επίσης και η συνακόλουθη σύγχυση, η σιωπηρή "ουδετερότητα" μπροστά στην δολοφονία, και η νεφελώδης συζήτηση για το ... αν ήταν δολοφονία ή μήπως "αυτοκτονία", είχαν αναπόφευκτα ένα αρνητικό βάρος επάνω σε πολλά πράγματα (όπως οι συνειδήσεις, οι σχέσεις, οι αξίες και τα συναισθήματα) που δοκιμάζονταν και έπαιρναν μέρα τη μέρα μια κατεύθυνση προς το χειρότερο.
Τελικά οι πιο σταθερές αξίες ενός αγώνα, δικακυβεύονται μπροστά στη δίνη των προσωπικών αδιεξόδων και των σκοπιμοτήτων, όταν όποιος δεν έχει μάθει να ζυγίζει τις δυνάμεις του και μετρά τα βήματά του, βρεθεί αντιμέτωπος με το ανυπολόγιστο κόστος τους.
Περιέχουν όμως και κάτι από τη χριστιανική μοιρολατρία οι καταστάσεις αυτές που βγάζουν μόνο μάρτυρες μέσα στην οδύνη, αλλά ποτέ δεν βγάζουν κανένα εξεγερμένο μέσα στην πράξη. Οπως συμβαίνει σε κάθε μάρτυρα, έτσι και αυτοί που ορίζουν τους εαυτούς τους σαν θύματα των άλλων, αναγνωρίζουν στον κόσμο την πηγή της δυστυχίας τους και είναι πολύ δύσκολο να κάνουν κάποια αυτοκριτική βρίσκοντας τα κίνητρα που προσφέρει η ζωή, για να διεξάγουν έναν ειλικρινή αγώνα για την ελευθερία.
Η παρακμή αυτή δεν είναι ποτέ δυνατόν να καλυφθεί πίσω από το μανδύα μιας ηθικολογίας που ταυτίζεται με την ηθική της κοινωνικής υποδούλωσης η οποία αποκηρύττει κάθε παραβατικότητα, εξιδανικεύει κάθε μορφή συντήρησης και επιβίωσης -που μόνο την νομιμότητα διαφυλάττει-, καθιστώντας επιτρεπτή την συνοδοιπορία με τους δεσμοφύλακες της ζωής μας.
Δεν είναι απαραίτητο η συνέχεια να είναι μια επανάληψη των ίδιων φαινομένων, αν και οι παγιωμένες πια νοοτροπίες που τα προκαλούν έχουν στοιχειώσει ανάμεσα μας.
Μπροστά στην ηγεμονική διάθεση ή την ανάγκη της όποιας "αγωνιστικής" επιβίωσης, μπορεί να δούμε δημόσια ν' απαξιώνονται, ν' αποκηρύττονται και άρα, άμεσα ή έμμεσα, να καταδιώκονται σύντροφοι για αντιλήψεις ή πρακτικές "αντικειμενικά" μη αρεστές.
Αυτή την τακτική φαίνεται ν' ακολουθούν κι οι λάτρεις "της μέσης συνείδησης του κινήματος" (!) ή αλλιώς μιας αυτάρεσκης μετριότητας. Αυτό απαιτεί τον κατακερματισμό και την ομοιομορφία και επιτυγχάνεται απομονώνοντας οτιδήποτε εξέχει του σχηματισμού. Τη συνέχεια μπορεί να την αναλάβει το ίδιο το κράτος.
Η αποκήρυξη και ο εξοστρακισμός συντρόφων αρμόζει άλλωστε στους χώρους ή στις δομές όπου δεσπόζει ο συγκεντρωτισμός και η καπηλεία του αγώνα.
Η αλληλεγγύη είναι το όπλο μας και όχι το κόλπο μας
Ο αγώνας δεν μπορεί να είναι το άλλοθι στα αδιέξοδα που οδηγούνται ορισμένοι από μόνοι τους, πολύ περισσότερο δεν μπορεί να γίνεται άλλοθι για απαράδεκτες συμπεριφορές. η "πολιτική" στήριξη τέτοιων καταστάσεων που εμπεριέχουν κάθε άλλο παρά προτάγματα αντίστασης και εξέγερσης δεν μπορεί να ονομαστεί αλληλεγγύη, αφού ούτε η αμοιβαιότητα ούτε κανένα άλλο στοιχείο αυτής της έννοιας υπάρχει σε τέτοιες περιπτώσεις.
Η αλληλεγγύη υποδηλώνει την εγγύηση που ο ένας αποτελεί για τον άλλο. Στις σχέσεις που υπάρχει μεσολαβητής δεν μπορεί να υπάρξει αλληλεγγύη ανάμεσα στα δυο μέρη αφού μόνο ο μεσολαβητής εγγυάται τη συνύπαρξη.
Ετσι η αλληλεγγύη δεν μπορεί παρά να ισχύει σε σχέσεις αυτοοργανωμένες, καθοριζόμενες άμεσα από τα ίδια υποκείμενα που τις δημιουργούν.
Σε μια κοινωνία που η μεσολάβηση σε κάθε πεδίο της ανθρώπινης δραστηριότητας, από τη γέννηση ως το θάνατο, είναι θεσμοθετημένη και απαράβατη στην υπό κρατική εξουσία κοινωνική συνύπαρξη, η αλληλεγγύη γεννιέται και υπάρχει μόνο μεταξύ αυτών που πολεμούν για τον επαναστατικό σκοπό του αυτοκαθορισμού τους και πραγματώνεται στους κόλπους των αγώνων για την κοινωνική απελευθέρωση.
Κάθε μορφή αντίστασης που έχει τη δύναμη να πλήττει την κρατική εξουσία, δημιουργεί αλληλέγγυα σχέση με κάθε άλλο μέτωπο του κοινωνικού πεδίου. Η αλληλεγγύη αναπτύσσεται μέσα στους αγώνες και μόνο κατά την διάρκεια που πραγματώνονται, ακόμα και αν οι αγώνες αυτοί δεν συναντιούνται άμεσα, αλλά από διαφορετικά σημεία του κοινωνικού πεδίου, βάλλουν ενάντια στον ίδιο εχθρό, το κράτος.
Από τη φύση της λοιπόν η αλληλεγγύη δεν μπορεί παρά να αποτελεί μια εχθρική από τον υπάρχοντα κόσμο συνιστώσα του αγώνα. Οταν απουσιάζει το κοινωνικό πρόταγμα, οι σχέσεις δομούνται στη βάση αξιών της κυρίαρχης πραγματικότητας, όχι όμως της αλληλεγγύης. Η χρήση της έννοιας αυτής σε σχέσεις άσχετες με τον αγώνα, έχει σαν αποτέλεσμα ν' αλλοιώνεται και να προσβάλλεται ο επαναστατικός αυτός τρόπος κοινωνικότητας, αφού αποξενώνεται από την ανατρεπτική του φύση.
Ούτε η αλληλεγγύη ούτε ο ίδιος ο αγώνας μπορούν να υπηρετούν ζητήματα υποχρέωσης ή σύνδρομα ενοχής. Το χρέος που ο καθένας έχει πρώτα απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό, να προχωρά διαρκών στη δύσβατη, αλλά συγχρόνως ωραία πορεία της αντίστασης.
Διανύουμε μια περίοδο έτσι κι αλλιώς δύσκολη. Οι εκπρόσωποι της εξουσίας έχουν χαρακτηρίσει τη εποχή αυτή που τα πάντα αποδιαρθρώνονται για να χτιστούν εκ νέου περίοδο "δημιουργικής καταστροφής".
Ο όρος αυτός που τα αφεντικά ιδιοποιούνται από τον αναρχικό αγώνα -για να χαρακτηρίσουν τα δικά τους σχέδια για το πέρασμα από την "παλιά" σε μια "νέα κοινωνική τάξη πραγμάτων", κατονομάζει τη σφοδρή σύγκρουση που πραγματώνεται ήδη από χρόνια με διαρκώς αυξανόμενη ένταση, ανάμεσα στα δύο αντίπαλα στρατόπεδα του κοινωνικού πολέμου: τους καταπιεζόμενους και την εξουσία των ηγετικών ομάδων του κόσμου.
Μια τέτοια εποχή δεν μπορεί παρά να γεννά διαρκώς εκπλήξεις, αφού "κυριαρχούν οι θεωρίες που αποκαλύπτουν τους ανθρώπους και τους ωθούν σε καθοριστικές αποφάσεις τόσο τους δυνατούς, όσο και τους αδύνατους" (Νίτσε_.
Οι κοινωνικές αντιστάσεις που ήδη υπάρχουν κι αυτές που πρόκειται να εμφανιστούν, διαμορφώνουν ένα όλο και πιο εύφορο έδαφος για ν' αναδιοργανωθούμε και να επιχειρήσουμε τις νέες μας επιθέσεις.
Μ' αυτό τον τρόπο εξάλλου μπορούμε να απαντήσουμε αποφασιστικά για τους νεκρούς του κοινωνικού πολέμου.
"Ολα τα ρολόγια δείχνουν τους ανέμους που θα 'τουν"
ΔΥΟ ΣΥΝΤΡΟΦΟΙ
Γενάρης '97
+ σχόλια + 1 σχόλια
Ακόμα μια φορά σύντροφοι, είμαι υποχρεωμένος να σας εκφράσω την απεριόριστη εκτίμησή μου για την συνεισφορά σας στον αγώνα ενάντια στην λήθη.
Δημοσίευση σχολίου