«Στη μάχη του Πολυτεχνείου ο ΕΠΟΝίτης, μετέπειτα σκηνοθέτης Αλέξης Δαμιανός, τραυματίστηκε και συνελήφθη από τους Βρετανούς.
Ο Δαμιανός μαζί με τον Νίκο Κούνδουρο είχαν νωρίτερα σταθεί μπροστά στο βρετανικό τανκ, δίνοντας την ευκαιρία στους άλλους σπουδαστές του Λόχου Μπάιρον να διαφύγουν. Ο 17χρονος Κούνδουρος πολέμησε έχοντας διαμπερές τραύμα στο αριστερό του χέρι και έφυγε έχοντας τρεις σφαίρες σφηνωμένες στο σώμα του. Η 5η Δεκεμβρίου του 1944 θα γινόταν για εκείνον η αρχή μιας πορείας που θα κατέληγε στη Μακρόνησο». (Πηγή).
Πέντε χρόνια συμπληρώνεται σήμερα από την ημέρα που, σε ηλικία 90 ετών, άφησε την τελευταία του πνοή ένας από τους κορυφαίους έλληνες κινηματογραφιστές. Ο Νίκος Κούνδουρος.
Πέρα από τις όποιες ενστάσεις μπορεί να έχει κάποιος για τη σταθερότητα των πολιτικών και καλλιτεχνικών απόψεών αυτού του δημιουργού, δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι οι ταινίες του -αρκετές απ' αυτές πολυβραβευμένες- («Μαγική πόλη», «Δράκος», «Οι παράνομοι», «Στο Ποτάμι», «Μικρές Αφροδίτες», «Ο Λόρδος Μπάυρον» κ.α), σηματοδότησαν τον ελληνικό κινηματογράφο.
Μιλώντας ο ίδιος για την ζωή του αναφέρει: "Κατά κάποιο τρόπο έζησα ένα μέρος της ζωής μου μέσα σε προνόμιο. Υπήρξα γόνος μιας μεγαλοαστικής οικογένειας και μεγάλωσα ως χαϊδεμένο παιδί, ακόμα και στην Κατοχή. Όταν η Ελλάδα θρηνούσε χιλιάδες νεκρούς από πείνα, εμείς ως εύπορη Κρητική οικογένεια τα είχαμε όλα. Τελευταία χρονιά του πολέμου άλλαξε η ζωή μου, όταν εντάχθηκα σε μια αριστερή οργάνωση και με τη συμμετοχή μου στον ένοπλο αγώνα που ονομάστηκε Αντίσταση. Τραυματίστηκα με τρεις σφαίρες στο πόδι. Γλίτωσα από την εκτέλεση γιατί με πέρασαν για Άγγλο, έτσι όπως ήμουν ξανθός με γαλανά μάτια".
Αξίζει να παραθέσουμε ένα απόσπασμα από κείμενο του Νίκου Μπουντούκη που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα kommon.
Ο Κούνδουρος ήταν ένα δεκαεπτάχρονο αγόρι, όταν την τελευταία ημέρα των Δεκεμβριανών του 1944, όταν η Κεντρική Επιτροπή του ΕΛΑΣ διέταξε σύμπτυξη προς βορρά όλων των δυνάμεων που μαχόντουσαν στην πρωτεύουσα, μαζί με το Δαμιανό και το Σέκερη κρατήσανε μπροστά στη πύλη του Πολυτεχνείου ένα τάγμα βρετανικό με άρματα μάχης. Έδωσαν έτσι την ευκαιρία να υποχωρήσουν καλυμμένοι, και να μην αποδεκατιστούν οι υπόλοιποι συμφοιτητές του λόχου ΕΛΑΣ – ΕΠΟΝ «Λόρδος Μπάιρον».
Σε εκείνη τη μάχη ο Νίκος Κούνδουρος είχε πολεμήσει με διαμπερές τραύμα στο αριστερό χέρι, στο παλαμικό σημείο που στις βυζαντινές αγιογραφίες, τι οποίες κι ο ίδιος είχε ζωγραφίσει, καρφώνονται επί αιώνες τα καρφιά του Χριστού. Συνολικά είχε πάνω του τρεις σφαίρες, υπολείμματα (όπως έλεγε), από τις πενήντα σφαίρες πολυβόλου που κατά ριπές είχαν κάνει κόσκινο ένα φίλο και συμφοιτητή του, τον Ισίδωρο.
Είχαν επιχειρήσει να δραπετεύσουν (ιδέα του Νίκου ήταν) από τους Βρετανούς στις 4 του Δεκέμβρη, εκμεταλλευόμενοι την περιστροφή ενός προβολέα στημένου σε ικρίωμα, στο ενάμιση λεπτό. Ο Νίκος τα κατάφερε, γιατί ο πολυβολητής τον βρήκε πιο εκτεθειμένο και απασχολήθηκε αποκλειστικά με τον Ισίδωρο. Σε τελευταία ανάλυση μπορεί κι αυτό να ήταν ο Νίκος, ένα αντίδωρο από το σώμα του Ισίδωρου, άχραντο μεταλαμβανόμενο μυστήριο…
ΑΔΥΤΟ ΝΑΟΥ ΚΙ ΑΠ’ ΤΟΥΣ ΘΕΟΥΣ
Αργότερα βρέθηκε στο Μακρονήσι, γιατί όντας φαντάρος γρονθοκόπησε άγρια σε μια επιθεώρηση ένα συνταγματάρχη, που τον είπε βούλγαρο, μπροστά σε δύο εμβρόντητους έφιππους, τον βασιλέα Παύλο και τον στρατάρχη Αλέξανδρο Παπάγο.
Ως αρχιτέκτονας είναι αυτός που σχεδίασε σε ένα πλάτωμα της μακράς νήσου το πέτρινο θέατρο του 2ου τάγματος, το οποίο εγκαινιάστηκε στον Απρίλιο του 1949. Ήταν το ένα από το τρία θέατρα της Μακρονήσου, που λειτουργούσαν κάτω από την εποπτεία του γραφείου Ηθικής Αγωγής, το οποίο διαμόρφωνε το ρεπερτόριο τους και το ευρύτερα συντελούμενο «εθνικοπλαστικό έργο».
Η ιδέα όμως της δημιουργίας του συγκεκριμένου θεάτρου καλλιεργήθηκε από την κομματική οργάνωση των κρατουμένων. Σκοπός της δημιουργίας του θεάτρου δεν ήταν μόνο η ψυχαγωγία, αλλά να πάψει κι ο μαρτυρικός κύκλος χιλιάδων φαντάρων να μεταφέρουν άσκοπα πέτρες, κι ο Σίσυφος να ζωντανεύει τη μυθολογία, δικαιωμένος μέσα στην ιστορία.
Ήταν ένα θεατρικό άδυτο τέχνης και ανθρωπιάς του «νέου Παρθενώνα», τόσο άδυτο και άβατο όμως από τους ιερείς αλλά κι από το Θεό του Νέου Παρθενώνα, όσα κρατάει μια ανάσα κάτω από το νερό….
Εκεί άρχισε να χτίζει θέατρα, να ανεβάζει παραστάσεις, να σκηνοθετεί και να σκηνογραφεί ο γλύπτης, ζωγράφος – αγιογράφος της Καλών Τεχνών, Νίκος Κούνδουρος.
Σε μια αναφορά προερχομένη από το τμήμα Θεατρολογίας του ΑΠΘ διαβάζουμε: «Το ρεπερτόριο των θεάτρων αποτελούνταν κατά μεγάλο μέρος από ανώδυνες ελληνικές κωμωδίες και ποικίλα προγράμματα διανθισμένα με σκετς, τραγούδια και νούμερα επιθεώρησης. Σε σπάνιες περιπτώσεις παρουσιάστηκαν έργα κλασικού ρεπερτορίου (σοφόκλεια «Αντιγόνη»).
Ο Κούνδουρος όμως από την πλευρά της πράξης, περιγράφει λίγο πιο ζωηρά τα πράγματα απ’ ό,τι η γραφειοκρατία της θεωρίας: «Κι έτσι βρέθηκα να φτιάχνω το θέατρο με το Θανάση βοηθό. Στήσαμε τη σκηνή, ανεβάσαμε το πρώτο έργο, και να ο Βέγγος ηθοποιός και να ο Βέγγος πρωταγωνιστής και να ο Βέγγος αγαπημένος ολόκληρου του τάγματος, και να ο Βέγγος η ανακούφισή μας, η λύτρωση μας και το χαμόγελό μας».
Ο ίδιος ο μεγάλος κωμικός ηθοποιός Θανάσης Βέγγος, ο κλόουν της Μακρονήσου, που αυτοσχεδίαζε ατελείωτα, παρωδώντας μέχρι διαφημιστικά για γυναικείες κρέμες, λέει πως στη Μακρόνησο πρωτοείδε θέατρο και μεγάλους δραματικούς ηθοποιούς όπως το Μάνο Κατράκη στη σκηνή. Σε τι ρεπερτόριο ρωτάμε λίγο καθυστερημένα εμείς; Σε ανώδυνες ή επώδυνες ελληνικές κωμωδίες; Σε πιο δραματικές θεατρικά παραστάσεις εμφανιζόταν ο Κατράκης, ο Καρούσος, ο Ματσακάς, ο Γιολδάσης;
Παρόμοιες απόψεις για τα θέατρα της Μακρονήσου συσκοτίζουν, υποβαθμίζουν και αποκρύπτουν τις κύριες δραματουργικές αντιθέσεις των παραστάσεων αυτών με τη ζοφερή πραγματικότητα να τις περιβάλλει ως ρόγχος, με το περιβάλλον δηλαδή μέσα στο οποίο γεννήθηκαν κι έγιναν.
Όταν το μαρτύριο του Σίσυφου, να μεταφέρει άσκοπα πέτρες, γίνεται σκόπιμα πέτρινο θέατρο και τελειώνει, τότε έχουμε υπέρβαση της δραματουργικής αντίθεσης, τόσο θριαμβευτικά όσο και νικηφόρα, που δεν θα την βρούμε πουθενά αλλού σε όλο το σύγχρονο ρεπερτόριο.
Όταν το γέλιο του κλόουν θεραπεύει και επουλώνει τα τραύματα από ένα ψυχοσωματικό βασανιστήριο, ατομικό ή ομαδικό, ξορκίζει τη μακρονησιώτικη τρέλα και την αυτοκτονία, ξεσκίζει δηλώσεις μετανοίας, τότε η επερχόμενη κάθαρση είναι απείρως λυτρωτικότερη, από όσες προσέφεραν όλες μαζί οι αρχαίες τραγωδίες.
Ποιός Όμηρος σε ποια ραψωδία; Ποιός Αισχύλος; Ποιος Σοφοκλής και σε ποιό επεισόδιο, ποιό χορικό; Ποιός Βιργίλιος; Ποιός Δάντης σε ποιά θεία κωμωδία ή τραγωδία; Ποιός Σαίξπηρ έκανε θέατρο μέσα στην τρικυμία με την ίδια την τρικυμία; Μαθαίνοντας από την τρικυμία… Ποιός Γκαίτε κατάφερε να κατεβάσει στη σκηνή για Μεφιστοφελή τον ίδιο το Διάβολο, να κάνει τέχνη την ίδια τη ζωή, θέατρο την ίδια την ανθρώπινη τραγωδία, βάζοντας απλώς τη μια πέτρα, πάνω στην άλλη, για να περνούνε κάποιες έστω ώρες με λίγη συμμετρία;
Ας το λέει όπως θέλει η αντίδραση. Στην Μακρόνησο πράγματι χτίστηκε ο νέος Παρθενώνας….
Ο Δαμιανός μαζί με τον Νίκο Κούνδουρο είχαν νωρίτερα σταθεί μπροστά στο βρετανικό τανκ, δίνοντας την ευκαιρία στους άλλους σπουδαστές του Λόχου Μπάιρον να διαφύγουν. Ο 17χρονος Κούνδουρος πολέμησε έχοντας διαμπερές τραύμα στο αριστερό του χέρι και έφυγε έχοντας τρεις σφαίρες σφηνωμένες στο σώμα του. Η 5η Δεκεμβρίου του 1944 θα γινόταν για εκείνον η αρχή μιας πορείας που θα κατέληγε στη Μακρόνησο». (Πηγή).
Πέντε χρόνια συμπληρώνεται σήμερα από την ημέρα που, σε ηλικία 90 ετών, άφησε την τελευταία του πνοή ένας από τους κορυφαίους έλληνες κινηματογραφιστές. Ο Νίκος Κούνδουρος.
Πέρα από τις όποιες ενστάσεις μπορεί να έχει κάποιος για τη σταθερότητα των πολιτικών και καλλιτεχνικών απόψεών αυτού του δημιουργού, δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι οι ταινίες του -αρκετές απ' αυτές πολυβραβευμένες- («Μαγική πόλη», «Δράκος», «Οι παράνομοι», «Στο Ποτάμι», «Μικρές Αφροδίτες», «Ο Λόρδος Μπάυρον» κ.α), σηματοδότησαν τον ελληνικό κινηματογράφο.
Μιλώντας ο ίδιος για την ζωή του αναφέρει: "Κατά κάποιο τρόπο έζησα ένα μέρος της ζωής μου μέσα σε προνόμιο. Υπήρξα γόνος μιας μεγαλοαστικής οικογένειας και μεγάλωσα ως χαϊδεμένο παιδί, ακόμα και στην Κατοχή. Όταν η Ελλάδα θρηνούσε χιλιάδες νεκρούς από πείνα, εμείς ως εύπορη Κρητική οικογένεια τα είχαμε όλα. Τελευταία χρονιά του πολέμου άλλαξε η ζωή μου, όταν εντάχθηκα σε μια αριστερή οργάνωση και με τη συμμετοχή μου στον ένοπλο αγώνα που ονομάστηκε Αντίσταση. Τραυματίστηκα με τρεις σφαίρες στο πόδι. Γλίτωσα από την εκτέλεση γιατί με πέρασαν για Άγγλο, έτσι όπως ήμουν ξανθός με γαλανά μάτια".
Αξίζει να παραθέσουμε ένα απόσπασμα από κείμενο του Νίκου Μπουντούκη που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα kommon.
Ο ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΣ ΠΟΥ ΞΕΠΕΡΑΣΕ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Ο Κούνδουρος ήταν ένα δεκαεπτάχρονο αγόρι, όταν την τελευταία ημέρα των Δεκεμβριανών του 1944, όταν η Κεντρική Επιτροπή του ΕΛΑΣ διέταξε σύμπτυξη προς βορρά όλων των δυνάμεων που μαχόντουσαν στην πρωτεύουσα, μαζί με το Δαμιανό και το Σέκερη κρατήσανε μπροστά στη πύλη του Πολυτεχνείου ένα τάγμα βρετανικό με άρματα μάχης. Έδωσαν έτσι την ευκαιρία να υποχωρήσουν καλυμμένοι, και να μην αποδεκατιστούν οι υπόλοιποι συμφοιτητές του λόχου ΕΛΑΣ – ΕΠΟΝ «Λόρδος Μπάιρον».
Σε εκείνη τη μάχη ο Νίκος Κούνδουρος είχε πολεμήσει με διαμπερές τραύμα στο αριστερό χέρι, στο παλαμικό σημείο που στις βυζαντινές αγιογραφίες, τι οποίες κι ο ίδιος είχε ζωγραφίσει, καρφώνονται επί αιώνες τα καρφιά του Χριστού. Συνολικά είχε πάνω του τρεις σφαίρες, υπολείμματα (όπως έλεγε), από τις πενήντα σφαίρες πολυβόλου που κατά ριπές είχαν κάνει κόσκινο ένα φίλο και συμφοιτητή του, τον Ισίδωρο.
Είχαν επιχειρήσει να δραπετεύσουν (ιδέα του Νίκου ήταν) από τους Βρετανούς στις 4 του Δεκέμβρη, εκμεταλλευόμενοι την περιστροφή ενός προβολέα στημένου σε ικρίωμα, στο ενάμιση λεπτό. Ο Νίκος τα κατάφερε, γιατί ο πολυβολητής τον βρήκε πιο εκτεθειμένο και απασχολήθηκε αποκλειστικά με τον Ισίδωρο. Σε τελευταία ανάλυση μπορεί κι αυτό να ήταν ο Νίκος, ένα αντίδωρο από το σώμα του Ισίδωρου, άχραντο μεταλαμβανόμενο μυστήριο…
ΑΔΥΤΟ ΝΑΟΥ ΚΙ ΑΠ’ ΤΟΥΣ ΘΕΟΥΣ
Αργότερα βρέθηκε στο Μακρονήσι, γιατί όντας φαντάρος γρονθοκόπησε άγρια σε μια επιθεώρηση ένα συνταγματάρχη, που τον είπε βούλγαρο, μπροστά σε δύο εμβρόντητους έφιππους, τον βασιλέα Παύλο και τον στρατάρχη Αλέξανδρο Παπάγο.
Ως αρχιτέκτονας είναι αυτός που σχεδίασε σε ένα πλάτωμα της μακράς νήσου το πέτρινο θέατρο του 2ου τάγματος, το οποίο εγκαινιάστηκε στον Απρίλιο του 1949. Ήταν το ένα από το τρία θέατρα της Μακρονήσου, που λειτουργούσαν κάτω από την εποπτεία του γραφείου Ηθικής Αγωγής, το οποίο διαμόρφωνε το ρεπερτόριο τους και το ευρύτερα συντελούμενο «εθνικοπλαστικό έργο».
Η ιδέα όμως της δημιουργίας του συγκεκριμένου θεάτρου καλλιεργήθηκε από την κομματική οργάνωση των κρατουμένων. Σκοπός της δημιουργίας του θεάτρου δεν ήταν μόνο η ψυχαγωγία, αλλά να πάψει κι ο μαρτυρικός κύκλος χιλιάδων φαντάρων να μεταφέρουν άσκοπα πέτρες, κι ο Σίσυφος να ζωντανεύει τη μυθολογία, δικαιωμένος μέσα στην ιστορία.
Ήταν ένα θεατρικό άδυτο τέχνης και ανθρωπιάς του «νέου Παρθενώνα», τόσο άδυτο και άβατο όμως από τους ιερείς αλλά κι από το Θεό του Νέου Παρθενώνα, όσα κρατάει μια ανάσα κάτω από το νερό….
Εκεί άρχισε να χτίζει θέατρα, να ανεβάζει παραστάσεις, να σκηνοθετεί και να σκηνογραφεί ο γλύπτης, ζωγράφος – αγιογράφος της Καλών Τεχνών, Νίκος Κούνδουρος.
Σε μια αναφορά προερχομένη από το τμήμα Θεατρολογίας του ΑΠΘ διαβάζουμε: «Το ρεπερτόριο των θεάτρων αποτελούνταν κατά μεγάλο μέρος από ανώδυνες ελληνικές κωμωδίες και ποικίλα προγράμματα διανθισμένα με σκετς, τραγούδια και νούμερα επιθεώρησης. Σε σπάνιες περιπτώσεις παρουσιάστηκαν έργα κλασικού ρεπερτορίου (σοφόκλεια «Αντιγόνη»).
Ο Κούνδουρος όμως από την πλευρά της πράξης, περιγράφει λίγο πιο ζωηρά τα πράγματα απ’ ό,τι η γραφειοκρατία της θεωρίας: «Κι έτσι βρέθηκα να φτιάχνω το θέατρο με το Θανάση βοηθό. Στήσαμε τη σκηνή, ανεβάσαμε το πρώτο έργο, και να ο Βέγγος ηθοποιός και να ο Βέγγος πρωταγωνιστής και να ο Βέγγος αγαπημένος ολόκληρου του τάγματος, και να ο Βέγγος η ανακούφισή μας, η λύτρωση μας και το χαμόγελό μας».
Ο ίδιος ο μεγάλος κωμικός ηθοποιός Θανάσης Βέγγος, ο κλόουν της Μακρονήσου, που αυτοσχεδίαζε ατελείωτα, παρωδώντας μέχρι διαφημιστικά για γυναικείες κρέμες, λέει πως στη Μακρόνησο πρωτοείδε θέατρο και μεγάλους δραματικούς ηθοποιούς όπως το Μάνο Κατράκη στη σκηνή. Σε τι ρεπερτόριο ρωτάμε λίγο καθυστερημένα εμείς; Σε ανώδυνες ή επώδυνες ελληνικές κωμωδίες; Σε πιο δραματικές θεατρικά παραστάσεις εμφανιζόταν ο Κατράκης, ο Καρούσος, ο Ματσακάς, ο Γιολδάσης;
Παρόμοιες απόψεις για τα θέατρα της Μακρονήσου συσκοτίζουν, υποβαθμίζουν και αποκρύπτουν τις κύριες δραματουργικές αντιθέσεις των παραστάσεων αυτών με τη ζοφερή πραγματικότητα να τις περιβάλλει ως ρόγχος, με το περιβάλλον δηλαδή μέσα στο οποίο γεννήθηκαν κι έγιναν.
Όταν το μαρτύριο του Σίσυφου, να μεταφέρει άσκοπα πέτρες, γίνεται σκόπιμα πέτρινο θέατρο και τελειώνει, τότε έχουμε υπέρβαση της δραματουργικής αντίθεσης, τόσο θριαμβευτικά όσο και νικηφόρα, που δεν θα την βρούμε πουθενά αλλού σε όλο το σύγχρονο ρεπερτόριο.
Όταν το γέλιο του κλόουν θεραπεύει και επουλώνει τα τραύματα από ένα ψυχοσωματικό βασανιστήριο, ατομικό ή ομαδικό, ξορκίζει τη μακρονησιώτικη τρέλα και την αυτοκτονία, ξεσκίζει δηλώσεις μετανοίας, τότε η επερχόμενη κάθαρση είναι απείρως λυτρωτικότερη, από όσες προσέφεραν όλες μαζί οι αρχαίες τραγωδίες.
Ποιός Όμηρος σε ποια ραψωδία; Ποιός Αισχύλος; Ποιος Σοφοκλής και σε ποιό επεισόδιο, ποιό χορικό; Ποιός Βιργίλιος; Ποιός Δάντης σε ποιά θεία κωμωδία ή τραγωδία; Ποιός Σαίξπηρ έκανε θέατρο μέσα στην τρικυμία με την ίδια την τρικυμία; Μαθαίνοντας από την τρικυμία… Ποιός Γκαίτε κατάφερε να κατεβάσει στη σκηνή για Μεφιστοφελή τον ίδιο το Διάβολο, να κάνει τέχνη την ίδια τη ζωή, θέατρο την ίδια την ανθρώπινη τραγωδία, βάζοντας απλώς τη μια πέτρα, πάνω στην άλλη, για να περνούνε κάποιες έστω ώρες με λίγη συμμετρία;
Ας το λέει όπως θέλει η αντίδραση. Στην Μακρόνησο πράγματι χτίστηκε ο νέος Παρθενώνας….
Δημοσίευση σχολίου