Ηταν ένας ρασοφόρος επαναστάτης που κυνηγούσε τις γυναίκες μανιωδώς, έπινε, μεθούσε και γλεντούσε αδιάκοπα.
Η τούρκικη αστυνομία τον είχε συνέλαβει πολλές φορές για «την άτοπον και ανοίκειον διαγωγή του, δίδοντος παράδειγμα διαφθοράς εις την συνοικίαν αυτού».
Ηταν ταυτόχρονα και ένας σπάνιος αγωνιστής. Οπως γράφει ο Γερμανός φιλέλληνας C.M. Schrebian: "Αυτός ο εξαιρετικός άνδρας ήταν ανάμεσα στους πρώτους που ξεσήκωσαν το Μοριά. Ήταν τότε περίπου σαράντα χρονών. Είχε χαρακτηριστικά αρχοντικά, μάτια φλογερά, σώμα γεμάτο δύναμη και ζωή, χαρακτήρα ακέραιο. Κάθε του πράξη υποκινούσε ένας αγνός πατριωτισμός. Το πνεύμα του ήταν περισσότερο καλλιεργημένο από το πνεύμα των άλλων συναδέλφων του. Μια μακριά μαύρη γενειάδα τον ξεχώριζε απ΄ όλους τους άλλους καπεταναίους. Στεκόταν πολύ ψηλά από τους άλλους καπεταναίους. Στεκόταν πολύ ψηλά στη συνείδηση όλων. Οι συμπατριώτες του έτρεφαν τόση εκτίμηση στο πρόσωπό του, ώστε τυφλά τον υπάκουαν".
Οι κοτζαμπάσηδες και οι λοιποί προύχοντας καθώς και ο ανώτερος κλήρος όμως τον μισούσε καθώς διακύρηττε ότι η Επανάσταση έπρεπε να ξεκαθαρίσει, όχι μόνο με τους Τούρκους κατακτητές, αλλά και απ' τους ντόπιους δυνάστες του λαού, που συνεργαζόταν αρμονικά με τους Τούρκους.
Οπως γράφαμε και σε περασμένη ανάρτησή μας τα γλεντοκόπια και οι γυναίκες θόλωσαν πολλές φορές την επαναστατική πατίνα του πυρπολητή των ψυχών της Ελληνικής Επανάστασης Γρηγόριου Δικαίου ή Παπαφλέσσα, ο οποίος είχε άστατη ερωτική ζωή.
Σύμφωνα με τους ιστορικούς της εποχής ο αγωνιστής ήταν «άσωτος, επιρρεπής στις ηδονές και μανιώδης γυναικάς».
Το 1817 έγινε η αιτία να διαλυθεί ένα επίσημο συνοικέσιο. Βγήκε η φήμη ότι το προξενιό χάλασε επειδή η υποψήφια νύφη ερωτεύτηκε τον Παπαφλέσσα. Ο καρδιοκατακτητής είχε βάλει το χεράκι του και ξελόγιασε την κοπέλα.
Οταν ζούσε στην Κωνσταντινούπολη ο έκλυτος βίος του δεν συμβάδιζε με το σχήμα του αρχιμανδρίτη. Τον συνέλαβε κάποτε η τουρκική αστυνομία, μας πληροφορεί ο Δημήτριος Αινιάν, «διά την άτοπον και ανοίκειον διαγωγήν του δίδοντας παράδειγμα διαφθοράς εις την συνοικίαν αυτού».
Ο Φωτάκος γράφει ότι οι Τούρκοι που τον συνέλαβαν τον ρωτούσαν και τον ξαναρωτούσαν: «Ε, παπά, δεν ντρέπεσαι το σχήμα σου, να φέρνεις γυναίκες κάθε νύχτα στο σπίτι σου και να ταράζης την ησυχίαν των γειτόνων;».
Ολες οι μαρτυρίες συγκλίνουν ότι ο Παπαφλέσσας και κατά τη διάρκεια της επανάστασης συνέχισε την «ντόλτσε βίτα». Ο αρχιμανδρίτης προκαλούσε την κοινή γνώμη με τις ατασθαλίες στην προσωπική του ζωή και ας ήταν υπουργός για ένα διάστημα.
Ο Γ. Γαζής γράφει ότι «εγκαταλιπών την ιερωσύνην έζη ως σατράπης με τρυφάς και αναπαύσεις. [...] Ο Παπαφλέσσας ένεκα της ασελγείας και της θηλυμανίας του κατήντησε το κατάστημα του υπουργείου του πορνοστάσιον».
Κέντρο των ακόλαστων διασκεδάσεων ήταν το πολυτελές σπίτι που νοίκιαζε με χρήματα της Φιλικής Εταιρείας.
Τον Φλεβάρη του 1825 ο Ιμπραήμ και στρατός του αποβιβάστηκαν στον Μόριά αποφασισμένοι να δώσουν τέλος στην επανάσταση.
Ο Παπαφλέσσας αντιλήφθηκε τον κίνδυνο και ζήτησε να αποφυλακιστούν οι οπλαρχηγοί για να αντιμετωπίσουν όλοι μαζί την επερχόμενη απειλή.
Η απαίτησή του προξένησε αντιδράσεις, μιας και είχε συμμετάσχει ενεργά στην σύλληψή τους.
Οι οπλαρχηγοί δεν αποφυλακίστηκαν και ο Παπαφλέσσας πήρε την κατάσταση στα χέρια του. Υποσχέθηκε πως όταν γυρίσει θα τους απελευθερώσει και ξεκίνησε για το Μανιάκι με 1.000 άντρες, ενώ το στράτευμα του Ιμπραήμ έφτανε τις 6.000.
Ο Παπαφλέσσας ευελπιστούσε ότι θα κατέφθαναν ενισχύσεις που θα εξισορροπούσαν την κατάσταση, αλλά η τύχη δεν ήταν με το μέρος του.
Όταν οι άντρες του είδαν τους χιλιάδες εχθρούς να παρατάσσονται, δείλιασαν και πολλοί υποχώρησαν.
Ο Παπαφλέσσας έμεινε με 600 άντρες, ενώ άλλες πηγές υποστηρίζουν ότι ήταν μόλις 300. Ο παπάς έμεινε ακλόνητος στη θέση του, αν και δεν ήταν καπετάνιος, ούτε εκπαιδευμένος αρματολός.
Σύμφωνα με τη λαϊκή διήγηση που κατέγραψε η ιστορία ο Ιμπραήμ τον αναζήτησε μετά το τέλος της μάχης και βρήκε πρώτα το αποκεφαλισμένο πτώμα του.
Ζήτησε να του φέρουν το κεφάλι και στερέωσε το άψυχο κορμί του Παπαφλέσσα στον κορμό ενός δέντρου.
Συγκινημένος, ο Ιμπραήμ τον πλησίασε και τον φίλησε, αναγνωρίζοντας την αξία του εχθρού του.
Ο ηρωικός θάνατος του Παπαφλέσσα διέγραφε τις ατασθαλίες του παρελθόντος.
Η ακόλαστη ζωή του και η διπρόσωπη πολιτική που ακολουθούσε είχαν δημιουργήσει ένα πολύ αρνητικό προφίλ που ξεχάστηκε μετά το Μανιάκι.
Η αυτοθυσία του έσωσε την υστεροφημία του. Όπως και να χει ήταν ένας ξεχωριστός επαναστάτης που κέρδισε τη θέση του στην ιστορία, με το παράδειγμα και τη θυσία του.
Πληροφορίες από το βιβλίο "Τα ψιλά γράμματα της επανάστασης" του Θόδωρου Δ Παναγόπουλου.
Δημοσίευση σχολίου